Σεβασμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Ἡ ἀνάπτυξις ἐνώπιόν σας τῆς εἰσηγήσεώς μου μέ θέμα: «Ἐκκλησιαστική περιουσία. Ἱστορική ἀναδρομή. Νέα πρόταση.» δέν διεκδικεῖ δάφνη ἐπιστημονικῆς διατριβῆς, ἀλλά ἀποβλέπει στήν χρησιμοποίηση καί ἀξιοποίηση ἑνός πλούσιου ὑλικοῦ καί πλήθους γεγονότων, πού μποροῦν νά βοηθήσουν σήμερα, σέ μία κρίσιμη καμπή τῆς ἱστορίας τοῦ τόπου μας, τήν ἑλληνική κοινωνία καί τήν ἐκκλησιαστική μας πραγματικότητα.
Τό ὑλικό αὐτό καί τά γεγονότα τοῦ παρελθόντος μποροῦν νά δώσουν μία ἄλλη θέαση τοῦ θέματος, τέτοια, πού μακρυά ἀπό λαϊκισμούς, ἰδιοτέλειες καί προπαγάνδα, νά συντελέσει σέ μιά εἰδική ἀνάπτυξη πρός ὠφέλεια τῆς κοινωνίας μας καί ἰδιαίτερα τῶν δοκιμαζομένων συνανθρώπων μας.
Πρίν ἀρχίσω τό θέμα μου θέλω νά σταθῶ σέ δυό σημεῖα. Τό πρῶτο ἀναφέρεται σέ ἕνα πρακτικό δημοπρασίας τοῦ ἔτους 1539 πρός ἐκποίηση τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ καί ὅλης τῆς περιουσίας του, γιά νά πληροφορηθοῦν οἱ ἀγνοοῦντες πῶς ἀπέκτησε ἡ Ἐκκλησία ἕνα μέρος τῆς περιουσίας της:
«Ἐπειδή ἐξεδόθη ὑψηλόν σουλτανικόν διάταγμα διαλαμβάνον, ὅτι ἅπασαι αἱ γαῖαι, τά δένδρα καί τά λοιπά κτήματα τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν μοναστηρίων τῶν κειμένων ἐντός τῆς δικαιοδοσίας τῶν δικαστηρίων τοῦ νομοῦ Εὐβοίας, πρέπει νά πωληθῶσιν, ἵνα κατά τόν ἐκδοθέντα ἱερόν φετβᾶν (νομικήν ἀπόφασιν) ὦσι βεβαία καί νόμιμος αὐτῶν ἰδιοκτησία, καί ἐπειδή ὁ ἐκμισθωτής ὀνόματι Μεχμέδ Τσελεπῆς ἐπεχείρισε νά πωλήσῃ τά ἀφιερώματα τοῦ εἰς τήν Λεβαδείαν ὑπαγομένου χωρίου τοῦ καλουμένου μοναστήριον τοῦ ὁσίου Λουκᾶ, ἤτοι πεντήκοντα κελλία, ἕν μαγειρεῖον, μίαν ἐξαισίαν τραπεζαρίαν, δύο οἰκήματα ὑποδοχῆς ξένων, ἕνα κλίβανον ἄρτου, ἕν σωφρονιστήριον, ἕνα σταῦλον διά τούς ξένους καί ἕνα διά τούς τοῦ μοναστηρίου, ἕνα πύργον ἀρχαίου κτιρίου, δύο ρύακας ρέοντας, ἕνα φρέαρ ὕδατος καί δύο περιβόλια (κήπους), ἕνα κῆπον εἰς τόν Ἅγιον Ἰωάννην περιέχοντα διακόσια πεντήκοντα ἐλαιόδενδρα, τρεῖς μύλους χειμερινοῦ ὕδατος, οὗτινος τό ρεῦμα ἐκτείνεται μέχρι τῆς θαλάσσης, δύο ἑταίρους κήπους κειμένους εἰς τόν ἅγιον Κωνσταντῖνον καί περιέχοντα τεσσαράκοντα δύο ἐλαιόδενδρα, πεντήκοντα μελίσσια καί εἰς τήν Παναγίαν Σταπλίτσαινα τριάκοντα ἐλαιόδενδρα καί τριάκοντα τεμάχια ἀμπέλων καί εἰς τόν ἅγιον Νικόλαον Καμπιῶν τριάκοντα πέντε ἀμπέλους, πέντε κελλία, ἕν ἀχούρι, ἕνα ρέοντα ρύακα, τετρακόσια πρόβατα, πεντακοσίας αἷγας, τριάκοντα ἵππους, πέντε ἡμιόνους, δέκα ὄνους, ἑκατόν εἴκοσιν ἀγελάδας, τεσσαράκοντα ἀροτήρας βόας, δώδεκα ζευγαρίων τόπον μετά τῶν ὁρίων των καί τούς ἀγρούς Διστόμου μετά τῶν ὁρίων των, τάς χειμερινάς αὐτῶν βοσκάς μετά τῆς Σπηλαίας τῆς γραίας, τό μετόχιον εἰς αἰγιαλόν μετά δύο ἀχουρίων, καί τά μοναστήρια μετά τῶν ὁρίων αὐτῶν, ἅπερ ἔστε τά ἀκόλουθα, ἤτοι: τό Τρύπιον λιθάρι, ὁ Μελισσών, ἡ Πανίτσα, ἡ Πανήγυρις ἁγίου Θεοδώρου, τό Μακρύ λιθάρι ἀνατολικῶς, τό Μαῦρο λιθάρι, ἡ Παναγία Καλαμιώτισσα, ἅγιος Νικόλαος Σπάρτο, τά Ἄσπρα ὁσπίτια, τό Μεγάλο λιθάρι, τό Δίστομον, ἅγιος Γεώργιος Βαραβᾶς, ὁ Βασιλικός μύλος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ἅγιος Παντελεήμων, Μηνᾶς, ἅγιος Ἠλίας, Βελίτσα, Μυραβίλια Ἰλιάκουρας, αὐτά ταῦτα τά κτήματα μετά τῶν ἀνωτέρω ὁρίων των ἐξετέθησαν εἰς δημοπρασίαν πλειοδοσίας καί ἀφοῦ ἐκηρύχθησαν ὡς τοιαῦτα εἰς τούς ζητούντας τήν ἀγοράν αὐτῶν, ἔμειναν καί κατεκυρώθησαν ἐπ’ ὀνόματι τῶν φερόντων τό παρόν ἔγγραφον χριστιανῶν ὀνομαζομένων Παπαθεωνᾶ, Παππακοτζίκη, Παπασυμεῶνος, Παπαϊωσήφ, Παπανεκταρίου, Παππαδανιήλ, Σισσυβίου, Νικάνορος, Παππαγρηγορίου καί Ἀνανίου, διά ἑξήκοντα χιλιάδας καί πεντακόσια τεσσαράκοντα ἄσπρα καί ἑπομένως τά εἰρημένα κτήματα ἐπωλήθησαν πρός τούς εἰρημένους χριστιανούς καλογήρους ἀντί τοῦ μνησθέντος χρηματικοῦ ποσοῦ, τό ὁποῖον ἐπληρώθη παρ’ αὐτῶν πρός τόν ἔντιμον τῶν ὁμοίων του Χαμσά Βέη ἔφορον τῶν μουκαταάδων τοῦ ῥηθέντος νομοῦ, ἵνα ἀποσταλῇ παρ’ αὐτοῦ πρός τό αὐτοκρατορικόν ταμεῖον καί ἑπομένως ἐγένετο κατ’ αἴτησιν τό παρόν καί ἐδόθη εἰς χεῖρας τῶν διαληφθέντων καλογήρων, ἵνα τοῖς χρησιμεύσῃ ὡς ἀποδεικτικόν τῆς ἀγορᾶς τῶν ταύτης ἐν παντί τόπῳ δικαιοσύνης. Ἐγένετο κατά τά μέσα τῆς σελήνης Τσεμαζούλ-αχήρ τοῦ ἐννεακοσιοστοῦ ἑβδομηκοστοῦ ἕκτου ἔτους» (1539).
Τό δεύτερο σημεῖο. Ἀπό τόν καιρό τῶν ἀγώνων τοῦ ’21 μέχρι σήμερα ἔχει κυλήσει πολύ νερό στό μύλο τῆς ἱστορίας καί ἀπό τό «ἐμεῖς» ὅλο καί περισσότερο βαδίζουμε πρός τό «ἐγώ». Τό σήμερα δέν χρειάζεται νά τό σχολιάσουμε, τό ζοῦμε. Μία ἐγκύκλιος (1822) τοῦ Μινίστρου (Ὑπουργοῦ) τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς δημόσιας Ἐκπαίδευσης, μᾶς κάνει ὑπερήφανους, μᾶς γαληνεύει καί μᾶς προβληματίζει πῶς ἕνα τέτοιο θέμα ὅπως αὐτό τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας μᾶς ἔφερε κι ἐμᾶς πολλές φορές σέ ἀντιπαράθεση, Ἐκκλησία καί Πολιτεία. Εἶναι ἡ ἐγκύκλιος τῆς 5ης Ἀπριλίου 1822 «κατά πᾶσαν τήν Ἐπικράτειαν περί λήψεως χρυσῶν καί ἀργυρῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν».
«Καί συνεισέφερον προθύμως» λέγει ὁ ἱστορικός «αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι καί Μοναί λυχνίας ἀργυρᾶς καί κηροπήγια καί εἴ τι τῶν ἐντός τῆς θείας τραπέζης καθιερωμένων χρυσῶν καί ἀργυρῶν, ἐπαρκοῦσαι πρός διατροφήν τῶν ἀγωνιζομένων πενήτων, καί κουφίζεσθαι τό δυνατόν τάς φοβεράς ἀνάγκας τοῦ πολέμου. Συνήχθησαν δέ περίπου λίτραι δισχίλιαι τετρακόσιαι (ἤ 800 ὀκάδες) ἀργύρου καί χρυσοῦ καί νόμισμα ἀπό τούτων ἤθελον κόπτειν».
Ἡ παροῦσα εἰσήγησίς μου θά ἐπικεντρωθεῖ σέ τρία σημεῖα:
1. Ἡ μισθοδοσία τοῦ ὀρθοδόξου Κλήρου εἶναι συμβατική ὑποχρέωσις τοῦ Κράτους.
2. Τό Κράτος ἔχει ἀναλάβει τήν ὑποχρέωση τῆς συντηρήσεως τῶν σχολείων πού προετοιμάζουν τούς ὑποψηφίους γιά τήν εἴσοδο εἰς τόν Κλῆρον ὡς καί τά στελέχη τῆς Ἐκκλησίας.
3. Νά ἀποφύγουμε τά ἐγκληματικά λάθη τοῦ παρελθόντος καί νά ἀναζητήσουμε μαζί Ἐκκλησία καί Πολιτεία τήν ἀνεύρεσιν τοῦ τρόπου τίμιας καί διάφανης συνεργασίας πρός δημιουργίαν ἔργου πού θά ἀνακουφίζει κατά τό δυνατόν τόν πάσχοντα συνάνθρωπόν μας. Τήν ρίζα τοῦ θέματός μας θά τήν βροῦμε στήν τέταρτη Ἐθνική Συνέλευση τῶν Ἑλλήνων στό Ἄργος στίς 11 Ἰουλίου 1829 «ἐν ᾗ πολλά περί πολλῶν ἐψηφίσθησαν πρός ἐπανόρθωσιν τῆς πατρίδος˙ ἐξετασθέντος δέ καί τοῦ προβλήματος πόθεν ἄν ἔχοι ἡ Κυβέρνησις ἀσφαλῆ καί διαρκῆ τόν πόρον εἰς βελτίωσιν τῆς παρούσης καταστάσεως τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῆς παιδείας, ψηφίζει ἡ Συνέλευσις ταῦτα:
«Γ΄ Ἡ Κυβέρνησις θέλει συστήσει Γαζοφυλάκιον ὑπό τήν ἰδίαν της ἄμεσον διεύθυνσιν, εἰς τό ὁποῖον θέλει ἀποτίθεσθαι τά ἐπί τῶν κληροδοσιῶν καί τά ἀπό τῶν ἱερῶν καταστημάτων (Μοναστηρίων) συλλεγόμενα χρήματα (ἄρθρ. α΄ καί β΄) προσδιωρισμένα ἐξῃρημένως εἰς βελτίωσιν τοῦ Ἱερατείου, εἰς προικισμόν τοῦ Ὀρφανοτροφείου, εἰς ὑποστήριξιν τῶν Ἀλληλοδιδακτικῶν σχολείων, Σχολείων τυπικῶν, Σχολείων ἀνωτέρας τάξεως διά τούς ἐκκλησιαστικούς, πολιτικούς ἤ διά τούς ἀφιερωθησομένους εἰς τήν σπουδήν τῶν τε ἐπιστημῶν, τῶν τεχνῶν, καί τῆς φιλολογίας καί εἰς σύστασσιν δημοσίων τυπογραφιῶν».
Εἰς ὑλοποίησιν τῆς ὡς ἄνω ἀποφάσεως τῆς Ἐθνικῆς αὐτῆς Συνελεύσεως, ὁ Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννης Καποδίστριας ἐξαπέλυσε τήν ἀπό 8 Ὀκτωβρίου 1829 Ἐγκύκλιο «πρός τούς Ἱερωτάτους Μητροπολίτας, Θεοφιλεστάτους Ἐπισκόπους καί Ἐκκλησιαστικούς Τοποτηρητάς» στήν ὁποίαν ἐπισημαίνονται τά ἑξῆς:
«Τήν μέριμναν τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ πρώτιστον χρέος ποιούμενοι, κατεστήσαμε διά τοῦ ὑπ’ ἀριθμ. 15 ψηφίσματος Ἐκκλησιαστικῆς ἐπιτροπῆς, ἅμα ἐγχειρισθέντες τάς ἡνίας τῆς Κυβερνήσεως. Ἡ Κυβέρνησις δέν ἠδύνατο νά ἐνασχοληθῆ περί τό σπουδαιότατον τοῦτο ἀντικείμενον, πρίν ἡ Ἐπιτροπή προμηθεύση εἰς αὐτήν θετικάς πληροφορίας περί τῆς καταστάσεως καί τῶν χρειῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὅπερ ἧν τό σκοπούμενον τοῦ διαληφθέντος ψηφίσματος.
Προσκαλεῖσθε καί ὑμεῖς σεβάσμιοι Ἱεράρχαι, νά διευθύνησθε πρός τήν Κυβέρνησιν διά τῆς Ὑπηρεσίας ταύτης, καθ’ ὅσον ἀνάγεται εἰς τήν σφαῖραν τῶν καθηκόντων της, χορηγοῦντες ὅλας τάς πληροφορίας, δι’ ὧν θέλει δυνηθῆ νά συντελέση εἰς τόν σκοπόν τοῦ Ἔθνους καί τῆς Κυβερνήσεως, ὅστις εἶναι ἡ βελτίωσις τοῦ κλήρου, ἡ ἐκκλησιαστική εὐνομία καί εὐταξία καί ἡ ἐπάρκεια τῶν ἀναγκαίων εἰς τούς λειτουργούς τοῦ Θεοῦ, ἵνα σχολάζοντες τῶν βιωτικῶν μεριμνῶν ἐνασχολῶνται ἐπιμελέστερον περί τήν ὑπηρεσίαν τῶν θείων καί τήν τῶν ψυχῶν παιδαγωγίαν καί προστασίαν».
- Στίς δεκαοκτώ Ἰανουαρίου 1833 φθάνει στήν Ἑλλάδα ὁ Βασιλεύς Ὄθων καί ἡ μετ’αὐτοῦ τριανδρία τῆς Ἀντιβασιλείας. Ἕνας ἄλλος ἄνεμος πνέει πλέον ἐπηρεασμένος ἀπό τά ἐκκλησιαστικά γεγονότα τῆς Βαυαρίας τοῦ 1803 καί μέ τάση ἡ μέχρι τώρα περιέχουσα τό γένος Ἐκκλησία νά γίνει μιά ἀσήμαντη κρατική ὑπηρεσία τοῦ κρατικοῦ ὀργανισμοῦ.
Στίς 23 Ἰουλίου (4 Αὐγούστου) 1833 δημοσιεύθηκε ἡ ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ περί τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, στίς 25 τοῦ ἰδίου μηνός διορίσθηκε τό «προσωπικόν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου» καί στίς 19 Δεκεμβρίου 1833 ὑλοποιεῖται ἡ σχεδιασμένη τῶν Μοναστηρίων καταστροφή. Ἔτσι ὁρίσθηκαν τά ἑξῆς:
α. «Ὅλα τά ἐγκαταλελειμμένα καί ἔρημα μοναστήρια, ὅσα δηλαδή δέν ἔχουν κανένα μοναχόν, τόν ἀριθμόν ἑκατόν δέκα ἕξ, ἤτοι 116, καί μοναστηριακά κτήματα θέλουν εἰσοδεύεσθαι ἀπό τοῦ νῦν διά τῶν γενικῶν Ἐφόρων εἰς λογαριασμόν τοῦ δημοσίου καί πρός τήν σκοπουμένην βελτίωσιν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς Παιδείας».
β. Ὑπό τήν αὐτήν κατηγορίαν ὑπάγονται καί 119 μοναστήρια, ἐν οἷς ὀλίγοι τινες μονάζουν ἀκόμη καί νῦν, ὄχι πλέον τῶν 6 μοναχῶν, ἀφ’ οὗ οὗτοι μετατεθῶσιν εἰς ἄλλα μοναστήρια.
γ. Τά ὑποβαλλόμενα εἰς φόρον μοναστήρια διακόσια εἴκοσι ἕξ, ἤτοι 226, καθυποβάλλονται εἰς ἔρανον τακτόν συμποσουμένου τοῦ ὅλου κεφαλαίου τούτου εἰς δραχμάς τετρακοσίας καί πέντε χιλιάδας καί ἑξακοσίας πεντήκοντα, ἤτοι 405,650.
Κατά τό ἄρθρον 4 τοῦ Διατάγματος «Ὅλων τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων καί τῶν αὐτοῖς προσανηκόντων δικαιωμάτων καί κινητῶν θέλουν ἐκτεθῆ καί διευθυνθῆ εἰς τήν Γραμματείαν ἀκριβεῖς περιγραφικοί κατάλογοι, μετά περιληπτικῶν ἀναφορῶν περί τῆς ἐπωφελεστέρας χρήσεώς των, ἀλλ’ ἄνευ τινος ἀναβολῆς πρέπει νά διαταχθῆ ἡ ἀπόπειρα τῆς ἐπί ὡρισμένῳ χρόνῳ μισθώσεως περί τήν διαρρήδην ἐπιφύλαξιν τοῦ δικαιώματος τῆς ἀνωτάτης ἐγκρίσεως, πρός ἐπιτυχίαν τῆς ὁποίας πρέπει νά τεθῶσιν ὑπ’ ὄψιν αἱ ἀπό τάς ὑπαλλήλους ἀρχάς γενόμεναι διαπραγματεύσεις.
Κατά τό ἄρθρον 8 «Ὅλων τούτων τῶν προϊόντων (φόρων) ἡ εἴσπραξις θέλει ἀφεθῆ καταλλήλως εἰς τούς Νομάρχας, δι’ ὧν θέλουν ἀποστέλλεσθαι εἰς τό Ταμεῖον τῆς Ἐπικρατείας, τό ὁποῖον θέλει κρατεῖ περί τούτων ἰδιαίτερον λογαριασμόν.
Κατά τό ἄρθρον 9 «Ἡ διαχείρισις τῶν πρός βελτίωσιν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῶν σχολείων προσδιωρισμένων τούτων εἰσοδημάτων ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἰς τήν Ὑμετέραν ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τήν Παιδείαν Γραμματείαν» (25/Σεπτεμβρίου 1833).
Ὡς ἤδη ἔχει λεχθῆ σκοπός τῶν ἐκ τῆς ἐκποιήσεως καί τῶν μισθωμάτων εἰσπραττομένων χρημάτων κατά τό ΙΑ΄ ψήφισμα τῆς Δ΄ης ἐν Ἄργει Ἐθνικῆς τῶν Ἑλλήνων Συνελεύσεως εἶναι «προσδιωρισμένα ἐξῃρημένως εἰς βελτίωσιν τοῦ κλήρου» καί ἐπεξηγεῖται «ὅτι ἡ Κυβέρνησις ἀποβλέπει μέ τόν τρόπο αὐτό εἰς τήν ἐπάρκειαν τῶν ἀναγκαίων εἰς τούς λειτουργούς τοῦ Θεοῦ, ἵνα σχολάζοντες τῶν βοιωτικῶν μεριμνῶν ἐνασχολοῦνται ἐπιμελέστερον περί τήν ὑπηρεσίαν τῶν θείων καί τήν τῶν ψυχῶν παιδαγωγίαν καί προστασίαν».
Ἡ εἰσηγητική ἐπίσης πρότασις τῆς εἰδικῆς ἐπιτροπῆς τονίζει: «Ἡ Ἑλλάς ἔχει κατά τήν γνώμην μας, πόρον πλουσιώτατον εἰς διατροφήν τοῦ κλήρου, τά κτήματα τῶν μοναστηρίων, καί αὐτά δέν εἶναι ὀλίγα. Ταῦτα καλῶς διοικούμενα καί οἰκονομούμενα, θέλουσι παρέχει ὄχι μόνον ἄφθονα τά εἰς τήν διατροφήν τοῦ Κλήρου, ἀλλά καί τά εἰς σύστασιν καί διατήρησιν καί ἄλλων φιλανθρώπων καταστημάτων».
Ὁ ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Γραμματεύς Σπ. Τρικούπης στέλνει πρός τήν Σύνοδον σχέδιον τοῦ Διατάγματος γιά τό Ἐκκλησιαστικόν Ταμεῖον, εἰς τό ὁποῖον εἶναι σαφέστατος:
«Ἡ ἀνάγκη συστάσεως τοῦ Ταμείου τούτου» γράφει «κρίνεται τοσούτῳ μᾶλλον κατεπείγουσα, καθ’ ὅσον, ἐκτός τῆς εἰς αὐτό ἀποκειμένης καταλλήλου τῶν Ἐπισκόπων προικοδοτήσεως καί τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου, τά σχολεῖα τοῦ Κράτους, παραμεληθέντα τοσούτους ἤδη μῆνας δι΄ ἔλλειψιν χορηγίας διαρκοῦς, κινδυνεύουν νά παραλύσουν».
Διάταγμα περί συστάσεως Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου
Στίς 13 Δεκεμβρίου 1838 δημοσιεύεται τό Διάταγμα συστάσεως τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, τό ὁποῖον χαρακτηρίζεται ἀνεξάρτητον καί εἰδικόν.
Εἰς τό Ταμεῖον τοῦτο «συνάζονται»:
α. Τά ἔσοδα ἀπό τήν ἐκποίησιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων.
β. Τά εἰσοδήματα ἐκ τῆς καλλιεργίας καί μισθώσεως αὐτῶν.
γ. Τά εἰσοδήματα τῶν εἰς τάς ἐπισκοπάς ἀνηκόντων κτημάτων.
δ. Τά παρά τῶν Χριστιανῶν ἀφιερούμενα.
«Τό Ταμεῖον τοῦτο θέλει ἐπαρκεῖ πρός μισθοδοσίαν τῶν Ἐπισκόπων τοῦ Βασιλείου, πρός συμπλήρωση τῆς μισθοδοσίας τοῦ κλήρου (εἰς περίπτωσιν πού δέν ἐπαρκεῖ τό Ἐνοριακόν Ταμεῖον) καί τήν ἐκπαίδευσιν τοῦ Κλήρου».
Στό θέμα αὐτό ἀναφερόμενος ὁ Charles A. Frazee γράφει:
Τήν 1η Δεκεμβρίου 1834 ἡ Κυβέρνηση ἵδρυσε ἕνα ἐκκλησιαστικό ταμεῖο, πού προοριζόταν νά συλλέξει τά εἰσοδήματα ἀπό τήν ἐνοικίαση τῶν κτημάτων τῶν μοναστηριῶν πού κλείστηκαν, τά χρήματα ἀπό τήν πώληση ἐκκλησιαστικῶν γαιῶν καί ἀπό ὅλα τά κληροδοτήματα καί τίς δωρεές πρός τήν Ἐκκλησία. Ἐπίσης θά φρόντιζε νά βρίσκονται ὑπό τόν αὐστηρό ἔλεγχο τῆς πολιτείας τά ἐκκλησιαστικά ἔξοδα. Εἶναι ἐνδιαφέρον νά σημειώσουμε, ὅτι ὁ προϋπολογισμός τῆς Κυβέρνησης τό 1833 ἔδειχνε, ὅτι τά συνολικά ἔξοδα τοῦ Ὑπουργείου Ἐκκλησιαστικῶν ἦταν 114.836 δραχμές. Τό Ἐκκλησιαστικό ταμεῖο, ὅταν ἱδρύθηκε (13 Δεκεμβρίου 1834) εἰσέπραττε κάτι λιγότερο ἀπό 190.000 δρχ. τόν χρόνο.
Δέν πέρασαν παρά μόνο τέσσαρα χρόνια καί τό Ἐκκλησιαστικό Ταμεῖο πού δημιουργήθηκε ὡς εἰδικό, μέ τό Διάταγμα τῆς 13ης Ἰανουαρίου 1838 διαλύεται καί ὅλες οἱ ἁρμοδιότητές του ὑπάγονται πλέον εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν Γραμματείαν διά λόγους οἰκονομίας.
Ἀλλά καί πάλιν μετά παρέλευσιν μιᾶς πενταετίας μέ τό Διάταγμα τῆς 29ης Ἀπριλίου 1843 ὅλα τά ἐκκλησιαστικά εἰσοδήματα μεταβαίνουν εἰς τήν ἐπί τῶν Οἰκονομικῶν Γραμματείαν καί θά χρησιμεύσουν κατά τό κείμενον «ἀποκλειστικῶς εἰς τήν βελτίωσιν τοῦ Κλήρου καί τήν ἐκπαίδευσιν τῆς νεολαίας».
Δύο προσπάθειες τῶν Συνόδων τῶν ἐτῶν 1836 καί 1839 πού ζητοῦν «παρά τῆς Κυβερνήσεως Σχολεῖα Ἐκκλησιαστικά εἰς Ἐκπαίδευσιν τοῦ Κλήρου» δέν βρῆκαν ἀνταπόκριση.
Γράφει ὁ ἱστορικός: «Ταῦτα ἐξητεῖτο ἡ Σύνοδος ἐπιπόνως, προβάλλουσα καί τήν περί τήν δαπάνην τῆς Σχολῆς εὐκολίαν «ἐκ τῶν προσόδων τῶν διαλυθέντων μοναστηρίων». Ἀλλ’ ἡ αἴτησις ἐπεστράφη εἰς τόν κόλπον αὐτῆς κενή˙ οὐδ’ ἀποκρίσεως ἠξιώθη παρά τῆς Γραμματείας. Ἡ δέ Σύνοδος καί πάλιν μετά τριετίαν ὑπέμνησεν ἐπιπόνως περί τούτου τήν Κυβέρνησιν, ἀλλ΄ οὐδέ τότε ἐγένετο τό αἴτημα δεκτόν». Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Μελέτιος Μεταξάκης πολύ ἀργότερα θά ζητήσει ἐξηγήσεις γιά τήν τύχη τῆς ἐκκλησιασιαστικῆς αὐτῆς περιουσίας, γιά τήν ἀξιοποίηση καί ἐκδαπάνηση τῶν συλλεγέντων χρημάτων ὡς καί στοιχεῖα γιά τήν ἐξέλιξη τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, γιά νά πάρει τήν ἀπάντηση: «Ἡ πρό τινων ἐτῶν ἐκσπάσασα πυρκαϊά εἰς τό Ὑπουργεῖον Παιδείας κατέστρεψε τά ἀρχεῖα αὐτοῦ καί ὡς ἐκ τούτου δέν δυνάμεθα νά σᾶς πληροφορήσωμεν».
Ὅσοι προσδοκοῦσαν τήν βελτίωσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων μετά τήν χορήγηση τοῦ Αὐτοκεφάλου στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπογοητεύθηκαν μέ τήν ἔκδοσιν τῶν σχετικῶν Νόμων Ξ΄ καί ΞΑ΄. Ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία συνέχισε νά ζῆ τήν Βαβυλώνεια αἰχμαλωσία καί ὁμηρεία της. Ἐπί ἑβδομήντα τρία χρόνια τά μέλη τῆς Ἱεραρχίας της δέν εἶχαν τό δικαίωμα νά συνέρχονται εἰς σῶμα καί ὁ βασιλικός ἤ Κυβερνητικός Ἐκπρόσωπος ἦταν καθοριστικός παράγων στήν λειτουργία τῆς Συνόδου ἀφοῦ τά πρακτικά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἄνευ τῆς ὑπογραφῆς του καθίσταντο ἄκυρα.
Μετά τήν Μικρασιατική Καταστροφή (1922) ἄρχισε ἡ ληστρική ἀπαλλοτρίωση τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων ἀπό τό ἑλληνικό κράτος χωρίς νά λαμβάνεται ἀντίστοιχη φροντίδα γιά τά οἰκονομικά προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τό 1917 ἕως τό 1930 ἀπαλλοτριώθηκαν ἐκκλησιαστικές ἐκτάσεις ἀξίας ἄνω τοῦ ἑνός δισεκατομμυρίου προπολεμικῶν δραχμῶν καί τό Κράτος ἀντ’ αὐτῶν κατέβαλε τότε στό «Γενικό Ἐκκλησιαστικό Ταμεῖο» μόνο τό 4% (40 ἑκατομμύρια δραχμές). Τά ὑπόλοιπα 960 ἑκατομμύρια δραχμές ὀφείλονται ἀκόμη.
Μέ τό Ν. 4684/1931 ἡ Μοναστηριακή περιουσία διαιρέθηκε σέ διατηρητέα καί ἐκποιητέα. Τά ἔσοδα τῆς ἐκποιηθείσης περιουσίας κατατέθηκαν ὡς κεφάλαιο, ἀπό τούς τόκους τοῦ ὁποίου θά λαμβάνονταν οἱ πόροι γιά τήν διοίκηση, τίς οἰκονομικές ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας καί τήν μισθοδοσίαν τοῦ ἐφημεριακοῦ Κλήρου. Τά ἔσοδα αὐτά βάσει τοῦ νόμου 18/1944 τοποθετήθηκαν σέ «ἐθνικά χρεόγραφα καί χρηματόγραφα» τά ὁποῖα ἐξανεμίσθηκαν στό σύνολό τους, ὅταν καταποντίσθηκε ἡ ἐθνική μας οἰκονομία ἐξ αἰτίας τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καί τῶν γεγονότων πού ἀκολούθησαν.
Ἡ ἑπομένη ἐπίθεση κατά τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας θά γίνει μέ τήν σύμβαση τοῦ 1952 «περί ἐξαγορᾶς ὑπό τοῦ Δημοσίου κτημάτων τῆς Ἐκκλησίας πρός ἀποκατάστασιν ἀκτημόνων καλλιεργητῶν καί ἀκτημόνων μικρῶν κτηνοτρόφων…».
Σύμφωνα μέ τήν σύμβαση, ἡ Ἐκκλησία παραχωρεῖ στό Δημόσιο 750.000 στρέμματα καλλιεργούμενης γῆς καί βοσκοτόπων στό 1/3 τῆς ἀξίας των καί ἔπρεπε νά λάβει ἔναντι αὐτῶν 626 ἀκίνητα καί 45.000.000 δρχ. νέας τότε ἐκδόσεως, τά ὁποῖα δέν τῆς ἐδόθησαν.
Ἐπειδή ὑπῆρξαν διαφορές ἀπό τά δύο μέρη Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στήν ἐφαρμογή τῆς συμβάσεως αὐτῆς, συνεστήθη εἰδική ἐπιτροπή διά τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 312/23-9-1972 κοινῆς ἀποφάσεως τῶν Ὑφυπουργῶν Ἐθνικῆς Οἰκονομίας, Οἰκονομικῶν καί Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων πρός ρύθμισιν τῶν διαφορῶν αὐτῶν. Πέρασαν ἀπό τότε 37 χρόνια χωρίς ἡ ἐπιτροπή νά λύσει ἕνα θέμα, ἡ δέ ρύθμισίς των ἀκόμη ἐκκρεμεῖ.
Μετά τήν ὑπ’ ἀριθμ. 10/1993/405/483/484/9-12-1994 ἀπόφαση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου ἐξ ἀφορμῆς τῶν νόμων 1700/1987 καί 1811/1988, μέ τήν ὁποία διαπιστώθηκε, ὅτι παραβιάστηκαν θεμελιώδη δικαιώματα τῶν Ἱερῶν Μονῶν σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στά περιουσιακά τους κεκτημένα, ἀνετράπη ἡ μέχρι τότε ὑπέρ τοῦ Κράτους νομολογία τῶν Ἑλληνικῶν Δικαστηρίων καί ἐπεβλήθη εἰς αὐτά πλήρης συμμόρφωσις πρός τήν Σύμβασιν τῆς Ρώμης. Ὡς ἐκ τούτου ἡ Πολιτεία δέν ἔχει πλέον τήν παλαιότερη ἄνεση αὐθαιρέτων ἐπεμβάσεων σέ ζητήματα ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας.
Σήμερα πέρα ἀπό τήν περιουσία ἐκείνη τῆς Ἐκκλησίας, τά ἔσοδα ἀπό τήν ἀξιοποίηση τῆς ὁποίας καλύπτουν τά τεράστια ἔξοδα τῆς λειτουργίας της, ὑπάρχει καί ἄλλη σημαντική περιουσία πού ἀδρανεῖ ἤ βρίσκεται σέ αἰχμαλωσία. Μία σοβαρή συνεργασία Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στό θέμα αὐτό μέ εἰλικρίνεια, τιμιότητα, διαφάνεια, συνέπεια καί δεσμευτικές ἐγγυήσεις τῆς Πολιτείας γιά τήν ἀξιοποίηση αὐτῆς θά ἦταν ἐπωφελής καί ἡ ἐνδεδειγμένη μπροστά στήν σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.
Στόχος τῆς συνεργασίας αὐτῆς θά τεθεῖ ἐξ ἀρχῆς ὄχι ἡ μονομερής ὠφέλεια τοῦ Οἰκονομικοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας οὔτε ἡ αὔξησις τῶν ἐσόδων τῶν ταμείων τοῦ Κράτους, ἀλλά ἡ σύστασις τοῦ ΤΑΜΕΙΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ. Σκοπός ἡ δημιουργία ἑνός δικτύου προνοιακῶν ἔργων μέ σύγχρονες προδιαγραφές, πού λείπουν ἐμφανέστατα ἀπό τήν κοινωνία μας, πρός διακονίαν τῶν συνανθρώπων μας.
Μέ ὅσα ἐλέχθησαν μέχρι τώρα ἐπισημάνθηκαν τά ἑξης:
1. Ἡ περιουσία τῆς Ἐκκλησίας μας στήν πορεία τοῦ Γένους μας καί ἰδιαίτερα στίς ἀμέτρητες ἐθνικές περιπέτειες στάθηκε πέρα ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα καί οἰκονομικός αἱμοδότης τοῦ Ἔθνους.
2. Ἐλάχιστη ἀνταπόδοσις καί ἔνδειξις τῶν αὐθαιρέτων ἤ συμβατικῶν ἀπαλλοτριώσεων ἤ συμπεφωνημένων ἀποφάσεων εἶναι ἡ μισθοδοσία τοῦ Κλήρου καί ἡ λειτουργία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχολείων γιά τήν σπουδήν, ἐκπαίδευσιν τῶν ὑποψηφίων καί τήν ἐπιμόρφωσιν τῶν Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας μας.
3. Τά ἐγκληματικά λάθη τοῦ παρελθόντος, οἱ ἀστοχίες, ἡ ἀσυνέπεια καί ἡ ἰδιοτέλεια στήν πορεία τῶν δύο αἰώνων πού πέρασαν δέν πρέπει νά ἐπαναληφθοῦν ἀλλά νά γίνουν μάθημα.
4. Τά ἔξοδα τῶν λειτουργικῶν ἀναγκῶν τοῦ Διοικητικοῦ καί Ποιμαντικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τεράστια καί εἶναι φυσικό νά αὐξάνουν μπροστά στίς σύγχρονες ἀπαιτήσεις.
5. Ἡ ἔντιμη συνεργασία Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στό κεφάλαιο αὐτό γεννᾶ μία ἐλπίδα στήν κοινωνία μας γιά καλύτερες μέρες σέ ἀνθρώπους πού ἀντιμετωπίζουν εἰδικά προβλήματα.
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
νά ἀκούσουμε τόν συγκλονιστικό διάλογο ὅπως μᾶς τόν περιέγραψε ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης (21, 15-17).
«Ὅτε οὖν ἠρίστησαν, λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ ὁ Ἰησοῦς˙ Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς με πλεῖον τούτων; λέγει αὐτῷ˙ ναί, Κύριε, σύ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ˙ βόσκε τά ἀρνία μου ….. ποίμαινε τά πρόβατά μου…».
Πολλές φορές διακηρύξαμε ἀπό τόν ἄμβωνα, ὅτι ἄν εἶχε χαθῆ τό Εὐαγγέλιο ὅλο καί εἶχαν διασωθῆ μόνον οἱ περικοπές του, ἐκείνη τῆς Ἐπιστροφῆς τοῦ Ἀσώτου καί ἐκείνη τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, θά ἀρκοῦσαν νά ἀποδείξουν ὅτι τό Εὐαγγέλιο δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα.
Ἡ σχέσις μέ τόν συνάνθρωπό μας καί τό κέντρο τῆς ἀποστολῆς μας κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ διαποίμανσις: Ἀφ’ ἑνός μέν ἡ πνευματική του στήριξη καί ἡ ἐν Χριστῷ ἀναγέννησίς του καί ἀφ’ ἑτέρου ἡ συναντίληψις στό πρόβλημά του καί τήν δυσκολία του. Μέ πιό ἁπλά λόγια: ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας μας ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας εἶναι «ὄχι μόνο νά λειτουργεῖ τήν Ἁγία Τράπεζα, ἀλλά καί νά τήν προεκτείνει μέσα στόν κόσμο».
Θά ἤθελα νά τελειώσω μέ τήν ζωτική προτροπή τοῦ Κυρίου μας: «πορεύου καί σύ ποίει ὁμοίως».