Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Αθήνα, 29/12/2004

Πρός
Τήν Ἀμερικανικήν Πρεσβείαν.
Ἐνταῦθα.


Ἐκ Συνοδικῆς Ἀποφάσεως, ληφθείσης ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 9ης φθίνοντος μηνός Δεκεμβρίου ἐ.ἔ. γνωρίζομεν ὑμῖν, ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐν τῇ ῥηθείσῃ Συνεδρίᾳ Αὐτῆς διεξῆλθε τήν ἀπό τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου ἐ.ἔ. δημοσιευθεῖσαν ἔκθεσιν τοῦ STATE DEPARTMENT περί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἐν Ἑλλάδι καί ἤχθη εἰς τήν Ἀπόφασιν ἵνα γνωρίσῃ ὑμῖν τά ὡς κάτωθι:

1. Ἐν πρώτοις πρέπει νά σημειωθῇ ὅτι ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως, ἐνῶ δέν φαίνεται κατ’ ἀρχήν νά κατηγορῇ τήν Ἑλληνικήν Κυβέρνησιν καί τήν Ἑλληνικήν Δημοσίαν Διοίκησιν διά πράξεις αἱ ὁποῖαι προσβάλλουν τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν, ἐν τούτοις εἰς ἕν σημεῖον διατυπώνει κρίσεις περί τοῦ ὅτι πολῖται μή ὀρθόδοξοι χριστιανοί συναντοῦν δυσκολίας εἰς τάς συναλλαγάς των μέ τήν Δημοσίαν Διοίκησιν ἐκ μόνου τοῦ λόγου ὅτι δέν εἶναι ὀρθόδοξοι χριστιανοί (βλ. π.χ. σελ. 2 καί 3 τῆς ἐκθέσεως).

Ἡ κρίσις αὐτή, ἀφ’ ἑνός μέν εἶναι παντελῶς ἀόριστος, ὡς ἦσαν αἱ προηγούμεναι κρίσεις κατά τήν σύνταξιν ὁμοίων ἐκθέσεων προηγουμένων ἐτῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ δέν ἀνταποκρίνεται εἰς τήν πραγματικότητα.

2. Διατυπώνει ὁ συντάκτης κρίσιν περί τοῦ ὅτι διάφοροι κοινωνικαί ὁμάδες δημιουργοῦν προβλήματα εἰς βάρος ἑτεροδόξων ἤ ἑτεροθρήσκων τούς ὁποίους ἀντιμετωπίζουν μέ καχυποψίαν ἤ τούς χαρακτηρίζουν ὡς μή Ἕλληνας (βλ. π.χ. σελ. 1 τῆς ἐκθέσεως).

Τά ὡς ἄνω καταγγελλόμενα περιστατικά τά ὁποῖα μάλιστα εἶναι καί ἀναληθῆ δέν δύνανται, αὐτά καί μόνον, νά ἀποτελέσουν μομφήν κατά τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, ἡ ὁποία δέν ἔχει ἐξουσίαν νά ἀπαγορεύσῃ εἰς τάς ἐν λόγῳ κοινωνικάς ὁμάδας νά διατυπώνουν διαφόρους κρίσεις περί τῶν ἑτεροδόξων ἤ τῶν ἑτεροθρήσκων πολιτῶν. Καί πάντα ταῦτα ἀνεξαρτήτως τῆς ἀοριστίας τῆς ἐν λόγῳ κρίσεως, ἡ ὁποία δέν ἀναφέρεται εἰς συγκεκριμένα στοιχεῖα καί περιστατικά.

3. Ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως ἰσχυρίζεται ὅτι ἔχουν ἐξασφαλισθῆ ἐν Ἑλλάδι διά τοῦ νόμου προνόμια εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, τά ὁποῖα δέν ἐξασφαλίζονται διά τά ἄλλα δόγματα καί τάς ἄλλας θρησκείας (βλ. σελ. 3 τῆς ἐκθέσεως).

Ὁ ἰσχυρισμός αὐτός εἶναι παντελῶς ἀόριστος, διότι δέν ἐκτίθενται δι’ αὐτοῦ συγκεκριμένα προνόμια. Ἐάν δέ ὡς «προνόμιον» ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως θεωρεῖ τήν ὑπό τοῦ Κράτους μισθοδοσίαν τῶν Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δέον ὅπως ἐνημερωθῇ ὅτι ἡ μισθοδοσία αὐτή καταβάλλεται ὑπό τοῦ Κράτους ὡς ἀντάλλαγμα διά τήν ὑπ’ αὐτοῦ καί ἄνευ ἀποζημιώσεως ἀπαλλοτρίωσιν μεγάλου μέρους τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Μάλιστα, μέχρι πρότινος, διά νόμου ὁ ὁποῖος ἤδη κατηργήθη, ἕκαστος Ἱερός Ναός ἔδιδεν εἰς τό Κράτος τό 35% τῶν πάσης φύσεως ἐσόδων αὐτοῦ. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν γνωρίζει ἐάν ὑπάρχουν καί ἄλλα προνόμια.

4. Ἰσχυρίζεται ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως ὅτι αἱ λοιπαί, πλήν τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς, θρησκεῖαι δέν δύνανται, κατά νόμον, νά ἀποκτήσουν περιουσίαν, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δύναται νά ἀποκτήσῃ τοιαύτην, διότι ἔχει νομικήν προσωπικότητα. Εἰς τήν Ἑλλάδα, ὅπως εἰς πᾶσαν εὐνομουμένην Πολιτείαν, ὑποκείμενον δικαίου δυνάμενον νά ἔχῃ δικαιώματα καί νά βαρύνηται μέ ὑποχρεώσεις εἶναι μόνον τά φυσικά ἤ νομικά πρόσωπα.

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι νομικόν πρόσωπον. Οἱ ὀπαδοί ὅμως τῶν ἄλλων δογμάτων καί θρησκειῶν δύνανται ἀνέτως νά ἀποκτήσουν νομικήν προσωπικότητα, ὡς θρησκευτικά σωματεῖα, ἄνευ οὐδενός περιορισμοῦ. Ἐκ τῆς ἰδικῆς των πρωτοβουλίας καί μόνον ἐξαρτᾶται ἡ ἀπόκτησις νομικῆς προσωπικότητος, τό δέ Κράτος δέν δύναται νά ἐμποδίσῃ αὐτούς, εἰς τούς ὁποίους ἐπαφίεται ἡ ἵδρυσις θρησκευτικῶν σωματείων καί ἡ σύστασις αὐτῶν ὡς νομικῶν προσώπων ἰδιωτικοῦ δικαίου.

5. Ἰσχυρίζεται ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως ὅτι εἰς πολλά μέρη τῆς Ἑλλάδος δέν ὑφίστανται «τζαμιά» εἰς τά ὁποῖα νά δύνωνται οἱ παρεπιδημοῦντες μουσουλμάνοι νά ἀσκοῦν τά θρησκευτικά των καθήκοντα. Ἡ Ἐκκλησία δέν προβάλλει ἀντίρρησιν διά τήν ἀνέγερσιν «τζαμιῶν» διά τήν θρησκευτικήν ἐξυπηρέτησιν τῶν μουσουλμάνων. Οἱ Ἕλληνες εἴμεθα ἐκ τῶν πρώτων οἵτινες διεκήρυξαν τήν σύνταξίν των μετά τῶν ὑποστηριζόντων τήν ἀρχήν ταύτην ὡς καί τό ὅτι ἕκαστος πολίτης αὐτῆς τῆς χώρας, οἱανδήποτε θρησκείαν καί ἄν πρεσβεύῃ, βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας δικαιοῦται νά λατρεύῃ ἀκωλύτως τόν Θεόν εἰς τόν ὁποῖον πιστεύει ἐν ὡρισμένῳ χρόνῳ καί τόπῳ.

6. Ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως ἰσχυρίζεται (σελ. 5), ὅτι εἰς τήν Ἑλλάδα ἀπαγορεύεται ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συμφώνως πρός τήν διδασκαλίαν Αὐτῆς, ἐρειδομένην ἐπί τῆς μακραίωνος παραδόσεως Αὐτῆς, ἀποδέχεται ὡς μόνον τρόπον διαλύσεως τοῦ νεκροῦ σώματος τήν ταφήν, χωρίς νά προσδίδεται εἰς αὐτήν δογματικός χαρακτήρ, ὁ ὁποῖος θά ἦτο ἀπολύτως ἀπαγορευτικός διά τήν καῦσιν. Ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν δικαιοῦται νά συστήσῃ εἰς τά Μέλη Αὐτῆς ὅτι δέν πρέπει νά ἐπιλέγουν τήν καῦσιν ἀλλά τήν ταφήν. Αὐτό συνιστᾶ τήν ἐπιθυμίαν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας διά τά τέκνα Αὐτῆς. Ταῦτα πάντα ὅμως θά ἐξετάσῃ ἐν Συνόδῳ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν ὀψέποτε δημιουργηθῇ θέμα.

7. Ὁ συντάκτης ἀγνοῶν τό ἐν Ἑλλάδι νομικόν καί συνταγματικόν καθεστώς τῶν θρησκειῶν ὁμιλεῖ (βλ. σελ. 3) περί «ἀνεγνωρισμένων θρησκειῶν» (recognised religions). Οὔτε τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος ὅμως, οὔτε ὁ κοινός νόμος θεσπίζει ἐξουσίαν τῆς Πολιτείας νά «ἀναγνωρίζῃ» μίαν θρησκείαν καί ἡ «ἀναγνώρισις» αὕτη νά ἀποτελῇ προϋπόθεσιν διά τήν ἐλευθέραν ἄσκησιν τῆς θρησκείας. Τοιαύτη νομοθεσία θά ἦτο προδήλως ἀντισυνταγματική καί ἀντίθετος πρός τό ἄρθρον 9 τῆς Συμβάσεως τῆς Ρώμης, διότι θά προσέβαλλε τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν, ἀφοῦ θά ἐξήρτει τήν ἐλευθερίαν τῆς θρησκείας ἀπό τήν προηγουμένην ἔγκρισιν τῆς Πολιτείας.

Τό ἑλληνικόν Σύνταγμα ἀπαιτεῖ ἁπλῶς ἀπό κάθε θρησκείαν νά εἶναι «γνωστή» (known), νά ἔχῃ δηλαδή φανεράς ἀρχάς, φανεράν διδασκαλίαν, φανεράν λατρείαν καί φανεράν διοίκησιν, οὕτως ὥστε νά ἀποκλεισθοῦν θρησκεῖαι περιέχουσαι ἀρχάς ἐπικινδύνους διά τήν ὑγείαν, τήν ἠθικήν καί τήν δημοσίαν τάξιν, ὅπως αἱ λεγόμεναι «καταστροφικαί λατρεῖαι» ἤ «σέκται».

Ὁ συντάκτης τῆς ἐκθέσεως ὅμως ἀγνοεῖ τό ζήτημα καί, τό χειρότερον, δέν ἐφρόντισεν, νά ζητήσῃ πληροφορίας. Ὡς ἐκ τούτου σφάλλει ἀναφερόμενος εἰς «ἀνεγνωρισμένας θρησκείας» (recognised religions) καί οὐχί εἰς «γνωστάς θρησκείας» (Known religions).

Ὑπό τά ὡς ἄνω δεδομένα ἡ σχολιαζομένη ἔκθεσις δέν περιέχει μέν τάς δυσμενεῖς κρίσεις, αἱ ὁποῖαι περιέχονται εἰς ἐκθέσεις παλαιοτέρων ἐτῶν, περιέχει ὅμως καί τμήματα, ὡς τά ἀνωτέρω ἐπισημανθέντα, τά ὁποῖα δέον ὅπως μή ἐπαναληφθοῦν. Τοῦτο καθίσταται ἀναγκαῖον ὅπως ἐπισημανθῇ ἁρμοδίως, ἵνα μή ἐκτίθηται ὁ συντάκτης αὐτῆς καί κυρίως ἵνα μή γεννᾶται ἡ ὑποψία ὅτι διά τῶν ἀορίστων κρίσεων καί τῶν ἀνακριβῶν βεβαιώσεων καταβάλλεται προσπάθεια δυσφημήσεως τῆς Ἑλλάδος.

Ταῦτα γνωρίζοντες ὑμῖν, πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἀληθείας εἰς τό λίαν σοβαρόν θέμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἐν Ἑλλάδι, ἐπιβεβαιοῦμεν ὅτι ἔχομεν ὅλην τήν καλήν διάθεσιν διά πᾶσαν εἰλικρινῆ συνεργασίαν μετά τῶν ἁρμοδίων ὑμετέρων Ὑπηρεσιῶν ἐπί τοῦ ὡς εἴρηται λίαν σημαντικοῦ καί εὐαισθήτου ζητήματος.

Ἐντολῇ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς.
† Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Σκλήφας.



ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΙΣ:
Εἰδικήν Συνοδικήν Ἐπιτροπήν
Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Παρ’ ἡμῖν.