Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Αἱ θέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπί τοῦ ψηφισθέντος Νόμου 3028/28.6.2002 "Διά τήν προστασίαν τῶν Ἀρχαιοτήτων καί ἐν γένει τῆς Πολιτιστικῆς Κληρονομιᾶς".
(Εν Αθήναις τη 29η Ιανουαρίου 2003)

 Συμφώνως τῷ ἄρθρῳ 10 παρ. 7 τοῦ ψηφισθέντος Νόμου, (περί τῶν ἐπεμβάσεων εἰς ἀκίνητα μνημεῖα καί εἰς τόν περιβάλλοντα αὐτά χῶρον), «… γιά τήν προστασία τῶν ἀκινήτων μνημείων εἶναι δυνατόν μέ ἀπόφαση … νά ἐπιβάλλονται περιορισμοί στήν χρήση καί στόν τρόπο λειτουργίας τους, καθώς καί στούς ὅρους δόμησής τους, κατά παρέκκλιση ἀπό κάθε ἰσχύουσα διάταξη».

Βάσει τῆς διατάξεως ταύτης, δύναται νά περιορισθοῦν εἰς τό ἐλάχιστον, ἕως οὐσιαστικοῦ ἀποκλεισμοῦ, λατρευτικά μνημεῖα, διά πραγματικούς ἤ καί προσχηματικούς λόγους συντηρήσεως (βλ. περίπτωσιν Ροτόντας Θεσσαλονίκης).

Διά τοῦτο κρίνεται ἀναγκαῖον, πρός ἄρσιν μελλοντικῶν ἀμφισβητήσεων νά ἀποτυπωθοῦν καί νομοθετικῶς ὅσα ἡ θεωρία καί ἡ νομολογία παγίως δέχεται (βλ. περίπτωσιν Ροτόντας), διά τόν χαρακτῆρα τῶν λατρευτικῶν μνημείων :

«Τά καθιερωμένα διά λατρευτικήν χρῆσιν κινητά καί ἀκίνητα ἱερά μνημεῖα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, (τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, τῶν Μητροπόλεων τῆς Δωδεκανήσου, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῶν Πατριαρχείων Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σινᾶ, τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν Ἱερῶν Μονῶν Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας ἐν Χαλκιδικῇ, Βλατάδων ἐν Θεσσαλονίκῃ καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐν Πάτμῳ), οὐδέποτε ἀποβάλλουν τόν λατρευτικόν χαρακτῆρα αὐτῶν, αἱ δέ ἀνάγκαι τῆς συντηρήσεως καί προστασίας αὐτῶν, οὐ δύνανται ἵνα ἀποκλείσουν τήν λατρευτικήν αὐτῶν χρῆσιν».

Ἡ ὡς ἄνω διάταξις, θά ἔδει ὅπως προστεθῇ ὡς αὐτοτελής παράγραφος εἰς τάς εἰδικάς καί μεταβατικάς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 73.

 Συμφώνως ταῖς διατάξεσι τῶν ἄρθρων 7 παρ. 2 καί 21 παρ. 3 τοῦ νέου Νόμου, κινητά καί ἀκίνητα ἀρχαῖα μνημεῖα, ἀνεξαρτήτως τῆς χρονολογήσως αὐτῶν, (ἄρα ἕως καί τοῦ 1830), ἄν ἀποτελέσουν εὑρήματα ἀνασκαφῶν, περιέρχονται εἰς τήν κυριότητα, νομήν καί κατοχήν τοῦ Δημοσίου.

Οὕτως, ἐάν εἰς τόν περίβολον Ἱερᾶς τινος Μονῆς, ἤ εἰς τό οἰκόπεδον Ἐνοριακοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ εὑρεθοῦν, κατόπιν ἀνασκαφῶν, ἀρχαῖαι Ἱεραί Εἰκόνες, Ἱερά Λείψανα, Ἱερά Δισκοπότηρα, βιβλία ἤ ἕτερα ἱερά ἀντικείμενα, περιέρχονται εἰς τήν κατοχήν τοῦ Δημοσίου, καίτοι κατά τόν Ἀστικόν Κώδικα (ἄρθρα 999, 1000, 1001) θά ἀνῆκαν εἰς τόν κύριον τοῦ ἀκινήτου. Οὐ δύναται ἐπίσης, νά ἐφαρμοσθῇ ἡ ἐξαιρετική μεταβατική διάταξις τοῦ ἄρθρου 73 παρ. 1, ἐφ' ὅσον ἀποκαλυφθήσονται τά ὡς ἄνω Ἱερά ἀντικείμενα εἰς τό μέλλον. Τοιουτοτρόπως φαλκιδεύονται αἱ προαναφερόμεναι διατάξεις περί τῆς κυριότητος ἐπί τῶν ἀρχαίων θρησκευτικῶν μνημείων.

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐξέφρασεν ἀντιρρήσεις διά τήν ὡς ἄνω ρύθμισιν, διότι εἰς τό ὑπέδαφος τῶν θρησκευτικῶν μνημείων τῆς ἁρμοδιότητός Της (κυρίως Ἱερῶν Μονῶν καί Ἱερῶν Ναῶν) ὑπάρχουν πολλά κινητά, κεκρυμμένα διά διαφόρους αἰτίας, κατά τήν ἱστορικήν πορείαν τοῦ μνημείου, τά ὁποῖα ὅμως, σαφῶς συνδέονται μέ τόν ἱστορικόν βίον τῆς Μονῆς ἤ τοῦ Ναοῦ. Τοιαῦτα μελλοντικά εὑρήματα, δίκαιον καί νόμιμον εἶναι, ὅπως ἀποδοθοῦν εἰς τήν κατοχήν τοῦ κυρίου τοῦ μνημείου, καθότι ἀποτελοῦν μέρος τῆς ἱστορίας αὐτοῦ. Ἐάν, βεβαίως, τά εὑρήματα εἶναι ἱστορικῶς ἄσχετα πρός τό θρησκευτικόν μνημεῖον, εἰς τό ὑπέδαφος τοῦ ὁποίου θά εὑρεθοῦν, ἤ προϋπῆρχαν αὐτοῦ (λ.χ. εὑρήματα τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος τά ὁποῖα θά εὑρεθοῦν εἰς τόν περίβολον μιᾶς Μονῆς), λογικόν καί δίκαιον εἶναι νά περιέλθουν εἰς τήν κατοχήν τοῦ Κράτους, ἐφ' ὅσον δέν συνδέονται μέ τόν ἱστορικόν βίον τοῦ θρησκευτικοῦ μνημείου.

Πρότασις τῆς Ἐκκλησίας : Προτείνεται, λοιπόν, ἵνα προστεθῇ εἰς τάς διατάξεις τῶν ἄρθρων 7 παρ. 2 καί 21 παρ. 3 ἡ ἑξῆς ἐπιφύλαξις : «… ἐκτός ἐάν εὑρεθοῦν εἰς Χριστιανικήν Ἱεράν Μονήν ἤ Ἱερόν Ναόν καί συνδέονται μέ τόν ἱστορικόν βίον αὐτῶν, ὁπότε περιέρχονται εἰς τήν κυριότητα, νομήν και κατοχήν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἤ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ».

 Μελέτη καί ἔκθεσις κινητῶν μνημείων (ἄρθρον 29 παρ. 2). Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀντιτίθεται ἐντόνως εἰς τήν δευτέραν παράγραφον τοῦ ἄρθρου 29 τοῦ ψηφισθέντος Νόμου. Διά τῆς διατάξεως ταύτης καθιερώνεται νόμιμος ὑποχρέωσις, ἐξαναγκαστή διά τῶν νομίμων μέσων, δι' ἕκαστον κάτοχον καί κύριον ἀρχαίων καί νεωτέρων κινητῶν μνημείων (ἄρα καί τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν νομικῶν Αὐτῆς προσώπων) νά θέτουν αὐτά δι' εὔλογον ἀλλά καί ἀπροσδιόριστον χρονικόν διάστημα εἰς τήν διάθεσιν τῆς Ὑπηρεσίας, ὥστε νά ἐκτίθενται ταῦτα εἰς τό κοινόν ἐντός ἤ ἐκτός τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας. Ἡ σύμφωνος γνώμη τοῦ κυρίου καί κατόχου αὐτῶν παραβλέπεται. Ὅμως ἡ διάταξις αὕτη, ἐναντίον τῆς ὁποίας εἶναι βέβαιον ὅτι θά ἀντιδράσῃ ἑκάστη Ἱερά Μητρόπολις, ἡ ὁποία διαθέτει Ἐκκλησιαστικόν Μουσεῖον, καθώς καί τό σύνολον τῶν Μοναστικῶν Ἀδελφοτήτων τῆς Ἑλλάδος, ὅταν αὗται κληθῶσιν ὑπό τῆς Πολιτείας νά παραδώσωσι ἀκουσίως κειμήλια πρός ἔκθεσιν, θά πυροδοτήσῃ ἀπροσμένους ἐξελίξεις, ἐλέγχεται (εἰδικῶς διά τά θρησκευτικά μνημεῖα) καί ὡς ἀντισυνταγματική, διότι α) ἐπιβάλλει προσωρινήν ἀκούσιον ἀφαίρεσιν τῆς ἰδιοκτησίας, ὑπερακοντίζουσα τά ὅρια τῶν διατάξεων του ἄρθρου 24 παρ. 1 και 6 τοῦ Συντάγματος, ἐφ' ὅσον δέν γίνεται μέ σκοπόν «τήν διαφύλαξιν» ἤ «τήν προστασίαν» τῶν μνημείων, ὁπότε καί μόνον ἐπιτρέπεται ἡ ὑπό τῆς Πολιτείας λήψις ἰδιαιτέρων προληπτικῶν ἤ κατασταλτικῶν μέτρων ἤ περιοριστικῶν τῆς ἰδιοκτησίας μέτρων (ἄρθρον 24 παρ. 1 και 6 τοῦ Συντάγματος), ἀλλά διά λόγους διαφορετικούς, δηλαδή διά τήν ἔκθεσιν αὐτῶν εἰς τό κοινόν, σκοπός ἄλλωστε, ὁ ὁποῖος ἐπιτυγχάνεται καί διά τῆς ἐπισκέψεως τοῦ κοινοῦ εἰς τούς φυσικούς χώρους φυλάξεως τῶν ἱερῶν αὐτῶν ἀντικειμένων. Διά νά ἀποφευχθοῦν λοιπόν εἰς τό μέλλον, αἱ πάσης φύσεως ἀντιδικίαι μετά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῶν Νομικῶν Αὐτῆς Προσώπων, ἐπιβάλλεται ὥστε νά ἐξαιρεθοῦν τά θρησκευτικά μνημεῖα ἐκ τῆς ὡς ἄνω ρυθμίσεως. Εἰ δ' ἄλλως νά καθιερωθῇ μέ τροπολογίαν εἰς τόν Νόμον ὡς ἀναγκαῖος ὅρος ἡ προηγουμένη σύμφωνος γνώμη τοῦ κυρίου καί κατόχου τῶν μνημείων. Αἱ τοιαῦται ρυθμίσεις ἀναλογικῶς πρέπει νά ἰσχύουν καί διά τήν φωτογράφησιν καί μελέτην κινητῶν καί ἀκινήτων (ἄρθρα 11 παρ. 3 καί 29 παρ. 1), ἐφ' ὅσον καί δι' αὐτῆς καθιερώνεται ὑποχρέωσις πρός «διευκόλυνση τῆς φωτογράφησης καί μελέτης» τῶν μνημείων μέ ἁπλῆν ἄδειαν τῆς Ὑπηρεσίας, ἐρήμην τῆς βουλήσεως τοῦ κυρίου καί κατόχου τοῦ μνημείου, ὁ ὁποῖος ἔχει δικαίωμα νά γνωρίζῃ τά «διευκολυνόμενα πρόσωπα» καί τάς προθέσεις αὐτῶν καί νά καθορίζῃ τούς ὅρους φωτογραφίσεως καί μελέτης.

Πρότασις τῆς Ἐκκλησίας : Προτείνεται, λοιπόν, ἤ νά προβλεφθῇ ἐξαίρεσις τῶν θρησκευτικῶν μνημείων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐκ τῆς ἐφαρμογῆς τῆν διατάξεων αὐτῶν, ἤ (διά τήν περίπτωσιν καθολικῆς ἰσχύος) νά ἀπαιτῆται διά τήν ἐφαρμογήν αὐτῆς, προηγουμένη συναίνεσις τοῦ κυρίου καί κατόχου τοῦ μνημείου.

 Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐπεσήμανε ὅτι δέν προεβλέποντο εἰς τό προσχέδιον διατάξεις, αἱ ὁποῖαι θά διετήρουν τήν ἰσχύν ἄλλων προϊσχυουσῶν νομοθετικῶν ρυθμίσεων, εὐνοϊκωτέρων διά τήν Ἐκκλησίαν καί τά Νομικά Αὐτῆς Πρόσωπα, ὅπως λ.χ. ρυθμίσεις περί τοῦ Ἁγίου Ὄρους, διά τήν Ἱερότητα τοῦ χώρου τῶν Ἁγίων Μετεώρων, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πάτμου κ.λπ. Ἡ ἐπιφύλαξις αὕτη, ὑπεστηρίχθη, ὅτι θά δράσῃ εὐεργετικῶς ὑπέρ τῶν τελευταίων, διά περίπτωσιν τυχόν συγκρούσεως τοῦ περιεχομένου τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Νόμου μέ τό περιεχόμενον τῶν παλαιοτέρων ρυθμίσεων. Τό αὐτό ἐπεβάλλετο νά γίνῃ καί διά τάς συναφεῖς ρυθμίσεις τάς ὁποίας διαλαμβάνει ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας (ἄρθρον 45 Ν. 590/1977), ὅπως ἤδη ἐτονίσθη καί εἰς τήν 8ην παράγραφον τοῦ ἀπό 11.6.1998 ἡμετέρου ὑπομνήματος.

Τό αἴτημα τοῦτο ἔγινε δεκτόν μόνον διά τό Ἅγιον Ὄρος. Εἰς τό ἄρθρον 73 παρ. 2 ὁρίζεται ὅτι «μέ τίς διατάξεις τοῦ παρόντος δέν θίγονται ἰσχύουσες εἰδικές διατάξεις περί τοῦ Ἁγίου Ὄρους».

Μετ' ἐκπλήξεως ὅμως διεπιστώθη, ὅτι ὁ νέος Νόμος ὄχι μόνον δέν ὥρισε τό αὐτό διά τό εἰδικόν καθεστώς τοῦ Ἱεροῦ Χώρου τῶν Ἁγίων Μετεώρων καί ἑτέρων Ἱερῶν Χώρων, ἀλλά ἐπί πλέον περιλαμβάνει διάταξιν (ἄρθρον 73 παρ. 12) ἡ ὁποία περιπλέκει περισσότερον ἤ λύει τό ἀνωτέρω θέμα. Συγκεκριμένως, ὁρίζεται εἰς τό ἄρθρον 73 παρ. 12 ὅτι «προκειμένου περί ἀκινήτων ἤ ἐκτάσεων πολλαπλῶς χαρακτηρισμένων, ὑπερισχύουν οἱ διατάξεις τοῦ παρόντος Νόμου, ἐφόσον πρόκειται γιά μνημεῖα, ἀρχαιολογικούς χώρους ἤ ἱστορικούς τόπους».

Ἡ διάταξις ὅμως αὕτη τυχόν θά ὁδηγήσῃ εἰς τήν κατάργησιν τῶν εἰδικῶν διατάξεων προστασίας τάς ὁποίας προβλέπει λ.χ. ὁ Νόμος 2351/1995 διά τήν ἱερότητα τῶν Ἁγίων Μετεώρων. Τοῦτο ὅμως θά ὁδηγήσῃ εἰς ἀνατροπήν κεκτημένων καί συνιστᾶ ὁπισθοδρόμησιν.

Πρέπει ἐπίσης νά διατηρηθῇ ἡ ἰσχύς τῶν ὁρισμῶν τοῦ ἄρθρου 45 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου, ἰδιαιτέρως διά τήν δυνατότητα συστάσεως Ἐκκλησιαστικῶν Μουσείων, οὕτως ὥστε νά μή ὑπαχθοῦν καί αὐτά εἰς τάς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 45 τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Νόμου.

Πρότασις τῆς Ἐκκλησίας : Νά προστεθῇ εἰς τάς μεταβατικάς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 73 παράγραφος, κατά τήν ὁποίαν : «Διατηρεῖται ἡ ἱσχύς τοῦ ἄρθρου 45 τοῦ Νόμου 590/1977 "Περί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος", τοῦ Νόμου 2351/1995 διά τήν "ἀναγνώρισιν τῆς περιοχῆς τῶν Μετεώρων ὡς ἱεροῦ χώρου", τοῦ Νόμου 1155/1981 διά τήν ἱερότητα τῆς νήσου Πάτμου καί τοῦ Νομοθετικοῦ Διατάγματος 948/ 1971 διά τήν ἱερότητα τῆς νήσου Τήνου».

 Εἰς τάς περιπτώσεις εἰς τάς ὁποίας ὁ νέος Νόμος προβλέπει τήν δυνατότητα ἐπεμβάσεως τῶν Ὑπηρεσιῶν τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Μνημείων λ.χ. διά τήν συντήρησιν κ.λπ., δέν ἀξιώνει διά τό εἶδος τῆς ἐπεμβάσεως, προηγουμένην σύμφωνον γνώμην τοῦ κυρίου ἤ κατόχου τοῦ μνημείου (Ἱερᾶς Μονῆς, Ἱεροῦ Ναοῦ κ.λπ). Οὕτως ὅμως δέν εἶναι δυνατός ὁ ἔλεγχος ἐκ τῶν προτέρων τοῦ περιεχομένου τῆς ἐπεμβάσεως εἰς τό μνημεῖον, τό ὁποῖον ἐκ τοῦ θρησκευτικοῦ χαρακτῆτρος αὐτοῦ, ἔχει ἰδιάζουσαν φύσιν. Ἐν ὀλίγοις, δέν δύναται ἐκ τῶν προτέρων νά ἐλεγχθῇ ἐάν τό εἶδος καί τό περιεχόμενον τῆς ἐπεμβάσεως εἶναι σύμφωνον πρός τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, τήν Παράδοσιν καί τόν χαρακτῆρα τοῦ μνημείου ὡς θρησκευτικοῦ (πιθανόν ἱεροῦ καί καθηγιασμένου).

Δέον, λοιπόν, εἰς τάς ἐπί μέρους σχετικάς διατάξεις, νά προστεθῇ διά τροπολογίας ὁ ὅρος τῆς προηγουμένης συμφώνου γνώμης του κυρίου ἤ κατόχου τοῦ θρησκευτικοῦ μνημείου.

Ἀλλά καί ἀντιστρόφως : δέν προβλέπεται μηχανισμός καί προϋποθέσεις ὑποχρεωτικῆς ἀποδοχῆς τῶν προτάσεων τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων διά προτεινόμενα ἔργα εἰς τά μνημεῖα. Κατά κανόνα αἱ Ἱεραί Μοναί αἰτοῦνται ἄδειαν ἀπό τό Κ.Α.Σ. ἤ τάς Τοπικάς Ἐφορείας διά τήν ἐπέκτασιν, τήν ἁγιογράφησιν, τήν συντήρησιν κ.λπ. Ἡ ἀποδοχή τῆς αἰτήσεως ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀπόλυτον κρίσιν τοῦ Συμβουλίου ἤ τῆς Ὑπηρεσίας. Οὔτε εἰς τήν ἰσχύουσαν νομοθεσίαν, οὔτε εἰς τόν νέον Νόμον προβλέπονται ὅροι καί προϋποθέσεις ἐπιστημονικῶν προδιαγραφῶν, βάσει τῶν ὁποίων τό Κ.Α.Σ. θά δικαιοῦται νά ἀπορρίπτει ἤ θά ὑποχρεοῦται νά ἀποδέχεται τοιαύτας προτάσεις.

Προτείνεται, λοιπόν, ἡ καθιέρωσις ἐπιστημονικῶν ὅρων, δυνάμει τῶν ὁποίων θά συγκεκριμενοποιηθοῦν καί θά κατηγοριοποιηθοῦν αἱ προϋποθέσεις, ὑπό τάς ὁποίας ἡ Ὑπηρεσία θά δικαιοῦται νά ἀπορρίπτει ἤ θά ὑποχρεοῦται νά ἐγκρίνει ἀντιστοίχως τό προτεινόμενον ἔργον.

1στ Εἰς τήν σύνθεσιν τοῦ Κεντρικοῦ Συμβουλίου, ἀλλά καί τῶν Τοπικῶν Συμβουλίων (ἄρθρα 49 και 50) δέν προβλέπεται ἡ συμμετοχή ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, ἡ παρουσία ἑνός τοιούτου ἐκπροσώπου, ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς θά ἔχει τά εἰδικά προσόντα καί τάς γνώσεις, ἐπιβάλλεται ὄχι μόνον διά τήν πληρότητα τῆς πολυφωνίας, ἡ ὁποία ἄλλωστε ἀποτελεῖ θεμελιῶδες στοιχεῖον τοῦ δημοκρατικοῦ ἡμῶν πολιτεύματος, ἀλλά διά νά προβάλλεται καί νά εἰσάγεται εἰς τόν διάλογον καί ἡ πνευματική θεολογική πλευρά τοῦ ὑπό συζήτησιν θέματος. Ὅταν, λοιπόν, τά Συμβούλια ταῦτα κρίνουν ζητήματα, ἀφορῶντα εἰς χριστιανικά θρησκευτικά μνημεῖα, δέον νά προβλέπεται ἡ συμμετοχή μέ δικαίωμα ψήφου τοῦ ἐκπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας, οὕτως ὥστε νά ὑπάρχῃ παρέμβασις καί νά ἀκούγεται ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας, δεδομένου ὅτι δέν πρόκειται διά κοινά ἀλλά δι' ἰδιαιτέρας φύσεως μνημεῖα.

 Ἄυλα πολιτιστικά ἀγαθά (ἄρθρα 2ε καί 5). Διά πρώτην φοράν διατυπώνεται νομική περί αὐτῶν πρόβλεψις καί ὀρθῶς, διότι ἀποτελοῦν ἰδιότυπον δημιούργημα πολιτισμοῦ (κυρίως τοῦ λαϊκοῦ). Προβλέπεται ὀρθῶς δυνατότης καταγραφῆς καί ἀποτυπώσεως αὐτῶν εἰς ὑλικούς φορεῖς ἤχου καί εἰκόνος οὕτως ὥστε νά ἐξασφαλισθῇ πλήν τῶν ἄλλων καί ἡ ἐπιστημονική μελέτη αὐτῶν εἰς τό μέλλον. Ὅμως ἡ διάταξις αὕτη παρουσιάζει ἕν μέγα κενόν. Δέν προβλέπει ὅτι διά τήν καταγραφήν τοιούτων πολιτιστικῶν ἀγαθῶν, ἐκτός τῆς ἀποφάσεως τοῦ Ὑπουργοῦ, θά ἀπαιτεῖται δι' ἑκάστην περίπτωσιν καί ἡ σύμφωνος γνώμη τοῦ φορέως, ὁ ὁποῖος τελεῖ τό δρώμενον. Οὕτως, λ.χ. θά δύναται νά γίνῃ ἡ μαγνητοσκόπησις μιᾶς Ἱερᾶς Ἀκολουθίας Ἱερᾶς τινος Μονῆς, ἄνευ τῆς συγκαταθέσεως αὐτῆς. Ἡ παράλειψις αὕτη, ὅταν ἐπιχειρηθῇ ἡ καταγραφή τοιούτων πολιτιστικῶν ἀγαθῶν ἄνευ τῆς συναινέσεως τοῦ φορέως ὁ ὁποῖος τελεῖ τό δρώμενον ἤ παράγει τό πολιτιστικόν αὐτό ἀγαθόν, οὐ μόνον θά προκαλέσῃ μελλοντικῶς συγκρούσεις καί ποικίλας ἔριδας, ἀλλά καί ἀντίκειται εἰς τήν συνταγματικήν ἐπιταγήν τῶν ἄρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 «περί τῆς ἐλευθέρας ἀναπτύξεως τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀτόμου», ἐφ' ὅσον οὐδείς δύναται νά ἐκβιασθῇ εἰς τήν προσωπικήν αὐτοῦ ἔκφρασιν. Ἐπιβάλλεται λοιπόν, ἡ ἐναρμόνισις τῆς προαναφερομένης διατάξεως τοῦ Σχεδίου πρός τό Σύνταγμα καί ἡ πρόσθεσις ὡς ἀναγκαίου ὅρου διά τήν καταγραφήν κ.λπ. τῶν ἀΰλων αὐτῶν πολιτιστικῶν ἀγαθῶν (τοὐλάχιστον διά τά παραγόμενα ἀπό πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας ἄυλα ἀγαθά) ἡ προηγουμένη συναίνεσις τῶν προσώπων, τά ὁποῖα τελοῦν τό δρώμενον ἤ μέσῳ τῶν ὁποίων ἐκφράζονται τά ἐν λόγῳ πολιτιστικά ἀγαθά.

Πρότασις τῆς Ἐκκλησίας : Νά προστεθῇ εἰς τό πρῶτον ἐδάφιον τοῦ ἄρθρου 5 ἡ ἐπιφύλαξις : «πάντοτε ὅμως μέ τήν συναίνεσιν τοῦ φορέως ἤ τῶν προσώπων, τά ὁποῖα τελοῦν τό δρώμενον ἤ ἐκφράζουν αὐτά τά πολιτιστικά ἀγαθά».

Ὡσαύτως, εἰς τάς διατάξεις, αἱ ὁποῖαι ἀφοροῦν εἰδικῶς εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, καταθέτομεν ὑμῖν τάς ὡς κάτωθι παρατηρήσεις καί προτάσεις :

 Τό ἄρθρον 19 τό ὁποῖον ἀναφέρεται εἰς τήν ἀποζημίωσιν διά τήν στέρησιν χρήσεως ἀκινήτου. Αἱ παραγράφοι 1 – 3 ὁρίζουν ὅτι ὁ κύριος μνημείου, τοῦ ὁποίου ἀφαιρεῖται προσωρινῶς ἤ ὁριστικῶς ἡ χρῆσις ἑνός ἀκινήτου διά τήν προστασίαν μνημείου, δικαιοῦται ἀποζημιώσεως ἄν συντελεῖται ἀποστέρησις τῆς κατά προορισμόν χρήσεως ἀκινήτου. Ἡ παράγραφος, ὅμως 8, ἡ ἀναφερομένη εἰς τά μνημεῖα τά ὁποῖα ὑπάρχουν εἰς ἀκίνητα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, Ο.Τ.Α. καί Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων, θεωρεῖ ὅτι ἡ προστασία τῶν ἀκινήτων αὐτῶν ἐντάσσεται εἰς τήν κατά προορισμόν χρῆσιν. Ἄρα ἡ ἀφαίρεσις τῆς χρήσεως ἑνός ἀκινήτου ἀπό ἐκκλησιαστικόν νομικόν πρόσωπον διά τήν προστασίαν τοῦ ὑπάρχοντος ἐν αὐτῷ μνημείου, δέν δικαιολογεῖ τήν ἀποζημίωσιν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Νομικοῦ Προσώπου.

Τοῦτο δικαιολογεῖται διά τά λοιπά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου καί Ο.Τ.Α., ὄχι ὅμως καί διά τά Ἐκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα. Τά τελευταῖα, τά Ἐκκλησιαστικά δηλονότι Νομικά Πρόσωπα, θά ἔδει νά ἐξαιρεθοῦν ἀπό τούς ὅρους τῆς 8ης παραγράφου, οὕτως ὥστε νά δικαιοῦνται ἀποζημιώσεως εἰς τοιαύτας περιπτώσεις.

 Τό ἄρθρον 46 παρ. 1 ρυθμίζει τά σχετικά πρός τήν πρόσβασιν καί χρῆσιν μνημείων καί χώρων, δίχως νά διακρίνῃ ὅτι τά προβλεπόμενα δέν ἰσχύουν διά τά Ἐκκλησιαστικά Μνημεῖα. Διά τῆς διατάξεως ταύτης, καθορίζονται οἱ ὅροι ἐπισκέψεως τοῦ κοινοῦ εἰς ὀργανωμένους ἀρχαιολογικούς χώρους, μνημεῖα κ.λπ., καθώς καί ἡ πραγματοποίησις ἐκδηλώσεων εἰς αὐτά.

Ἡ διάταξις, ὅμως, εἶναι ἀσαφής καί δέν προσδιορίζει ρητῶς ὅτι τά ἐν αὐτῇ προβλεπόμενα ἰσχύουν μόνον διά τούς χώρους καί τά μνημεῖα, τά ἀνήκοντα εἰς τό Δημόσιον. Ὁρίζεται βεβαίως τοῦτο διά τούς ὀργανωμένους ἀρχαιολογικούς χώρους, ἀλλά ὄχι καί διά τούς λοιπούς τόπους καί μνημεῖα.

Ὡσαύτως, παρέχεται ἔδαφος παρερμηνειῶν διά τούς λοιπούς χώρους καί μνημεῖα, ὥστε δύναται εἰς τό μέλλον ὁ Ὑπουργός Πολιτισμοῦ νά καθορίζῃ τούς ὅρους ἐπισκεψιμότητος καί ἐκδηλώσεων εἰς μνημειακούς χώρους ἀνήκοντας εἰς Ἐκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα, ἐνῶ αὐτό εἶναι ἔργον καί ἐξουσία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων.

Θεωρεῖται, λοιπόν, ἀπαραίτητος ἡ ρητή διευκρίνισις ὅτι οἱ ὁρισμοί τοῦ ἄρθρου 46 ἀναφέρονται μόνον διά τούς ἀνήκοντας εἰς τό Δημόσιον χώρους καί μνημεῖα.

Ἀναφορά διά μνημεῖα Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων ὑπάρχει καί εἰς τό ἄρθρον 28 παρ. 4, τό ὁποῖον ἀναφέρεται εἰς τήν δυνατότητα μεταβιβάσεως μνημείων, τά ὁποῖα ἀνήκουν εἰς Ἐκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα πρός ἄλλα ὅμοια Νομικά Πρόσωπα ἤ τό Δημόσιον, Ο.Τ.Α. κ.λπ. Ἐπιτρέπεται μόνον μετά ἀπό ἄδειαν τοῦ Ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ. Ἐκ τῆς διατάξεως ταύτης δέν θίγεται ἡ Ἐκκλησία ἐφ' ὅσον ἡ μεταβίβασις προϋποθέτῃ καί τήν συναίνεσιν τοῦ μεταβιβάζοντος Ἐκκλησιαστικοῦ Νομικοῦ Προσώπου.


Αἱ ἀνωτέρω θέσειςπροτάσεις καί παρατηρήσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπεβλήθησαν εἰς τόν Ἐξοχώτατον κ. Εὐάγγελον Βενιζέλον, Ὑπουργόν Πολιτισμοῦ, διά τοῦ ὑπ' ἀριθμ. 300/23.1.2003 ἐγγράφου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.