Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τά ὅσα εἶδαν τό φῶς τῆς δημοσιότητας, κατά τό πρόσφατο παρελθόν, σχετικῶς μέ τή θέση τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων στή ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τήν τιμητική προσκύνησή τους, προβαίνει στό παρόν ἀνακοινωθέν προκειμένου νά προβάλει ἐκ νέου τή σαφῆ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί νά διαλύσει τίς ἐνδεχόμενες παρεξηγήσεις, ὁποθενδήποτε κι ἄν αὐτές προέρχονται.

1. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς εἰκονογραφίας καί ἡ τιμητική προσκύνηση τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, ἔχουσα τίς ρίζες της στήν Ἀποστολική ἐποχή, καταξιώνεται ἐντυπωσιακά, κατά τόν 4ον, χρυσόν αἰώνα τῆς Πατερικῆς Θεολογίας. Σύμφωνα μέ αὐτήν ἡ εἰκονογράφηση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπαραίτητη, διότι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε καί θέωσε τήν προσληφθεῖσα ἀνθρώπινη φύση, ἡ δέ εἰκονογράφηση τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων ἐνδείκνυται, διότι καί αὐτοί συμμετέχουν στήν θέωση, ὡς μέλη τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀκριβῶς γιά τόν λόγον αὐτόν ἡ πίστη στόν Χριστό καί ἡ σχέση μαζί Του δέν εἶναι ἀνεικόνιστη, ἀφοῦ καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁρατό καί πραγματικό καί ὄχι φανταστικό καί ἀνεικόνιστο.

Ἐπειδή τόν 8ον καί 9ον μ.Χ. αἰώνα ἐμφανίσθηκαν διάφοροι εἰκονομάχοι καί εἰκονοκλάστες, οἱ ὁποῖοι διακρίνονταν ἀπό ἰουδαϊστικές, μουσουλμανικές καί διάφορες αἱρετικές ἀπόψεις, καί ὑπῆρξε μιά μεγάλη χρονική περίοδος κατά τήν ὁποία διετυπώθησαν ὅλα τά ἑκατέρωθεν ἐπιχειρήματα, συνεκλήθη ἡ 7η Οἰκουμενική Σύνοδος γιά νά ἀντιμετωπίσει τό πρόβλημα αὐτό, γιατί κατηγορήθηκε ἡ Ἐκκλησία "ὑπό Ἑβραίων, καί Ἑλλήνων, καί Σαμαρειτῶν, Μανιχαίων τε καί Φαντασιαστῶν" (πρακτικά 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀπεφάσισε ὅτι οἱ Σεπτές καί Ἅγιες Ἱερές Εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἀγγέλων, τῶν Ἁγίων καί τῶν Ὁσίων ἀνθρώπων πού κατασκευάζονται ἀπό χρώματα καί ψηφίδες καί ἀπό ἄλλη ὕλη πρέπει νά τιμῶνται "παραπλησίως τῷ τύπῳ τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ". Ἐπιπλέον ἀπεφάσισε ὅτι ἡ τιμή καί προσκύνηση τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων "ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει", καί ἐκεῖνος πού προσκυνεῖ τήν εἰκόνα "προσκυνεῖ τήν ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τήν ὑπόστασιν". Καί ἐπιλέγει : "Αὕτη ἡ παράδοσις τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἀπό περάτων εἰς πέρατα δεξαμένης τό Εὐαγγέλιον" (Πρακτικά 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

2. Οἱ Ἱερές Εἰκόνες τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ἀνήκουν βέβαια στήν Βυζαντινή τέχνη καί ζωγραφική, δέν ἀποτελοῦν, ὅμως, μιά ἁπλή θρησκευτική ζωγραφιά, μιά φυσιοκρατική (νατουραλιστική) παράσταση, τό θέμα τῆς ὁποίας εἶναι ἕνα θρησκευτικό πρόσωπο ἤ μιά θρησκευτική ἱστορία. Οἱ Εἰκόνες γιά τούς πιστούς θεωροῦνται καί εἶναι ἀναφαίρετα λειτουργικά "σκεύη" πού ἁγιάζουν τόν ἄνθρωπο καί τόν φέρνουν σέ ἄμεση σχέση μέ τήν χάρη καί τήν ὑπόσταση τοῦ εἰκονιζομένου προσώπου, ἀφοῦ καί ἡ ὕλη ἁγιάζεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μᾶς λέγει : "Παντός εἰκονιζομένου προσώπου οὐχ ἡ φύσις, ἀλλ' ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται". Οἱ Εἰκόνες ἀποκαλύπτουν τήν πραγματικότητα ἐκείνη πού εἶναι ἀπρόσιτη στούς αἰσθητούς ὀφθαλμούς, μᾶς ὑποδεικνύουν καί μᾶς διδάσκουν ὄχι πῶς θά κρατήσουμε τόν Κύριο καί Θεό στή δική μας φτώχια, ἀλλά πῶς θά προσεγγίσουμε στόν δικό Του πλοῦτο.

3. Σύμφωνα μέ ὅλα τά παραπάνω σέ καμία περίπτωση δέν εἶναι δυνατή ἡ σύγκριση τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων μέ τά εἴδωλα, ὅπως τήν ἐπιχειροῦν οἱ διάφοροι εἰκονομάχοι ὅλων τῶν ἐποχῶν, γιά τούς ἑξῆς οὐσιαστικούς λόγους : α) διότι οἱ Ἱερές Εἰκόνες ὅλων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν τίς ἀπεικονίσεις πραγματικῶν ἱστορικῶν προσώπων καί γεγονότων, τά ὁποῖα βρίσκονται σέ ἄμεση προσωπική καί οὐσιαστική σχέση ἁγιότητας καί κοινωνίας μέ τόν Ἕνα καί μόνο ἀληθινό Θεό καί β) διότι πρός τίς Εἰκόνες τῶν Ἁγίων προσφέρεται μόνο τιμιτική προσκύνηση, ἐνῶ λατρεία προσφέρεται μόνο στόν Τριαδικό Ἀληθινό Θεό, τόν ὁποῖο ἀποκάλυψε ὁ Ἐνσαρκωθείς, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ.

Ἡ 7η Οἰκουμενική Σύνοδος πού ἀσχολήθηκε μέ τίς Ἱερές Εἰκόνες ἔκανε σαφῆ διάκριση μεταξύ "ἁγίου καί βεβήλου". Γι' αὐτό καί "ἡ ἁγία Σύνοδος ἐξεβόησε ... ἡμεῖς τάς σεπτάς εἰκόνας ἀποδεχόμεθα ... τοῖς μή ἀσπαζομένοις τάς ἁγίας καί σεπτάς εἰκόνας ἀνάθεμα. Τοῖς ἀποκαλοῦσι τάς ἱεράς εἰκόνας εἴδωλα ἀνάθεμα" (Πρακτικά 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Ὁ Ἅγιος Ταράσιος, Ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καί Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀνέφερε τό τί ἀπαντοῦσαν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, ὅταν τούς κατηγοροῦσαν ὅτι, ἐνῶ ἀρνοῦνται νά λατρεύσουν τά εἴδωλα, ὅμως καί αὐτοί ἔχουν τά δικά τους εἴδωλα, δηλαδή τίς εἰκόνες. Ἔλεγαν : "ἀλλ' ἡμεῖς οὐκ ἰνδάλματα δαιμόνων ποιοῦμεν, ἀλλά τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου ποιοῦμεν εἰκόνας, καί τῶν αὐτοῦ ἁγίων · οὐ μέν τοι θεοποιοῦμεν αὐτάς" (Πρακτικά 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

Ἑπομένως οἱ λόγοι πού ὑπαγορεύουν τήν τιμητική προσκύνηση τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, σύμφωνα μέ τήν καταγεγραμμένη Πατερική Θεολογία εἶναι τό ὅτι "ἁγιάζεται διά τῶν σεπτῶν εἰκόνων τά ὄμματα τῶν ὁρώντων, ἀνάγεται δέ δι' αὐτῶν ὁ νοῦς πρός θεογνωσίαν" (Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας), ἐκφράζεται ἡ ἀνάγκη νά προσηλωθῆ ἡ σκέψη καί ψυχή τῶν πιστῶν στούς ἀποδέκτες τῶν προσευχῶν, τῶν δεήσεων καί τῶν παρακλήσεών τους, ἀλλά καί τῶν αἴνων καί τῶν εὐχαριστιῶν τους, δηλαδή στούς εἰκονιζομένους Ἁγίους, καθώς ἐπίσης δηλώνεται καί ἡ μεγάλη διδακτική ἀξία τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, ὡς ἐκ τῆς θέσεώς τους στούς Ναούς καί στή Θεία Λατρεία. Μέσῳ αὐτῶν, τῶν "γλωττοφόρων βιβλίων", κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, διδάσκεται κάθε Χριστιανός πόσο ἐπιβραβεύει ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔμειναν στήν γῆ πιστοί στό θέλημά Του καί ἀναδείχθηκαν ἄξιοι τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου καί τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Θεανθρώπου. Γι' αὐτό καί ἡ 7η Οἰκουμενική Σύνοδος χαρακτήρισε τήν τιμή καί τήν προσκύνηση τῶν Εἰκόνων ὡς "ἔγκριτον καί θεάρεστον θεσμοθεσίαν καί παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, εὐσεβές αἴτημα καί ἀνάγκην τοῦ πληρώματος Αὐτῆς". (Πρακτικά 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

4. Αὐτή εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία πρέπει νά τηροῦμε ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ, ὅπως τό ὁμολογοῦν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι πρίν τήν χειροτονία τους. Γι' αὐτό καί οἱ Ἱεροί Ναοί μας εἶναι γεμάτοι ἀπό τίς ἱερές Εἰκόνες, τίς ὁποῖες λιτανεύουμε μέ κεριά καί θυμίαμα. Στεκόμαστε μπροστά τους εὐλαβικά, κάνουμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί τίς ἀσπαζόμαστε προσευχόμενοι. Μέσα στά θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά αὐτά πλαίσια πρέπει νά κινοῦνται τόσο ὅσοι ἐκθέτουν τίς ἱερές Εἰκόνες γιά νά τίς προσκυνήση τιμητικῶς ὁ λαός, ὅσο καί ὅσοι προσέρχονται μέ εὐλάβεια γιά νά ἀσπασθοῦν καί νά λάβουν τήν χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἔρχεται καί διά τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, ἀνάλογα μέ τό βαθμό τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τῶν προσερχομένων. Ἡ θεολογική καί ἐκκλησιαστική αὐτή τοποθέτηση διαγράφει σαφῶς τά πλαίσια μέσα στά ὁποῖα γίνεται ἡ ἀληθινή τιμητική προσκύνηση τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων. Ὁ λαός πού ἔχει πίστη ἀνόθευτη, ἀπηλλαγμένη ἀπό ὀρθολογισμούς, εὐσεβισμούς καί ἠθικισμούς ἀντιλαμβάνεται τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ πού ἐξέρχεται ἀπό τίς Ἅγιες καί Ἱερές Εἰκόνες, ὅπως καί ἡ αἱμορροοῦσα ἔλαβε δύναμη ἀπό τόν Χριστό, ὅταν ἀκούμπησε τό ἱμάτιό Του, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ ἄλλοι πού Τόν ἀκολουθοῦσαν ἀδυνατοῦσαν νά τό ἀντιληφθοῦν.

Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ὑπενθυμίζεται ἡ ὑπ' ἀριθμ. 2597/ 19.6.1995 Ἐγκύκλιος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου στήν ὁποία, ἀφοῦ ἐντοπίζεται ἡ ἀλήθεια ὅτι ἐνῷ εἶναι ἱερός ὁ πόθος προσκυνήσεως τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων ἐκ μέρους τοῦ εὐσεβοῦς ποιμνίου "ὅμως ἐνίοτε ὁ τρόπος διοργανώσεως τοῦ προσκυνήματος ἀπάδει πρός τήν σοβαρότητα τοῦ σκοποῦ, ἥκιστα ἐξυπηρετῶν τήν πνευματική οἰκοδομήν τῶν πιστῶν", συνιστᾶται νά γίνεται ἡ μεταφορά Ἱερῶν Λειψάνων, Εἰκόνων καί λοιπῶν Ἐκκλησιαστικῶν κειμηλίων μέ διάκριση καί ἀπόφαση τοῦ οἰκείου Ἱεράρχη καί ἔγκριση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου.

Ἐν κατακλείδι, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μετά παρρησίας, διακηρύσσει πρός κάθε κατεύθυνση, θέλοντας νά διαλύσει τό σκότος τῆς ἀγνωσίας καί νά διδάξει καθηκόντως τό εὐσεβές πλήρωμά της, ὅτι "...οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν καί τούς Αὐτοῦ Ἁγίους ἐν λόγοις τιμῶντες, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασιν, ἐν θυσίαις, ἐν Ναοῖς, ἐν Εἰκονίσμασι, τόν μέν Θεόν καί Δεσπότην προσκυνοῦντες καί σέβοντες, τούς δέ διά τόν κοινόν Δεσπότην ὡς Αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες καί τήν κατά σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμοντες. Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξε" (Συνοδικό Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας).

Ἡ ὀρθόδοξη καί ἐκκλησιαστική αὐτή διδασκαλία μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τόν ὀρθολογισμό, τόν μυστικισμό, τόν μανιχαϊσμό καί τόν ἀγνωστικισμό καί συνιστᾶ τό γνήσιο ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα.


Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου