ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟY ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
κ. κ. ΣΠYΡΙΔΩΝΟΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣYΝΟΔΟΥ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΘΕΜΑ :« ΗΓΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΑΙ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΧΕΣΙΝ ΤΩΝ ΜΕ ΤΟΝ ΕΠΙΧΩΡΙΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ »
1. Ο Μοναχικός βίος δεν είναι μόνον έγκυρος και συνεπής έκφρασις της Ορθοδόξου ασκητικής εμπειρίας και της πνευματικότητος της Εκκλησίας, αλλά και αδιαμφισβήτητος συνέχεια του Ορθοδόξου τρόπου υπάρξεως εις την ιστορικήν διαχρονίαν. Ήδη τον 4ον αιώνα ο Ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύων το κομβικόν τέταρτον κεφάλαιον των Πράξεων, επισημαίνει, ότι "ούτως οι εν τοις μοναστηρίοις ζώσι νυν, ώσπερ ποτέ οι πιστοί", εννοών τους πιστούς της πρώτης μετά την Πεντηκοστήν Εκκλησίας. ( Ομιλ. 11 εις τας Πράξεις ). Ο λόγος αυτός του μεγάλου εκκλησιαστικού Πατρός και Ιεράρχου, δυναμένου, όσον ολίγοι, να εκτιμήση την χριστιανικήν γνησιότητα, επιβεβαιώνει την σημασίαν του μοναστικού βίου δια την διάσωσιν της αναγκαιότητας δια την πνευματικήν πορείαν προς την θέωσιν του Ορθοδόξου πιστού πνευματικότητος, αλλά και της ταυτότητος, συλλογικώς, του εκκλησιαστικού σώματος ως εν Χριστώ κοινωνίας.
Πόρρω, λοιπόν, απέχει της αληθείας η υπό ετεροδόξων συνήθως εκφραζομένη γνώμη, ότι η εμφάνισις του Μοναχισμού, ως ωργανωμένης κοινότητος, υλοποιεί και ενσαρκώνει την τάσιν αντιδράσεως προς την επισκοπικήν εξουσίαν. Σχετικά εκ της μελέτης της εκκλησιαστικής ιστορίας και των έργων των Αγιων Πατέρων, όπως ο Ιερός Χρυσόστομος, αποδεικνύεται ότι, εάν υπήρχε και υπάρχη κάτι, προς το οποίον στρέφεται η αντίδρασις του μοναστικού κόσμου, αυτό είναι η εκκοσμίκευσις του εκκλησιαστικού σώματος η και η ελαχίστη κίνησις προς αυτήν, διότι αύτη, όπως δέχεται ο μοναστικός κόσμος, νοθεύει την εκκλησιαστικήν ταυτότητα και εμποδίζει η και αναιρεί κάθε δυνατότητα σωτηρίας, δηλαδή θεώσεως. Και αυτό συμβαίνει εις τας αιρέσεις και τον αιρετικον τρόπον υπάρξεως.
2. Κατά την Ορθόδοξον Εκκλησιολογίαν, την οποίαν συγκαιφαλαιώνει και το Ορθόδοξον Κανονικόν και Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, ο Επίσκοπος είναι η κεφαλή της Τοπικής Εκκλησίας, άνευ της γνώμης του οποίου ουδείς πράττει τι ( Ιγν. Προς Μαγνησ. 7,2 ). Εις αυτόν εμπιστεύεται ο Χριστός την τοπικήν Εκκλησίαν ως "κεφαλήν Χριστού πληρώματος " κατά τον Μέγα Βασίλειον (Επιστ.42). Σαφώς διατυπούται αύτη η αλήθεια από τον " Άγιον Κυπριανόν: " Ο Επίσκοπος είναι εντός της Εκκλησίας και η Εκκλησία είναι εν τω Επισκόπω και εάν τις δεν είναι μετά του Επίσκοπου, δεν είναι και εν τη Εκκλησία "( Έπιστ. 33 ).
Κατά την αγιοπατερικήν παράδοσιν ο Επίσκοπος είναι " ο προεστώς ", ο " στύλος ", το " στήριγμα " και ο " προστάτης " και " πρόμαχος " της τοπικής Εκκλησίας. Κατά τον Μ. Βασίλειον όλοι, κληρικοί και μοναχοί, υπόκεινται " εις τον παρά του Θεού τεταγμένον Επίσκοπον της του Θεού Εκκλησίας ", πράγμα το οποίον βεβαίως προϋποθέτει την πνευματικήν και ηθικήν αυθεντικότητα του Επίσκοπου, ώστε να ενεργή ως τεταγμένος υπό του Ιησού Χριστού και " εις τόπον " Αυτού. Αυτό βεβαίως, δεν σημαίνει, ότι ο Επίσκοπος υποκαθιστά τον Χριστόν εις το ελάχιστον, αλλ' ότι καθιστά εν τω μέσω ημών και ιδίως εις την λατρείαν, ορατόν και αισθητόν τον αοράτως συν ημίν - μονίμως - όντα, Χριστόν. Ο Επίσκοπος, εξ’ άλλου, ως κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας, είναι ο φορεύς και το κέντρον της Εκκλησιαστικής ενότητος, ο σύνδεσμος πάντων των μελών του ποιμνίου, το οποίον ο Χριστός του ενεπιστεύθη, και ασκεί συνόλην την δοθείσα αυτώ υπό του Χριστού πνευματικήν εξουσίαν εις την ζωήν και κίνησιν της Επισκοπής, εις την οποίαν αναπτύσσεται το πολυδιάστατον ποιμαντικόν έργον του.
Ο αληθής Επίσκοπος δεν παραθεωρεί, αλλά αντιθέτως γνωρίζει να εκτιμά και να υπολογίζη τον μοναχισμόν της Επαρχίας του, διότι πρώτος αυτός κατανοεί, ότι οι ζωτικοί πνεύμονες της Μητροπόλεως είναι τα Μοναστήρια, τα οποία, βεβαίως δεν είναι " υπέρ την Εκκλησίαν ", αλλ' ούτε και " παρά την Εκκλησίαν ". Ιστορικοί του ύψους του αειμνήστου Στήβεν Ράνσιμαν μακαρίζουν τα χωρία και τας πόλεις, πλησίον των οποίων υπήρχον, εις κρίσιμους μάλιστα περιόδους του Γένους μας, Μοναστήρια, διότι λειτουργούσαν ως πνευματικαί κολυμβήθραι, αναζωογονούσαι το πλήρωμα παντοιοτρόπως και διασώζουσαι την εν Χριστώ βιοτήν, ως δυνατότητα σωτηρίας.
3. Η ανθρωπίνη αδυναμία, ενισχυομένη από την απροθυμίαν συμμορφώσεως με την ιστορικοκανονικήν και πνευματικήν τάξιν του εκκλησιαστικού βίου, ως παρεδόθη υπό του Χριστού, των Αποστόλων και πάντων των Αγίων, επιφέρει συχνά ανισορροπίαν εις την σχέσιν του επιχωρίου Επισκόπου μετά των εν τη επαρχία του μονών και των ηγουμένων των, με συνέπειαν την δημιουργίαν δυσλειτουργίας εις την τοπικήν Εκκλησίαν, και κατ' επέκτασιν με αντίκτυπον εις όλην την Εκκλησίαν. Ουχί δε σπανίως αναδύεται και τις φθοροποιός ανταγωνισμός μεταξύ αδόκιμων και ανωρίμων ηγουμένων και του επιχωρίου Επισκόπου. Ήδη όμως η εν Γάγγρα Σύνοδος ( μέσα του δ' αιώνος ) επισημαίνει ακραίας τινάς μορφάς των προστριβών αυτών (Ευσταθιανοί), αι οποίαι κατεδικάσθησαν μεν υπό της Εκκλησίας, δεν έπαυσαν όμως τινές εξ αυτών να εμφανίζωνται εις μεταγενεστέρας εποχάς, αλλά και σήμερον.
ΔΙΑ ΤΑΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΗΓΟΥΜΕΝΩΝ - ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ
Το ζήτημα των σχέσεων επισκόπου και μονών της περιφερείας του δημιουργεί κατά καιρούς πόλωσιν, διότι οι μεν μοναχοί αγωνίζονται δια την διαφύλαξιν της ανεξαρτησίας του εσωτερικού βίου και της λειτουργίας της μονής, ο δε επίσκοπος αγωνίζεται δια την υπαγωγήν των μονών εις την επισκοπικήν του δικαιοδοσίαν.
Δεν είναι, συνεπώς, περίεργον ότι Οικουμενικαί Σύνοδοι επελήφθησαν των ζητημάτων αυτών, καθορίσασαι εις την διάρκειαν των αιώνων τους παράγοντας, οι οποίοι δύνανται να εξασφαλίσωσιν την αναγκαίαν ισορροπίαν.
Αποφασιστικόν ρόλον εις την εξασφάλισιν της ενότητος της τοπικής Εκκλησίας διεδραμάτισεν η Δ Οἰκουμενική Σύνοδος ( 451 ) δια των ιερών κανόνων της (δ, ζ, η, ιστ, ιη, κγ και κδ ). Μέσω αυτών θεσμοθετείται το νομοκανονικόν καθεστώς λειτουργίας των Ιερών Μονών, με την πλήρη ένταξίν των εις την άμεσον δικαιοδοσίαν και εποπτείαν του επιχωρίου Επισκόπου. Κυρίως ο δ κανών της Συνόδου αυτής προσδιώρισε τα κανονικά όρια της σχέσεως Μονής και Επισκόπου. Οι μεν μοναχοί διατηρούν την ανεξαρτησίαν των εις τον εσωτερικόν βίον της μονής των, μη παρακωλύοντες όμως το ευρύτερον επισκοπικόν έργον, ο δε επιχώριος επίσκοπος αποκτά το δικαίωμα να εγκρίνη την ίδρυσιν των μοναστηρίων, ελέγχων την εκτός αυτών δράσιν των μοναχών.
Κατά τον κανόνα : " Οι αληθώς και ειλικρινώς τον μονήρη μετιόντες βίον της προσηκούσης αξιούσθωσαν τιμής. Επειδή δε τίνες, τω μοναχικώ κεχρημένοι προχήματι, τας τε Εκκλησίας και τα πολιτικά διαταράσσουσι πράγματα …, έδοξε μηδένα μεν μηδαμού οικοδομείν, μηδέ συνιστάς μοναστήριον η ευκτήριον οίκον, παρά γνώμην του της πόλεως επισκόπου. Τους δε καθ' εκάστην πόλιν και χώραν μονάζοντας, υποτετάχθαι τω επισκόπω και την ησυχίαν ασπάζεσθαι και προσέχειν μόνη τη νηστεία και τη προσευχή, εν οις τόποις απετάξαντο προσκαρτερούντες ... Τον μέντοι επίσκοπον της πόλεως χρη δέουσαν πρόνοιαν ποιείσθαι των μοναστηρίων ". Είναι χαρακτηριστικόν, ότι ο κανών ούτος εμποδίζει κάθε κίνησιν των μοναχών δια την ενασχόλησίν των με έργα κοσμικά και απάδοντα εις τον επιλεγμένον από αυτούς ασκητικόν βίον. Το μοναστήριον, παρά την ανταπόκρισιν εις προβλήματα και ανάγκας της τοπικής κοινωνίας και την ανάπτυξιν εις δυσκόλους εποχάς έργου φιλανθρωπικού και κοινωνικού, όπως λέγεται, δεν δύναται ποτέ να παύση να είναι χώρος ασκήσεως και μετανοίας και πνευματικής αναγεννήσεως δια της πνευματικής καθοδηγήσεως και καταρτίσεως όλων των πιστών.
Την θεμελιώδη αυτήν βάσιν, την οποίαν έθεσεν ο ανωτέρω κανών της Δ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ηκολούθησαν δια περαιτέρω ρυθμίσεων η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (κανόνες μ-μθ ), η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος (ιζ και κ κανόνες ), η Πρωτοδευτέρα ( κανόνες α - ζ ) κ.λ.π. Εκ των Κανόνων αυτών επηρεάσθησαν και τα κατά καιρούς Τυπικά των Μοναστηρίων, πάντοτε εντός του πλαισίου της συνοδικώς καθιερωθείσης κανονικής τάξεως και παραδόσεως.
Κλασικόν είναι το Τυπικόν της Ιεράς Μονής Στουδίου, χρησίμευσαν ως πρότυπον καθολικής ισχύος δια την εφαρμογήν της κανονικής τάξεως εις την πράξιν, εις τας σχέσεις Μονών και έπιχωρίου Επισκόπου.
4. Υπό το πνεύμα των Ιερών αυτών κανόνων διεμορφώθη το υπάρχον σήμερον καθεστώς της διοικήσεως των Ιερών Μονών, ως και των αρμοδιοτήτων των επιχωρίων επισκόπων, όπως εκφράζεται με τας κειμένας διατάξεις του Νομού 590 /1977 " περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος ", ο οποίος αποτελεί συνέχειαν του υπ' αριθμ. 39/1972 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος " Περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ιερών Μονών και των Ησυχαστηρίων ". Ιδιαιτέρως το άρθρον 39 του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας μας αξιοποιεί τα κανονικά κριτήρια δια την αποκατάστασιν της εσωτερικής αυτοτελείας των Μοναστηρίων. Ούτω καταργείται η προηγουμένη πράξις διορισμού του ηγουμένου και του ηγουμενοσυμβουλίου υπό του επιχωρίου επισκόπου, με την ανάθεσιν της εκλογής των υπό των Μοναχών της Μονής, αν αυτοί είναι τουλάχιστον πέντε (5), και με την καθιέρωσιν της ισοβιότητας του αιρετού ηγουμένου, κατοχυρουμένης ούτω θεσμικώς της ανεξαρτησίας της εσωτερικής οργανώσεως, διοικήσεως και λειτουργίας των μοναστηρίων συμφώνως με τους ιερούς κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Σημαντικώταται είναι όλαι αι διατάξεις του άρθρου 39. Δι' αυτό παραθέτομεν τας παραγράφους 1, 4 και 6, αι οποίαι εκφράζουν το πράγμα εις την ουσίαν του. " 1. Η Ιερά Μονή είναι θρησκευτικόν καθίδρυμα δια την άσκησιν των εν αυτή εγκαταβιούντων ανδρών η γυναικών, συμφώνως προς τας μοναχικάς επαγγελίας και τους περί μοναχικού βίου Ιερούς Κανόνας και παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας ... 4. Τα της οργανώσεως και προαγωγής του πνευματικού βίου και τα της διοικήσεως της Μονής καθορίζονται υπό του ηγουμενοσυμβουλίου, συμφώνως προς τους ιερούς κανόνας, τας μοναχικάς παραδόσεις και τους νόμους του κράτους, δι' εσωτερικού κανονισμού, δημοσιευομένου δια του δελτίου " Εκκλησία ".
ΕΙΣ ΤΑΣ ΜΟΝΑΣ
... 6. Ο Μητροπολίτης ασκεί επί των Ιερών Μονών της Επαρχίας αυτού την κατά τους ιερούς κανόνας πνευματικήν εποπτείαν ... .
Βεβαίως, πάντοτε είναι δυναταί σκόπιμοι η εκ λάθους παρερμηνείαι του κρισιμωτάτου όρου " πνευματική εποπτεία ", και δι' αυτό κατέστη αναγκαία η αναλυτική περιγραφή εις το ίδιον άρθρον ( παρ. 6 ) του περιεχομένου του συγκεκριμένου όρου, δια της ρητής αναγραφής των κανονικών δικαιωμάτων του επιχωρίου επισκόπου, ήτοι την κανονικήν μνημόνευσιν του ονόματός του εις τας ιεράς ακολουθίας, την χειροθεσίαν του ηγουμένου, την έγκρισιν της κουράς των μοναχών, την ανάκρισιν των κανονικών παραπτωμάτων, την μέριμναν δια την κατά τους ιερούς κανόνας λειτουργίαν της Μονής και τον έλεγχον της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρίσεως της. Περιορίζεται, ούτω, κάθε αντικανονική παρέμβασις του επιχωρίου Επίσκοπου εις την εσωτερικήν λειτουργίαν της Μονής, εκτός περιπτώσεων βεβαίως αντικανονικοτήτων εκ μέρους των Μοναχών η παρεκκλίσεως εις την διαχείρισιν της περιουσίας της Μονής. Πάσα αντικανονικότης και κανονική ανωμαλία συνεπάγεται παραπομπήν των ατακτησάντων εις τα αρμόδια όργανα της Εκκλησιαστικής δικαιοσύνης. Διασώζεται, συνεπώς, η εσωτερική αυτοτέλεια της Μονής, αλλά και διακρατούνται τα κανονικά δικαιώματα του επιχωρίου Επισκόπου επ' αυτής.
5. Εξ άλλου, εάν ο Ηγούμενος η η Ηγουμένη δεν κινούνται εντός του πλαισίου της ταπεινώσεως και υπακοής προς τον " εις τύπον και τόπον Χριστού " κατασταθέντα Επίσκοπόν των, είναι αδύνατον να γίνουν ζώντα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος και υποδείγματα χριστοζωής εις τα εν τω μοναστηρίω πνευματικά των τέκνα. Κατά τον Μ. Βασίλειον " Οίον εάν η το έπιστατούν και άρχον, τοιούτον ως τα πολλά, γίνεσθαι φιλεί και το αρχόμενον " ( Όρος κατά πλάτος, μγ' ). Εάν υπάρχουν ενίοτε Επίσκοποι, οι οποίοι δεν επιδεικνύουν την πρέπουσαν αγάπην προς τα Μοναστήρια των, δεν απουσιάζουν και αι ασυνέπειαι και υπερβάσεις εκ μέρους πολλών Ηγουμένων και Ηγουμενισσών. Πάσα προσπάθεια εκ μέρους των δια την υποσκέλισιν του οικείου επισκόπου, την υποτίμησιν η δυσφήμισιν αυτού, η η δια την ιδίαν προβολήν ανάληψις έργων και αρμοδιοτήτων, αι οποίαι εκφεύγουν των ορίων της μοναστικής υποσχέσεως, καθιστά τον Ηγούμενον η την Ηγουμένην, οι οποίοι ενεργούν τοιουτοτρόπως, ενόχους ενώπιον του Δικαιοκρίτου Χριστού, του μόνου και αληθινού Κυρίου και Δεσπότου όλων ημών, κληρικών και λαϊκών, και αυτού συνεπώς του Ηγουμένου η του Επισκόπου.
Μόνον εις την περίπτωσιν φανεράς και αποδεικνυομένης αιρέσεως του Επισκόπου η και σκανδαλώδους βίου αυτού είναι δυνατόν να προβάλουν οι Μοναχοί, μετά του Κλήρου και του πληρώματος της Επισκοπής, " αντίστασιν ", σύμφωνον βεβαίως με την κανονικήν και πνευματικήν τάξιν της Εκκλησίας.
( Πρόσφατος είναι η σχετική εργασία του Κανονολόγου Καθηγητού κ. Παναγ. Ι. Μπούμη, Πότε νομιμοποιείται η αντίσταση των Κληρικών κατά των Επισκόπων τους, Αθήναι 2002 ).
7. Εκ των ανωτέρω συνοπτικώς επί του ανατεθέντος ημίν θέματος προκύπτουν συμπερασματικώς τα εξής :
α) Αι σχέσεις Ηγουμένων και των υπ' αυτούς Μονών μετά του επιχωρίου Επισκόπου ( Μητροπολίτου ) είναι σαφώς καθωρισμέναι εις την κανονικήν και εκκλησιαστικήν παράδοσιν της Εκκλησίας. Δια την εξασφάλισιν, συνεπώς, της αναγκαίας συνεργασίας μεταξύ των αρκεί η "εν φόβω και τρόμω" εφαρμογή αυτής εις την καθημερινήν πράξιν του εκκλησιαστικού σώματος. Αλλα τούτο είναι απόρροια της εν Χριστώ και Αγίω Πνεύματι Πνευματικής ζωής και ασκήσεως, κάτι, το οποίον δεν ισχύει βεβαίως μόνον δια τους εν τω Μοναστήριω ζώντας, αλλά και δι' αυτόν τον Επίσκοπον, ο οποίος ναι μεν με την ανάδειξίν του εις Επίσκοπον παύει να είναι μοναχός, να ανήκη δηλαδή εις κάποιαν μονήν, αλλά δεν παύει να ζη ως μοναχός, ασκούμενος και αγωνιζόμενος ίνα επιτυγχάνεται η αναζωπύρησις του χαρίσματος, το οποίον εδόθη εις αυτόν δια της χειροτονίας (Β Τιμ. 1,6 ).
β) Οι Επίσκοποι ενεργούν, ούτω, κατά τον λόγον του Αποστόλου Παύλου: " Προσέχετε εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω, εν ω υμάς το Πνεύμα το “ Άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού, ην περιεποιήσατο δια του αίματος του ιδίου " ( Πραξ. 20, 28 ).
γ) Οι Καθηγούμενοι, εξ άλλου, μετά των μοναστικών αδελφοτήτων των, αναγνωρίζουν τον Επίσκοπον ως κεφαλήν της Τοπικής Εκκλησίας, εις τον οποίον οφείλουν σεβασμόν και υπακοήν ως εις τον ίδιον τον Χριστόν, " εις τόπον " του Οποίου ίσταται και ενεργεί. Ο Επίσκοπος είναι ο " πατήρ ", όστις " γεννά " εν Χριστώ τα τέκνα και τα οδηγεί εις νομάς σωτηρίους. Ο Ηγούμενος παν ο,τι πράσσει, το ενεργεί με υπακοήν εις τον Επίσκοπον, διότι ούτω υπακούει εις τον ίδιον τον Χριστόν, εφ' όσον βεβαίως το εντελλόμενον υπό του Επισκόπου συμπίπτει με το θέμα του Χριστού.
δ) Μόνον το κοσμικόν φρόνημα ( εκκοσμίκευσις ) καταλύει την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος, και οδηγεί εις ανισορροπίαν και δυσλειτουργίαν. Η εν Χριστώ εμμονή συνεπώς τόσον του Επισκόπου, όσον και των Ιερών Μονών, συμφώνως με την αποστολικοπατερικήν πράξιν διατηρεί την " ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του αγίου Πνεύματος ", άνευ των οποίων δεν λειτουργεί ως σώμα η Εκκλησία.