Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Ἀγαπητοί μου,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !
Στήν ἐποχή μας μέ τήν πρόοδο τῶν ἐπιστημῶν εἴμαστε θεατές συνεχοῦς ἔρευνας καί προόδου τόσο στό πεδίο τῶν καθαρά ὀργανικῶν νόσων, ὅσο καί στό πεδίο αὐτῶν πού κατά συνθήκην ἀποκαλοῦμε «ψυχικές νόσους». Καί ὅπως ὑπάρχει τροποποίηση στό εἶδος καί τήν συχνότητα ἐμφανίσεως τῶν καθαρά σωματικῶν νόσων, πού πλήττουν τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἔτσι ὑπάρχει ἀντίστοιχα αὔξηση στήν συχνότητα ἐμφανίσεως καί διαφοροποίηση στήν εἰκόνα τῶν ψυχικῶν νόσων. Τό ἄγχος, ἐπί παραδείγματι, κύρια ἐκδήλωση τῶν «νευρωσικῶν διαταραχῶν», ἀπασχολεῖ τουλάχιστον τά ὀκτώ δέκατα τοῦ λεγομένου πολιτισμένου δυτικοῦ κόσμου. Ἐνῶ, ὅπως λέγουν οἱ στατιστικές, οἱ «καταθλιπτικές διαταραχές» κερδίζουν συνεχῶς ἔδαφος καί στήν ἑλληνική κοινωνία.
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ὅρος «ψυχικές νόσοι» ἀφορᾶ σέ προβλήματα τῆς ψυχῆς. Ὅμως γιά τήν Ἐκκλησία ὁ ὅρος «ψυχή» ἀντιπροσωπεύει τελείως διαφορετική ἔννοια ἀπό ὅ,τι γιά τήν Ψυχιατρική ἐπιστήμη. Ἐφόσον, ὅμως, ἔχει ἐπικρατήσει, τόν ἀποδεχόμαστε ὡς τεχνικό ὅρο ἐκφράζοντα μία ἰδιαίτερη κατηγορία νοσημάτων, πού ἔχουν μέν σχέση μέ τίς ἐγκεφαλικές λειτουργίες, ἀλλά ἡ ἐπιστήμη τῆς νευρολογίας δέν μπορεῖ νά τίς συμπεριλάβει στόν γνωστικό της χῶρο.
Ὑπάρχει ἀτυχῶς ἡ ἄποψη σέ μερικούς ὅτι ἡ κάθε ψυχική νόσος εἶναι παντελῶς ἄσχετη μέ ὁ,τιδήποτε τό ὀργανικό καί ὡς ἐκ τούτου δέν ὑπάρχει οὔτε μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ σέ αὐτήν καμμία ἰατρική θεραπεία. Θεωροῦν δηλαδή τά συμπτώματα τῆς ψυχικῆς νόσου ὡς συνδεόμενα ἀπόλυτα μέ τήν ἁμαρτωλότητα τοῦ ἀνθρώπου καί τά πάθη, κατά τήν πνευματική τους ἔννοια, ὁπότε φρονοῦν ὅτι, ὅσο ὁ ἄνθρωπος καθαίρεται πνευματικῶς καί τελειοῦται, τόσο καί τά φαινόμενα τῆς ψυχικῆς νόσου ἐξαλείφονται. Εἶναι ὅμως ἀποδεδειγμένο, ὅπως μᾶς λέγουν οἱ εἰδικοί ἐπιστήμονες, ὅτι νόσοι ὅπως π.χ. ἡ ἐνδογενής κατάθλιψη ἔχουν αἰτιολογική σχέση μέ διαταραχές οὐσιῶν τοῦ ἐγκεφάλου, ὁπότε ἡ ἰατρική παρέμβαση εἶναι οὐσιαστική καί ἀποτελεσματική.
Ἡ Ἐκκλησία, βεβαίως, ὡς πανδοχεῖο καί θεραπευτήριο, δέχεται τόν κάθε ἄνθρωπο πού προσφεύγει σέ Αὐτήν χωρίς νά τόν διακρίνει ἄν εἶναι σωματικά ἤ ψυχικά ὑγιής ἤ μή. Ὁ ποιμένας, λοιπόν, καί ὁ πνευματικός καλοῦνται νά προσεγγίσουν καί νά ποιμάνουν πρόσωπα πού πάσχουν ἀπό ἀσθένειες, ἤ ἐμφανίζουν συμπτώματα, τῶν ὁποίων ἐπιλαμβάνεται ἡ Ψυχιατρική ἐπιστήμη.
Δυστυχῶς ἡ ἀνίχνευση καί διερεύνηση τῆς ψυχικῆς νόσου εἶναι συχνά δυσχερής, ἀκόμα καί στούς εἰδικούς, ἔτσι ὄχι σπανίως ὁ πνευματικός βρίσκεται μπροστά σέ ἕνα ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος τόν προσεγγίζει, ζητώντας κατά βάσιν βοήθεια καί ὁποῖος ἀγνοεῖ τό βάθος καί τήν αἰτία τοῦ προβλήματός του. Ὁπότε καλεῖται συχνά ὁ πνευματικός νά διακρίνει αὐτός πρῶτος τά συμπτώματα τῆς ψυχικῆς διαταραχῆς, πού ἐκτείνονται πέραν τῶν πνευματικῶν του δυνατοτήτων, καί νά προτρέψει τόν πιστό νά ζητήσει παράλληλα καί τήν συνδρομή τῆς ἐπιστήμης ὅπως θά συνέβαινε μέ τά συμπτώματα μιᾶς καθαρά σωματικῆς νόσου. Ἔτσι γίνεται κατανοητό ὅτι μία τέτοια παρέμβαση ἀπαιτεῖ λεπτότητα καί κυρίως σωστή καί εἰλικρινῆ πνευματική σχέση πιστοῦ καί πνευματικοῦ, διότι διαφορετικά μπορεῖ νά προκαλέσει ἤ νά δημιουργήσει καί ἄλλες ἐπιπλοκές.
Ὁ ποιμένας ἤ ὁ πνευματικός, βέβαια, δέν μπορεῖ οὔτε νά ἀπολυτοποιεῖ τήν ἐπιστήμη οὔτε νά ἐκχωρεῖ τά πάντα σέ αὐτήν. Ὁ κάθε πιστός, μέ σωματική ἤ ψυχική νόσο, εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σέ ἑνότητα ψυχῆς καί σώματος καί πάσχει τόσο κατά τό σῶμα ὅσο καί κατά τήν ψυχή. Εἶναι, ἑπομένως, ἀπόλυτα ἀποδεκτό ὅτι στήν οἱανδήποτε σωματική νόσο συμμετέχει καί ὁ ψυχικός παράγων καί τό ἀντίθετο. Παράλληλα δέ καί ὁ ψυχικά ἀσθενής πορεύεται τόν προσωπικό του πνευματικό ἀγῶνα καί πρέπει νά ἔχει τήν ἀμέριστη φροντίδα τῆς ποιμαίνουσας Ἐκκλησίας. Καμμία ψυχική νόσος καί καμμία θεραπευτική ἀγωγή δέν ἀκυρώνει τόν προσωπικό ἀγῶνα τοῦ πιστοῦ καί τήν εὐθύνη τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας γιά ὀρθή πνευματική καθοδήγηση μέσα στά ποιμαντικά πλαίσια τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Ὁ ψυχικά ἀσθενής, ὅπως κάθε πιστός, ἔχει τίς ἀρετές του, τά πάθη του, τά σφάλματά του καί ὀφείλει νά μετέχει τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ὅπως κάθε πιστός. Ἄς μή παραβλέπουμε τό γεγονός ὅτι ἡ μετάνοια, ἡ ἐξομολόγηση καί ὁ ἐν πνεύματι ἀγάπης σύνδεσμος πνευματικοῦ καί ἐξομολογουμένου καθαίρουν ὁριστικά πολλά ἀπό τά ψυχικά προβλήματα, τά ὁποῖα ἡ κλασική ψυχανάλυση, στήν καλύτερη περίπτωση, ἁπλῶς ἐντοπίζει. Θά ἦταν ὅμως ἐπιπολαιότητα ἐάν ὁ πνευματικός καταργοῦσε τήν ὁποιαδήποτε ψυχιατρική παρέμβαση ἤ ἀγωγή, πού μπορεῖ ἤδη νά ἀκολουθεῖ ὁ πιστός ἤ νά τόν προτρέπει σέ αὐτό θεωρώντας ὅτι ἡ καθοδήγησή του καί μόνο ἀρκεῖ γιά τήν λύση κάθε ψυχικοῦ προβλήματος. Μία τέτοια στάση θά μποροῦσε νά ὁδηγήσει σέ τραγικές καταστάσεις...
Ἀπαιτεῖται λοιπόν διάκριση ἀπό πλευρᾶς τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας ὥστε «κοινωνοῦντες ταῖς χρείαις τῶν ἁγίων» νά μή παραβλέπουν καί τόν παράγοντα τῆς ψυχικῆς νόσου ἀλλά νά ἀξιοποιοῦν τά ἐπιστημονικά ἐπιτεύγματα γιά μία ὅσο τό δυνατόν πληρέστερη καί ἀποτελεσματικότερη διακονία.
Μέ αὐτές τίς σκέψεις εὐλογῶ τίς ἐργασίες τῆς Ἡμερίδος αὐτῆς καί εὔχομαι ὁ Ἀναστάς Κύριος, ὁ Ἰατρός τῶν Ψυχῶν καί τῶν Σωμάτων ἡμῶν, νά σᾶς χαρίσει τόν φωτισμό ὥστε νά ὁδηγηθεῖτε στήν κατά Χριστόν ἀληθῆ θεώρηση τοῦ θέματος, τό ὁποῖο ὑπό τίς εὐλογίες τοῦ Σεπτοῦ Ποιμενάρχου σας μέ σύνεση, φωτισμό καί ἐπιμέλεια κατά τήν πρωτότυπη αὐτή πιλοτική Ἡμερίδα θά διαπραγματευθεῖτε.