|
«Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΛΟΝ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
ΑΝΑΒΙΩΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΩΝ»
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΧΑΛΚΙΔΟΣ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Εἰσήγησις ἐνώπιον τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
τήν 8ην Ὀκτωβρίου 2004.
ΧΑΛΚΙΔΑ 2004
Γ. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΒΙΩΣΕΩΣ ΤΟΥ.
1. Ἱστορική ἀναδρομή
Ὁ θεσμός οὗτος εἶναι γνωστός ἀπό τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς.
Ὡς πρώτη μαρτυρία περί τῆς τάξεως τῶν «διακόνων γυναικῶν» θεωρεῖται τό χωρίον (Ρωμ. ιστ’, 1-2)[50], εἰς τό ὁποῖον μνημονεύεται ἡ Φοίβη[51], ἡ ὁποία θεωρεῖται ὑπό τῶν ὀρθοδόξων λειτουργικῶν κειμένων ὡς πρότυπον διακονίσσης.
Ἀλλά καί τό χωρίον (Α’ Τιμ. γ’, 11)[52] ἀναφέρεται, ὅπως τονίζει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος[53] εἰς γυναίκας διακόνους.
Εἰς τάς ἀρχάς τοῦ β’ αἰῶνος χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἐξωχριστιανική μαρτυρία τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ Πλίνιος ὁ νεώτερος γράφων πρός Τραϊανόν[54].
Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς τονίζει ὅτι ἡ γυναικεία διακονία ἦτο ἀναγκαία καί ὑπῆρχε κατ’ αὐτούς ἤδη τούς ἀποστολικούς χρόνους[55].
Τόν γ’ αἰῶνα ἡ «Διδασκαλία» τῶν Ἀποστόλων παρουσιάζει τάς διακονίσσας ὡς ἰδιαιτέραν, συγκεκροτημένην ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τάξιν, μνημονευομένην μετά τῶν τάξεων τῶν ἐπισκόπων, πρεσβυτέρων καί διακόνων καί διά πρώτην μάλιστα φοράν χρησιμοποιεῖται τό ὄνομα «διακόνισσα» ἀντί τοῦ ἡ «διάκονος»[56].
Ἔχουν ὅπως καί οἱ διάκονοι τό ἴδιον λειτούργημα, τό τῆς διακονίας καί θεωροῦνται ὡς μία ψυχή ἐν δυσί σώμασι[57] .
Ἀναρίθμητοι εἶναι ἐν τούτοις αἱ μαρτυρίαι, περί τῆς τάξεως τῶν διακονισσῶν, ἀπό τοῦ δ’ αἰῶνος καί ἑξῆς. Μεγάλη ἡ ἄνθησις των ἐπί τῆς ἐποχῆς τῶν μεγάλων τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων. Ἀπαντῶνται εἰς τούς κανόνας οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν Συνόδων καί εἰς διάφορα φιλολογικά, ἱστορικά καί ἀρχαιολογικά μνημεῖα, εἰς ἔργα πατέρων, ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως, εἰς ἱστορικούς καί χρονογράφους, εἰς ἁγιολογικά κείμενα, εἰς εὐχολόγια καί ἄλλα λειτουργικά βιβλία, εἰς τήν νομοθεσίαν τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, εἰς ἐπιτυμβίους ἐπιγραφάς.
Ὁ θεσμός αὐτός, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ὑποβαθμιζόμενος, διατηρεῖται μέχρι τοῦ τέλους τῶν Βυζαντινῶν χρόνων. Λείψανα τῆς τάξεως αὐτῆς σώζονται καί σήμερον εἰς Ἱεράς Μονάς καί Ἱεραποστολικάς κοινότητας.
Εἰς τήν Δύσιν ὁ θεσμός δέν εἶχε ταχεῖαν καί μεγάλην ἀνάπτυξιν, θεωρούμενος ὡς θεσμός ἀνατολικός. Κατά τό τέλος τοῦ 4ου αἰῶνος ἦτο σχεδόν ἄγνωστος.
Εἰς ὡρισμένας μάλιστα ἐκκλησιαστικάς περιφερείας ἀπηγορεύθησαν[58] καί Συνοδικῶς αἱ χειροτονίαι τῶν διακονισσῶν.
Ὡστόσο ὑπάρχουν καί μαρτυρίαι, αἱ ὁποῖαι πιστοποιοῦν ὅτι, τουλάχιστον μέχρι τοῦ ια’ αἰῶνος, ὑπό τήν ἐπίδρασιν τοῦ παραδείγματος τῆς Ἀνατολῆς, καθιεροῦντο και ἐν τῇ Δυτικῇ Ἐκκλησίᾳ διακόνισσαι[59].
Τρεῖς πάπαι ἐξάλλου τοῦ ια’ αἰῶνος, ὁ Βενέδικτος ὁ 8ος, ὁ Ἰωάννης ὁ 20ός καί ὁ Λέων ὁ 9ος γράφοντες ἀντιστοίχως, πρός ἐπαρχιακούς ἐπισκόπους τοῦ Porto[60], τῆς sylva candida[61] καί πάλιν τοῦ Porto[62], ἀναγνωρίζουν εἰς αὐτούς τό δικαίωμα νά χειροτονοῦν διακονίσσας.
Ὁ τίτλος «diaconissa» ἤ «diacona» ἐνεφανίσθη ἐκ νέου κατά τούς νεωτέρους χρόνους, διά τῆς ἱδρύσεως τῶν προτεσταντικῶν ἀδελφοτήτων διακονισσῶν[63] καί διά τῆς ἀναβιώσεως τῆς χειροτονίας διακονισσῶν ἐν τῇ Ἀγγλικανικῇ Ἐκκλησίᾳ[64] (ἡ ὁποία, δυστυχῶς, ἐν τῷ μεταξύ, ἐχειροτόνησε γυναῖκας καί εἰς τούς ἄλλους ἀνωτέρους βαθμούς τῆς Ἱερωσύνης) και ἐν τῇ παλαιοκαθολικῇ Ἐκκλησίᾳ[65].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
50. - «Συνίστημι δέ ὑμῖν Φοίβην τήν ἀδελφήν ἡμῶν, οὖσαν διάκονον τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς, ἵνα αὐτήν προσδέξησθε ἐν Κυρίῳ ἀξίως τῶν ἁγίων … καί γάρ προστάτις πολλῶν ἐγεννήθη καί ἐμοῦ αὐτοῦ».
51. - ἑορτάζει τήν 3ην Σεπτεμβρίου.
52. - «γυναῖκας ὡσαύτως σεμνάς, μή διαβόλους, νηφαλίας, πιστάς ἐν πᾶσι».
53. - «τινές ἁπλῶς περί γυναικῶν εἰρῆσθαι τοῦτό φασιν, οὐκ ἔτσι δέ· τί γάρ ἐβούλετο μεταξύ τῶν εἰρημένων παρεμβαλεῖν τι περί γυναικῶν; Ἀλλά περί τῶν τό ἀξίωμα τῆς διακονίας ἐχουσῶν λέγει». Ἰ. Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς Α’ Τιμ. γ’, 11 ἐν Migne Ἑ.Π. 62,53 καί Θεοδώρου Ε. ἐν τῷ «Ἡ θέσις τῆς Γυναικός ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καί τά περί χειροτονίας τῶν γυναικῶν» Οἰκ. Πατριαρχεῖον, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1994, σελ. 312.
54. - Τῷ 111 ἤ 112 μ.Χ. Plinii, Ad Traianun, ep. XCVI, 8 ἔκδ. Kukula, Leipzig 1908, s. 316 καί Θεοδώρου Ε. ἔνθ. ἀνωτέρω σελ. 311.
55. - (+ πρό τοῦ 215) Οἱ Ἀπόστολοι «ὡς ἀδελφάς περιῆγον τάς γυναῖκας συνδιακόνους ἐσομένας πρός τάς οἱκουρούς γυναῖκας, δι’ ὧν καί εἰς τήν γυναικωνῖτιν ἀδιαβλήτως παρεισεδύετο ἡ τοῦ Κυρίου διδασκαλία. Ἴσμεν γάρ καί ὅσα περί διακόνων γυναικῶν ἐν τῇ ἑτέρᾳ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῇ ὁ γενναῖος διατάσσεται Παῦλος». Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματεῖς 3,6 ἐν Migne Ε. Π. 8,1157 καί Θεοδώρου Ε. ἔνθ. ἀνωτέρω, σελ. 312.
56. - Διδασκαλία 111, 13,2 ἐν F.X Funk, ἔνθ. ἀνωτ. σσ. 212-214 καί Θεοδώρου Ε. ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 312.
57. - (dno corpora in una anima) Αὐτόθι.
58. - Σύνοδοι τῆς Ὀράγγης τῷ 441, ἡ ἐν Εpaon τῷ 517 και ἡ 2α ἐν Ὀρλεάνῃ τῷ 533. Θεοδώρου Ε. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 315.
59. - Τῷ 866 ἡ ἐν Worns σύνοδος υἱοθετεῖ, τόν σχετικόν πρός τάς διακονίσσας ιε’ κανόνα τῆς Δ’ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου. G. Uhlhorn, Die christliche Liebestatigkeit in der alten kirche, Stuttgart 1882, σ. 403 καί Θεοδώρου Ε. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 315.
60. - Migne P.L. 139,1621
61. - Migne P.L. 132,1056
62. - Migne P.L. 143,598 καί Θεοδώρου Ε. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 316.
63. - Θεοδώρου Ε. «Ἡρωΐδες τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης – Αἱ διακόνισσαι διά ταῶν αἰώνων» σσ. 93-200.
64. - ἔνθ. ἀνωτ. σσ. 201-213.
65. - Christian Oeyen, Priestertum der Frau? Die alt katholische Theologie als Beispiel einer Denkentwich lung, ἐν : Ökymenische Rundschau, 35. Jahrgang, Heft 3, Jyli 1986, Grankfurt, σσ. 255-258 καί Θεοδώρου Ε. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 316.
|
|