Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Διεθνές Ίδρυμα για την Ελληνική Γλώσσα και τον Πολιτισμό, Αθήνα

Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά διότι καλείτε τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας μας να χαιρετίσει το Συνέδριό σας. Χαρά, διότι η στάση σας δείχνει ότι κατανοείτε και σέβεσθε την ανεκτίμητη συμβολή της Εκκλησίας στη διαφύλαξη και εμβάθυνση των αξιών τις οποίες διετύπωσε και μας κληροδότησε ο κλασικός Ελληνισμός, βαπτίζοντάς τες στα μυστικά ύδατα του θείου λόγου.

Αναγκαίον είναι να τονίσω, χωρίς καμιά διάθεση επίκρισης, ότι μιλώντας, για ελληνική παιδεία, δεν εννοούμε βέβαια, τη σημερινή εκπαίδευση. Αυτή φανερώνει την απώλεια προσανατολισμού της νεοελληνικής λογιοσύνης και πολιτείας, που κυριάρχησε κατά την περίοδο συγκρότησης του εθνικού κράτους μετά τον θρίαμβο της Παλιγγενεσίας. Ήταν η εποχή που οι λόγιοι προσπάθησαν να συνδέσουν το νέο κράτος με την αρχαιότητα, απορρίπτοντας την ελληνική ιστορία από τη μάχη της Χαιρώνειας έως περίπου το ΄21. Σε μια πρωτοφανή λοβοτομή της ιστορίας, προσπάθησαν να απορρίψουν τον Μακεδονικό και τον Μεσαιωνικό (τον Βυζαντινό) Ελληνισμό. Συνέθεσαν έτσι μια παιδεία αρρωστημένη, αφού επιχείρησαν να βάλουν στη θέση της ιστορικής συνείδησης μια νεκρή αρχαιοπληξία.

Απάντηση σε αυτές τις νοσηρές τάσεις έδωσε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, αλλά και το λαμπρό δοκίμιό του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Απόπειρα εθνικής αυτοκτονίας». Ακολούθησε το μεγάλο έργο του Κωστή Παλαμά, που δίνοντας σε ποιητική φόρμα την ενότητα της ιστορίας μας, έδωσε οριστικό τέλος στις σχιζοφρενικές θεωρίες των λογίων κατασκευαστών της πρώτης παιδείας.

Αλλά τα δεινά της παιδείας μας δεν έληξαν τότε: στον αγώνα για το γλωσσικό σπαταλήθηκε πολύ αίμα από τις δυνάμεις του έθνους, και πολλά βήματα που θα έπρεπε να είχαν γίνει, αφέθηκαν για ένα αργότερα που δεν ήλθε ποτέ. Διότι η πατρίδα μας αρπάχτηκε από τη δίνη πολλών και συνεχών πολέμων που άλλαξαν τη φυσιογνωμία του Ελληνισμού, με κυριώτερη την απώλεια της Ιωνίας. Στα τελευταία 40 χρόνια του 20ου αιώνα, η ελληνική κοινωνία δεν μπόρεσε να απαντήσει στο ερώτημα: Σε τί χρειαζόμαστε την παιδεία; Κανείς μας δεν μπόρεσε τότε να εξηγήσει στους Έλληνες τί εγκυμονούσε η απαίτησή τους «να πάρει το παιδί ένα πτυχίο κι ας είναι ό,τι νάναι». Έχει πελώριες ευθύνες γι αυτό η πολιτική μας ηγεσία, αλλά όχι μικρότερες όλοι εμείς, οι ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι, οι επιστήμονες, και βεβαίως η Εκκλησία.

Έτσι φθάσαμε στο σήμερα, να έχουμε αντικαταστήσει την ελληνική παιδεία με το know how, το οποίο είναι κατάλληλο για ψευδοκοινωνίες, για αθροίσματα λαών, που δεν έχουν και δεν ζητούν παιδεία, αλλά διδάσκονται να παράγουν και να καταναλώνουν.

Αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής μας πολιτικής και της κοινωνικής μας αδυναμίας να υψώσουμε αληθινά αίτημα παιδείας, όχι πτυχίου αλλά παιδείας, είναι και η γνωστή σε όλους κατολίσθηση της ελληνικής γλώσσας. Θα έπρεπε να είναι αυτονόητο σε όλους, ότι δεν υπάρχει παιδεία, δεν υπάρχει φορέας αξιών, χωρίς το δικό της γλωσσικό όργανο. Όταν μιλάμε για παιδεία ελληνική και τις αξίες της, μιλάμε κυρίως για γνώση της γλώσσας αυτής, που δι αυτής εκφράστηκαν οι αξίες. Η μετάφραση εννοιών δεν είναι καθόλου το ίδιο με τη συμμετοχή στη ζωή των εννοιών αυτών, ζωή που βρίσκεται ασπαίρουσα στη γλώσσα.

Αυτό επισημαίνει, στην ουσία, ο Μέγας Βασίλειος, γράφοντας ότι οι χριστιανοί της Δύσης δεν έχουν γλώσσα ικανή να προσλάβει τις λεπτές θεολογικές έννοιες που αναπτύσσει η ελληνική[1] . Το ίδιο ακριβώς επισημαίνει ο ιερός Αυγουστίνος γράφοντας στον άγιο Ιερώνυμο ότι η μετάφραση της Αγίας Γραφής στα λατινικά δεν είναι σε θέση να γίνει χωρίς αποκλίσεις νοημάτων, και θα δημιουργήσει άθελά της χάσμα ανάμεσα στις Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσεως.

Δεν μιλούν εδώ οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας για την μεταφραστική ικανότητα τούτου ή εκείνου. Έχοντας συνείδηση του τι είναι η ελληνική γλώσσα, καταλαβαίνουν ότι μπορείς να μπεις στο βάθος των εννοιών που αυτή η γλώσσα κυριολεκτικώς εκ-φράζει, μόνον εφ όσον δεν εξαρτάσαι από μετάφραση. Συμμεριζόμενα αυτές τις αντιλήψεις, επίλεκτα εθεωρούντο σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Ευρώπης, όσα σχολεία μέσης παιδείας, εκκλησιαστικά και μή, μπορούσαν να διδάσκουν ελληνικά. Και βεβαίως, φημισμένα ήταν τα Πανεπιστήμια εκείνα που είχαν υψηλού επιπέδου τμήμα διδασκαλίας της ελληνικής[2].

Το ερώτημα, λοιπόν, σε μας σήμερα είναι αν μπορεί να νοήσουμε διδασκαλία των κλασικών αξιών ξένη προς την ελληνική γλώσσα. Και ακόμη πιό ουσιαστικά, το ερώτημα είναι τί χρειαζόμαστε τις κλασικές αξίες.

Οι κλασικές αξίες συνοψίζονται σε ορισμένες λέξεις: φόβος ήτοι σεβασμός θεού, τιμή στα πάτρια ήτοι τις παραδόσεις, αυτοθυσία υπέρ πατρίδος, ελευθερία, μόρφωση, μέτρον, λιτότης βίου, δικαιοσύνη. Και όλες αυτές, ο χριστιανισμός τις έθεσε υπό τον κανόνα: αγάπησε τον πλησίον σου, ήτοι: μη μεριμνάς για σένα αλλά για τον άλλον.

Για να λειτουργήσουν αυτές οι αξίες, έχουν κάποιες προϋποθέσεις, ορατές αμέσως μόλις τις ψάξουμε. Αυτές είναι:
πρώτον, η αφιέρωση του ανθρώπου σε κάτι πέρα από τον εαυτό του,
δεύτερον, η πεποίθηση πως κάθε πράξη έχει σημασία και συνέπειες,
τρίτον, η νοηματοδότηση του βίου και η εγκατάσταση του νοήματος σε επίπεδο πολύ υψηλότερου της εαυτότητας,
τέταρτον, η ανάγκη να υπερασπίζεις και να δικαιώνεις, με κριτήριο το όφελος της κοινωνίας, κάθε σου επιλογή και πράξη.

Και υπερτάτη προϋπόθεση όλων αυτών είναι να τα ζητά η ψυχή σου, το φρόνημά σου, να μη σου επιβάλλονται έξωθεν. Καθώς ο Σωκράτης λέει: «θεῖον͵ τὸ ἐθελόντων ἄρχειν»[3].

Γι' αυτό θέτω το ερώτημα: μας είναι χρήσιμες αυτές οι αξίες σήμερα; Ο Σωκράτης έθεσε το ερώτημα αν μπορούν να είναι αξίες τα άχρηστα[4]. Εδώ, λοιπόν, θα πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας. Για να είναι χρήσιμη η ελληνική γλώσσα θα πρέπει να τη γνωρίζουμε, και μάλιστα να την καλλιεργούμε δημιουργικά. Για να είναι χρήσιμες οι κλασικές αξίες, θα πρέπει να τις κάνουμε χρήσιμες και αναγκαίες σε μας, και από μας στην κοινωνία μας. Όταν όμως ο βίος κλείνεται μέσα στην εαυτότητα, όταν η ζωή θεωρείται προϊόν μιας τυχαιότητας, όταν η ηθική καταργείται σε όφελος της άμεσης απόλαυσης, όταν η κοινωνία δεν είναι σε θέση να αναιρέσει τη μοναχικότητα, όταν ο σεβασμός θεωρείται καθήλωση και η φιλανθρωπία είναι αποενοχοποίηση, τότε οι κλασικές αξίες και η γλώσσα τους είναι κυριολεκτικώς άχρηστα.

Αυτές οι διαπιστώσεις δεν οδηγούν σε παραίτηση. Οδηγούν μόνο σε μια κατανόηση των συνθηκών ζωής μας. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η επίκληση των κλασικών αξιών δεν λύνει το πρόβλημα. Διότι οι αξίες αυτές δεν λησμονήθηκαν όλως τυχαίως. Εγκατελείφθησαν ακριβώς επειδή έρχονται σε σύγκρουση με τις συνθήκες ζωής μας. Αλλά οι συνθήκες δεν μας έχουν επιβληθεί άνωθεν, ούτε είναι φυσικά γεγονότα. Οι συνθήκες είναι αυτές που είναι, είναι δεδομένες, επειδή και ενόσω εμείς οι άνθρωποι τις δεχόμαστε ως τέτοιες. Ο άνθρωπος δεν είναι θύμα της ιστορίας του, αλλά ο δημιουργός της.

Θα πρέπει όλοι να δούμε ότι ελευθερία δεν είναι η απόρριψη ευθυνών αλλά η νοηματοδότηση του βίου, και η προσαρμογή των επιλογών μας με κριτήριο αυτό το υπέρτατο νόημα. Θα πρέπει να δούμε ότι δεν μας κάνει ελεύθερους το ραβδί της Κίρκης, που αντικαθιστά την ηθική με την απόλαυση. Δεν γινόμαστε ελεύθεροι αυξάνοντας τις εξαρτήσεις μας από πράγματα, έξεις, ουσίες και συμπεριφορές. Δεν γινόμαστε ωραιότεροι, ούτε καλύτεροι ούτε σωστότεροι, μιμούμενοι τα πρότυπα που επιβάλλουν τα ΜΜΕ. Να δούμε ότι δεν μας δίνει υπαρξιακή καταξίωση, και δεν μας βγάζει από την έρημο της μοναξιάς, η όποια αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Και βεβαίως δεν μας προσθέτει τίποτε, ενώ μας αφαιρεί πάρα πολλά, η καλλιέργεια ταξικού ή ρατσιστικού μίσους.

Θα χρειασθεί, ασφαλώς, να αλλάξουν πολλά. Θα χρειασθεί να αναπροσαρμόσουμε τους θεσμούς μας, κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξαναδώσουμε ζωή στην κοινωνικότητά μας. Θα χρειασθεί να τα φέρουμε όλα στα μέτρα του ανθρώπου – όχι του μέλους ενός έθνους, όχι του κατοίκου μιας χώρας, αλλά του ανθρώπου. Θα χρειασθεί νά βάλουμε στόχο όχι το πως θα αναπτυχθούμε, αλλά το πως θα κάνουμε τη ζωή μας ανθρώπινη.

Δεν θα σας υποδείξω εγώ με ποιούς τρόπους θα επιτύχουμε να αναπροσαρμόσυμε τους θεσμούς, και τους τρόπους ζωής μας. Εκείνο που μπορώ να σας πω, ότι δεν θα κατορθώσουμε τίποτε, αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι οι κυρίαρχες συνθήκες είναι δημιούργημά μας. Και συνεπώς, δεν θα αλλάξουμε τίποτε προς το καλύτερο, αν δεν μετανοήσουμε γι αυτό που έχουμε κάνει, και γι αυτό που επιτρέψαμε να γίνει. Δεν χρειαζόμαστε μια νέα ιδεολογία που θα μας υποσχεθεί τούτα κι εκείνα, χρειάζεται όμως να καταλάβουμε καλά ότι το παράδειγμά μας είναι η Νινευή: είναι η βαθειά μετάνοια για τρόπο ζωής που φτιάξαμε, και που δεν είναι παρά τρόπος μαρτυρίου μας.

Εδώ λοιπόν βλέπω το χρέος του προκειμένου Συνεδρίου. Θα πρέπει να δώσουμε όλοι μαζί αγώνα, αγώνα σκληρόν και μακράς πνοής, για να ξαναδώσουμε στον άνθρωπο τις διαστάσεις και το νόημα που του ανήκουν. Θα πρέπει όχι μόνο να διασαλπίσουμε την πίστη μας στις κλασικές αξίες, αλλά να τις χρησιμοποιήσουμε εμείς οι ίδιοι, προκειμένου να ξαναβάλουμε τον άνθρωπο στη θέση του, στη ζωντανή κοινωνία. Δεν πρέπει ποτέ να μας διαφύγει ότι το ζητούμενο δεν είναι πως θα λειτουργήσει αποδοτικώτερα αυτό ή εκείνο∙ το ζητούμενο είναι να γίνει ο βίος και ο χώρος του ανθρώπου ανθρώπινος.

Αυτό, θεωρώ ότι θα είναι ένα ευλογημένο έργο, ένας στόχος που θα δώσει στο Συνέδριό σας χαρακτήρα πολύτιμο. Εύχομαι ο Κύριος να ευλογήσει το έργο σας.
.

† Ο Αθηνών Χριστόδουλος



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
--------------------

1. «ὑπεσημήναντο οἱ ἀπὸ τῆς Δύσεως ἀδελφοὶ ἐν οἷς τὸ στενὸν τῆς ἑαυτῶν γλώττης ὑφορώμενοι τὸ τῆς οὐσίας ὄνομα τῇ Ἑλλάδι φωνῇ παραδεδώκασιν”͵ Βασιλείου του Μεγάλου, Προς Τερέντιον κόμητα, 214.4.2 - 4.
2. Αυγουστίνου, επιστολή Πρός Ιερώνυμον, 71,ΙΙΙ,4 επίσης, επιστολή Πρός Ιερώνυμον, 28 κ.α.
3. Ξενοφάνους, Οικονομικός 21.12.2.
4. Στον υπέροχο και όσον ποτέ επίκαιρο Οικονομικό του Ξενοφώντος.