Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος συνήλθε σήμερα 26 Ιουνίου ε.έ. και διεξήλθε με πνεύμα νηφαλιότητος αλλά και με αίσθημα ευθύνης το θέμα το οποίο έχει ανακύψει από την Κυβερνητική εξαγγελία περί απαλείψεως του θρησκεύματος από τα δελτία Αστυνομικής Ταυτότητος των Ελλήνων Πολιτών και τις ήδη διαμορφωθείσας εξελίξεις, τόσο από την αδικαιολόγητη εμμονή στην θέση αυτή, όσο και από την καθολική αντίδραση του πιστού Ελληνικού Λαού, ο οποίος είδε την υλοποίηση ενός σχεδιασμού ο οποίος πλήττει καίρια τις Ελληνορθόδοξες Παραδόσεις του.

1.- Με πολλή θλίψι διεπίστωσε,ότι καταβάλλεται προσπάθεια να αποδοθεί στην Εκκλησία διάθεση πολιτικολογίας, με προοπτική να αποκτήσει τάχα ζωτικό ρόλο και χώρο στην σύγχρονη πολιτική κατάσταση. Η Εκκλησία με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο, διαβεβαιώνει, ότι είναι και θα παραμείνει ξένη προς κάθε κοσμική εξουσία, όπως επιβάλλει η μακραίωνη Παράδοσή της. Ούτε θέλγεται από αυτή, ούτε καν διανοείται να την υποκαταστήσει με οποιαδήποτε μορφή. Ούτε ποτέ ήταν, ούτε είναι, ούτε σκοπεύει να γίνει πολιτική δύναμη. Όλα αυτά είναι παντελώς ασυμβίβαστα προς τη φύση, τον ρόλο και τον προορισμό Της

Οι ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας είναι απολύτως διακριτοί και αμοιβαίως σεβαστοί. Ουδείς αμφισβητεί το αποκλειστικό δικαίωμα της διακυβερνήσεως της χώρας από τη νόμιμη κυβέρνησή της. Αυτό όμως δεν μπορεί να οδηγεί στην προκλητική παραθεώρηση και αγνόηση της Εκκλησίας στην λήψη Κυβερνητικών αποφάσεων για θέματα, όπως η αναγραφή του θρησκεύματος στις Αστυνιμικές ταυτότητες, για τα οποία σαφέστατα έχει λόγο η Εκκλησία, αφού από την κατάργηση των ισχυόντων θιγόμενοι είναι οι Ορθόδοξοι Έλληνες, τα πιστά δηλαδή τέκνα της, που αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού Λαού.

2.- Η απόφαση για την απάλειψη του Θρησκεύματος από τα Δελτία Αστυνομικής Ταυτότητας που έγινε μετά την πρόταση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων στερείται νομιμότητος εφ'όσον έρχεται σε αντίθεση α) με το Νόμο 1988/1991 περί της υποχρεωτικής αναγραφής του Θρησκεύματος ως στοιχείου των Ταυτοτήτων των Ελλήνων Πολιτών, β) με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία με το άρθρο 9 δεν επιτρέπει την θέσπιση περιορισμών στην ελευθερία εκδηλώσεως των Θρησκευτικών πεποιθήσεων κάθε προσώπου, όπως και γ) με το Σύνταγμα της Ελλάδος, το οποίο στο άρθρο 13 χαρακτηρίζει απαραβίαστη την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως. Από κανένα δε σημείο του Νόμου 2472/1997 δεν προκύπτει η υποχρέωση της απαλείψεως του Θρησκεύματος από τα Δελτία Ταυτότητας. Αντιθέτως ο Νόμος αυτός προβλέπει δυνατότητα αναγραφής του θρησκεύματος, όταν σε τούτο συναινεί ο ενδιαφερόμενος. Το ίδιο συνάγεται και από τις κατά καιρούς (1993 και 2000) διατυπωθείσες θέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με αφορμή σχετικές ερωτήσεις Ελλήνων Ευρωβουλευτών. Εκ του λόγου τούτου η Ιερά Σύνοδος επρότεινε την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες.

3.- Ως προς την εξαπολυθείσα κατηγορία ότι η Εκκλησία καλλιεργεί στη σύγχρονη Ελλάδα πνεύμα "Ευρωσκεπτικισμού", η Ιερά Σύνοδος δηλώνει ότι η Εκκλησία έχει εξ αρχής ταχθεί υπέρ του Ευρωπαϊκού Προσανατολισμού της Χώρας μας χωρίς τούτο να σημαίνει απεμπόληση της εθνικής και θρησκευτικής ιδιοπροσωπίας μας. Είναι δε αχαρακτήριστη επιπολαιότητα να υποστηρίζεται με σοβαροφάνεια η άποψη, ότι η Εκκλησία είναι αντιδραστικός, ανασχετικός και σκοταδιστικός οργανισμός.

Η Εκκλησία είναι θεσμός προόδου και ενότητος του λαού μας. Απευθύνεται προς "πάντα τα έθνη". Διακρίνεται από μία "ασύνορη πολυσυλλεκτικότητα" και εκφράζει στην καθημερινή πρακτική το πνεύμα της εναντίον της βίας, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, ενώ παράλληλα καλλιεργεί και την εθνική αυτοσυνειδησία.

4.- Γι'αυτό αισθάνεται έκπληξη και θλίψη από τις δηλώσεις προσώπων που η θεσμική τους ιδιότητα τους έχει τάξει σε ρόλο διαμεσολαβητικό και που έχουν ευεργετηθεί πολυτρόπως από την Εκκλησία. Οι ανιστόρητες εναντίον της Εκκλησίας αιτιάσεις τους, οι οποίες διακρίνονται από σκόπιμη παραποίηση της τεράστιας για το Έθνος προσφοράς της Εκκλησίας, έλλειψη σεβασμού στο μοναδικό ιδεώδες της Πίστεώς μας και στην ποιμαντική προσφορά του Ιερού Κλήρου, υπήρξαν πρόξενος δυσαρεσκείας του Πιστού Λαού, ο οποίος θέλει να αποβλέπει σε αυτούς με εμπιστοσύνη. Αυτός ο λαός, με την μεγάλη παρουσία του στις δύο ειρηνικές Λαοσυνάξεις, εξέφρασε την αντίθεσή του σε αποφάσεις που ελήφθησαν εν αγνοία του και χωρίς την θέλησή του. Γι'αυτή άλλωστε την παρουσία του Λαού μας, με την καθοδήγηση των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών μας και των ευλαβών Ιερέων μας, η Ιερά Σύνοδος εκφράζει τις ευχαριστίες της και διαβεβαιώνει, ότι δεν θα διαψεύσει τις προσδοκίες τους.

5.- Η Ιερά Σύνοδος, με αμετακίνητη προσήλωση προς την φιλειρηνική διαδικασία του διαλόγου, επαναλαμβάνει και σήμερα, για άλλη μία φορά την πρότασή της για άμεσο παραμερισμό κάθε αγκύλωσης και άμεση έναρξη διαλόγου μεταξύ Εκκλησίας και της Κυβερνήσεως, αποκλειστικά για το θέμα των ταυτοτήτων, και γι'αυτό η Εκκλησία απευθύνει σχετική έκκληση προς την έντιμη Ελληνική Κυβέρνηση και προσωπικά προς τον κ. Πρωθυπουργό, ώστε με την επίλυση του προβλήματος η Πολιτεία να αποδείξει ότι ενδιαφέρεται για την ειρηνική και προοδευτική πορεία του Λαού μας μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Ιδιαιτέρως η Ιερά Σύνοδος επισημειώνει ότι την παρούσα κρίση έχει προκαλέσει αποκλειστικά το θέμα απαλείψεως του θρησκεύματος από τις ταυτότητες και μόνο αυτό.

6.- Η Απόφαση αυτή της Ιεράς Συνόδου είναι επιπλέον απόδειξη της αγάπης, της συγχωρητικιότητος και της επιεικείας που είναι στοιχεία της όλης συμπεριφοράς της έναντι κάθε ανθρώπου. Αναμένει δε την ανταπόκριση της Κυβερνήσεως στην αίτηση αυτή και ελπίζει ότι αυτή θα εκτονώσει την οξύτητα και θα αποτρέψει την συντήρηση του θέματος, που χαροποιεί μόνο τους εχθρούς της Εκκλησίας και του Έθνους.

7.- Η Ιερά Σύνοδος εν τούτοις, κρίνουσα ότι η διαμορφωθείσα ήδη κατάσταση στη Χώρα δεν ευνοεί εορτασμούς και πανηγυρικές εκδηλώσεις, απεφάσισε την αναβολή της κορυφαίας εκδήλωσης των εορτασμών του Ιωβηλαίου από την Ελληνική Εκκλησία, δηλαδή την άφιξη στην Αθήνα των δέκα πέντε Προκαθημένων των ομοδόξων ανά τον κόσμο Εκκλησιών και την συμμετοχή τους στην Πανορθόδοξο Θεία Λειτουργία της 15ης Οκτωβρίου ε.έ. και την πραγματοποίησή της σε ευθετώτερο χρόνο. Επίσης απεφάσισε την για τον ίδιο λόγο αναβολή της επίσημης επίσκεψης στην Εκκλησία της Ελλάδος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ.κ. Αναστασίου, που είχε προγραμματισθεί για τον προσεχή Σεπτέμβριο.


Εκ της Ιεράς Συνόδου

.