Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Ομιλία του Αρχιεπισκόπου στο Πολυτεχνείο Θράκης, κατά την απονομήν διακρίσεως του Αρχιεπισκόπου από τη Νομαρχία Ξάνθης

Γλυκειά εἶναι πάντοτε ἡ ἐπιστροφή στά πάτρια χώματα, καί ἡ πλέον συγκινητική ἐξ ὅλων τῶν τιμῶν, εἶναι ἡ τιμή πού ἀπονέμει ἡ ἰδιαιτέρα, ἡ προσφιλής πατρίδα. Ἀπό βάθους καρδίας σᾶς εὐχαριστῶ γιά τά αἰσθήματά σας, τά ὁποία ἀνταποδίδω. Εὐχαριστῶ ἐπίσης καί τούς προλαλήσαντες, ἄν καί δέν θέλω νά ξεχνῶ τά σοφά λόγια ἑνός ἀπό τούς γεροντάδες μας: «μήν ἐπαινεῖς ποτέ ρασοφόρον, γιατί ἡ ἀνθρωπίνη φύσις του δέν μπορεῖ νά ἀνταποκριθεῖ ποτέ σέ ὅσα ὁ Κύριος του ἀνέθεσε».

Ἡ ἰδιαιτέρα πατρίδα μας, ἡ Θράκη, κατέχει μίαν ἀξονική θέση στή διαμόρφωση τῆς ἑλληνικῆς ἰδιοπροσωπίας, τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας. Ἡ Κρήτη ἔδωσε στόν Ἑλληνισμό τήν ταυτότητά του, ὁρίζοντας τόν ὡς πολιτισμό διαφορετικόν, ὡς φίλο ἀλλά ξένον πρός τούς πολιτισμούς τῆς Μέσης Ἀνατολῆς πού κυριαρχοῦσαν τότε. Ἡ Εὐρώπη γέννησε στήν Κρήτη τό πρῶτο της παιδί, τόν ἑλληνικό κόσμο. Ὁ Κυκλαδικός πολιτισμός τοῦ ἔδωσε τό ἀνεξίτηλο γαλάζιο χρῶμα του, ὁρίζοντας τόν ὡς πολιτισμό τῆς θάλασσας. Ὁ Μυκηναϊκός πολιτισμός ὑπῆρξε ἡ ἔμπνευση, ὁ ἰδανικός κόσμος τῶν ἡρώων, τόν ὁποῖον ὁ πρῶτος καί κορυφαῖος τῶν ποιητῶν Ὅμηρος, προσδιόρισε ὡς γενέθλιο κόσμο τῶν Ἑλλήνων. Οἱ Ἴωνες διεμόρφωσαν τό πνεῦμα τῶν Ἑλλήνων. Αὐτοί ἔπλασαν τήν ἀπαράμιλλη ἑλληνική γλῶσσα, καί τήν ἀνέβασαν τόσον ὑψηλά ὥστε νά ἔχει λογοτεχνία. Αὐτοί κατόρθωσαν νά ξεφύγουν ἀπό τήν ὑποδούλωση στό πρᾶγμα καί νά ἀνεβάσουν τόν νοῦν στίς ἔννοιες, δημιουργώντας ἔτσι τό στέμμα τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, τή φιλοσοφία. Οἱ Μακεδόνες εἶναι αὐτοί πού μᾶς ἔβγαλαν ἀπό τήν νοσηρή προσκόλληση στόν τοπικισμό καί στόν φυλετισμό, αὐτοί πού μᾶς ἔκαναν νά μιλᾶμε γιά μιά κι ἑνιαία Ἑλλάδα, γιά ἕναν κι ἑνιαῖον Ἑλληνισμό ὅπου κι ἄν αὐτός βρίσκεται. Ἡ ἰδιαιτέρα πατρίδα μας ὅμως, ἄνοιξε τά μάτια τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος διδάσκοντας μίαν ἄλλη θρησκευτικότητα, τήν πίστη στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.

Ὁ Ὀρφισμός, ἡ θρησκεία τῆς ἀρχαίας Θράκης, διεπέρασε τόν ἑλληνικό κόσμο στό σύνολό του. Ἄν καί ἡ λατρεία τῶν δώδεκα θεῶν τοῦ Ὀλύμπου διατηρήθηκε ὡς ἐπίσημη θρησκεία τῆς κάθε πολιτείας, ὁ ὀρφισμός ἦταν ἡ θρησκεία τῶν μορφωμένων, ἀπό τόν Πυθαγόρα ὡς τόν Σοφοκλῆ κι ἀπό τόν Πλάτωνα ὡς τόν Πλούταρχο. Χωρίς νά τό θέλει, ὁ ὀρφισμός προετοίμασε τή μεγάλη πορεία τοῦ χριστιανισμοῦ, ὄχι μόνο γκρεμίζοντας τό δωδεκάθεο μέσα στή συνείδηση τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά καί διδάσκοντας τήν πίστη στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.

Ἐδῶ θά πρέπει νά σταθῶ λίγο στό δεύτερο χαρακτηριστικό της Θράκης. Ἡ ἰδιαιτέρα πατρίδα μας ἀποκαλεῖται «σταυροδρόμι λαῶν». Δέν εἶναι, βέβαια, ἡ μόνη περιοχή τῆς Ἑλλάδος πού δέχθηκε, προσωρινά ἤ μόνιμα, ἕνα πλῆθος λαῶν. Δέν εἶναι λίγοι οἱ λαοί πού πέρασαν ἀπό τήν Ἤπειρο, τή Θεσσαλία ἤ τήν Κρήτη ἤ τήν Πελοπόννησο. Ὑπάρχει ὅμως πραγματικά, ἕνα στοιχεῖο πού πρέπει νά τό ἐπισημάνουμε.

Ἡ Θράκη δέν ἐθεωρεῖτο χώρα ἑλληνική στό σύνολό της ἀπό τούς ἀρχαίους. Μόνο μετά τόν Φίλιππο τόν Μακεδόνα ἡ Θράκη θεωρεῖται ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Κι αὐτό, διότι πρῶτος ὁ Φίλιππος ὁ Μακεδών, ὁ πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἄλλαξε τή γεωπολιτική ἀντίληψη τῆς ἐποχῆς του, θέσμισε τήν Ἑλλάδα ὡς μία καί κοινή πατρίδα, καί ἀναγόρευσε τόν ἄξονα Ἤπειρος-Μακεδονία-Θράκη σέ βόρειο σύνορό της. Γιά νά τό ἐπιτύχει, διέταξε πολλές μετακινήσεις λαῶν καί προχώρησε σέ μία σειρά ἀπό πολέμους, τούς ὁποίους ὁλοκλήρωσε ὁ Ἀλέξανδρος πρίν ἀνοίξει τίς πύλες τῆς Ἀσίας. ΄Ἄλλωστε, ὁ Ἑλληνισμός, ὡς ὅρος πού ἐκφράζει μία συγκεκριμμένη ταυτότητα, γεννήθηκε στούς χρόνους τῶν μακεδόνων βασιλέων καί τῶν ἐπιγόνων τους, δηλαδή στούς χρόνους πού -γιά τοῦτο ἀκριβῶς- δέν ὀνομάστηκαν Ἑλληνικοί ἀλλά Ἑλληνιστικοί.

Τό γεγονός ὅτι ἡ Θράκη εἶχε πνευματική ἐπίδραση στόν κλασικό κόσμο χωρίς ὅμως νά θεωρεῖται αὐτονόητο τμῆμα τῆς Ἑλλάδος, τό γεγονός ὅτι ἑνώθηκε μέ τήν Ἑλλάδα ὅταν αὐτή ἄνοιξε τούς ὁρίζοντές της, εἶχε μία σημασία πού δέν ἔγινε φανερή παρά μόνον ἀργότερα. Ὅταν ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία πέρασε στά χέρια τοῦ χριστιανισμοῦ, ἡ Ρώμη ἔπαυσε νά εἶναι πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας. Νέα Ρώμη, νέα πρωτεύουσα, ἔγινε μία ἕως τότε μικρή πόλη τῆς Θράκης: τό Βυζάντιο, πού ἔμελλε νά γίνει στή συνείδηση ὅλων τῶν λαῶν ἡ κατ’ ἐξοχήν Πόλη, ἡ Κωνσταντινούπολη. Ἡ Θράκη μπόρεσε ἄνετα νά εἶναι τό κέντρο τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας, τό κέντρο μίας ἀντίληψης οἰκουμενικῆς, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν εἶχε πίσω της ἕνα ἐθνικιστικό παρελθόν.

Ἡ αὐτοκτονία τοῦ Δημοσθένη καί ἡ ἐπικράτηση τῶν Μακεδόνων σ’ ὅλη τήν Ἑλλάδα, σηματοδοτεῖ τήν μετατόπιση τοῦ ἑλληνικοῦ πνευματικοῦ κέντρου: ἀπό τή νότιο Ἑλλάδα τοῦ κλασικοῦ κόσμου, ἀπό τό δίπολο Ἀθήνα-Σπάρτη, τό κέντρο περνᾶ πλέον στίς βόρειες περιοχές τῆς χώρας, καί σύντομα ἔρχεται στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ Θράκη εἶναι ὁ περιχῶρος τοῦ νέου, τοῦ Ὀρθοδόξου βυζαντινοῦ πνεύματος.

Ἡ οἰκουμενικότητα τοῦ Ὀρθοδόξου πνεύματος δέν εἶναι ἕνας ὅρος πού ἐκφράζει τήν πολιτική τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἤ τήν ἡγετική του θέση, ὅπως νομίζουν κάποιοι δημοσιογράφοι. Ὁ ὅρος Οἰκουμενικός ἀναφέρεται στή διάσταση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ἁγία, καθολική (δηλαδή ἑνιαῖο σύνολο), καί ἀποστολική. Εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δέν κομματιάζεται σέ ἐπί μέρους ἤ ἐθνικές ἤ φυλετικές ἐκκλησίες. Κάθε τοπική Ἐκκλησία σώζει ἐν ἐαυτῇ τήν καθολικότητα καί ἑνότητα τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ὁ ὅρος Οἰκουμενικός δέν ἐκφράζει διοικητική ὑπεροχή ἤ ἀπαίτηση, ἀλλά δηλώνει τήν καθολικότητα, τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος καί πληρώματος τοῦ Ἰησοῦ.

Μιλᾶμε συχνά γιά τούς δεσμούς πού ἔχει ἡ Ὀρθοδοξία μέ τό Γένος τῶν Ἑλλήνων, γιά τούς ἐπίμονους καί σκληρούς ἀγῶνες τῆς μέσα στούς αἰῶνες νά διατηρήσει τόν Ἑλληνισμό ἀκέραιο. Ἀντίστοιχους δεσμούς ἔχει κάθε Ἐκκλησία μέ τόν λαό της. Εἶναι σωστό νά τό τονίζουμε αὐτό. Κι ἀκόμη πιό σωστό εἶναι νά τό ἐνισχύουμε, νά τό ἐνδυναμώνουμε, ὥστε νά μήν εἶναι ἕνα χαρακτηριστικό τοῦ παρελθόντος, ἀλλά ζωτικό στοιχεῖο τῆς ὕπαρξής μας σήμερα καί τοῦ μέλλοντος πού οἰκοδομοῦμε.

Ὅμως, αὐτός ὁ δεσμός τῆς Ἐκκλησίας μέ τό Γένος, πρέπει νά εἶναι κατανοητός μόνο μέσα στό πλαίσιο τῆς οἰκουμενικότητας. Πρέπει ἄρα νά χαιρόμαστε πού ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἔχει αὐτό τό δεσμό μέ τό σερβικό ἔθνος, ἤ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας μέ τό ρωσικό ἔθνος κ.ο.κ. Ἐάν δέν ἔχουμε αὐτή τή χαρά, τότε κάνουμε τό τερατῶδες λάθος νά βλέπουμε τή σχέση τῆς Ἐκκλησίας μέ τό Γένος μέσα στό πλαίσιο τοῦ ἐθνικισμοῦ. Καί εἶναι τερατῶδες αὐτό, εἶναι ἁμάρτημα αὐτό, διότι αὐτό σημαίνει πώς προσπαθοῦμε νά βάλουμε τήν Ἐκκλησία στήν ὑπηρεσία τῶν πολιτικῶν βλέψεων τοῦ ἔθνους.

Πρέπει νά ἔχουμε πάντοτε ζωντανή τήν πίστη μας, πρέπει νά ἔχουμε πάντοτε συναίσθηση ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦλθε στόν κόσμο, δέν σταυρώθηκε καί δέν ἀναστήθηκε γιά νά νικήσουν οἱ Ἕλληνες τούς ἀντιπάλους των, οὔτε βέβαια γιά νά μεγαλώσουν τά σύνορα τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κι αὐτό σημαίνει πώς δέν μπορεῖ νά ὑπηρετεῖ τίς πολιτικές ἐπιλογές ἑνός ἔθνους, ὅποιο καί νάναι αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία μαζεύει τούς πιστούς ὡς ἡ ὄρνις τά νοσσία της, τούς ἐνδυναμώνει, τούς ἐνισχύει ἠθικά, τούς εἰδοποιεῖ γιά τό κακό καί τούς καλύπτει ὅσο μπορεῖ ἀπό αὐτό. Πονᾶ μέ τόν πόνο τους, χαίρει μέ τήν χαρά τους. Εἶναι πάντοτε δίπλα τους, στό πλευρό τους, προστάτις τους. Ἀλλά δέν θέτει, δέν πρέπει νά θέτει τήν ὕπαρξή της στήν ὑπηρεσία τοῦ κράτους.

Γιά τόν ἴδιο λόγο, ἡ σύνδεση τοῦ Γένους μέ τήν Ἐκκλησία, πρέπει νά εὐχόμεθα καί νά ἐργαζόμεθα νά εἶναι ἄρρηκτη. Ἀλλά δέν ἐπιτρέπεται νά μετατρέψουμε αὐτή τή σύνδεση σέ λόγον ὑπεροχῆς ἔναντι ἀλλοεθνῶν. Σᾶς ζητῶ νά ἐμμένουμε στόν χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας, νά ἐμμένουμε στό οἰκουμενικό της πνεῦμα. Αὐτό σημαίνει ὅτι σᾶς ζητῶ νά μήν ἑρμηνεύουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς ὡς προτίμησή Του πρός τή φυλή μας. Ἀλοίμονο σέ αὐτούς πού χρησιμοποιοῦν τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ ὡς ἐπιχείρημα ρατσιστικό.

Στῶμεν καλῶς: ἄν ὁ Θεός μᾶς διακρίνει ἀπό τούς ἄλλους, εἴτε ὡς ἄτομα εἴτε ὡς ἔθνος, μᾶς διακρίνει γιά νά μᾶς ἀναθέσει μεγαλύτερα καθήκοντα, μᾶς ἐπιλέγει γιά νά διακονήσουμε, καί ὄχι γιά νά ὑποτάξουμε τούς ἄλλους, ὄχι γιά νά ἐπιβάλλουμε τό ἐγώ μας στούς ἄλλους.

Τί λοιπόν θέλω νά σᾶς πῶ; Ὅτι δέν εἶναι σωστό νά ἔχουμε τόν Σταυρό στή σημαία μας, ἤ ὅτι δέν πρέπει νά εὐλογεῖ ἡ Ἐκκλησία μας τό στρατό μας; Ὄχι βέβαια. Ἀλλά θέλω ἐδῶ νά σᾶς πῶ ὅτι δέν ὑπάρχει περίπτωση νά εὐλογήσει ὁ Θεός ἀδικία, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά εὐλογήσει καλλιέργεια μίσους. Εὐλογοῦμε τόν στρατό μας, γιατί πιστεύουμε ὅτι δέν θά κάνει ἄδικο πόλεμο, ἀλλά θά πολεμήσει προστατεύοντας τά ἱερά καί τά ὅσιά μας. Τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία συμπαρίσταται στούς ἀγῶνες τοῦ Γένους, εἶναι μία προτροπή πρός τό Γένος νά ἀγωνίζεται γιά Ἐλευθερία καί Δικαιοσύνη, ἀπορρίπτοντας κάθε μίσος καί κάθε ἰταμή διεκδίκηση – καί αὐτό πράγματι συμβαίνει.

Θέλω ἐδῶ νά σᾶς μεταφέρω τά λόγια ἑνός συγχρόνου ἁγίου ἁγιορείτη: «Ἄν δέν μπορεῖς νά περάσεις τό δρόμο πού πρέπει νά πάρεις παρά μόνο συγκρουόμενος μέ αὐτόν πού ἔρχεται ἐνάντιος, προσπάθησε νά τόν εἰδοποιήσεις πρίν τόν χτυπήσεις• κι ἄν δέν μπορεῖς παρά νά τόν χτυπήσεις, τότε ρίξε στά πόδια του κι ὄχι στό στῆθος του• κι ἄν δέν μπορεῖς παρά νά τοῦ ρίξεις κατάστηθα, τότε μή ἐπαίρεσε, μόνο παρεκάλεσε τόν Κύριο νά λυπηθεῖ τούς δικούς του καί νά τούς φροντίσει• κι ἄν δέν μπορεῖς οὔτε αὐτό νά κάνεις κείνη τήν ὥρα, φρόντισε νάρθει σύντομα μία ὥρα πού θά κλάψεις γιά τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου τούτου.»

Αὐτό τό λόγο ἦλθα νά καταθέσω στήν ἰδιαίτερη πατρίδα μου σήμερα, στήν ἀγαπημένη Ξάνθη, καί σέ ὅλη τή Θράκη. Ὅπως στά ἀρχαῖα χρόνια συνέβαινε, ἔτσι καί τώρα: εἴμαστε ἐδῶ γείτονες, συμπατριῶτες, ἄνθρωποι πού ἀνήκουμε σέ διαφορετικές φυλές, σέ ἄλλες θρησκεῖες. Εἶναι πολλές οἱ δυνάμεις καί μεγάλα τά συμφέροντα πού θέλουν νά μᾶς πνίξουν στό μίσος. Ἐμεῖς ὅμως, πρέπει νά εἴμαστε φορεῖς τοῦ πανάρχαιου πνεύματος τῆς Θράκης, πρέπει νά εἴμαστε ἀταλάντευτοι φορεῖς τοῦ οἰκουμενικοῦ πνεύματος τῆς Ὀρθοδοξίας. «Πέπεισμαι δέ, ἀδελφοί μου, καί αὐτός ἐγώ περί ὑμῶν ὅτι καί αὐτοί μεστοί ἐστε ἀγαθωσύνης, πεπληρωμένοι πάσης της γνώσεως, δυνάμενοι καί ἀλλήλους νουθετεῖν».[1]


ΣΗΜΕΙΩΣΗ

[1] Ρωμ. 15,14