Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Τέκνον αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου (Μαρκ. 2, 1-12).



Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο ευαγγελιστής Μάρκος μας λέγει ότι ο Χριστός βρίσκεται σ’ ένα σπίτι, της Καρπεναούμ. Με το που διαδόθηκε ο ερχομός Του, δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο, με συνέπεια τέσσερεις άνθρωποι, που μεταφέρουν ένα φίλο τους ή συγγενή τους, παραλυτικό, σε φορείο, να μην μπορούν να πλησιάσουν το Χριστό.

Τότε ανεβαίνουν στη σκεπή, την ανοίγουν και κατεβάζουν από εκεί τον παραλυτικό στο σημείο που βρισκόταν ο Χριστός.

Μόλις ο Χριστός αντιλήφθηκε την κίνησή τους, διαπίστωσε τη βαθιά πίστη των τεσσάρων αυτών ανθρώπων, στράφηκε στον παραλυτικό και του λέγει: Τέκνον αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου.


Αγαπητοί μου Χριστιανοί, με την παραχώρηση και την άδεια του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη σας κ. Χρυσοστόμου, προΐσταμαι της Θείας Λειτουργίας και θα σας ομιλήσω δι’ ολίγων.

Τέκνον αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου.
Ο Χριστός μιλάει συχνά για την πραγματικότητα που έχει επικρατήσει να ονομάζουμε αμαρτία. Αλλά τι είναι αμαρτία και ποιο το περιεχόμενο της;
Θα μας βοηθούμε πολύ να κατανοήσουμε τη φύση της αμαρτίας, αν ανατρέχαμε στη διήγηση της πτώσεως (Γεν.3). Εκεί θα διαπιστώναμε ότι το προπατορικό αμάρτημα δεν αφορά την παράβαση μιας εντολής. Δεν πρόκειται για ένα νομικό θέμα, σύμφωνα με το οποίο ο Θεός θέσπισε, ένα νόμο και ζητά από τους πρωτόπλαστους να τον εφαρμόσουν ή διαφορετικά θα τους τιμωρήσει.

Με βάση τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων μας, ο Θεός δεν έχει καμιά ανάγκη, ούτε να κάνουμε ούτε να μην κάνουμε κάτι, με την έννοια ότι ο κόσμος δεν ήταν απαραίτητος στο Θεό. Ούτε πειράζεται, ούτε ενοχλείται, ούτε θυμώνει ο Θεός, επειδή οι πρωτόπλαστοι δεν τον άκουσαν.

Η εντολή του Θεού, ή αυτό που ονομάζουμε εντολή, δηλαδή η πρόταση του να απέχουν οι πρωτόπλαστοι, από τη βρώση του καρπού ενός συγκεκριμένου δένδρου του κήπου της Εδέμ, αντανακλά το μέτρο της ανθρώπινης πραγματικότητα, δηλαδή την κτιστότητα. Δηλαδή, ο Θεός με κάποιο τρόπο τους λέγει, ότι έχετε ένα εγγενές πρόβλημα: είσθε θνητοί. Κάποτε δεν υπήρχατε. Προήλθατε από το μηδέν. Ρέπετε και τείνετε να επιστρέψετε στην ανυπαρξία. Φέρετε τον θάνατο ως δυνατότητα. Επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, δεν μπορείτε να υπάρξετε και να ζήσετε από μόνοι σας, αφ’ εαυτού. Χρειάζεται να βρίσκεστε σε διαρκή αναφορά μαζί Μου, με τον Δημιουργό σας. Ότι θα έλεγε π.χ. ένας γονέας στο μικρό παιδί του, που θέλει να βάλει το χέρι του στη φωτιά: αν το βάλεις θα καείς. Το αντίθετο, δηλαδή το να μην το προειδοποιήσει, θα ήταν σαδιστικό.

Η αγία Τριάδα δημιούργησε τον κόσμο για να ζήσει αιώνια και όχι για να πεθάνει, αλλά ο τρόπος για να ζήσει είναι να μείνει σε αναφορά με τον Θεό, την πηγή της ζωής. Αφού ο άνθρωπος είναι ετερόφωτος, θα πρέπει να στραφεί στον ήλιο για να λάβει φως. Το φίδι, που είναι ένας εσωτερικός, εν τέλει, πειρασμός, αντιπροτείνει την ιδέα, ότι μπορούν να γίνουν αθάνατοι από μόνοι τους, χωρίς τη συνδρομή του Θεού. Διαστρεβλώνει, διαβάλλει την πραγματικότητα Θεού - εξ ου και διάβολος ονομάσθηκε - και παρουσιάζει τον Θεό, ως ένα όν ζηλόφθονο, που θέλει να κρατήσει τα προνόμια της εξουσίας και της γνώσης αποκλειστικά για τον εαυτό Του.
Συνεπώς, η αμαρτία του Αδάμ και της Εύας, είναι ότι φαντάσθηκαν να ζουν χωρίς αναφορά, αυτονομημένοι από το Θεό. Αυτό που θα ζήσουν οι πρωτόπλαστοι ως τιμωρία, δεν είναι κάτι που προέρχεται από τον Θεό, αλλά η γεύση των καρπών της επιλογής να θεωθούν με βάση τον εαυτό τους.

Η ουσία, λοιπόν, της αμαρτίας είναι αυτό που οι πατέρες ονόμασαν, αλλιώς : φιλαυτία. Δηλαδή το να αυτο-λατρεύεται κανείς. Το να πιστεύει κάποιος ότι είναι επαρκής και αυτάρκης. Η αμαρτία, λοιπόν, είναι χωρισμός από τον Θεό και αυτός ο χωρισμός ισοδυναμεί με θάνατο. Αλλά ο θάνατος δεν πρέπει να εκληφθεί ως μια παντελή εξαφάνιση του ανθρώπου, αφού ότι ο θεός δημιούργησε δεν μπορεί να καταστραφεί, αλλά ως μια ιδιότυπη κατάσταση όπου ο άνθρωπος περιφέρεται δίχως νόημα, δίχως σχέση.

Η άρνηση της σχέσης με το Θεό, εκδηλώνεται ως εγωκεντρική στροφή του ανθρώπου στον εαυτό του, που στην καθημερινότητα εκδηλώνεται ως άρνηση των συνανθρώπων μας, γι’ αυτό η παρουσία των άλλων βιώνεται συχνά ως απειλή. Τότε οι άλλοι είναι η κόλασή μας. Για τους άλλους δεν υπάρχει χώρος, ούτε ο Θεός δικαιούται να τους αγαπά!

Αλλά, με τον ίδιο εγωιστικό τρόπο αντιμετωπίζουμε και το περιβάλλον. Συχνά από απροσεξία ή και από σκοπιμότητα, το καταστρέφουμε. Το περασμένο καλοκαίρι στο τόπο σας, όπως και στην ευρύτερη περιοχή, γίναμε αυτόπτες μάρτυρες αυτής της τραγικής πραγματικότητας, η οποία αν δεν αφυπνισθούμε, θα οδηγήσει σε παγκόσμιας κλίμακα οικολογική καταστροφή.

Η φιλαυτία, είναι μια πολλή ύπουλη κατάσταση, που κρύβεται επιδέξια κάτω από τις πιο εντυπωσιακές αρετές. O άγιος Ιωάννης της Κλίμακας, μας αποκαλύπτει πως: «με την φιλοξενία συμπλέκεται η γαστριμαργία… με την καθαρή αγάπη προσκολλάται η μιαρή επιθυμία… με την πραότητα η οκνηρία…με την σιωπή συμφύρεται ο όγκος και η υπερηφάνεια της διδασκαλίας… με την χαρά η οίηση…με την αγάπη η κατάκριση… με την παρθενία η πικρία και ούτω καθ’ εξής»(Λόγος κστ,λζ). Έτσι λοιπόν, πολλές φορές, πίσω από το ενδιαφέρον μας είτε για τον Θεό είτε για τον συνάνθρωπο είτε για το περιβάλλον, μπορεί να υπάρχει κάτι βαθύτατα εγωκεντρικό. Το ζήτημα είναι αν μπορεί να αναγνωρίσει κάποιος ότι το καλό που κάνει δεν εκπορεύεται από τον ίδιο αποκλειστικά. «Τι έχω και δεν το έλαβα;» αναρωτιέται ο Απόστολος(Α Κορ. 4,7). Μπορεί, μέσα από εμάς να ενεργείται κάτι καλό, αλλά για την Εκκλησία αυτός που κάνει δυνατά τα πράγματα είναι ο Χριστός. Αυτός είναι Πρωτεύων στα πάντα. Αυτός χαρίζει την αγιότητα στην Εκκλησία, «εις άγιος» και όχι εμείς. Έξω από αυτή την προοπτική της αναφοράς στο Θεό, για την Εκκλησία και η καλύτερη πράξη ή αρετή μας, κινδυνεύει να διαστραφεί σε υπόγειες επιθυμίες αυτοπροβολής, σε προσπάθεια αυτοδικαιωτισμού ή σε αυταρχική επιβολή του καλού.

Η ουσιαστικότερη, λοιπόν, αμαρτία μας είναι η φιλαυτία μας, ο εγωγκετρισμός μας. Το να είμαστε στραμμένοι στον εαυτό μας και να αυτολατρεόμαστε. Το να καμαρώνουμε για ό,τι κάνουμε. Το να ζούμε συχνά ως να μην έχουμε καμία έλλειψη. Σ’ αυτή την προοπτική το ζητούμενο είναι πως θα γίνουμε καλύτεροι, η αυτοβελτίωση του εαυτού. Μας διαφεύγει ότι όλα τα πάθη μας είναι συμπτώματα του αυτοδικαιωτισμού μας. Αυτό μας οδηγεί να θεωρούμε το δευτερεύον δηλαδή τα συμπτώματα, ως πρωτεύον, γιατί αυτό εξυπηρετεί τον εγωκεντρισμό μας.
Μετατρέπουμε δηλαδή το ζήτημα της αμαρτίας σε ένα ζήτημα νομικό και δικανικό, που σημαίνει, ότι μπαίνουμε σε μια περιπτωσιολογία, του τύπου: τι συνιστά αμαρτία και πόσο συνιστά αμαρτία αυτή ή άλλη πράξη. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι εμείς ξέρουμε πιο είναι το καλό ή το κακό και έτσι να αυτοδικαιωθούμε. Νομίζουμε ότι μπορούμε να αποφεύγουμε το λάθος και επομένως να δικαιούμαστε τη σωτηρία. Μια σωτηρία, που δεν είναι πλέον δώρο, αλλά ατομικό επίτευγμα. Που δεν έχει έλθει επειδή είμαστε σε σχέση με τον Θεό, αλλά από τις ατομικές μας προσπάθειες. Όπως οι καλοί μαθητές, πιστεύουν ότι ο δάσκαλος είναι υποχρεωμένος να τους βαθμολογήσει με άριστα. Αλλά, και το να μιλάμε για τα συμπτώματα, έστω και αρνητικά, μπορεί να είναι ένας άλλος τρόπος αυτοδικαιωτισμού. Καλούμαστε να βάλουμε πολύ καλά στο μυαλό μας ότι, όσο η φιλαυτία διαρκεί, η επιμέρους αντιμετώπιση ενός πάθους είναι άνευ νοήματος, γιατί τρέφει ακόμα περισσότερο τον ναρκισσισμό μας.

Αγαπητοί μου Χριστιανοί,
Μεταξύ των πολλών σημείων που θα μπορούσαμε να σταθούμε σταχυολογώ δυο.
Το πρώτον ενδιαφέρον στοιχείο, που αξίζει να κρατήσουμε από τη σημερινή ευαγγελική περικοπή υποκρύπτεται στο γεγονός ότι ο Χριστός θεραπεύει ένα παραλυτικό, που του το ζήτησαν κάποιοι άλλοι. Στα πρόσωπα των τεσσάρων αντιπροσωπεύεται, εικονίζεται η θεραπευμένη ανθρωπότητα, η Εκκλησία ως κοινότητα, ως ένα πλέγμα σχέσεων. Κάπως έτσι, περιγράφει την Εκκλησία και ο Λουκάς στις Πράξεις, ως κοινότητα, ως μια οικογένεια, «που τα μέλη έχουν μια καρδιά και μια ψυχή». Ο Χριστός απαντώντας θετικά στο αίτημα των τεσσάρων ανθρώπων, εν τέλει στο αίτημα της Εκκλησίας, δείχνει πόσο αναγνωρίζει τη μεταξύ των όντων αλληλεξάρτηση, δηλαδή τη σχέση. Ο καθένας εξαρτάται από τον άλλον και δεν μπορεί να πει ότι δεν τον χρειάζεται. Δηλαδή, μας αποκαλύπτει ότι και μεταξύ του Ιδίου του Χριστού και Εκκλησίας, υπάρχει μια σχέση αδιάσπαστη. Η Εκκλησία δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς την Κεφαλή της, τον Χριστό, ούτε ο Χριστός, χωρίς το σώμα Του, την Εκκλησία. Η Εκκλησία, είναι πάντοτε ζωή σε αναφορά με τον Χριστό και εν Χριστώ με τους άλλους ανθρώπους, που πλέον είναι αδέλφια μας, ενώ η αμαρτία είναι, το να αναφέρεται κανείς στον ίδιο του τον εαυτό. Το να ζει κανείς με τρόπο εκκλησιαστικό σημαίνει, να κατευθύνεται σ’ ένα «στόχο» εκτός του κτιστού, ενώ, το αντίθετο είναι η φιλαυτία.
Ένα δεύτερο στοιχείο, έχει να κάνει με το γεγονός, ότι δεν έχουμε καμιά αναφορά για το τι επιθυμούσε ή όχι ο παραλυτικός. Ο παραλυτικός προσωποποιεί την ανθρωπότητα στην έκπτωση της. Ο Χριστός έρχεται, όπως μας περιγράφει με σαφήνεια και ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας (Λόγος Β΄ΕΠΕ τ. Σ 345 -349),- έρχεται και αποκαθιστά στο πρόσωπο του παραλυτικού, την ανθρώπινη φύση θέλοντας και μη. Αυτό σημαίνει ότι, στο σχέδιο του Τριαδικού Θεού, δεν υπήρχε η αρρώστια, η φθορά, ο θάνατος. Μπορεί μεν, να ήταν θνητή η ανθρώπινη φύση, αλλά της είχε δοθεί, μέσω της ελευθερίας, η δυνατότητα, της υπερβάσεως της ροπής της προς ασθένεια, μέσα από την ένωση της με τον άφθαρτο Θεό. Αυτό σημαίνει ότι η αρρώστια, η παραλυσία δεν συνδέεται με την ανθρώπινη φύση, αλλά με την ανθρώπινη ελευθερία. Όπως, λοιπόν, ερχόμαστε στη ζωή χωρίς να ερωτηθούμε, έτσι και ο Χριστός αποκαθιστά την ανθρώπινη μας φύση και θα μας αναστήσει όλους στη Δευτέρα Παρουσία, δίκαιους και οι αμαρτωλούς, χωρίς να ερωτηθούμε. Γιατί «Ο Θεός - όπως βρέχει για όλους- θέλει για όλους τα αγαθά …. Τόσο εκείνα με τα οποία ευεργετεί την θέληση όσα και εκείνα με τα οποία ευεργετεί την φύση»(Νικόλαος ο Καβάσιλας). Θα αναστηθούμε όλοι : άλλοι όμως σε ανάσταση κρίσεως, άλλοι σε ανάσταση ζωής(Ιωα. 5,29). Όσοι αναστηθούν σε ανάσταση ζωής, στο πρόσωπο του Χριστού, θα αναγνωρίσουν τον Νυμφίο, όσοι σε ανάσταση κρίσεως, στο πρόσωπο του Χριστού, θα βλέπουν ένα αυστηρό και φοβερό Κριτή. Στη δική μας ελευθερία εναπόκειται όχι το αν θα αναστηθούμε, αλλά το εάν αδιαλείπτως ευχαριστούμε το Θεό για αυτή την ευεργεσία.

Συνέχεια της δεύτερης παρατήρησης, είναι ένα τρίτο σημείο, που αξίζει να θυμόμαστε: είναι ότι ο Χριστός συνδέει τη σωματική παραλυσία με την αμαρτία, δηλαδή με τη φιλαυτία. Η φιλαυτία είναι η γενεσιουργός αιτία της νόσου, της φθοράς. Η αρρώστια είναι «παρά φύσιν» κατάσταση. Επομένως ο άνθρωπος είναι πάντοτε, μια ενότητα ψυχοσωματική και δεν μπορεί να νοηθεί αποκομμένος, από τον φυσικό περιβάλλον, του οποίου είναι οργανικό μέρος. Αυτό σημαίνει, ότι ο μόνος τρόπος να ζήσουμε, είναι μέσα από την αδελφική συνεργασία και αλληλοκατανόηση, που ξεκινούν από τους εχθρούς.


Σεβασμιώτατε άγιε Μεσσηνίας, Σεβασμιώτατοι εν Χριστώ αδελφοί,

Από τις πρώτες ημέρες της ζωής της, η Εκκλησία ως πιστεύουσα κοινότητα αντιμετώπισε τον πειρασμό της εκνομίκευσης, με την απαίτηση κάποιων χριστιανών, να είναι η τήρηση του Εβραϊκού νόμου, προϋπόθεση για να ενταχθεί κάποιος στην Εκκλησία. Η Σύνοδος των Αποστόλων απέρριψε τη θέση αυτή, που θα σήμαινε τη θρησκειοποίηση της Εκκλησίας. Έκτοτε, την εκκλησιαστική κοινότητα πειράζει αυτή η τάση. Σε πολλές περιπτώσεις, ενδίδει σε αυτή την αλλοτρίωση. Ο Φαρισαίος είναι ο τύπος αυτής της θρησκευτικότητας. Σε τίποτα δεν τον ωφελεί η τήρηση του Νόμου, γιατί δεν έχει αγάπη. Η αγάπη, που σημαίνει να ζω σε αναφορά με τους άλλους, είναι τα καλά νέα, το Ευαγγέλιο, που μας έφερε ο Χριστός. Αυτή η αγάπη εκδηλώνεται πρωταρχικά με τον εγκεντρισμό του ανθρώπου στην ευχαριστιακή κοινότητα, στο ευχαριστιακό τρόπο ζωής. Τότε ο άνθρωπος είναι που δεν ελπίζει σε τίποτε άλλο παρά στο έλεος του Θεού, στο οποίο και παραδίδεται. Οι αρετές, τα καλά έργα, τα όποια προσόντα μας, δεν μας εξασφαλίζουν τη ζωή. Τη ζωή την εξασφαλίζει, για τη Θεολογία μας, μόνο η συμμετοχή στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Εμείς πρώτα, ως επίσκοποι, καλούμαστε να κατανοήσουμε ότι η «Εκκλησία δεν είναι ηθικοπλαστικό Σχολείο… όπως πολύ συχνά ακούγεται. Είναι ο χώρος που προσφέρει και πραγματώνει ένα πλέγμα σχέσεων, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος πεθαίνει ως προς το εγώ. Η εκκλησία υπάρχει, όχι για την βελτίωση, ούτε την ψυχική του υγεία ή ανάπαυση τόσο, αλλά γι’ αυτό το ίδιο το είναι του ανθρώπου»(Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη, Ομιλία στη Λιβαδειά, με θέμα: Οντολογία και Ψυχολογία). Το κριτήριο του κόσμου εστιάζεται σ’ αυτό που φαίνεται. Το κριτήριο της Εκκλησίας αναφέρεται, σ’ αυτό που «είναι» ο άνθρωπος και σ’ αυτό που καλείται να γίνει στα έσχατα. Δυστυχώς συχνά δίδεται η εντύπωση πως ο ρόλος της Εκκλησίας, είναι πως θα κάνει καλούς ανθρώπους, και τα μυστήρια τα εννοεί, ως μέσα ηθικής τελειότητας και αναπαύσεως…Απέβαλε σε πολλές περιπτώσεις την κύρια απασχόληση της, που έγκειται στο πως ο άνθρωπος δεν θα πεθάνει. Κι όμως, κατά τα ευαγγελικά κείμενα, όλοι οι «καθώς πρέπει» είναι απορριπτέοι και μακαρίζονται οι ληστές και οι αμαρτωλοί, γιατί σ’ αυτούς ο Χριστός βρίσκει τη μετάνοια…. Ο άγιος Διονύσιος της Ζακύνθου αγιάζει την ώρα που αμαρτάνει, την ώρα που υποθάλπει ένα εγκληματία.

Η Εκκλησία, ως πιστεύουσα κοινότητα, διαρκώς καλείται να αποδεικνύει, ότι είναι και υπάρχει, όπως τη θέλει ο Χριστός και όχι όπως την επιθυμεί ο κόσμος. Έχομε ευθύνη, εκ του Επισκοπικού μας Λειτουργήματος, να διδάσκουμε τον λαό τι είναι και τι δεν είναι Εκκλησία, για να έχει ζωή αιώνιο. Αυτή την Εκκλησία, όπως ο Χριστός την εννοεί, ας ευαγγελιστούμε στους ανθρώπους που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη του Θεού. ΑΜΗΝ.