Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Υπό τήν αἰγίδα τῆς Ἑλληνικῆς Προεδρίας τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, Χριστός Ἀνέστη!

Ἡ δι­οι­κοῦσα Ἐκ­κλη­σία καί οἱ πο­λι­τι­κές ἀρ­χές ἔχουν ἕνα χρέος κοινό: νά στα­θοῦν κοντά στόν ἄν­θρωπο. Συ­ναν­τή­σεις ὅπως ἡ ση­με­ρινή μᾶς ἑνώ­νουν καί ἐνι­σχύ­ουν τήν ἐλ­πίδα, δι­α­σώ­ζουν τό κοινό ὅραμα γιά τή χώρα μας καί τήν Εὐ­ρώπη. Εἰ­δικά σή­μερα πού οἱ δυ­σκο­λίες ἐξα­κο­λου­θοῦν νά εἶ­ναι πολ­λές καί με­γά­λες καί οἱ και­ροί ἐπι­βάλ­λουν ὁ ἕνας νά συμ­πλη­ρώ­νει τόν ἄλ­λον. Συμ­βαί­νει δυ­στυ­χῶς νά ζοῦμε σέ ἐποχή συγ­χύ­σεως, παρά τήν τα­χύ­τατη δι­α­κί­νηση τῶν ἰδεῶν καί τῶν πλη­ρο­φο­ριῶν, μέ ἀπο­τέ­λε­σμα συ­χνά νά δι­α­τυ­πώ­νον­ται λό­γοι στό κενό. Κι ὅταν δέν ὑπάρ­χει ἀλη­θι­νός δι­ά­λο­γος καί ἐπι­κοι­νω­νία, ὅταν ὁ λό­γος δέν ἐπαρ­κεῖ, ὁδη­γού­μα­στε στήν ἀσυ­νεν­νο­η­σία, τή ρήξη, τήν ἐπι­βολή, τόν ἀν­τα­γω­νι­σμό, τή μο­νο­μέ­ρεια καί τή μό­νωση, σέ πνευ­μα­τική ἔν­δεια καί τυ­φλό­τητα. Οἱ σχέ­σεις δο­κι­μά­ζον­ται ἀπό τήν ἰδι­ο­τέ­λεια καί τήν ἀνάγκη κυ­ρι­αρ­χίας καί ἐπι­κρά­τη­σης. Μ’ ἕναν λόγο, ὅλα τά ἀν­τί­θετα τῆς ἀλ­λη­λεγ­γύης.

Προ­φα­νῶς, ἡ δι­α­χεί­ριση τῆς κρί­σεως ἔγινε κατ᾿ ἀρ­χήν μέ ὅρους οἰ­κο­νο­μι­κούς. Ὅμως ἡ κρίση δέν ἀφο­ροῦσε μόνο στήν οἰ­κο­νο­μία· εἶχε καί βα­θύ­τερα πνευ­μα­τικά αἴ­τια, τά ὁποῖα ἄν πα­ρα­βλέ­ψουμε, ἐφαρ­μό­ζουμε λύ­σεις ἐπι­φα­νει­α­κές. Τό ἔχουν δι­α­τυ­πώ­σει τόσο ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί ἄν­δρες ὅσο καί στο­χα­στές μέ δι­ε­θνές κύ­ρος. Ὅταν ἐξ­υπη­ρε­τοῦν­ται συμ­φέ­ροντα, εἴτε αὐτά ἀφο­ροῦν σέ μεμονωμένα ἄτομα εἴτε σέ ὀλί­γους ἤ σέ ἡμε­τέ­ρους ἤ σέ ἑται­ρεῖες ἤ στά ἰσχυ­ρό­τερα ἀπό τά κράτη μέλη, δη­μι­ουρ­γοῦν­ται αὐ­το­μά­τως νο­ση­ρές κοι­νω­νι­κές συν­θῆ­κες. Ὅταν τά οἰ­κο­νο­μικά με­γέθη ἀπο­βαί­νουν εἰς βά­ρος τοῦ ἀν­θρώ­που ἀντί νά συν­τε­λοῦν στήν ὑπη­ρε­σία του, ἐγ­κυ­μο­νοῦν­ται κρί­σεις καί πα­θο­γέ­νειες. Ὅσα δά­νεια καί νά ἀπο­πλη­ρώ­σουμε, ὅσα μνη­μό­νια καί νά ἐγ­κρί­νουμε, ὅσα ἀκόμη καί νά ἀπορ­ρί­ψουμε, δέν θά μπο­ρέ­σουμε νά ἐξα­λεί­ψουμε τίς γε­νε­σι­ουρ­γούς αἰ­τίες. Ὅσες ἀνα­λύ­σεις κι ἄν ἐπι­χει­ρή­σουμε, ὅσο μο­λύβι καί χαρτί κι ἄν κα­τα­να­λώ­σουμε, χω­ρίς τό πε­ρίσ­σευμα τῆς καρ­διᾶς, χω­ρίς ἀλ­λη­λεγ­γύη καί στή­ριξη πρός τόν συ­νάν­θρωπό μας, δέν θά τά κα­τα­φέ­ρουμε. Ἐάν δέν ἀπο­κα­τα­στή­σουμε τήν ἱε­ρό­τητα τοῦ ἀν­θρω­πί­νου προ­σώ­που καί τήν ὑγιῆ ἱε­ράρ­χηση τῶν ἀξιῶν, ὁ κό­σμος δυ­στυ­χῶς θά ἐξα­κο­λου­θεῖ νά με­τα­τρέ­πε­ται σέ οἶκο ἐμ­πο­ρίου. Οὔτε ὅμως ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐκμε­ταλ­λεύ­σιμο ἀν­τι­κεί­μενο οὔτε τέ­τοιες ἀρ­χές καί ἀξίες πω­λοῦν­ται καί ἀγο­ρά­ζον­ται· πρό­κει­ται γιά ἀγαθά καί χα­ρί­σματα τά ὁποῖα καλ­λι­ερ­γοῦν­ται μέ θυ­σίες καί ἀγώνα προ­σω­πικό.

Ἄν ἀνα­τρέ­ξει κα­νείς στά κεί­με­να τῶν πρώ­των εὐ­ρω­πα­ϊ­στῶν, θά δι­α­πι­στώ­σει μέ πι­κρία ὅτι ἡ ση­με­ρι­νή εἰ­κό­να τῆς Εὐ­ρώ­πης δυ­στυ­χῶς δέν ἀπη­χεῖ ὅσα ὁρα­μα­τί­στη­καν ὁ Σουμάν, ὁ Ἀν­τε­νά­ου­ερ, ὁ Ντέ Γκώλ καί οἱ ὑπό­λοι­ποι πρό­δρο­μοι τῆς Ἑνω­μέ­νης Εὐ­ρώ­πης. Θυ­μοῦ­μαι ἐν­δει­κτι­κά τή φρά­ση τοῦ Ζι­σκάρ ντ᾿ Ἐσταίν: «Εἰ­ρή­νη!». Αὐτό ἐξέ­φρα­σε ὡς ἀπάν­τη­ση στό ἐρώ­τη­μα «πῶς θά πε­ρι­γρά­φα­τε τά ὀφέ­λη τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς Ἕνω­σης». Τόσο ἡ εἰ­ρή­νη, αὐτό τό με­γά­λο δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὅσο καί ἡ ὁμα­λό­τη­τα, ἡ στα­θε­ρό­τη­τα καί ἡ συ­νο­χή της, σή­με­ρα δο­κι­μά­ζον­ται καί κλο­νί­ζον­ται καί ἔχουμε ὅλοι μας χρέος νά ἀγωνιστοῦμε γιά ὅλα τά ἀνωτέρω.

Ἡ ἐποχή μας ἔχει ἀνάγκη ἀπό στα­θε­ρό­τητα στίς ἀξίες καί στίς ἀρ­χές τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ ἑάν θέ­λουμε νά προ­χω­ρή­σουμε στήν πο­ρεία πρός τήν εὐ­ρω­πα­ϊκή ὀλο­κλή­ρωση, πρός τήν πνευ­μα­τική εὐ­η­με­ρία, πρός τήν ἀλη­θινή συ­νύ­παρξη.

Στά κεί­μενα αὐ­τῶν τῶν θε­με­λι­ω­τῶν γί­νε­ται ἐπι­πλέον λό­γος γιά ἀδελ­φο­σύνη, συ­νερ­γα­σία καί ἀλ­λη­λεγ­γύη. Σή­μερα, ἡ ἀλ­λη­λεγ­γύη με­ταξύ τῶν κρα­τῶν με­λῶν ἔχει πλέον παραδώ­σει τή θέση της στό συμ­φέ­ρον. Ἀπο­μέ­νει νά ἀνα­ρω­τη­θοῦμε τί εἶ­ναι στήν πρα­γμα­τι­κό­τητα μιά Εὐ­ρώπη χω­ρίς ἀμοι­βαι­ό­τητα, συμ­πα­ρά­σταση καί σε­βα­σμό με­ταξύ τῶν χω­ρῶν πού τήν ἀπαρ­τί­ζουν. Ἡ πορεία μιᾶς οἰκογένειας περιλαμβάνει χα­ρές, λύ­πες καί δυ­σκο­λίες. Χρει­ά­ζε­ται ὅμως τά μέλη της νά τίς μοι­ρά­ζον­ται καί νά τίς ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν ἀπό κοι­νοῦ.

Ἐάν πρα­γμα­τικά ἐπι­θυ­μοῦμε μιά κοι­νω­νία πο­λι­τῶν καί κρα­τῶν μέ ἀλ­λη­λεγ­γύη καί κοι­νές προ­ο­πτι­κές, ἔχουμε χρέος νά ἐξαν­τλή­σουμε ὅλα τά μέσα πού δι­α­θέ­τουμε. Ἔχουμε εὐ­θύνη ἔναντι της ἱστο­ρίας νά ἀνα­ζη­τή­σουμε λύ­σεις πού δέν θά ὁδη­γοῦν λα­ούς σέ ἀπό­γνωση. Σε­βό­μα­στε καί ἐκτι­μοῦμε τίς προ­σπά­θειες τῶν πο­λι­τι­κῶν ἡγε­σιῶν καί ἀνα­γνω­ρί­ζουμε πόσο δύ­σκολο εἶ­ναι τό ἔργο πού ἔχουν νά ἐπι­τε­λέ­σουν. Ταυ­τό­χρονα σε­βό­μα­στε τήν ἔμ­πρα­κτη ἀλ­λη­λεγ­γύη τῶν εὐ­ρω­παίων συμ­πο­λι­τῶν μας, οἱ ὁποίοι χω­ρίς κομ­μα­τι­κές, θρη­σκευ­τι­κές καί ἐθνι­κές δι­α­κρί­σεις στη­ρί­ζουν κάθε εὐ­ρω­παῖο πο­λίτη στίς δο­κι­μα­σίες τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας καί τῆς βι­ο­πά­λης. Ὅμως δέν πρέ­πει νά ὑπο­τι­μοῦν­ται οἱ χρι­στι­α­νι­κές ρί­ζες τῆς Εὐ­ρώ­πης: «Οὐ σύ τήν ῥί­ζαν βα­στά­ζεις, ἀλλ᾿ ἡ ῥίζα σέ», κατά τήν ἀπο­στο­λική δι­α­τύ­πωση (Ρωμ. 11, 20). Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός ἦταν καί πα­ρα­μέ­νει θε­με­λι­α­κός καί συ­νε­κτι­κός πα­ρά­γον­τας τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς ὁλο­κλή­ρω­σης. Ἡ ἰσχύς αὐ­τῆς τῆς κλη­ρο­νο­μιᾶς ἐξα­κο­λου­θεῖ νά ἐμ­πνέει καί νά ζω­ο­γο­νεῖ.

Ἡ Ἐκ­κλη­σία πάντα προ­σέ­φερε καί ἐξα­κο­λου­θεῖ νά προ­σφέ­ρει ὅσο ὑπάρ­χει ἀνάγκη, χω­ρίς βε­βαίως αὐτό νά ση­μαί­νει ὅτι λει­τουρ­γεῖ ὡς φι­λαν­θρω­πι­κός ὀρ­γα­νι­σμός ὑπό τή στενή ἔν­νοια. Ἡ κοι­νω­νική μέ­ρι­μνα συ­νι­στᾶ γιά τήν Ἐκ­κλη­σία βί­ωμα, ἐμ­πει­ρία σπου­δῆς καί μα­θη­τείας στήν ἐν Χρι­στῷ ζωή. Δέν νο­εῖ­ται Ἐκ­κλη­σία χω­ρίς κοι­νω­νικό ἔργο. Ἡ κοι­νω­νική δι­α­κο­νία της πρα­γμα­το­ποι­εῖ­ται στή βάση τῆς ἀλ­λη­λεγ­γύης, σέ κάθε Ἱερά Μη­τρό­πολη ἀνά τήν ἑλ­λη­νική ἐπι­κρά­τεια, μέ τή δράση τοῦ φι­λαν­θρω­πι­κοῦ ὀρ­γα­νι­σμοῦ τῆς Ἱε­ρᾶς Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς Ἀθη­νῶν «Ἀπο­στολή», μέ τή βο­ή­θεια ἁπλῶν ἀν­θρώ­πων καί χι­λι­ά­δων ἐθε­λον­τῶν, τή στή­ριξη ἀδελ­φῶν Ἐκ­κλη­σιῶν καί τή συγ­κι­νη­τική συ­νει­σφορά ἀδελ­φῶν μας ἀπό ἄλ­λες χῶ­ρες.

Ἡ Ἐκ­κλη­σία συ­νί­στα­ται ἀπό τό ἴδιο τό γε­γο­νός τῆς κοι­νω­νίας, εἶ­ναι δε­μένη μέ τόν λαό, ἀπο­τε­λεῖ σάρκα ἀπό τή σάρκα του καί δέν ὑπάρ­χει χω­ρίς αὐ­τόν. Κύ­ριο ἔργο της εἶ­ναι νά δώ­σει ὅραμα καί προ­ο­ρι­σμό, νά δι­α­κο­νή­σει πνευ­μα­τικά καί νά στη­ρί­ξει τίς ψυ­χές. Προ­σπα­θεῖ ἐν πρώ­τοις νά οἰ­κο­δο­μή­σει δε­σμούς ἀγά­πης, ἑνό­τη­τας καί ἀλ­λη­λεγ­γύης, κι ὕστερα μέ τίς δυ­νά­μεις της νά στα­θεῖ ὑλικά σέ ὅσους δο­κι­μά­ζον­ται. Κέν­τρο τῆς εἶ­ναι τό ἀν­θρώ­πινο πρό­σωπο κι ὅποιος τό πε­ρι­φρο­νεῖ, τό ὑπο­τιμᾶ ἤ τό εὐ­τε­λί­ζει, βρί­σκε­ται ἔξω ἀπό τή δι­δα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅποιος ἔχει τή δύ­ναμη νά ὑπη­ρε­τή­σει τούς ἀν­θρώ­πους καί δέν τό πράτ­τει, κρα­τών­τας τά ὑλικά καί πνευ­μα­τικά του τά­λαντα γιά τόν ἑαυτό του, ὑπο­πί­πτει σέ αἵ­ρεση. Ὁ ἄλ­λος, ὁ ἄν­θρω­πος δί­πλα μας, εἶ­ναι ἀδελ­φός μας· δέν εἶ­ναι οὔτε ἐχθρός μας οὔτε ἀν­τι­κεί­μενο ἐκμε­τάλ­λευ­σης, εἶ­ναι εἰ­κόνα τοῦ Θεοῦ – εἴ­μα­στε ἐμεῖς. Εἶ­ναι και­ρός νά ἐπα­νεύ­ρουμε αὐτά τά οὐ­σι­ώδη ἀξι­ακά κρι­τή­ρια καί νά τά ὑπη­ρε­τή­σουμε, προ­σφέ­ρον­τας ἀπό κοι­νοῦ συγ­χρό­νως καί τόν ὑλικό καί τόν πνευ­μα­τικό ὀβολό μας.

Ἡ κοι­νω­νική δι­α­κο­νία τῆς Ἐκ­κλη­σίας εἶ­ναι καρ­πός τῆς ἀλ­λη­λεγ­γύης. Ἀπορ­ρέει ἐπί­σης ἀπό τή βα­θειά συ­ναί­σθηση τοῦ ποι­μαν­τι­κοῦ χρέ­ους καί τῆς ἀγω­νίας μας ὡς πνευ­μα­τι­κῶν πα­τέ­ρων. Αὐτό δέν μᾶς κα­θι­στά βε­βαίως ἀλά­θη­τους οὔτε τήν κα­τά­σταση πα­ρα­δεί­σια. Χρει­ά­ζε­ται τα­πεί­νωση, κι ἄν κά­ποτε ἀπο­γο­η­τευ­ό­μα­στε ἀπό τούς ἄλ­λους, θά ἔπρεπε κα­λύ­τερα νά μᾶς ἀπο­γο­η­τεύει ὁ ἐαυ­τός μας. Νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σουμε πόσο μα­κριά εἴ­μα­στε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χρι­στοῦ. Νά ἀφοσιωθοῦμε μέ ὅλες μας τίς δυ­νά­μεις στήν οἰ­κο­δό­μηση καί τήν καλ­λι­έρ­γεια τῆς ἀλ­λη­λεγ­γύης, μέ πί­στη, ἑνό­τητα καί προ­σή­λωση στήν κοινή συμ­πό­ρευση.

Ἀπο­δί­δουμε γι’ αὐ­τόν τόν λόγο ἰδι­αί­τερη ση­μα­σία καί χρη­στές ἐλ­πί­δες σ᾿ αὐτή τήν ἡμε­ρίδα, γιά τήν πρα­γμα­το­ποί­ηση τῆς ὁποίας ὀφεί­λον­ται εὐ­χα­ρι­στίες στόν Πα­νι­ε­ρώ­τατο Μη­τρο­πο­λίτη Ἀχα­ΐας κ. Ἀθα­νά­σιο. Εὔ­χο­μαι, μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ση­με­ρινή συ­νάν­τηση νά δι­ε­γεί­ρει τίς συ­νει­δή­σεις, νά στα­θεῖ ἀφορμή νά ἐμ­βα­θύ­νουμε ἀπό κοι­νοῦ στά καί­ρια αὐτά ζη­τού­μενα καί νά μᾶς ὁδη­γή­σει σέ οὐ­σι­ώ­δεις προ­βλη­μα­τι­σμούς, οἱ ὁποῖοι θά βροῦν ὀρ­γα­νική συ­νέ­χεια πέρα ἀπό αὐτή τήν αἴ­θουσα.

Ἐπι­τρέψτε μου νά κα­τα­κλείσω τίς σύν­το­μες αὐ­τές σκέ­ψεις μου μέ μία εὐχή : νά δι­α­τη­ρή­σουμε ζων­τανή τή φλόγα γιά ἕνα κα­λύ­τερο αὔ­ριο. Νά στη­ρι­χθοῦμε στίς δυ­νά­μεις μας καί ὅλοι μαζί ἑνω­μέ­νοι, Ἕλ­λη­νες καί Εὐ­ρω­παῖοι συμ­πο­λί­τες μας, νά πα­ρα­μεί­νουμε στέ­ρεοι στόν ὁρα­μα­τι­σμό μας γιά μία πρα­γμα­τική πο­λι­τική ἕνωση, χω­ρίς ἀν­θρώ­πι­νες μι­κρό­τη­τες καί δι­α­φω­νίες.

Καί ἐπειδή ἀλ­λη­λεγ­γύη ση­μαί­νει πράξη, ση­μαί­νει ἔργα, ση­μαί­νει στα­θε­ρό­τητα στίς ἀρ­χές μας, ἀς ἀπο­τε­λέ­σει ἡ ἡμε­ρίδα αὐτή τήν εὐ­και­ρία νά ἀνα­ζη­τή­σουμε τό αἰ­ω­νιο πρό­τυπό μας, τόν ἀνα­στη­μένο Χρι­στό μας, ὁ ὁποῖος εἶ­ναι ἡ κατ᾿ ἐξο­χήν ἀλ­λη­λεγ­γύη, ἡ ἔμ­πρα­κτη ἀγάπη, ἡ σι­γου­ριά τῆς ζωῆς ὅλων τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἡ δική Του θυ­σία ὑπῆρξε ἠ δική μας Ἀνά­σταση. Ἡ πο­ρεία πρός τήν ἐλ­πίδα καί τήν ἀλη­θινή ζωή. Ἡ δική μας πνευ­μα­τική θυ­σία ἀπο­τε­λεῖ τόν ἀσφα­λέ­στερο δρόμο γιά τήν ὁλο­κλή­ρωση τῆς ἐν Χρι­στῷ ἀλ­λη­λεγ­γύης.