|
Ἀθήνα 3 Φεβρουαρίου 2005
Συνῆλθε σήμερα, Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2005, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 148ης Συνοδικῆς Περιόδου ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου στήν πρώτη Συνεδρίασή της γιά τό μῆνα Φεβρουάριο.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος καί ὁ Μακαριώτατος Πρόεδρός Της, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλος παρακολουθοῦν τίς τελευταῖες ἡμέρες μέ μεγάλη προσοχή καί θλίψη ὅλα ὅσα λέγονται καί γράφονται γιά λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας μας. Μέ βαθειά συναίσθηση τῆς εὐθύνης τους ἀπέναντι στό Θεό καί τό λαό καί μέ ξεκάθαρη τήν βούληση νά προχωρήσουν ἄμεσα σέ κάθαρση, χωρίς συμβιβασμούς, στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἠσχολήθησαν ἀποκλειστικά μέ τήν διαμορφωθεῖσα κατάσταση καί ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ὁμοφώνως ἔλαβε τίς ἑξῆς ἀποφάσεις:
Α.
1. Νά ζητήσει ἀπό τήν Κυβέρνηση τή συγκρότηση σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 44 παρ. 1 τοῦ Ν.590/1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», Κληρικολαϊκῆς Νομοπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς ὑπό τήν προεδρία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου καί μέ τή συμμετοχή ἰσάριθμων ἐκπροσώπων, τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πoλιτείας, πρός σύνταξιν νέου νόμου περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων, ὁ ὁποῖος θά ἐκσυγχρονίζει τό ἤδη ὑπάρχον καθεστώς καί θά καθιστᾶ περισσότερο φερέγγυο τόν τρόπο ἀπονομῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης.
2. Ὡστόσο, μέχρι τῆς ψηφίσεως τοῦ Νόμου καί λόγῳ τοῦ ἐπείγοντος νά ζητηθεῖ ἀπό τήν Κυβέρνηση, νά προωθήσει σχέδιο νόμου, στή Βουλή προβλέποντας τίς ἑξῆς δύο ἄμεσες τροποποιήσεις τοῦ Ν. 5383/1932 «περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας», ὡς ἀκολούθως:
α. Ἐάν Κληρικός ἤ Μοναχός φέρεται ὅτι ὑπέπεσε σέ κανονικό παράπτωμα τό ὁποῖο προεκάλεσε βαρύτατο σκανδαλισμό τοῦ πληρώματος ἐκδηλωθέντα διά τοῦ Τύπου, τῆς Τηλεοράσεως ἤ ἄλλως πως καί ὁ οἰκεῖος Ἀρχιερέας, ὁ ὁποῖος ἔχει καί διατηρεῖ ἀπαραμείωτο κατ’ ἀρχήν τό δικαίωμα κρίσεως, ἤ τούτου ἐλλείποντος ὁ Τοποτηρητής ὀλιγωρεῖ νά ἐνεργήσει ἀνάκριση, δύναται νά ἐπιληφθεῖ τοῦ ζητήματος ἡ Δ.Ι.Σ. καί μόνο κατ’ ἐξαίρεση καί νά διατάξει ἀνακρίσεις ὁρίζουσα ὡς ἀνακριτή ἕνα ἀπό τούς Γραμματεῖς Της, ἀφοῦ προηγουμένως καλέσει τόν οἰκεῖο Μητροπολίτη νά ἐπιληφθεῖ αὐτός ἐντός τριημέρου τῆς ὑποθέσεως, διατάσσων ἀνάκριση. Ἐάν τό πόρισμα τῆς ἀνακρίσεως ἀποβεῖ εἰς βάρος τοῦ Κληρικοῦ ἤ Μοναχοῦ ἡ δικογραφία παραπέμπεται στόν οἰκεῖο Μητροπολίτη, καί τούτου ἐλλείποντος στόν Τοποτηρητή, ὁ ὁποῖος ὑποχρεοῦται νά εἰσαγάγει ἀμελλητί τήν ὑπόθεση στό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό δικαστήριο τηρουμένης ἐφ’ ἑξῆς τῆς προβλεπομένης ἀπό τό Νόμο διαδικασίας.
β. Νά ὁρισθεῖ ὅτι στά Ἐπισκοπικά Δικαστήρια, οἱ δυό παρεδρεύοντες Πρεσβύτεροι θά ἔχουν ἀποφασιστική ψῆφο καί ὄχι ἁπλῶς συμβουλευτική γνώμη, ὅπως μέχρι σήμερα ἰσχύει, προκειμένου νά ἐνισχυθεῖ ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ πρός τήν ἐκκλησιαστική δικαιοσύνη καί τούς λειτουργούς της.
Β.
1. Γιά τήν περίπτωση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ἀττικῆς κ. Παντελεήμονος, ὅπως κληθεῖ καί προσέλθει νά ἐμφανισθεῖ ἐνώπιον τῆς Δ.Ι.Σ. αὔριο, 4η Φεβρουαρίου 2005, ἡμέρα Παρασκευή καί ὥρα 9.30, πρός ἀκρόαση, προκειμένου ἡ Δ.Ι.Σ. νά κρίνει ἄν συντρέχει περίπτωση ἐφαρμογῆς τῆς παραγράφου 8 τοῦ ἄρθρου 34 τοῦ Ν. 590/77 (ἀρθρ. 15, Ν. 1351/83).
Σύμφωνα μέ τό Νόμο αὐτό «Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος, μετά ἀπό αἰτιολογημένη πρόταση τοῦ Προέδρου Της, μπορεῖ μέ ἀπόφασή Της δημοσιευομένη στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως νά θέτει στή διάθεση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά διάστημα ἕξι μηνῶν Μητροπολίτη, ἐφόσον συντρέχουν λόγοι πού ἀφοροῦν στό πρόσωπό του, στό συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας, στή δημόσια τάξη ἤ στήν κοινωνική εἰρήνη. Ἡ ἀπόφαση ἐκδίδεται μετά ἀπό ἀκρόαση τοῦ Μητροπολίτη. Στή Μητρόπολη ὁρίζεται Τοποτηρητής σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 23 παρ. 1 καί ἄν ὁ Μητροπολίτης πού τέθηκε στή διάθεση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί Συνοδικός, ἀντικαθίσταται σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 8 παρ. 2 τοῦ Νόμου αὐτοῦ. Οἱ Μητροπολίτες πού τίθενται στή διάθεση τῆς Ἐκκλησίας δέν μετέχουν σέ Σύνοδο Ἱεραρχίας οὔτε καλοῦνται ὡς Συνοδικοί καί λαμβάνουν τά 2/3 τῶν ἀποδοχῶν τοῦ ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολίτη. Μετά τήν πάροδο τοῦ ἑξαμήνου ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος μπορεῖ νά ἀποφασίσει τήν ὁριστική ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Μητροπολιτικό Θρόνο».
2. Ὡς πρός τόν Ἀρχιμανδρίτη Ἰάκωβο Γιοσάκη ἡ Ἱερά Σύνοδος μέ ἔγγραφό Της ἀπαιτεῖ καί ἀξιώνει ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἀττικῆς κ. Παντελεήμονα, ὅπως ἐντός τῆς σήμερον θέσει αὐτόν σέ ἀργία, δυνάμει τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 102 τοῦ Ν. 5383/1932 «Περί Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό Αὐτῶν Διαδικασίας» καί ἀσκήσει δίωξη.
3. Καθόσον δέ ἀφορᾶ στήν ἔνσταση πού ὑπέβαλε διά τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀττικῆς ὁ κατηγορούμενος γιά δυσφήμιση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ἠλείας κ. Γερμανοῦ, Ἰάκωβος Γιοσάκης, περί ἀναρμοδιότητος τοῦ Ἱεράρχου αὐτοῦ νά κινήσει τήν κατ’ αὐτοῦ πειθαρχική δίωξη, ἡ Δ.Ι.Σ. ἀπεφάσισε ὁμόφωνα τήν ἀπόρριψη τῆς ἐνστάσεως καί τήν συνέχιση τῶν ἀρξαμένων ἀνακρίσεων, ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ἠλείας κ. Γερμανοῦ.
Γ. Ὡς πρός τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων κ. Θεόκλητο, ὁ ὁποῖος μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 97/ 28.1.2005 ἐπιστολή του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο, «ἔθεσε τόν ἑαυτόν του εἰς τήν διάθεσιν τῆς Ι.Σ.Ι. ὡς ὑπάτου Συλλογικοῦ Ὀργάνου Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, παρακαλῶν καί ἀξιῶν ὅπως ἐνεργήσῃ πάραυτα τήν διερεύνησιν, δι’ ὧν ἐκείνη οἶδε μέσων, τῆς ἀληθείας τῶν ἀποδιδομένων εἰς αὐτόν συκοφαντιῶν» καί τίς κατ' αὐτοῦ καταγγελίες πού διετύπωσε ὁ ἔκπτωτος καί ὑπό ἐπιτίμιο ἀκοινωνησίας διατελῶν Μητροπολίτης πρώην Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων κ. Κωνσταντῖνος, ἡ Ἱερά Σύνοδος κρίνει ὅτι ἡ δικαστική διερεύνηση τῶν καταγγελιῶν ἀνήκει κατά νόμο στήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί ὄχι τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας. Διό καί ἀποφασίζει νά μή συγκληθεῖ ἡ Ι.Σ.Ι. ἀλλά κατ' ἐφαρμογή τοῦ ἄρθρου 143 τοῦ Ν. 5383/1932, νά κληθεῖ σέ πρῶτο στάδιο ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων κ. Θεόκλητος καί ἕως τήν ἐρχόμενη Τρίτη 8 Φεβρουαρίου ἔ.ἔ. νά παράσχει γραπτές ἐξηγήσεις ἐπί τῶν εἰς βάρος του καταγγελιῶν, μετά δέ τήν ὑποβολή τῶν ἐξηγήσεων ἡ Δ.ΙΣ. νά ἀποφασίσει σχετικῶς.
Δ. Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος, ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ Της νά ριφθεῖ ἄπλετο φῶς σέ φῆμες καί ἄλλες πληροφορίες, πού καθάπτονται τῆς τιμῆς καί ὑπολήψεως Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, καλεῖ τούς πιστούς πού διαθέτουν νόμιμα στοιχεῖα κατηγορίας νά τά καταθέσουν ὑπεύθυνα στά ἁρμόδια Ἐκκλησιαστικά Ὄργανα, συμβάλλοντας ἔτσι στήν ὀρθή ἀντιμετώπιση ἐνδεχομένων παρεκτροπῶν, πού πλήττουν τό κύρος τῆς Ἐκκλησίας.
Ε. Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἔχει ἐπίγνωση τῶν κρισίμων περιστάσεων ὑπό τίς ὁποῖες τελεῖ ἡ Ἐκκλησία μας, καί θλίβεται διά τό δημιουργηθέν κλίμα εἰς βάρος Της, ἐξ αἰτίας ἐνεργειῶν τινῶν λειτουργῶν Της. Θλίβεται ἀκόμη διότι οἱ ἐνέργειες αὐτές προκάλεσαν ποικίλες ἐπιθέσεις κατά τῆς Ἐκκλησίας τήν ὁποία ὅλοι ὀφείλουμε νά πρoστατεύσουμε. Οἱ Ἕλληνες κληρικοί καί ὁ πιστός λαός στήν πορεία τῶν μηνῶν θά ἀποκρυπτογραφήσουν τήν ἀλήθεια, ὅτι πέραν ὡρισμένων περιστατικῶν ἀποδεδειγμένης ἐνοχῆς, πού πατάσσονται ἤδη σκληρά, ἡ Ἐκκλησία παραμένει δύναμη τοῦ Ἑλληνισμοῦ και ψυχικό ἀποκούμπι τοῦ λαοῦ καί ὅτι ὁ ὑπερβολικός θόρυβος πού ἔχει δημιουργηθεῖ ἔχει ἄλλες ἐπιδιώξεις πού συντείνουν ὅλες μαζί στόν εὐτελισμό τῆς μαρτυρικῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι πρόδηλο ὅτι ὑπεράνω τῶν προσώπων ὑπάρχει ὁ θεσμός. Καί ὁ Θεανθρώπινος ὀργανισμός τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἱερός θεσμός δέν κινδυνεύει ἀπό τά σφάλματα τῶν λειτουργῶν Της. Αὐτοί ἔρχονται καί παρέρχονται. Ἐκείνη ἀπό τίς δοκιμασίες λαμπροτέρα ἐξέρχεται καί εἰς τόν αἰῶνα διαμένει.
Ἐκ τοῦ Γραφείου Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
|
|