|
Εν Αθήναις τη 17η Ιανουαρίου 2005
Με αφορμή το Διεθνές Συνέδριο για την Παγκόσμια Ιεραποστολή και το Ευαγγελικό Κήρυγμα, που διοργανώνει το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών στην Αθήνα από 9 έως 16 Μαΐου 2005, και θα φιλοξενηθεί από την Εκκλησία της Ελλάδος, δόθηκε σήμερα, Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2005, Συνέντευξη Τύπου, στην Αίθουσα Τελετών της Ιεράς Συνόδου (Ιασίου 1, Ι. Μ. Πετράκη).
Στη Συνέντευξη Τύπου έλαβαν μέρος ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος, ο Επίσκοπος Renz, Πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Θερμοπυλών κ. Ιωάννης, Πρόεδρος της Διομολογιακής Τοπικής Επιτροπής του ΠΣΕ, και ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Πέτρος Βασιλειάδης, Εκπρόσωπος της Επιτροπής Παγκόσμιας Ιεραποστολής και Ευαγγελικού Κηρύγματος.
Κατά την έναρξη της Συνεντεύξεως Τύπου, ο Εκπρόσωπος Τύπου του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Αρχιμ. Επιφάνιος Οικονόμου, παρουσίασε τους ομιλητές και συντόνισε τη συζήτηση που επηκολούθησε με τους εκπροσώπους των ΜΜΕ. Στη συνέχεια τον λόγο έλαβε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος, ο οποίος αναφέρθηκε στη σημασία του επικειμένου Συνεδρίου τονίζοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ανέθεσε στην Εκκλησία της Ελλάδος, με τη δική της συγκατάθεση, να οργανώσει αυτό το Συνέδριο με θέμα «Ελθέ, Άγιο Πνεύμα, ίασε και συμφιλίωσε». Είναι το 14ο Συνέδριο Ιεραποστολής που διοργανώνεται από το ΠΣΕ και βεβαίως η Ελλάδα είναι η πρώτη Ορθόδοξη χώρα η οποία φιλοξενεί ένα τέτοιο Συνέδριο.
Η Εκκλησία της Ελλάδος ανταποκρίθηκε από την πρώτη στιγμή και στην πρόσκληση και στην πρόκληση του ΠΣΕ να είναι η φιλοξενούσα Χώρα και Εκκλησία στο Παγκόσμιο αυτό Ιεραποστολικό Συνέδριο, διότι έχει τη γνώμη ότι η ανάθεσις σ’ Αυτήν της διοργάνωσής του εκδηλώνει την τιμή, κατ’ αρχήν, και την εμπιστοσύνη με την οποία ο Παγκόσμιος αυτός Εκκλησιαστικός Οργανισμός περιβάλλει τη Χώρα μας και την Ορθόδοξη Εκκλησία μας.
Η Εκκλησία μας εκτιμά ότι το Συνέδριο αυτό ενισχύει την μετα-Ολυμπιακή θέση της Ελλάδος στον κόσμο, γιατί έρχεται αμέσως μετά από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην πατρίδα μας ως ένα κορυφαίο παγκόσμιο γεγονός και αποδεικνύει ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία πρωτίστως και οι άλλες ομολογίες που υπάρχουν στην Ελλάδα έχουν τη δυνατότητα και την ικανότητα να συνεργάζονται αρμονικά με τις ελληνικές πολιτικές αρχές για την προβολή διεθνώς της χώρας μας. Η Ελληνική Πολιτεία παρεχώρησε τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις των θερινών κατασκηνώσεων των Αξιωματικών στον Άγιον Ανδρέα Αττικής, προκειμένου να φιλοξενηθούν οι μέλλοντες να αφιχθούν εδώ φιλοξενούμενοί μας και να λάβουν χώρα οι εργασίες του Συνεδρίου στους ανακαινισμένους πλέον αυτούς χώρους λόγω Ολυμπιακών Αγώνων.
Η Εκκλησία της Ελλάδος αξιοποιεί, προς όφελος της εικόνας της χώρας, την τεχνογνωσία στη φιλοξενία μεγάλων διεθνών διοργανώσεων, στην παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών, στη διαχείριση ενδεχόμενων κρίσεων, την οποία απέκτησαν οι Έλληνες στη διάρκεια της Ολυμπιακής προετοιμασίας. Με τη διοργάνωση και την αποδοχή από την Εκκλησία μας της προκλήσεως αυτής αποδεικνύεται και το ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δεν είναι εσωστρεφής, δηλαδή κάνει άνοιγμα προς τον κόσμο χωρίς να φοβάται την επικοινωνία με ανθρώπους οι οποίοι ανήκουν σε άλλες Εκκλησίες, σε άλλες ομολογίες, χωρίς φανατισμούς, χωρίς φονταμενταλισμούς, χωρίς τίποτε το οποίον υψώνει, κατά κάποιον τρόπον, τείχη διαχωρισμού. Αυτό δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι οργανικό και δραστήριο μέλος της παγκόσμιας κοινότητας και ιδιαίτερα του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, το οποίο ιδρύθηκε στο Άμστερνταμ το 1948, η δε Εκκλησία της Ελλάδος αποτελεί ένα από τα ιδρυτικά στελέχη και μέλη του παγκοσμίου αυτού οργανισμού. Με την ευκαιρία αυτή η Εκκλησία μας θέλει να προβάλει την ελληνική ορθόδοξη θεολογία και παράδοση στην παγκόσμια κοινότητα, μέρος και μέλος της οποίας αποτελεί, και παρουσιάζει την ορθόδοξη διάσταση της ελληνικής μοναδικότητας. Η Εκκλησία μας ανήκει οργανικά στην Ευρώπη, αν δεν είναι η χώρα μας η καρδία της Ευρώπης, άσχετα αν αυτό αναγνωρίζεται ή όχι. Εμείς έχουμε επίγνωση της πολιτιστικής και πνευματικής μας ταυτότητας, την οποίαν βεβαίως και δεν διαπραγματευόμαστε. Δεν φοβάται λοιπόν η Εκκλησία μας να συνδιαλέγεται, να συνεργάζεται, να συμπροβληματίζεται με όλους τους λαούς στην Ευρώπη, στον κόσμο, Ορθοδόξους και μη. Και αυτό αποδεικνύει ότι έχει αυτοπεποίθηση, διέπεται από πνεύμα αγάπης και συνεργασίας με όλους για το καλό του ανθρώπου, ανεξάρτητα από την προσωπική, θρησκευτική ταυτότητα του καθενός».
Στο σημείο αυτό ο Μακαριώτατος αναφέρθηκε στα τραγικά γεγονότα της ΝΑ Ασίας και επεσήμανε ότι: «Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι πριν λίγες ημέρες εορτάσαμε τα Θεοφάνεια, κατ’ εξοχήν εορτή αποκαλύψεως του Μυστηρίου της Θεολογίας της Αγίας Τριάδος στους ανθρώπους και η Εκκλησία μας αγίασε τα ύδατα, το ζωτικό αυτό στοιχείο της ύπαρξής μας σε μία χώρα της οποία η επιφάνεια καλύπτεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από το νερό της θάλασσας. Ο εορτασμός αυτός δυστυχώς συνέπεσε με μία τραγική συγκυρία, που ήταν ο άδικος θάνατος δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων από το ίδιο αυτό στοιχείο της φύσεως, το νερό, που αντί για αγιασμός στις περιοχές εκείνες έγινε ένα φονικό τσουνάμι. Η Εκκλησία της Ελλάδος μεταξύ των πρώτων, εφαρμόζουσα εν τη πράξει τις αρχές της αγάπης προς τον πλησίον, στο πνεύμα ακριβώς της αγάπης των Χριστουγέννων και του Αγιασμού των Θεοφανείων, έσπευσε να είναι μεταξύ των πρώτων και συνέλεξε και ανθρωπιστική βοήθεια και στη συνέχεια, χάρη στη στενή και αγαστή συνεργασία της με τους πολιτειακούς παράγοντες, με την Ελληνική Κυβέρνηση, οργάνωσε από την πρώτη κιόλας στιγμή, την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας. Πέντε μήνες επομένως πριν από το Συνέδριο της Ιεραποστολής η Εκκλησία μας, εξαιτίας αυτού του τόσον δυσμενούς γεγονότος, μπορώ να ισχυριστώ ότι ήδη υλοποίησε τους βασικούς στόχους και τα μηνύματα του Συνεδρίου αυτού το οποίο πρόκειται να συνέλθει εδώ».
Στην συνέχεια τον λόγο έλαβε ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Θερμοπυλών κ. Ιωάννης, Πρόεδρος της Διομολογιακής Τοπικής Επιτροπής του ΠΣΕ, ο οποίος αναφέρθηκε στην υλικοτεχνική υποδομή της διοργάνωσης του Συνεδρίου, διαβεβαίωσε τους εκπροσώπους των ΜΜΕ ότι δεν θα υπάρχει συμπροσευχή κατά την διάρκεια των εργασιών του Συνεδρίου και τάχθηκε υπέρ του Διαλόγου.
Κατόπιν, ο Επίσκοπος Eberhardt Renz, ένας από τους δύο Προέδρους του ΠΣΕ για την Ευρώπη, πρώην Επίσκοπος της Λουθηρανής Εκκλησίας της Βυττεμβέργης (Γερμανίας) και πρώην Μέλος της Ιεραποστολής Αφρικής, αφού ευχαρίστησε τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος για τη φιλοξενία αυτού του παγκοσμίου γεγονότος, αναφέρθηκε στο ιεραποστολικό έργο του ΠΣΕ. Τόνισε επίσης τη σημασία της διεξαγωγής του Συνεδρίου στον τόπο, όπου ο Απόστολος Παύλος κήρυξε το Λόγο του Θεού και εξήρε την σαφήνεια της θέσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Προκαθημένου Αυτής για την αναγκαιότητα της αναφοράς του Χριστιανισμού στο Προοίμιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος κατά τις πρόσφατες συζητήσεις που έλαβαν χώρα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Τέλος, ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Πέτρος Βασιλειάδης, Εκπρόσωπος της Επιτροπής Παγκόσμιας Ιεραποστολής και Ευαγγελικού Κηρύγματος, μίλησε για το ρόλο των διαφόρων Επιτροπών στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών.
Μετά το τέλος της συνέντευξης οι εκπρόσωποι των ΜΜΕ απηύθυναν ερωτήσεις στους ομιλητές.
Ἐκ τοῦ Γραφείου Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
|
|