(Αἴθουσα Ἐκδηλώσεων τοῦ Συνοδικοῦ Μεγάρου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 18 Ὀκτωβρίου 2018)
Ἐξοχώτατε Κύριε Πρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας,
Σεβασμιώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἐλλογιμώτατες κυρίες Εἰσηγήτριες καί κύριοι Εἰσηγητές,
Ἀγαπητοί καί ἀγαπητές Σύνεδροι,
Μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἄρχεται τό Ζ΄ κατά σειρά Ἐπιστημονικό Συνέδριο πού διοργανώνει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιά τά 200 χρόνια της Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Εἶναι βαθύτατη ἡ χαρά νά ὑποδέχομαι μεταξύ τῶν ἐκλεκτῶν ἐκπροσώπων τῆς ἀκαδημαϊκῆς κοινότητος τόν ἀγαπητό κύριο Πρόεδρο τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας, ὁ ὁποῖος τιμᾶ προφρόνως ὡς πρῶτος Εἰσηγητής τήν παροῦσα ἔγκριτη ὁμήγυρη.
Εἶναι γνωστή ἡ ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά προσεγγίσει ἐπισταμένως καί μέ νηφάλια ὀπτική τά 200 χρόνια ἀπό τά γεγονότα τῆς κορυφαίας στιγμῆς τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Ὑπό τήν αἰγίδα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί μέ φορέα τήν Εἰδική Συνοδική Ἐπιτροπή Πολιτιστικῆς Ταυτότητος, διοργανώνεται κατ’ ἔτος, ἕως τό 2021, Συνέδριο μέ διαφορετική θεματολογία κάθε φορά.
Ὁμολογῶ ὅτι ἡ ἀθρόα ἀνταπόκριση της ἀκαδημαϊκῆς κοινότητος στό κάλεσμά μας ὑπῆρξε συγκινητική καί ἐλπιδοφόρος, καί ἡ συμμετοχή πλήθους Καθηγητῶν καί ἐρευνητῶν ἐγνωσμένου κύρους ἐστάθη ἐξαιρετικά πολύτιμη. Εἶμαι βέβαιος ὅτι καί ἐφέτος ἡ παρουσία τους καί οἱ ἐπισταμένες εἰσηγήσεις θά φωτίσουν περαιτέρω αὐτή τήν τόσο σημαντική καί διδακτική περίοδο γιά τήν Ἱστορία καί τήν εθνική μας ταυτότητα.
Εἶναι πάντοτε ἀφορμή πνευματικῆς ἀνατάσεως ὅταν ἐκλεκτοί ἐκπρόσωποι τοῦ Κλήρου καί τῆς Ἐπιστήμης συναντῶνται γιά νά ἐκθέσουν νέες μελέτες, οἱ ὁποῖες εἶναι οὐσιώδεις γιά τήν προαγωγή τοῦ ἐπιστημονικοῦ ἔργου, ὅπως καί γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν Πατρίδα μας.
Χρειαζόμαστε τόν ἱστορικό λόγο γιά νά ἐπανευρίσκουμε ἀπό κοινοῦ τόν δεσμό μας μέ ἀλήθειες πού εἶναι ἱκανές νά ἑνώνουν. Ἐν προκειμένῳ, ἡ βίωση τῆς μνήμης καί τῆς συνέχειας, εἶναι τό μεγαλύτερο προνόμιο πού διαθέτει ἕνας λαός ἱστορικά. Δέν εἶναι μόνο πηγή δυνάμεως, ἀλλά καί μέσο αὐτοκριτικῆς καί ἐπίγνωσης τῆς εὐθύνης ἡμῶν τῶν ζώντων. Εἶναι μία στάση ζωῆς ἡ ὁποία ἀφυπνίζει καί εὐαισθητοποιεῖ. Μέσα στή σύγχυση καί τίς ἀντιφάσεις, τή φθορά καί τή λήθη τῆς καθημερινότητος, χρειάζεται νά ἀναψηλαφοῦμε τήν Ἱστορία μας καί νά ἐμβαθύνουμε μέ σοβαρότητα στή μελέτη της.
Διαπιστώνεται ὅτι σέ καιρούς ἐμπερίστατους γιά τό Ἔθνος μας, ὅπως οἱ χρόνοι τῆς Τουρκοκρατίας, οἱ θλίψεις τῆς δουλείας δέν στάθηκαν ἱκανές νά ἀνακόψουν τήν δημιουργική ὁρμή τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Παρά τήν κατάλυση τῆς ἐλευθερίας μέ ὅρους πολιτικούς, ὑπῆρξε ἕνας τομέας ἀκατάλυτος, ὁ ὁποῖος ἀφοροῦσε τήν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος. Ἡ Ὀρθοδοξία, τό ἀληθές τοῦτο πρόσωπο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως οἰκειώθηκε ἀπό τήν ἑλληνική ψυχή εἴτε ὡς κοινή πίστη καί πολιτιστική ἔκφραση εἴτε κυρίως ὡς βίωμα καί πράξη ζωῆς, δέν γνώρισε ποτέ τήν ἅλωση. Εἶναι ἴσως τό μοναδικό ἐθνικό στοιχεῖο πού διεσώθη ἀτόφιο μέσα ἀπό τήν ἱστορική δίνη. Ἡ ἀδιάλειπτη συνέχεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ἡ καλλιέργεια τῆς κοινῆς γλώσσας, τά κοινά πρότυπα ἀξιῶν καί κανόνων ζωῆς ἀνέδειξαν τήν Ὀρθοδοξία σέ κύριο συνεκτικό παράγοντα τοῦ πολιτισμοῦ μας, ὁ ὁποῖος προσέδιδε κατ’ ἐξοχήν τό στοιχεῖο τῆς ταυτότητος πού ξεχώριζε τόν Ἕλληνα ἀπό τούς ὑπόλοιπους λαούς.
Οἱ Ἕλληνες εἶχαν δημιούργησει ἐν τῇ πράξει πρῶτοι στήν ἀρχαιότητα τίς ἔννοιες τῆς «πόλεως» καί τήν «πολιτικῆς τέχνης», ἐπειδή ἱεροποίησαν τήν συλλογική συμβίωση, τῆς προσέδωσαν δηλαδή περιεχόμενο καί στόχο ἱερό. Αὐτή ἡ ἱερότητα ἔδινε νόημα στήν πολιτική καί αὐτή ἡ νοηματοδότηση μέ τή σειρά της ἀποτυπωνόταν στόν πολιτισμό καί ἐνσαρκωνόταν καί στούς θεσμούς. Δικαίως ἔχει εἰπωθεῖ ὅτι ἡ Ἀθηναϊκή Δημοκρατία μοιάζει ἀκατανόητη δίχως τό ἱερό νοητό κέντρο της, τόν Παρθενώνα, ἤ ἀκόμη καί τήν ἀρχαία τραγωδία, καί, ἀντιστοίχως, ὁ κόσμος τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ δέν δύναται νά νοηθεῖ χωριστά ἀπό τήν τέχνη τῆς Ἁγίας Σοφίας καί τῶν ἱερῶν εἰκόνων.
Ὅταν ἔφθασε ἡ στιγμή νά κερδηθεῖ μέσα ἀπό ἀγῶνες καί θυσίες ἡ ἐλευθερία, οἱ Ἕλληνες ἔνιωσαν τήν ἀνάγκη νά συνδέσουν τήν διακήρυξη τοῦ «Προσωρινοῦ Πολιτεύματος» τῆς Ἑλλάδος μέ τήν ἀναφορά πρός τόν Θεό, τήν ἐπίκληση στήν Ἁγία Τριάδα, ἡ ὁποία ὑφίσταται –καί τοῦτο ὄχι αὐθαιρέτως ἤ κατά συνήθεια ἤ ὡς ἐπιπρόσθετο στοιχεῖο στήν πολιτική ζωή– ὥς τό σύγχρονο ἰσχῦον Σύνταγμα τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας. Στήν προοιμιακή διακήρυξη τοῦ Συντάγματος τῆς Α΄ Ἐθνοσυνελεύσεως τῆς Ἐπιδαύρου διαβάζουμε:
«Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος.
Τό Ἑλληνικόν Ἔθνος, τό ὑπό τήν φρικώδη Ὀθωμανικήν δυναστείαν μή δυνάμενον νά φέρῃ τόν βαρύτατον καί ἀπαραδειγμάτιστον ζυγόν τῆς τυραννίας, καί ἀποσεῖσαν αὐτόν μέ μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά τῶν νομίμων Παραστατῶν του, εἰς Ἐθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, τήν Πολιτικήν αὐτοῦ Ὕπαρξιν καί Ἀνεξαρτησίαν ἐν Ἐπιδαύρω, τήν πρώτην Ἰανουαρίου, ἔτει 1822 καί πρώτῳ τῆς Ἀνεξαρτησίας».
Περαίνοντας αὐτές τίς σκέψεις, ἐπιθυμῶ νά εὐχαριστήσω τόν Ἐξοχώτατο κ. Πρόεδρο τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας γιά τήν συμμετοχή του, καθώς καί ὅλους τούς ἐκλεκτούς ἀκαδημαϊκούς διδασκάλους. Εὐχαριστίες ὀφείλονται σέ ὅσους συνετέλεσαν στήν πραγματοποίηση τοῦ παρόντος Συνεδρίου –στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ κ. Ἰγνάτιο, στά ἀγαπητά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς Πολιτιστικῆς Ταυτότητος καί στόν Πανοσιολογιώτατο Γραμματέα αὐτῆς, Ἀρχιμανδρίτη κ. Βαρθολομαῖο Ἀντωνίου. Προσδοκοῦμε, μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, οἱ ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου νά διευρύνουν οὐσιωδῶς τή μελέτη καί ἀποτίμηση αὐτῶν τῶν θεμάτων καί νά γίνουν πολύτιμο βοήθημα στήν ἱστορική ἔρευνα, ὥστε ὁ πλοῦτος αὐτῆς τῆς θεσμικῆς κληρονομίας νά καρποφορεῖ ἀδιαλείπτως καί νά ἐμπνέει ὅλους μας στούς σημερινούς καιρούς.