Σημαίνουσα ἡ στιγμή τῆς ἐνάρξεως τῶν Συνεδριῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τήν ῎ιδια ἡμέρα κατά τήν ὁποία στή σκέψη μας πρωτοστατεῖ ἡ ἑορτή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ ἐμπνευστοῦ καί προστάτου τῶν τεχνῶν.
Ἡ Ἐκκλησία δικαίως ἀπευθύνθηκε σέ ἕνα συνθέτη οἰκουμενικοῦ κύρους, πού μάλιστα ἕλκει τήν καταγωγή ἀπό τήν Κρήτη, τόν κ. Μίκη Θεοδωράκη. Πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἀπό τούς ἀξιότερους νά ἐνδύσουν καί νά ἀναδείξουν μέ τήν τέχνη τους αὐτή τήν ἱστορική στιγμή γιά τήν Ὀρθοδοξία. Ὡς δημιουργός, ὑπῆρξε χαρισματικός, πρωτοπόρος καί ἀξεπέραστος. Ἄφησε ἐποχή μέ ἔργο ριζωμένο στή μουσική παράδοση τοῦ τόπου μας καί ζυμωμένο μέ τούς τιμιότερους ποιητικούς παλμούς. Ἡ μουσική του κλείνει μέσα της, θά λέγαμε, ὅλον τόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία στήν οἰκουμενική τους διάσταση – ὅλα ὅσα μένουν στήν καρδιά καί τό κέντρο τῆς ψυχικῆς μας ταυτότητας, ἀλλά ἀφοροῦν σέ ὅλο τόν κόσμο: τήν κληρονομιά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μέλους, τοῦ δημοτικοῦ καί λαϊκοῦ τραγουδιοῦ, στή συνάντηση Δύσης καί Ἀνατολῆς.
Ἡ μουσική του ἐγείρει μέσα μας μνῆμες καί αἰσθήματα ἱερά, εὐλαβικά, καίρια, οἰκεῖα, ἀκατάλυτα. Γίνεται ἕνα ἀκοίμητο καντήλι πού μᾶς παραστέκει ἐσωτερικά. Ἀκόμη καί στούς θορυβώδεις σημερινούς καιρούς, ὅπου πολλά μοιάζουν νά ἔχουν ἁλωθεῖ, ἐμεῖς ἔχουμε λίγο δρόμο νά κάνουμε γιά νά βροῦμε τήν κληρονομιά μας ἀπείραχτη καί νά ἔρθουμε σέ ἐπαφή μέ τόν μουσικό καί πνευματικό μας πλοῦτο.
Ἡ μουσική εἶναι συχνά ἰσχυρότερη καί προτιμότερη καί ἀπό τόν λόγο, γιατί ἀγγίζει τήν ψυχή μας. Τό κάλλος της ἀναδύεται ἀπό τά βάθη τῆς ἀνθρώπινης εὐαισθησίας.
Εἶναι μία ἄρρητη ἐκφραστική γλώσσα πού μιλᾶ κατευθείαν στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Εἰδικά στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ θεολογία γίνεται ποίημα καί ἐνδύεται μέ τό μέλος. Ὁ ὕμνος τοῦ ποιητῆ καί ἡ μελωδία τοῦ μουσουργοῦ γίνονται γλώσσα ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό ἰδιαίτερα ἐκφραστική, ἡ ὁποία συχνότερα αἰνεῖ κι ἄλλοτε θρηνεῖ ἤ προτρέπει σέ αὐτοκριτική.
Ὁ κ. Θεοδωράκης στάθηκε πάντοτε μέ τόν τρόπο του κοντά στήν Ἐκκλησία, ὅπως φανερώνουν πρῶτα ἀπ’ ὅλα οἱ συνθέσεις του γιά τήν Κασσιανή καί τή Θεία Λειτουργία. Ἡ μουσική του ἀναφέρεται σέ κοινά βιώματα, μᾶς ἀναβιβάζει στά ὑψηλά, ἐμπνέει τά ἁγνότερα τῶν αἰσθημάτων, γεφυρώνει τά χάσματα, ἐξαλείφει διαφορές, ἑνώνει λαούς, πολιτισμούς καί ἀνθρώπους. Ἡ ἀξία της εἶναι οὐσιώδης, ἐπειδή ἔχει διάσταση οἰκουμενική καί πανανθρώπινη. Τόν εὐχαριστοῦμε πού ἀνταποκρίθηκε στήν πρόσκληση τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μας καί μᾶς προσφέρει τήν ἐμπειρία τῆς ὄμορφης αὐτῆς ἐκδήλωσης, τήν ἡμέρα ἐνάρξεως τῶν συνεδριάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.