Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἅγιοι ἀρχιερεῖς,
Εὑρισκόμενος σήμερα ἀνάμεσά σας, στήν τιμητική καί ὀδυνοποιό θέση τοῦ Προέδρου τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς ἀδελφός μεταξύ ἀδελφῶν ὡς ἐλάχιστος ἐν ἀνθρώποις καί χάριτι Θεοῦ διά τῶν τιμίων ψήφων σας πρῶτος μεταξύ ἴσων, ὀφείλω καί ἐπιθυμῶ νά ἐκφράσω τήν εὐγνωμοσύνη μου πρῶτα στόν παντεπόπτη Κύριο καί Θεό ἡμῶν γιά τίς φανερές καί ἀφανεῖς δωρεές καί εὐεργεσίες Του πρός τό πρόσωπό μου καί στή συνέχεια πρός ὅλους ἐσᾶς καί πρός τόν καθένα προσωπικά γιά τήν ἀγάπη καί τήν ἐμπιστοσύνη πού ἐπιδεικνύετε πρός τήν ἐλαχιστότητά μου.
Ἀναμφίβολα, ἡ σύναξη τῆς Ἱεραρχίας μέ σκοπό τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐκλογή νέων ἐπισκόπων εἶναι μία ἀπό τίς κορυφαῖες στιγμές στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί, βεβαίως, μία ἀπό τίς σημαντικότερες καί πλέον ἀπαιτητικές καί ὑπεύθυνες λειτουργίες τοῦ συνοδικοῦ μας συστήματος.
Θά ἤμουν, ὅμως, ἀσυνεπής πρός τόν ἑαυτό μου καί τίς πεποιθήσεις μου ἀλλά καί πρός ὅσα ἔχω διατυπώσει γραπτῶς καί προφορικῶς στό ἐγγύς καί στό ἀπώτερο παρελθόν, ἐάν δέν δήλωνα εὐθαρσῶς καί ἐκ προοιμίου ὅτι στόχος καί ἐπιθυμία μου εἶναι οἱ Σύνοδοι τῆς Ἱεραρχίας νά μήν συγκαλοῦνται μέ ἀποκλειστικό θέμα τῶν ἐργασιῶν τους τίς ἐπισκοπικές ἐκλογές.
Ὀφείλω νά ὁμολογήσω, ὅτι ἐπί μακρό χρονικό διάστημα μέ βασάνισε τό δίλημμα ἐάν ὄντως ἔπρεπε νά συγκληθεῖ ἡ Ἱεραρχία αὐτή τή χρονική στιγμή ἤ νά ἀναβληθοῦν οἱ ἐκλογές γιά ἀργότερα.
Στό μικρό χρονικό διάστημα πού ἔχει διατρέξει ἀπό τήν ἀνάληψη τῶν νέων καθηκόντων μου ὡς Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος μέχρι σήμερα, ἐργάζομαι ἐντατικά, μελετώντας εἰς βάθος τά συσσωρευμένα τεράστια προβλήματα πού ἀντιμετωπίζουμε ἤ θά κληθοῦμε σύντομα νά ἀντιμετωπίσουμε τόσο στό ἐσωτερικό τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καί στή σχέση μας μέ τόν σύγχρονο ραγδαία ἐξελισσόμενο καί ἀποχριστιανιζόμενο κόσμο, τίς πολιτισμικές καί κοινωνικές ἐξελίξεις, τά καινοφανῆ ἠθικά καί βιοηθικά διλήμματα καί συγχρόνως τήν ἀγωνία του λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί ὅσων στέκονται καλοπροαίρετα καί κριτικά ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία καί περιμένουν ἀπό ἐμᾶς λόγο καί ἔργο πού νά ἀποπνέει τήν ὀσμή τῆς Θείας Χάρης, νά φανερώνει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά ὑποδεικνύει στούς ἀνθρώπους ὅτι ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει παραμυθία καί ἐλπίδα ἐν Χριστῷ ἀναστάντι.
Ὅσο περισσότερο ἐνημερώνομαι καί ἀποτυπώνονται μέσα μου οἱ καταγραφές τῶν προβλημάτων καί συνειδητοποιοῦνται οἱ διαστάσεις τους˙ ὅσο περισσότερο γίνονται ἐμφανεῖς οἱ ἐκκρεμότητες πού ὑπάρχουν καί ἀπαιτοῦν διαφάνεια στή διαχείρισή τους˙ ὅσο περισσότερο γίνεται ἐπιτακτική ἡ ἀνάγκη ἐκκαθάρισης ζητημάτων πού ἅπτονται ἠθικῶν, οἰκονομικῶν καί διοικητικῶν ὑπερβάσεων καί ἐκτροπῶν, καί συγχρόνως ὅσο περισσότερο γίνεται ἐπιγνωστό τό μέγεθος τῶν προκλήσεων πού γεννᾶ ἡ ραγδαίως ἀποχριστιανιζόμενη ἐποχή μας, τόσο περισσότερο ἐνισχύονται μέσα μου δύο βασικές πεποιθήσεις:
1.Τά σύγχρονα δεδομένα δέν επιτρέπουν τήν πολυτέλεια ἀποσπασματικών, πρόχειρων, βεβιασμένων καί ἀβασάνιστων ἀπαντήσεων στίς ἐντός καί ἐκτός τῶν τειχῶν μας συσσωρευόμενες προκλήσεις καί ἐκκρεμότητες. Σήμερα, ἴσως ὅσο ποτέ ἄλλοτε, ἀπαιτεῖται νηφάλιος, οὐσιαστικός, θεολογικά κατοχυρωμένος, ἐνδελεχής καί ρεαλιστικός σχεδιασμός γιά τό πῶς ὀφείλουμε νά σταθοῦμε ἀπέναντι σέ αὐτά τά δεδομένα, δηλαδή πῶς θά σταθοῦμε μέ συνέπεια στό ὕψος τῶν ἀπαιτήσεων τῆς ἀποστολῆς πού μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, ἀλλά καί πῶς θά διακονήσουμε τίς ἀνάγκες, τίς ἀγωνίες καί ἐν τέλει τή σωτηρία τοῦ ποιμνίου μας καί θά ἀντικρύσουμε τήν κρίση τῆς Ἱστορίας.
2.Δέν ὑπάρχουν περιθώρια γιά ἀτομικούς σχεδιασμούς καί μεμονωμένες αὐτόνομου χαρακτήρα πρωτοβουλίες. Ἡ ἐποχή μας, ἀλλά καί τό ἐκκλησιαστικό ἦθος καί ἔθος δέν ἐπιτρέπουν τίς αὐτάρεσκου χαρακτήρα αὐτοπροβολές καί ἐπιδείξεις προσωπικῶν ἐπιλογών ἐπί θεμάτων γιά τά ὁποῖα ἐκκρεμεῖ καί ἀπαιτεῖται μιά συνοδικῶς ἐπεξεργασμένη καί θεολογικῶς τεκμηριωμένη ἀντιμετώπιση. Ἰδιαιτέρως, μάλιστα, ὅταν πρόκειται γιά ζητήματα, τά ὁποῖα ἔχουν συσσωρεύσει ἐρωτηματικά καί ἀμφισβητήσεις σχετικά μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο διαχειριστήκαμε καί διαχειριζόμαστε θέματα, τά ὁποῖα ἀπαιτοῦν ἠθική ἀκεραιότητα, ἐκκλησιαστικό φρόνημα, διαφάνεια, νομιμότητα καί σεβασμό στίς πολιτικές καί πολιτειακές ἀρχές.
Θέλω νά εἶναι σαφές, ὅτι ἡ μέχρι στιγμῆς σιωπή μου δέν εἶναι παθητική ἀλλά ἑκούσια καί συνειδητή ἐπιλογή, ὑπό τό κράτος βαθειᾶς περισυλλογῆς καί ἐπιγνώσεως τῶν προβλημάτων καί τῶν προκλήσεων πού καλούμαστε νά διαχειριστοῦμε. Ὑπάρχει καιρός τοῦ λαλεῖν καί καιρός τοῦ σιγᾶν.
Ἡ Ἐκκλησία δέν φοβήθηκε οὔτε φοβᾶται νά ὑπερασπιστεῖ τήν ἀλήθειά Της ἔναντι οἱουδήποτε θεσμοῦ ἤ προσώπου πού παρουσιάζεται νά τήν ὑπονομεύει ἤ νά τήν ἀπειλεῖ. Ὅμως οἱ μεμονωμένες δονκιχωτικές ὑπερβολές καί παρεμβάσεις καί οἱ αὐτονομημένες ἀγωνιστικές ἐξάρσεις, ὅταν μάλιστα δέν εἶναι ἐντελῶς σαφές ἐάν ἀντανακλοῦν κυρίως ἀτομικές φιλοδοξίες ἤ στόχους καί πάντως δέν ὑπηρετοῦν ἐντέλει τό καλῶς νοούμενο συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας δέν συνιστοῦν καλά ἔργα. Τέτοια φαινόμενα θέτουν σέ κίνδυνο καί ὑποσκάπτουν τήν ἐγκυρότητα καί τή σοβαρότητα τῶν θέσεων μας ἔναντι τῆς σύγχρονης πραγματικότητας, ἀφοῦ συνεπάγονται τελικά τή συγκαταρίθμηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀπόψεων καί τοποθετήσεων ἀνάμεσα στίς ποικίλες λαϊκιστικές ἤ ἀντιδραστικές ἀπόψεις, πού προσφέρουν πρός κατανάλωση τά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης. Ἡ Ἐκκλησία δέν νομιμοποιεῖται νά λέει κούφια λόγια, θορυβώντας ὡς κύμβαλο ἀλαλάζον, ἀλλά ὀφείλει νά ἔχει λόγο οὐσιαστικό, ἀγαπητικό καί σωστικό καί πάντως ὄχι συνθηματολογικό, ἐκκοσμικευμένο καί διασπαστικό.
Ἐν ὀλίγοις, ἔχουμε χρέος νά ἐγκαταλείψουμε τό «Ἐγώ» καί νά κινηθοῦμε στό πλαίσιο τοῦ «Ἐμείς». Εἶναι ἀνάγκη νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος, καί προσωπικά δέν αἰσθάνομαι ὅτι ἔχω ἄλλη ἐπιλογή ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, παρά νά σᾶς καλέσω ὅλους καί τόν καθένα προσωπικά σέ ἀδιαπραγμάτευτη δέσμευση γιά εἰλικρινή συνεργασία, σύμπνοια καί ἀδιάλειπτη προσπάθεια κατανοήσεως αλλήλων «εἰς παροξυσμόν ἀγάπης καί καλῶν ἔργων». Θέλω νά σᾶς καλέσω νά ἀξιοποιήσουμε ἔργῳ καί λόγῳ τίς ἁγιασμένες δυνατότητες πού μᾶς προσφέρει καί μᾶς ἐξασφαλίζει τό συνοδικό μας σύστημα, τό ὁποῖο ὀφείλουμε νά ἐνεργοποιήσουμε πλήρως καί ἀκόμη περισσότερο νά τό προστατεύσουμε.
Ἐδώ ἀκριβῶς ἑστιάζεται καί ὁ πυρήνας τοῦ μεγάλου μου διλήμματος, στό ὁποῖο ἀναφέρθηκα ἐκ προοιμίου, σχετικά μέ τή σύγκλιση τῆς Ἱεραρχίας αὐτή τή χρονική στιγμή.
Ἀπό τή μία πλευρά εἴχαμε νά ἀντιμετωπίσουμε τή δέσμευση ἔναντι τοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος ἐπιβάλει τήν πλήρωση τῶν κενῶν μητροπολιτικῶν θέσεων τό ἀργότερο ἐντός ἑξαμήνου ἀπό τῆς χηρείας τους, ἀλλά καί τήν πίεση πού προκαλοῦν τά συσσωρευόμενα προβλήματα στίς χηρεύουσες μητροπόλεις.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά μας συνεῖχε ἡ αἴσθηση, ὅτι δέν εἴμαστε ἕτοιμοι νά ἀντιμετωπίσουμε μέ πληρότητα καί νηφαλιότητα τά μείζονα καί καυτά ζητήματα καί τίς προκλήσεις, πού ἔχουν ἤδη ἀναφανεῖ ἤ εἶναι ὁρατά στό βάθος τοῦ ὁρίζοντα.
Πρός ἀποφυγή παρερμηνειῶν, σπεύδω νά διευκρινίσω τί ἀκριβῶς ἐννοῶ ὅταν λέω δέν εἴμαστε ἕτοιμοι, θέτοντας δύο ἁπλά ἐρωτήματα:
1.Ἔχουμε τή συνείδησή μας ἥσυχη ὅτι λειτουργοῦμε ὄντως συνοδικά, ὅταν κάποιοι σπεύδουμε νά διατυπώνουμε θέσεις ἐπί θεμάτων γιά τά ὁποῖα δέν ἔχουμε πρῶτα ἐξασφαλίσει τεκμηριωμένες θεολογικές εἰσηγήσεις, ἀξιοποιώντας καί ἄλλα μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος – λαϊκούς ἤ κληρικούς καί πολύ περισσότερο τίς ἁρμόδιες συνοδικές ἐπιτροπές, ἀλλά ἐμμένουμε στήν ὑποτιθέμενη αὐτάρκεια μας, παραβλέποντας τήν κρισιμότητα τῶν θεμάτων καί ἀγνοώντας τίς θεολογικές προϋποθέσεις τῶν προβλημάτων καί τῆς ἀντιμετώπισής τους, ἀλλά καί τίς διαστάσεις καί προεκτάσεις πού μπορεῖ νά συνεπάγεται μιά ἀβασάνιστη τοποθέτησή μας;
2.Ἡ μή οὐσιαστική ἀξιοποίηση τῶν συνοδικῶν ἐπιτροπῶν καθώς καί ἄλλων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν καλύτερα ἀπό ἐμᾶς τά νομικά, τά ἐθνικά, τά διεκκλησιαστικά, τά κοινωνικά, τά πολιτικά ἤ τά πολιτειακά θέματα, ὥστε νά εἴμαστε σέ θέση, ἀξιοποιώντας τίς γνώσεις καί τίς συμβουλές τους, νά ἀποφαινόμαστε συνοδικῶς μετά λόγου γνώσεως, δέν ὑποδεικνύει μιά συρρίκνωση τῆς συνοδικότητας ἀπό τρόπο ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας σέ μιά ἁπλή διοικητική διαδικασία ψευδοδημοκρατικοῦ χαρακτήρα, παρουσιάζοντας ἐμᾶς στά μάτια τοῦ λαοῦ μας ὡς δοκησίσοφους, προχειρολόγους ἤ ἀνυποψίαστους γιά τή σύγχρονη πραγματικότητα, ἀλλά καί γιά τή θεολογία μας καθεαυτήν;
Αὐτό τό ἔλλειμμα οὐσιαστικής συνοδικότητας, στήν εὑρεία καί οὐσιαστική της διάσταση, ὅπως τήν ὑπαινίχθηκα πρίν, κάνει ἐμφανεῖς τίς συνέπειές του μέ φαινόμενα, τά ὁποῖα εἶναι ἤδη ὁρατά στίς μέρες μας, καί τά ὁποῖα μέ προβληματίζουν προσωπικά καθώς φοβᾶμαι ὅτι κάποτε τραυματίζουν σοβαρά τό κῦρος μας ἤ προκαλοῦν σύγχυση στό λαό τοῦ Θεοῦ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οἱ ἐκδόσεις ἀνακοινωθέντων καί ἡ σπουδή γιά δηλώσεις, πού συχνά διέπονται ἀπό προβληματικές θεολογικές ἀπόψεις ἤ υἱοθετοῦν ἐκφράσεις καί διατυπώσεις οἱ ὁποῖες ἐγείρουν νομικά προβλήματα ἤ διχάζουν τό λαό τοῦ Θεοῦ, καλώντας τον νά ὁμαδοποιηθεῖ γύρω ἀπό κάποιους, πού αὐτοπροβάλλονται ὡς περισσότερο ἐθνικά ἤ ἠθικά εὐαίσθητοι ἀπό ὅλους τούς ἄλλους.
Βεβαίως, στά ζητήματα πού ἀφοροῦν τή διαποίμανση τῶν Μητροπόλεων εἶναι σαφής ἡ ἀπόλυτη δικαιοδοσία τοῦ οἰκείου Ποιμενάρχη. Ὅταν, ὅμως, πρόκειται γιά εὑρύτερα θέματα, τά ὁποῖα ἀφοροῦν συλλογικά τήν Ἐκκλησία, μήπως πρέπει νά εἴμαστε ἐγκρατέστεροι στούς λόγους μας καί πάντως ὀφείλουμε νά κινούμαστε μέ συνοδικότερο τρόπο;
Πιστεύω ὅτι εἶναι καιρός νά ὑπερβοῦμε τίς κακές μας συνήθειες, τίς προσωπικές μας ἐξάρσεις, νά ἀρθοῦμε στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί νά συναντηθοῦμε στό «ἐμεῖς». Τοῦτο πιστεύω ὅτι εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ καί νά διευκολυνθεῖ θεσμικά, ἄν συμφωνήσουμε σέ μερικές βασικές ἀρχές, τίς ὁποῖες θά προσπαθήσω νά συνοψίσω σέ τέσσερα σημεῖα:
1. Πιστεύω, ὅπως ἐξ ἀρχῆς ἐτόνισα, ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας δέν πρέπει νά συγκαλεῖται μέ μοναδικό ἔργο τίς ἐκλογές ἀρχιερέων, ἀλλά συστηματικά δύο φορές κατ’ ἔτος, ὥστε νά ἐπεξεργάζεται καί νά τοποθετεῖται συλλογικά καί ἐμπεριστατωμένα ἐπί τῶν σοβαρῶν ζητημάτων.
2. Χρειάζεται νά ἐπανεξετάσουμε σοβαρά καί ὑπεύθυνα τή στελέχωση, τή δομή καί τή λειτουργία τῶν συνοδικῶν ἐπιτροπῶν, ὥστε νά λειτουργοῦν ὄντως προπαρασκευαστικά καί οὐσιαστικά, προετοιμάζοντας τά πρός συζήτηση ἀπό τήν Ἱεραρχία θέματα.
3. Νά προετοιμάζουμε καί νά συναποφασίζουμε τά θέματα πού χρήζουν ἐπεξεργασίας ἐγκαίρως, ὥστε σέ κάθε σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας νά καταρτίζεται ἤδη καί κατά τό δυνατόν στό μεγαλύτερό του μέρος ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων τῆς ἑπομένης Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας.
4. Εἶναι ἀνάγκη νά συνειδητοποιήσουμε, ὅτι δέν εἴμαστε παντογνῶστες, καθώς καί ὅτι ἡ σύγχρονη πραγματικότητα εἶναι περιπλοκότερη, ἀπαιτητικότερη καί διαφορετική ἀπό ὅ,τι γνωρίζαμε καί μέ ὅ,τι διαλεγόμαστε ἀκόμη καί στό σχεδόν πρόσφατο παρελθόν. Ἑπομένως, ἡ ἀξιοποίηση ὅσων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δυνατόν νά μᾶς βοηθήσουν στό δύσκολο ἔργο μας δέν εἶναι ἐπιβεβλημένη μόνο ἀπό τό συνοδικό ἦθος, ἀλλά καί ἀπό τήν ἀντικειμενική πραγματικότητα.
Τά θέματα λοιπόν τῆς προσεχοῦς τακτικῆς συγκλήσεως τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Ὀκτωβρίου θά ἀναφέρονται σέ δύο ἑνότητες. Σέ ἐκείνη τῆς στελεχώσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα στό Νόμο περί Ἐκκλησιαστικῆς Ἐκπαιδεύσεως καί σέ ἐκείνη τῆς ἀξιοποιήσεως τῶν διδομένων εὐκαιριῶν γιά τήν ἀνάπτυξη τῶν ὑλικῶν ὑποδομῶν πρός ἐξυπηρέτηση τῆς ὅλης ἐκκλησιαστικῆς διακονίας. Θέματα πού ἴσως φαντάζουν τεχνοκρατικά, ἀλλά πού στήν πραγματικότητα εἶναι βαθύτατα θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά.
Τά θέματα πάντως, πού καθημερινῶς ἀναφύονται εἶναι πολλά καί μεγάλα. Θέματα ἐκκλησιαστικά, διορθόδοξα, διαχριστιανικά καί διαθρησκευτικά. Θέματα κοινωνικά, ποιότητος ζωῆς καί ἤθους, περιβαλλοντικά. Ἡ ἀντικειμενική πραγματικότητα κάθε μέρα καί περισσότερο μᾶς προκαλεῖ καί μᾶς προσκαλεῖ.
Τά θέματα αὐτά κάθε ἕνας ἀπό μᾶς ἔχει χρέος μέ γνώση τῶν θεολογικῶν προϋποθέσεων τῶν προβλημάτων τους καί τῆς ἀντιμετώπισής τους, νά τά καταθέσει στό Σῶμα τῆς Ἱεραρχίας καί αὐτή ὄχι ἁπλῶς νά τά καταγράψει ἤ νά τά ἀναπτύξει ἤ νά τά ἐπεξεργασθεῖ θεωρητικά, ἀλλά νά τά ἐνδύσει μέ τό ἔνδυμα τοῦ Χριστοῦ καί νά τά κάνει χρήσιμα στό ἐκκλησιαστικό μας γίγνεσθαι.
Σᾶς εὐχαριστῶ.