Εισήγησις του Πανοσ. Αρχιμ. κ. Δημητρίου Αργυρού, Δ/ντού της Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Βελλά, στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ιερά Μονή Πεντέλης, κατά την Ημερίδα των Εκπαιδευτικών (28/4/2001)
Ένα από τα πιο ζωτικά και δύσκολα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ως Εκκλησία σήμερα είναι το πρόβλημα της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.
Μετά την εφαρμογή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στο σύγχρονο ελληνικό Σχολείο παρίσταται επιτακτική ανάγκη, ώστε και η Εκκλησιαστική Εκπαίδευση να αναβαθμιστεί, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά και απρόσκοπτα και για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και προκλήσεις των καιρών μας.
Στη σημερινή εποχή, που είναι εποχή αλλαγών και ανακατατάξεων, η συμμετοχή μας, που εκ των πραγμάτων είναι αναπόφευκτη, γεννά πολλές δυσκολίες. δυσκολίες όμως που είναι γοητευτικές και αντιμετωπίσιμες, αρκεί να τις δούμε ως υποθέσεις ζωής υπό το κριτικό και ασκητικό πνεύμα της παράδοσης της εκκλησίας.
Αναφερόμενος στη δομική και λειτουργική οργάνωση της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στα υφιστάμενα προγράμματα σπουδών των διαφόρων βαθμίδων της, ως και στην εν γένει ζωή και λειτουργία της, προκειμένου να τοποθετηθεί και να απαντήσει κανείς, σήμερα στο 2001, αν αυτά καλλιεργούν εκκλησιαστικό βίωμα, κρίνεται απαραίτητη, αλλά και σκόπιμη, μια σύντομη κριτική αναφορά στην πορεία της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης κατά τα τελευταία 170 χρόνια της ιστορίας του ελεύθερου Ελληνικού κράτους.
Το πλήθος και η πολυμορφία των κατά καιρούς ιδρυθέντων Εκκλησιαστικών Σχολείων για την κατάρτιση του κλήρου της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, προξενεί πράγματι κατάπληξη. Πολλά εξ αυτών ήσαν βραχυπρόθεσμης λειτουργίας.
Η πορεία της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης από την εποχή του πρώτου κυβερνήτου Ι. Καποδίστρια, την Βαυαροκρατία και τον Γεώργιο Μάουερ, μέχρι τη «λεγομένη» μεταρρύθμιση στην εκκλησιαστική εκπαίδευση του 1974-1980, χαρακτηρίζεται από συνεχή εναλλαγή εκπαιδευτικών στόχων, δομών, προγραμμάτων σπουδών, αρχών και σκοπών.
Έχοντας υπόψη όλα αυτά και γνωρίζοντας το θεσμικό πλαίσιο της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης σύμφωνα με την εγκύκλιο του Ι. Καποδίστρια με ημερομηνία 18-12-1829, τα προγράμματα σπουδών των ιδρυθέντων επί της εποχής του εκκλησιαστικών σχολείων, που δεν είχαν όμως συνέχεια μετά το θάνατό του, συγκρίνοντάς τα με ό,τι θεσμοθετήθηκε και λειτούργησε κατόπιν στην Βαυαρική περίοδο για την εκκλησιαστική εκπαίδευση, έχουμε να κάνουμε τις εξής διαπιστώσεις. Στα πρώτα η προοπτική Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης αναφερόταν στον όλο άνθρωπο και κέντρο της ήταν ο Χριστός καθώς και η λειτουργική ? μυστηριακή ζωή με διαρκή αναφορά στο σύνολο του εκκλησιαστικού βιώματος, ενώ στα δεύτερα κυριαρχούσε η απόκτηση θεολογικών γνώσεων, αλλά και άλλης γνώσης γενικότερα κατά τα Ευρωπαϊκά πρότυπα της εποχής, αποκομμένης όμως ως επί το πλείστον από την εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος.
Καθ? όλον τον ΙΘ΄ αιώνα η ιστορία της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης συνδέεται κυρίως με την Πανεπιστημιακή Θεολογική Σχολή Αθηνών, που ιδρύθηκε το 1937 και η οποία κατά την διάρκεια του αιώνα αυτού έδωκε μικρό αριθμό αποφοίτων, καθώς και με την ιστορική πλέον και περίκλητη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, οι οποίες όμως λειτούργησαν με την μεθοδολογία διδακτικής της εποχής, που ήταν βασισμένη στα δυτικά πρότυπα, γι? αυτό και τα αποτελέσματα δεν ήταν πάντοτε τα αναμενόμενα από πλευράς Εκκλησίας.
Οι συνεχείς τροποποιήσεις των τύπων των Εκκλησιαστικών Σχολείων καθώς και των προγραμμάτων σπουδών τους κατά τον Κ΄ αιώνα, είχαν μεταξύ άλλων ως αποτέλεσμα την βελτίωση αμφοτέρων. Το ορθόδοξο εκκλησιαστικό πνεύμα έκτοτε όλο και περισσότερο διαποτίζει τα προγράμματα σπουδών, τη μεθοδολογία της διδακτικής και το πνεύμα λειτουργίας των σχολείων, βοηθώντας στην καλλιέργεια εκκλησιαστικού βιώματος, ορθοδόξου ήθους και φρονήματος.
Η μεταρρύθμιση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης κατά την περίοδο 1976-1980, έδωκε την δυνατότητα ανασυγκρότησής της, αποδεσμεύοντάς την από τα αδιέξοδα στα οποία είχε περιέλθει.
Είναι όμως καιρός για μια εκ βάθρων ανανέωση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, η οποία φέρει πλέον έκδηλα τα σημάδια παρακμής, αν όχι και εγκατάλειψης, ανοικτής στις σύγχρονες εκπαιδευτικές προοπτικές, εξελισσόμενης ποιοτικώς. Είναι πέρα από φανερή η ανάγκη ανανέωσής της με βάση την εκκλησιαστική παράδοση και ιστορική συνέχεια της Εκκλησίας μας, με πιστότητα στην ορθόδοξη πίστη, αυθεντικότητα στο εκκλησιαστικό ήθος και φρόνημα. Εξίσου επιτακτική είναι η ανάγκη να καταστεί πολύπλευρη και με δύναμη να αποτελέσει φορέα εκκλησιαστικής και κοινωνικής αναγέννησης.
Οι απόψεις και οι προτάσεις για αναβάθμιση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης που διατυπώνονταν ήδη από το 1988, μεταξύ των οποίων οφείλω να μνημονεύσω ως ρεαλιστικές και πολύτιμες τις προτάσεις και του τότε Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Χριστοδούλου και νυν Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου, αυξάνονται σήμερα και ήδη τα πράγματα κατευθύνονται προς μια ευοίωνη λύση κάτω και από την θερμουργό καθοδήγηση Του.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να μνημονεύσω, δεόντως, την προσοχή του σεβαστού Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στις προτάσεις των αρμοδίων φορέων για την αναβάθμιση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης. Επίσης αξιομνημόνευτη είναι και η μέριμνα της Πολιτείας, ώστε να είναι δημόσια η εκκλησιαστική εκπαίδευση και με κρατικό κύρος οι τίτλοι της, καθώς και για την κάλυψη των πάσης φύσεως λειτουργικών δαπανών, όπως και για την λειτουργία των εκκλησιαστικών οικοτροφείων. Αυτό το τελευταίο κρίνεται ιδιαίτερα απαραίτητο, αφού δίδει παράλληλα την δυνατότητα του ολοήμερου σχολείου, να καλλιεργήσει η Εκκλησία, όταν αυτά λειτουργούν σωστά, όλα όσα ζητά και αναμένει ως καρπούς της εκπαίδευσης των υποψηφίων λειτουργών της.
Σήμερα, τον ΚΑ΄ αιώνα, με τα υφιστάμενα προγράμματα σπουδών στην Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια εκκλησιαστική εκπαίδευση, στο ερώτημα αν είναι δυνατή η καλλιέργεια εκκλησιαστικού βιώματος, η απάντηση είτε θετική είτε αρνητική, ενώ φαίνεται εύκολη εκ πρώτης όψεως, στην πραγματικότητα είναι ίσως αρκετά δύσκολη.
Κατ? αρχήν πρέπει να πούμε ότι το εκκλησιαστικό βίωμα και διδάσκεται και καλλιεργείται. Έτσι, λοιπόν, αν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες, τα ενδεικνυόμενα και αρμόζοντα προγράμματα σπουδών, τότε ευχερώς καλλιεργείται το εκκλησιαστικό βίωμα, ήθος και φρόνημα στα σχολεία μας, τα οποία θα πραγματώσουν «ως άριστα» το σκοπό τους.
Είναι αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι ο κοινωνικός μας βίος λύνει ολοένα και περισσότερο τους δεσμούς του με την εκκλησιαστική παράδοση και ζωή, χωρίς να συνειδητοποιούνται οι συνέπειες μιας γενικότερης αλλοτρίωσης που συντελείται αθόρυβα.
Τα παιδιά μας μεγαλώνουν σ? ένα τέτοιο περιβάλλον, στερούμενα εκκλησιαστικών βιωμάτων. Δεν συμμετέχουν, κατά κανόνα, στη ζωή της εκκλησίας, πλην ενός μικρού ποσοστού και αγνοούν την εμπειρία του εκκλησιαστικού βιώματος.
Το σχολείο σήμερα δεν μεταδίδει βιωματικά ελληνορθόδοξο τρόπο σκέψης και ζωής. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις.
Η οικογένεια επίσης εγκλωβισμένη κι αυτή στον δυτικό-ευρωπαϊκό τρόπο διαβίωσης είναι προσανατολισμένη, ως επί το πλείστον, σ? άλλα ιδεώδη και σε μοντέλα που δεν παραπέμπουν, ούτε αποπνέουν ελληνορθόδοξη ζωή και παράδοση, με αποτέλεσμα να μην μεταδίδει βιώματα πνευματικής ζωής ή να μην έχει την ηθική και πνευματική δύναμη για μια τέτοια μετάδοση στα παιδιά της.
Η γενικότερη κρίση θεσμών και αξιών που υφίστανται σε παγκόσμια κλίμακα και είναι ψηλαφητή και στον καθημερινό κοινωνικό μας βίο, δημιουργεί μεν αδιέξοδα, ταυτόχρονα όμως εμφανίζει και μια σταθερή θέληση για αντίδραση και επάνοδο σε αυθεντικότερο τρόπο ζωής. Αυτός θέλει την επανασύνδεσή του με τις εκκλησιαστικές πνευματικές καταβολές του, οι οποίες αιώνες τώρα γαλούχησαν γενιές και γενιές με τα ζείδωρα νάματα της πίστεως και της εν Χριστώ ελπίδος.
Η εκκλησία αντιμετωπίζει σήμερα μια πρόκληση. Είναι ανάγκη να ανακαλύψει μια σωστή προσέγγιση στην χριστιανική παιδεία. Προσέγγιση τέτοια που να είναι ριζωμένη στη σύνολη εκκλησιαστική παράδοση.
Αυτή η παράδοση περιλαμβάνει εμπειρία Κοινωνίας μετά του Ζώντος Θεού, Ζωή Χάριτος εν Αγίω Πνεύματι μέσα στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, σχέσεις κοινωνίας με τους άλλους.
Ταυτόχρονα η Χριστιανική αυτή Παιδεία έχει ως στόχο της την μόρφωση του προσώπου. Είτε ασχολείται μ? ένα νήπιο, μ? έναν έφηβο ή μ? έναν ενήλικο, θα πρέπει να ασχολείται με έναν τρόπο προσωπικό: να μιλά την γλώσσα του, να καταλαβαίνει και να μοιράζεται τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντά του, να τον αγαπά όπως είναι.
Η θρησκευτική εμπειρία είναι έγκυρη σ? οποιοδήποτε επίπεδο κι αν συμβαίνει, σ? οποιοδήποτε στάδιο διανοητικής ωριμότητας. Και η διαδικασία της Χριστιανικής αγωγής θα πρέπει να είναι μια διαδικασία ανάπτυξης, δηλαδή εμπειρία του ιδίου του προσώπου, βαθμιαίας αλλαγής, που θα περιλαμβάνει ολόκληρη την ύπαρξή του.
Το έργο της Χριστιανικής Εκπαίδευσης θα πρέπει να είναι μια έκφραση του Χαρίσματος, της χάριτος της Εκκλησίας ως συνόλου και μπορούμε να το υπηρετήσουμε αληθινά, μόνον εάν ζούμε με πληρότητα τη ζωή της Εκκλησίας.
Στα Σχολεία, λοιπόν, της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και Παιδείας, έρχεται ένας μεγάλος αριθμός παιδιών για να σπουδάσουν, τα οποία όμως, κατά τεκμήριο, εμφορούνται από κοσμικό φρόνημα, εκτός κάποιων εξαιρέσεων, είναι άγευστα, αμύητα και έχουν άγνοια βασικών θεμάτων πίστεως και ζωής.
Στη διάρκεια αυτής της εκπαίδευσής τους (3ετής για τα Γυμνάσια, τα Φροντιστήρια, τα Λύκεια και τις Α. Ε. Σχολές), πρέπει να μορφωθούν θεολογικά, να μυηθούν στη λειτουργική και μυστηριακή ζωή της εκκλησίας, ώστε βιωματικά πλέον να κατανοούν την πίστη και την ορθόδοξη ζωή. Φθάνοντας δε στο να μορφώσουν «Χριστόν εν τη καρδία αυτών», θα μπορούν να επιτελούν, ως μελλοντικοί λειτουργοί της Εκκλησίας, το ποιμαντικό και διδακτικό τους έργο καλύτερα.
Παρόλο που στα προγράμματα σπουδών δεν υπάρχει σαφής καθορισμός, ότι ένας από τους στόχους τους είναι η καλλιέργεια του εκκλησιαστικού βιώματος, εν τούτοις, όπως προκύπτει από την έμπρακτη εφαρμογή και υλοποίησή τους, είναι δυνατή η καλλιέργεια του βιώματος αυτού.
Τα Σχολεία και οι Σχολές μας μπορούν να έχουν μια ιδιαιτερότητα στην προσφορά, στην ανάπτυξη και στην καλλιέργεια του περιεχομένου της ορθόδοξης πίστης μας, καθώς και στην μεθοδολογία της διδακτικής των επί μέρους μαθημάτων και των θεολογικών αντικειμένων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πληρέστερη κατάρτιση των υποψηφίων στελεχών ? λειτουργών της Εκκλησίας. Τα υφιστάμενα προγράμματα σπουδών, όχι μόνον δεν παρεμποδίζουν μια τέτοια μορφή ιδιαιτερότητας, η οποία συν τω χρόνω μπορεί να διαμορφώσει μια παράδοση στον τρόπο σπουδών των εκκλησιαστικών μας σχολών, αλλά αφήνουν μεγάλο πεδίο δράσης ελεύθερο να αξιοποιηθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Η προσφορά της διδασκομένης ύλης των επί μέρους τομέων των θεολογικών μαθημάτων μπορεί να υλοποιείται με ειδικό σύστημα διδασκαλίας, όπως ο διδάσκων κρίνει ότι είναι αποδοτικότερο και αποτελεσματικότερο. Αυτό στην επιστήμη της Παιδαγωγικής, ως γνωστόν, καλείται μεθοδολογία της διδασκαλίας. Επ? αυτού, θα πω, δεν θέτουν περιορισμούς τα προγράμματα σπουδών. Αφήνεται ο διδάσκων στην δική του εκπαιδευτική και παιδαγωγική διάκριση και ικανότητα.
Δεν πρέπει να περιορίζεται ο διδάσκων στην παράθεση ή μετάδοση της γνώσης μόνον, είτε ιστορικής είτε μαθηματικής είτε φιλοσοφικής, άμεσης ή έμμεσης, αλλά να προσπαθεί στη μετάδοση και καλλιέργεια βιώματος παράλληλα. ?λλωστε η αρχή της βιωματικότητας στη διδακτική, όχι μόνο των θεολογικών αλλά και των λοιπών ανθρωπιστικών μαθημάτων, θεωρείται ως παράγοντας «εκ των ων ουκ άνευ».
Η προοπτική της εν γένει εκκλησιαστικής εκπαίδευσης άλλωστε οφείλει να έχει αναφορά στον όλο άνθρωπο, ως ψυχοσωματική ύπαρξη και οντότητα. Η αρμονική συγκαλλιέργεια όλων των ιδιοτήτων και λειτουργιών της ψυχής και όχι μόνον του συγκινησιακού, όπως επιστεύετο, εξασφαλίζει το βιωματικό στοιχείο και την λειτουργία του στον άνθρωπο.
Είναι σημαντικό να γνωρίζει ο διδάσκων σε ποια από τις λειτουργίες αυτές πρέπει κάθε φορά να αποδίδει ιδιαίτερο βάρος. Η στάση επίσης του διδάσκοντος επηρεάζει περισσότερο βιωματικά και μακροπρόθεσμα μαθητές ή φοιτητές, γι? αυτό και δεν πρέπει να περιορίζεται απλά στην επιτυχή διεξαγωγή του μαθήματος. Αν ο ίδιος ο διδάσκων είναι φορέας γνησίου εκκλησιαστικού βιώματος και φρονήματος, τότε υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις έκφρασης και εφαρμογής της παραπάνω αρχής, διαφορετικά επιτυγχάνουμε το αντίθετο. Ας έχουμε πάντοτε προ οφθαλμών το παράδειγμα του Κυρίου και το ρηθέν υπ? Αυτού: «ο ποιήσας και διδάξας ? ».
Στο πρόσωπο του Κυρίου και Μόνου Διδασκάλου πρέπει να αναζητηθεί η ενδεικτικότερη και καταλληλότερη αρχή διδακτικής μεθόδου, ο Οποίος ως στόχο είχε την αρχή «εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».
Ο άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να κατακτήσει την τελειότητα της γνώσης. Ο σοφός Σωκράτης ομολογούσε «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα».
Στην προσπάθεια κατάκτησης της τελειότητας ο άνθρωπος δεν αποκτά την πλήρη -τέλεια γνώση, αλλά εισέρχεται «στην επίγνωσιν» που είναι γνώρισμα της τελειότητας, στην οποία προάγεται ο άνθρωπος δια των χαρισμάτων και των δωρεών του Θεού, που τον οδηγούν «εις την επίγνωσιν του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσ. 4,13).
Η γνώση συνδέεται, λοιπόν, άμεσα με την πίστη. Επομένως, πίστη και γνώση πρέπει να συνθέτουν το κλίμα της μαθητείας στις Σχολές μας. Παράλληλα θα οδηγήσουν στην διαμόρφωση μιας διδακτικής που να ανταποκρίνεται στη στοχοθετική της διδασκαλίας του Ευ-αγγελισμού και να συναίρει το «έλλογον» και το «υπέρλογον». Και αυτή η διδακτική Πράξη μόνο στο πλαίσιο μιας αληθούς εκκλησιαστικής κοινωνίας τελειούται.
Εδώ ακριβώς πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας, προκειμένου να γίνει κατανοητή η ιδιαιτερότητα της διδακτικής Παράδοσης, που πρέπει να έχουν οι Σχολές μας, με όλες τις προεκτάσεις και τις παραμέτρους, καθώς και τα πρακτικότερα αποτελέσματα που θα έχει αυτή και στη μετέπειτα ζωή των αποφοίτων μας και η οποία οφείλει να επικεντρούται:
α) στη σύνδεση της θεολογίας με τη λατρεία της εκκλησίας και
β) στη βίωση της θεολογίας στη λατρευτική και μυστηριακή της έκφραση στο επίπεδο μιας κοινοβιακής ζωής των μαθητών ή φοιτητών μας, που διδάσκει και καλλιεργεί βιώματα, ποιεί ήθος και διαμορφώνει εκκλησιαστικό φρόνημα.
Με τα δεδομένα αυτά διαμορφώνονται από άποψη παιδαγωγική ιδανικές συνθήκες, όχι μόνο για την πρόσκτηση του περιεχομένου της Ορθοδόξου Θεολογίας, αλλά και για την επεξεργασία αυτού, με βάση και οδηγό την Πατερική παράδοση, σ? ένα επίπεδο εκκλησιαστικής κοινωνίας όπου η θεολογία των Σχολικών παραδόσεων βιώνεται στην λειτουργική και μυστηριακή παράδοση και γίνεται Εκκλησιαστική Θεολογία.
Θεολογία, λατρεία και ζωή της εκκλησίας διαπλέκονται και γίνονται αλληλοπεριχωρούμενοι κύκλοι ζωής διδασκόντων και σπουδαστών της Σχολής.
Έτσι η Εκκλησιαστική Θεολογία, ως παράδοση πίστεως, γίνεται βίωμα και το βίωμα τρόπος ζωής και έκφραση πίστεως, ως διακονία της Εκκλησίας, από κληρικούς και λαϊκούς σπουδαστές των Σχολών μας.
Είναι δυνατόν στις Σχολές μας να υπάρξει μια τέτοια αληθής εκκλησιαστική κοινωνία, ακριβώς διότι με τη λειτουργία του οικοτροφείου, επιτυγχάνεται η κοινοβιακή ζωή, όπου καθημερινώς διδάσκοντες και διδασκόμενοι συναντώνται, βιώνοντας την ίδια πραγματικότητα, η οποία συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο: Ναός ? Αίθουσα ? Τράπεζα.
Λειτουργικό ? λατρευτικό στοιχείο, διδακτικό στοιχείο και οικογενειακό στοιχείο, « ως άριστα», συναρμόζονται και συνυπάρχουν εις εν, την κοινοβιακή ζωή.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσα να Σας καταθέσω μια προσωπική βιωματική εμπειρία, από την λειτουργία της Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Βελλάς, όπου υπηρετώ επί οκτώ (8) συναπτά ακαδημαϊκά έτη. Η κοινοβιακή ζωή της Σχολής διδασκόντων και διδασκομένων, αρχίζει από το Ναό (το Καθολικό της Μονής Βελλάς) με την κοινή λατρεία, περνά στην κοινή πρωινή Τράπεζα και από εκεί στην Αίθουσα για την καθημερινή διδασκαλία. Στη συνέχεια συναντώμεθα εκ νέου στην κοινή Τράπεζα και το απόγευμα στην κοινή εσπερινή λατρεία. Ακολουθεί η απογευματινή και εσπερινή μελέτη στα σπουδαστήρια και τη βιβλιοθήκη, όπου αμεσότερα η σχέση διδασκόντων και φοιτητών εκφράζεται με τη στενή συνεργασία για την προαγωγή της έρευνας, με αφορμή τις φροντιστηριακές και τις πτυχιακές εργασίες. Αλλά και έξω απ? αυτές, παραδείγματος χάρη στους αύλειους χώρους της Σχολής, βλέπει κανείς διδάσκοντες και φοιτητές συζητούντες για ποικίλα θέματα, στοιχείο που συμβάλλει στην καλλιέργεια των διαπροσωπικών βιωμάτων. Και πάλι νέα από κοινού συνάντηση στην εσπερινή Τράπεζα με κατακλείδα τον Ναό για την τέλεση του Αποδείπνου.
Νομίζω, επιτρέψατέ μου παρακαλώ και συγχωρήστε με, ότι τα Εκκλησιαστικά Σχολεία και οι Σχολές μας πρέπει να εκκλησιαστικοποιηθούν.
Τα υφιστάμενα προγράμματα σπουδών, τα οποία χρήζουν ούτως ή άλλως αναμόρφωσης και εμπλουτισμού, δεν παρακωλύουν την εκκλησιαστικοποίηση των Σχολείων μας, τα οποία κατά κανόνα δεν έχουν, για να είμεθα ειλικρινείς «προς εαυτούς και αλλήλους».
Τα Σχολεία μας έχουν το προνόμιο (και άλλοι τύποι Σχολών έχουν αυτή τη δυνατότητα, παραδείγματος χάρη οι Στρατιωτικές Σχολές και άλλες), με τη λειτουργία του οικοτροφείου, να διαμορφώνουν το εν γένει πρόγραμμα λειτουργίας τους, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, διαπλάθοντας καλύτερο και ευγενέστερο χαρακτήρα στους σπουδαστές μας, εκπαιδεύοντάς τους πληρέστερα, καλλιεργώντας εκκλησιαστικό βίωμα, ελληνοπρεπή στάση ζωής, αυθεντικό ήθος, ζωή και σκέψη ορθόδοξη, όπως η μακραίωνη παράδοσή μας μας διδάσκει. Όλα αυτά φυσικά μακριά από ορθολογιστικές τάσεις, σοφιστικούς προβληματισμούς και πολιτικοϊδεολογικές διαφοροποιήσεις, που είναι δυνατόν παραδείγματος χάρη να παρεισφρήσουν σε έναν Πανεπιστημιακό χώρο, στον οποίο είναι δύσκολο να εξασφαλισθούν οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες λειτουργίας μιας Εκκλησιαστικής Σχολής, αποστασιοποιούμενης από εκκοσμικευμένες δομές και προδιαγραφές κοσμικών πνευματικών ιδρυμάτων.
Η εκκλησιαστική θεολογική εκπαίδευση δεν είναι και δεν μπορεί να είναι από τη φύση της ακαδημαϊκή, γιατί θεολογία είναι η ζωή της εκκλησίας, που σημαίνει έντονη την παρουσία της βιωματικής διάστασης, έτσι όπως αυτή προσφέρεται μέσα από τη λατρευτική και μυστηριακή ζωή Της, που οι ?γιοι Πατέρες βίωσαν. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει την αποκοπή ή αποστέρηση της εκκλησιαστικής θεολογίας από όλα εκείνα τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν την επιστημονική μελέτη και έρευνα των διαφόρων επί μέρους εκκλησιαστικών εκπαιδευτικών και θεολογικών θεμάτων.
Είναι, λοιπόν, συμπερασματικά κατά κύριο λόγο έργο και ευθύνη των διδασκόντων, αλλά και όλων όσων καθ? οιονδήποτε τρόπο διακονούν στα Σχολεία μας, η καλλιέργεια του εκκλησιαστικού βιώματος και φρονήματος στις Σχολές μας, σε συνδυασμό πάντοτε με συνεχή ανανέωση και εκσυγχρονισμό, όπου απαιτείται, του περιεχομένου των προγραμμάτων σπουδών και την υποστήριξη, πνευματική και υλική, από τους αρμοδίους φορείς Εκκλησίας και Πολιτείας.