Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Η Εκκλησία της Ελλάδος με αίσθημα πικρίας απευθύνεται σήμερα προς τον ευσεβή και πιστό Λαό μας για να τον καταστήσει κοινωνό των όσων συνέβησαν σήμερα, 6η Ιουνίου 2000, ότε Συνεδρίασε σε έκτακτη Συνεδρία η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας για να αντιμετωπίσει το πολύ σοβαρό ζήτημα της απαλείψεως του Θρησκεύματος από τις νέες ταυτότητες

α) Η Ιεραρχία, αφού ήκουσε τρεις Εισηγήσεις σχετικές με το θέμα αυτό, απεφάσισε να ζητήσει από τον κ. Πρωθυπουργό να δεχθεί το μεσημέρι σε ακρόαση τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλο με τρεις Αρχιερείς, τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Προκόπιο, Αλεξανδρουπόλεως κ. Άνθιμο και Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο, οι οποίοι ήσαν επιφορτισμένοι με την επιθυμία της Ιεραρχίας να αρχίσει διάλογος με την Κυβέρνηση για το θέμα των ταυτοτήτων.

Ατυχώς η φιλειρηνική αυτή πρόταση της Εκκλησίας δεν εξετιμήθη ως έπρεπε και απερρίφθη κατά πρωτοφανή τρόπον. Η Ιερά σύνοδος της Ιεραρχίας διαμαρτύρεται έντονα προς τον Ελληνικό Λαό για την περιφρονητική αυτή αντιμετώπισή της από μέρους του κ. Πρωθυπουργού.

β) Η Εκκλησία ανέκαθεν επίστευε και εξακολουθεί να πιστεύει εις τους διακριτούς ρόλους Πολιτείας και Εκκλησίας μέσα στο Κράτος. Τούτο βέβαια δεν της στερεί το δικαίωμα να έχει γνώμη για θέματα που την ενδιαφέρουν και να την προβάλλει προς κάθε κατεύθυνση μέσα από την διαδικασία του ελευθέρου διαλόγου με τους αρμοδίους. Τούτο δεν σημαίνει ούτε συνδιοίκηση του Κράτους, ούτε ανάμειξη της Εκκλησίας σε κοσμικά έργα. Το τι ανήκει ή όχι στα ενδιαφέροντα της Εκκλησίας προκύπτει από την Παράδοση του Γένους που εσμίλευσε διά των αιώνων ακατάλυτους πνευματικούς δεσμούς Εκκλησίας και Λαού.

γ) Η αδιάλλακτη τακτική της Κυβερνήσεως στο θέμα των ταυτοτήτων επιστηρίζει τις βάσιμες υποψίες της Εκκλησίας, ότι η μή αναγραφή του Θρησκεύματος στις ταυτότητες αποτελεί το πρώτο σειράς άλλων μέτρων, που αποβλέπουν πρακτικά στην απώθηση της θρησκείας στο περιθώριο της δημόσιας, της κοινωνικής και της εθνικής ζωής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το Λαό μας.

Η τάση αυτή ευρίσκει αντίθετο τον πιστό Λαό μας, που δεν είναι διατεθειμένος να αποκοπεί βίαια από το ζωηφόρο μαστό της Μητέρας Ορθοδοξίας, που εξακολουθεί να τον τρέφει πνευματικά. Εάν παρ’ελπίδα τούτο συμβεί, είναι βέβαιο ότι ο Λαός θα στερηθεί ενός ουσιώδους στοιχείου της πνευματικής του ταυτότητος. Όσον δε αφορά στους Έλληνες Πολίτες άλλου θρησκεύματος, που αποτελούν μειονότητα, σε τίποτε δεν βλάπτονται από την δημοκρατική αρχή της αναγραφής προαιρετικά του θρησκεύματος. Αλοίμονο αν όποιος ήθελε να κάνει διακρίσεις σε βάρος τους, έπαιρνε την προς τούτο αφορμή από την ταυτότητα. Στην Ελλάδα δεν πέρασε ποτέ ο ρατσισμός, η μισαλλοδοξία και η ξενοφοβία. Εμείς δε οι Ορθόδοξοι υπήρξαμε πάντοτε προστάτες των μικρών και αδυνάτων.

δ) Η Ιεραρχία πιστεύει ότι και αυτές τις κρίσιμες ώρες που ορθώνονται απειλητικά μεγάλα προβλήματα για το Λαό μας, ακαίρως και τελείως αψυχολόγητα εδημιουργήθη ένα τέτοιο σοβαρό ζήτημα που απειλεί να διχάσει τον Λαό και να θίξει τον ιστό της κοινωνικής συνοχής. Η Εκκλησία δεν διανοείται να μιμηθεί εκείνους που οδηγούν τον Λαό μας σ’αυτήν την κατεύθυνση γι’αυτό και εμμένει στην υιοθέτηση ειρηνικών μέτρων νηφάλιας αντίστασης προς τις αυθαίρετες λύσεις που επιβάλλονται στη ράχη του Λαού μας. Όμως ταυτόχρονα επιθυμεί να διακηρύξει ότι καταφεύγει προς το Λαό που πιστεύει και τον καλεί σε διαμαρτυρία κατά της διαγραφής του Θρησκεύματος από τις ταυτότητες και κατά της μετατροπής της Ελλάδος σε άθρησκη χώρα. Τη μορφή αυτής της διαμαρτυρίας έχουν κατά καιρούς υιοθετήσει και άλλοι Ευρωπαϊκοί λαοί, που ήθελαν να μεταπείσουν τις Κυβερνήσεις τους από της λήψεως συγκεκριμένων μέτρων που εστρέφονταν κατά του Λαού και της Πίστεώς του. Σύμφωνα με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας διοργανώνονται δύο επί του παρόντος παλλαϊκές συγκεντρώσεις στη Θεσσαλονίκη (14.6.2000) και στην Αθήνα (21.6.2000) και καλείται σύσσωμος ο Λαός της Εκκλησίας να είναι παρών ειρηνικά, ήσυχα και αποφασιστικά στις διαμαρτυρίες αυτές.

ε) Τέλος η Ιεραρχία εξακολουθεί και μετά την αχαρακτήριστη έναντί της συμπεριφορά της εξουσίας να ελπίζει, ότι ο ευγενής και ευλογημένος Ορθόδοξος Λαός θα επιτύχει τελικά εκείνο που η ίδια επεχείρησε, δηλαδή να πείσει τον κ. Πρωθυπουργό να στέρξει στον διάλογο, γεγονός που χαρακτηρίζει κάθε δημοκρατική και ευνομουμένη Πολιτεία. Δεν πρέπει άλλωστε η αδιάλλακτη αυτή στάση να μεταβάλει τους πιστούς Ορθοδόξους Έλληνες σε αντιρρησίες συνειδήσεως.

Υπάρχουν πάντοτε περιθώρια συνεννοήσεως με γνώμονα το καλώς εννοούμενο συμφέρον του πιστού Λαού και την ευτυχία των Ελλήνων.


Εκ της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας

.