15 Μαΐου
Παχωμίου του Μεγάλου (†358), Αχιλλίου επισκόπου Λαρίσης (†δ΄αι.), Ανδρέου ερημίτου (†ιδ΄αι.) του εν Καλάνα (Βάλτου). Ησαΐου επισκόπου, Δημητρίου δουκός της Μόσχας, Ησαΐου σπηλαιώτου, των θαυματουργών και Πανηγυρίου του εν Κύπρω.
Ο όσιος Παχώμιος γεννήθηκε το 292 στην Άνω Θηβαΐδα της Αιγύπτου, από γονείς ειδωλολάτρες. Σε ηλικία 20 ετών κατετάγη στον αυτοκρατορικό στρατό, όπου γνώρισε και συνδέθηκε με χριστιανούς στρατιώτες, με αποτέλεσμα να κατηχηθεί και να γίνει χριστιανός. Όταν δε απολύθηκε από τις τάξεις του στρατού, βαπτίσθηκε. Η ψυχή του όμως δεν γέμιζε με την κοσμική ζωή, επιθυμούσε κάτι ουσιαστικότερο και ανώτερο πνευματικά. Για τον λόγο αυτό, πήγε κοντά στον φημισμένο ησυχαστή, τον Παλαίμονα, κοντά στον οποίο προόδευσε στην άσκηση, την εγκράτεια, την αρετή της σιωπής και την ταπεινοφροσύνη. Μετά την οσιακή κοίμηση του Παλαίμονα, με τη χάρη του Θεού ο όσιος έκτισε δικό του κελί στην τοποθεσία Ταβενησία, κοντά στον ποταμό Νείλο. Γρήγορα η φήμη του Παχώμιου εξαπλώθηκε και νέοι ασκητές και δόκιμοι προσέφευγαν στην πνευματική του καθοδήγηση και έτσι σύντομα σχηματίστηκε μεγάλη αδελφότητα και ιδρύθηκε μεγάλη Μονή. Προικισμένος, εκτός των πνευματικών, με εκπληκτικά διοικητικά προσόντα ο Παχώμιος με οδηγό την διάκριση και την ταπεινοφροσύνη κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα πρότυπο κοινοβιακό σύστημα με το οποίο διοικούσε αρμονικότατα τους 3.000 μοναχούς πού συνάχθηκαν γύρω από αυτόν. Θεωρείται δε ο ιδρυτής της κοινοβιακής ζωής. Αν και ολιγογράμματος, αλλά εμφορούμενος από πνεύμα Θεού, κατόρθωσε να γίνει παράδειγμα για όλες τις επερχόμενες μοναχικές γενιές. Τον Μάιο του 348 προσβλήθηκε από πανώλη και παρέδωσε ειρηνικά την αγία ψυχή του.