Ἐξοχώτατε κύριε Πρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας,
Ἐκκλησία καί Πολιτεία κοινά καί ὁμόδοξα σήμερα τιμοῦν την ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τῶν τόσο συνυφασμένων μέ τήν ὀρθόδοξη λατρεία καί ζωή. Τό ἴδιο τό γεγονός τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν ἱερῶν ἀπεικονίσεων, ἐπίτευγμα συναλληλίας τῶν δύο Ἀρχῶν σέ σύμπνοια πρός τό βίωμα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, συνιστᾶ πράξη μέ πολυειδῆ καί εὐρύτερη σημασία, ἡ ὁποία στηρίζεται σέ μιά βαθύτερη καί ὀντολογική ἑρμηνεία τῶν ὅρων τῆς εἰκόνος καί τοῦ προσώπου.
Ἡ καταξίωση στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν εἰκαστικῶν μέσων ὡς ἀρτίας ἐκφράσεως τῆς Χάριτος καί ἀλήθειας Της, ἀναδεικνύει τήν Εἰκόνα σέ εἰκονογραφική καί τεχνοτροπική θεολογία, ἡ ὁποία διατυπώνεται ὡς διαρκής ἀναφορά στήν Δημιουργία καί τήν Ἐνσάρκωση, καθώς καί στήν προοπτική τοῦ ἀνακαινισμοῦ τῶν πάντων ἐν Χριστῷ, μέσῳ τῶν ὁποίων ἁγιάζεται ἡ σύμπασα κτίση καί τό κάλλος τοῦ κόσμου καί ἐπαναβιβάζεται ἡ κατ᾿ ἐξοχήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ Ἐκκλησία μας, ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί εὐχαριστιακή κοινωνία, ἐκφράζει ἀκριβῶς τήν πραγματικότητα τῆς ἀναμορφώσεως τοῦ ἀρχεγόνου κάλλους τοῦ εἰκονισμοῦ τῆς Θεότητας στήν ἀνθρωπότητα καί τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ κόσμου στήν ὑπαρκτική του πληρότητα, σέ μιά ἀκατάπαυστη κίνηση τῆς εἰκόνας πρός τό ἀρχέτυπο, κατά τήν ὁποία ἄνθρωπος καί κόσμος ἀναφέρονται στόν Θεό.
Ὅπως λοιπόν διά τοῦ Λόγου ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔκτισε τά πάντα, ἔτσι καί διά τοῦ ἐνσάρκου Λόγου ἀνακαινίζει τά πάντα καί τά θεώνει «ἀμεταβλήτως». Τό καινό ἔγκειται στήν ὁλική κοινωνία τῆς θεότητας μέ τήν κτιστή φύση, χωρίς νά ἀναιρεῖται ἡ ὑπερουσιότητα τοῦ θείου Εἶναι ἤ ἡ ἀκεραιότητα τῶν κτισμάτων. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἑδραιώνεται ἡ ἱερότητα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ὡς Σώματος Χριστοῦ, τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά κοινωνήσει καί νά ἀναπλάσει δημιουργικά σέ ὡραιότητα καί ὄχι νά ἐκμεταλλεύεται κατά τό δοκοῦν πρός ἴδιον ὄφελος.
Ἐνῶ λοιπόν ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, λόγῳ τοῦ αὐτεξουσίου καί τῆς τρεπτότητάς του, δέν μπορεῖ νά ἀποδώσει καθαρά αὐτόν τόν εἰκονισμό σέ ὅλη του την δυναμική. Αὐτή ἡ ἐν Χριστῷ ἀνέγερση ἀνθρώπου καί κόσμου στήν ὑπαρκτική τους ἀλήθεια καί γνησιότητα μέσα στήν Ἐκκλησία συνιστᾶ καί τήν οὐσία τῆς σημερινῆς μέρας. Σ’ αὐτό συνίσταται καί ὁ πραγματικός πλοῦτος, ὅσο καί ἡ ἀστοχία τῆς ἀνθρωπότητας, στό ὅτι ἡ πλήρης καί ἀληθινή σχέση μέ τόν Θεό, τόν κόσμο καί τούς συνανθρώπους μας μπορεῖ νά ἐγγυηθεῖ μιά πληρέστερη πραγματοποίηση τῶν δυνατοτήτων τῆς ζωῆς, πού ἀπό δική μας ἀνικανότητα δέν ἀξιωνόμαστε. Ὁ κόσμος διεκδικεῖται καί συνδιασχίζεται ἀπό ἀτομική ἀνάγκη κατοχῆς καί ἰδιοποίησης. Οἱ σχέσεις δοκιμάζονται ἀπό τήν κτητική ἰδιοτέλεια, καί ἡ κοινωνική συνύπαρξη ἐκτρέπεται σέ ἀνταγωνισμό κυριαρχικῆς ἐπικράτησης. Τό ἀπαύγασμα τῆς «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, στόν πυρῆνα τῆς ὕπαρξής του, δίνει τή θέση του στήν στεγνή μονομέρεια, τήν ἀράγιστη λογική καί τήν ἐγωκεντρική πλάνη.
Ὄχι τυχαῖα, στήν ἀρχή τῆς Εἰκονομαχίας ἐντοπίζουμε τήν διακήρυξη τοῦ Λέοντος Γ´ καί τῶν διαδόχων του εἰκονομάχων αὐτοκρατόρων, ἡ ὁποία ἀποτυπώθηκε στήν φράση: «Βασιλεύς εἰμι καί ἱερεύς», ἡ ὁποία καταστρατηγοῦσε τήν συναλληλία καί ἀμοιβαία συναντίληψη περί ἀκεραιότητας τῶν δύο λειτουργιῶν, ἡ σχέση τῶν ὁποίων, ὅπως καί κάθε σχέση, δέν μπορεῖ νά σημαίνει ὑποτέλεια, ἐξάρτηση ἤ ὑποταγή. «Γι’ αὐτό καί, ὅπως θά σημειώσει σοφά ὁ Μέγας Φώτιος, ἡ εἰρήνη καί εὐδαιμονία τῶν πολιτῶν στήν ψυχή καί τό σῶμα εἶναι ὁμοφροσύνη καί συμφωνία σέ ὅλα πολιτείας καί ἀρχιερωσύνης» Αὐτή ἡ ἐπ’ ἐλπίδι καί ἐν Χριστῷ πραγματοποίηση τῆς πλήρους καί ἀληθοῦς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τόν συνάνθρωπό του καί τόν κόσμο συνιστᾶ τό Θρίαμβο καί τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας στούς αἰῶνες.
Μέ αὐτές τίς σκέψεις καί αἰσθήματα τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης γιά τήν ἐξαίρετη φιλοξενία πρός τήν Μετριότητά μου καί τά Σεβασμιώτατα Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, εὔχομαι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ νά σᾶς ἐνισχύει καί νά σᾶς κατευθύνει στό βαρυσήμαντο ἔργο σας, καί μέ τήν εὐλογία Του νά πορευθοῦμε ὅλοι στή βάση αὐτῆς τῆς ἀκεραιότητας καί καταξιώσεως τοῦ ἀνθρώπου πού ἡ Ἐκκλησία προέβαλε καί ὑπηρέτησε μέσα στήν ἱστορία.