Αισθάνομαι μεγάλη συγκίνηση ως Προκαθήμενος της Αποστολικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και ως πρόσωπο για τη συγκλονιστική εμπειρία της εντυπωσιακής ακτινοβολίας της αγιωτάτης Εκκλησίας σε όλους τους τομείς του εθνικού, του πολιτικού, του πνευματικού και του κοινωνικού βίου της Μεγάλης Ρωσσίας. Η συγκίνησή μου γίνεται εντονώτερη στον ιερό αυτό χώρο της Θεολογικής Ακαδημίας της Αγίας Πετρουπόλεως, η οποία έγινε κατά τον ΙΘ και στις αρχές του Κ αιώνα alma mater πολλών και διαπρεπών Ελλήνων Θεολόγων και σφράγισε με ανεξίτηλο τρόπο την όλη πορεία της ορθοδόξου θεολογίας σε μία περίοδο επικινδύνων ιδεολογικών και πνευματικών συγχύσεων στη ζωή των ορθοδόξων λαών. Υπό την έννοια αυτή, αισθάνομαι ύψιστο χρέος μου να αναφερθώ με τον οφειλόμενο σεβασμό στην ανύστακτη και πολυδιάστατη προσφορά της Αγίας και Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας τόσο για την πνευματικήν αναγέννηση του μεγάλου ρωσσικού λαού, όσο και για την άρρηκτη πνευματική συγγένεια, η οποία αναδύθηκε από τα αγιασμένα ύδατα του βαπτίσματος και καθόρισε για δώδεκα περίπου αιώνες (860-2012) τους αλύτους πνευματικούς δεσμούς των λαών μας όχι μόνο εις ευτυχείς περιόδους, αλλά και εις καιρούς χαλεπούς.
Συνεπώς, αναλογίζομαι τους κοινούς πνευματικούς αγώνες, οι οποίοι ανέδειξαν τη σημαντική συμβολή εγκρίτων Ελλήνων θεολόγων, όπως λ.χ. Μαξίμου του Γραικού, των αδελφών Λειχουδών Ιωαννικίου και Σωφρονίου, Ευγενίου Βούλγαρη, Νικηφόρου Θεοτόκη, Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων και πολλών άλλων επωνύμων η ανωνύμων λογίων κληρικών, όχι μόνο για την υπεράσπιση της παραδεδομένης πίστεως από τις επικίνδυνες συγχύσεις του αθέμιτου ομολογιακού ανταγωνισμού, αλλά και για την αξιόπιστη προβολή της προς τους εγγύς και τους μακράν. Αναλογίζομαι και τους πλουσίους καρπούς της πνευματικής αυτής συγγένειας σε όλους τους τομείς του δημοσίου, του εκκλησιαστικού και του πνευματικού βίου όλων των ορθοδόξων λαών, οι οποίοι προδίδουν και το ιδιαίτερο πνευματικό βάθος σε κάθε επίσημη η και ανεπίσημη συνάντησή μας. Αναλογίζομαι, τέλος, την καθοριστική σημασία του ρόλου της Θεολογίας για τη διαχρονική ανάπτυξη της πολυδιάστατης αποστολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στους ορθοδόξους λαούς όχι μόνο με την αποδεικτική βεβαίωση της ορθοδοξίας της παραδεδομένης πίστεως, αλλά και με την αντιρρητική απόρριψη της προκλητικής προπαγάνδας των ετεροδόξων.
Είναι κοινός τόπος στη διαχρονική ανάπτυξη της ορθοδόξου παραδόσεως ότι η Εκκλησία, ως το προεκτεινόμενο στην ιστορία της σωτηρίας «σώμα Χριστού» (corpus Christi), είναι ο μόνος και αδιαμφισβήτητος φύλακας της ορθοδόξου πίστεως, η οποία βιώνεται από τους αποστολικούς ήδη χρόνους ως ομολογία της πίστεως και ως πνευματική εμπειρία στην όλη μυστηριακή ζωή του όλου εκκλησιαστικού σώματος. Η άρρηκτη αλληλοπεριχώρηση ομολογίας της πίστεως και μυστηριακής εμπειρίας προσδιορίζει όχι μόνο το βαθύτερο περιεχόμενο, αλλά και τη διαχρονική αποστολή της ορθοδόξου θεολογίας, αφού η οποιαδήποτε αποσύνδεσή της από την αλληλοπεριχώρηση αυτή θα οδηγούσε σε ελλειματική η και αιρετική παρέκκλιση από την πίστη της Εκκλησίας. Υπό την έννοια αυτή, ο άγιος Ειρηναίος Λυώνος, ακροατής του αποστολικού μαθητού αγίου Πολυκάρπου Σμύρνης, απέρριπτε ως αιρετικές τις διδασκαλίες των Γνωστικών του Β αιώνος, επειδή δεν συμφωνούσαν με τη θεολογία του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Το ίδιο λοιπόν κριτήριο ίσχυε και για τη βεβαίωση της πιστότητας της ομολογουμένης από την Εκκλησία πίστεως προς την αποστολική παράδοση, «ημών γαρ σύμφωνος η γνώμη» (=διδασκαλία) τη ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην» (Κατά αιρέσεων, IV, 18, 5).
Συνεπώς, η μυστηριακή εμπειρία της Εκκλησίας, με επίκεντρο το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας φανερώνει στην πνευματική ζωή των πιστών το όλο μυστήριο της εν Χριστώ θείας οικονομίας, γι αυτό η θεολογία των ι. μυστηρίων υπήρξε πάντοτε βασική πηγή και αμετάθετο κριτήριο για τη θεολογική ερμηνεία της πίστεως της Εκκλησίας. Την εκκλησιαστική αυτή συνείδηση εκφράζει ο άγιος Ειρηναίος, τονίζων ότι «τούτο το κήρυγμα παρεληφυΐα και ταύτην την πίστιν η Εκκλησία, καίπερ εν όλω τω κόσμω διεσπαρμένη, επιμελώς φυλάσσει, ως ένα οίκον οικούσα, και ομοίως πιστεύει τούτοις, ως μίαν ψυχήν και την αυτήν έχουσα καρδίαν και συμφώνως κηρύσσει και παραδίδωσιν, ως εν στόμα κεκτημένη» (Κατά αιρέσεων, Ι, 10, 2).
2. Η θεολογία των εγκρίτων Πατέρων της Εκκλησίας ανέδειξε συστηματικότερα το θεολογικό βάθος τόσο της μυστηριακής εμπειρίας του εκκλησιαστικού σώματος, όσο και της άρρηκτης συζυγίας της ορθοδοξίας της πίστεως με τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, η οποία διέπει όλες τις θεσμικές εκφράσεις όχι μόνο της οργανώσεως η της λειτουργίας της Εκκλησίας, αλλά και της πνευματικής ζωής των μελών της. Η αναγωγή της πατερικής παραδόσεως από την εκκλησιαστική συνείδηση σε αδιαμφισβήτητο κριτήριο της αυθεντικής συνέχειας της αποστολικής παραδόσεως υπήρξε σημαντική συμβολή στη θεολογική ερμηνεία της παραδιδομένης από την Εκκλησία πίστεως τόσο για την πνευματική οικοδομή του εκκλησιαστικού σώματος, όσο και για έναν εποικοδομητικό διάλογο με την ελληνική φιλοσοφική ανθρωπολογία και κοσμολογία.
Ο διάλογος αυτός προέκυψε από την οξύτατη διαλεκτική αντιπαράθεση μεταξύ της εκκλησιαστικής ορθοδοξίας και των ακραίων αιρετικών προκλήσεων για την ερμηνεία της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό και με τον κόσμο, η οποία εντασσόταν στη διαδικασία προσλήψεως του ανθρωπίνου γένους στη νέα εν Χριστώ πραγματικότητα και εκκλησιαστικοποιήσεως του κόσμου. Υπό την έννοια αυτή, το πρόσωπο και το έργο του Χριστού, το οποίο προσδιορίζει και την ταυτότητα της Εκκλησίας, τέθηκε στο επίκεντρο της διαλεκτικής αυτής αντιπαραθέσεως και απασχόλησε όχι μόνο τους εγκρίτους Πατέρες, αλλά και τις επτά Οικουμενικές συνόδους της πρώτης χιλιετίας του ιστορικού βίου της Εκκλησίας, οι οποίες διακήρυξαν αφ ενός μεν τη φυσική θεότητα του Υιού και του αγίου Πνεύματος (τριαδολογία), αφ ετέρου δε την τέλεια ανθρωπότητα του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού (χριστολογία).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζεται επισήμως ως η Εκκλησία των Πατέρων και των Οικουμενικών συνόδων σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο, έχει δε τη σαφή συνείδηση ότι αποτελεί την αυθεντική συνέχεια της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, η οποία θεμελιώνεται στην άρρηκτη σχέση Χριστού και Εκκλησίας. Η σχέση αυτή ορίζεται από τη βιβλική και την πατερική παράδοση αφ ενός μεν ως πρόσληψη της Εκκλησίας στην ανθρωπότητα του Χριστού κατά την ενανθρώπηση, αφ ετέρου δε ως το προεκτεινόμενο «σώμα Χριστού» στην ιστορία της σωτηρίας για να ζήση ο κόσμος, γι αυτό η χριστοκεντρική οντολογία της Εκκλησίας, η οποία βιώνεται συνεχώς στη μυστηριακή της ζωή (βάπτισμα, χρίσμα, Θεία Ευχαριστία), επιβεβαιώνεται συνεχώς από τη θεολογία των εγκρίτων Πατέρων της Εκκλησίας και την πνευματική εμπειρία των πιστών. Προφανώς, η άρρηκτη σχέση χριστολογίας και εκκλησιολογίας στην ορθόδοξη Παράδοση, η οποία ατόνησε μετά το σχίσμα του ΙΑ αιώνος (1054) στην Εκκλησία της Δύσεως με την καθιέρωση από τη σχολαστική θεολογία του ασαφούς όρου «μυστικόν σώμα Χριστού» (corpus Christi mysticum) για τον χαρακτηρισμό τόσο του ευχαριστιακού, όσο και του εκκλησιαστικού «σώματος Χριστού». Οι συνέπειες της θεολογικής αυτής παρεκκλίσεως υπήρξαν επαχθείς όχι μόνο για την εσωτερική ενότητα της Εκκλησίας της Δύσεως (Προτεσταντική Μεταρρύθμιση), αλλά και για την απαξίωση της σχολαστικής θεολογίας στη ζωή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στη σύνοδο του Τριδέντου (1545-1563). Συνεπώς, το μοναδικό προνόμιο της ορθοδόξου θεολογίας να τρέφεται συνεχώς από την πλούσια και αστείρευτη πηγή της Πατερικής παραδόσεως, καίτοι ορισμένες τάσεις σε ορισμένες εποχές υπερτόνισαν το γράμμα αντί του πνεύματος των θεολογικών της προτάσεων, αποτελεί αμετάθετη βάση και της σύγχρονης αποστολής της όχι μόνο για την αρμονική λειτουργία των διορθοδόξων σχέσεων, αλλά και για τον εποικοδομητικό διάλογο με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες η Ομολογίες.
3. Η ορθόδοξη θεολογία των νεωτέρων χρόνων, κατά κοινή αναγνώριση, όφειλε πολλά στις ακμαίες Θεολογικές Ακαδημίες της Ρωσσίας, ιδιαίτερα δε στην Ακαδημία της Αγίας Πετρουπόλεως, αφ ενός μεν γιατί ανέδειξαν με εντυπωσιακό ερευνητικό ζήλο τις θεμελιώδεις θεολογικές αρχές της Πατερικής θεολογίας για όλους τους τομείς της πνευματικής αποστολής της Εκκλησίας στη νέα πραγματικότητα του κόσμου, αφ ετέρου δε γιατί ανέλαβαν το βάρος της προωθήσεως ενός εποικοδομητικού διαλόγου της ορθοδόξου θεολογίας με τα μεγάλα φιλοσοφικά ρεύματα του χριστιανικού κόσμου της Δύσεως, ο οποίος ήταν αναγκαίος για την εκτόνωση των ακραίων τάσεων της Ιδεολογίας και του Μοντερνισμού. Η ανεκτίμητη αυτή προσφορά της ρωσικής θεολογίας στην ορθόδοξη παράδοση αναπτύχθηκε με την ολόθυμη υποστήριξη, αλλά και με τον αυστηρό έλεγχο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσσίας για να μην αλλοιωθούν η αποδυναμωθούν τα καθιερωμένα κριτήρια της Πατερικής παραδόσεως για τη μυστηριακή εμπειρία και την πνευματική ζωή των ορθοδόξων λαών, όπως συνάγεται από τις σχετικές συνοδικές αποφάσεις (προσωρινή απαγόρευση των έργων του μεγάλου θεολόγου Α. Χομιακώφ κ.α.).
Η σημασία της προσφοράς αυτής κατανοείται πληρέστερα, αν συνεκτιμηθή το γεγονός ότι στα νεοσύστατα κράτη των ορθοδόξων λαών αποδυναμώθηκε η σχέση της θεολογίας από την παραδοσιακή εποπτεία της ποιμαίνουσας Εκκλησίας, αφού οι Θεολογικές Σχολές εντάχθηκαν στα Πανεπιστήμια και τέθηκαν υπό τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας για να περιορισθή σε αυτές η επιρροή της Εκκλησίας. Οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες βρέθηκαν ανέτοιμες να αντιμετωπίσουν τα πολιτειοκρατικά σύνδρομα μιας αθέμιτης συζυγίας κρατικής εξουσίας και εκκοσμικευμένης ιδεολογίας, η οποία απέρριπτε την παραδοσιακή πνευματική σχέση των ορθοδόξων λαών με την Εκκλησία τους. Οι τραγικές συνέπειες της αθέμιτης αυτής συζυγίας για τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι γνωστές, υπήρξαν δε ιδιαίτερα επαχθείς για την ορθόδοξη θεολογία μέχρι τα τέλη του περασμένου αιώνα, αλλ η μυστηριακή ζωή του ορθοδόξου εκκλησιαστικού σώματος κάλυπτε πλήρως πάντα τα ελλείποντα και βεβαιωνόταν από το εξαιρετικό κύρος της Πατερικής παραδόσεως. Συνεπώς, οι ορθόδοξοι λαοί αντιμετώπισαν με εντυπωσιακή ιστορική αντοχή την περίοδο των δοκιμασιών συνηγμένοι γύρω από την Αγία Τράπεζα, στην οποία υπερβαίνονται όλες οι συγχύσεις και οι διασπάσεις του κόσμου.
Σήμερον όμως έχουμε πλήρη συνείδηση της ανάγκης ανανεώσεως του θεολογικού λόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας για την ενίσχυση όχι μόνο της εσωτερικής ενότητας των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία δοκιμάζεται από τις παλαιές και από τις σύγχρονες αποσχιστικές τάσεις, αλλά και των διορθοδόξων σχέσεων για την αξιόπιστη προβολή της ορθοδόξου μαρτυρίας στους εγγύς και τους μακράν, υπό την αιγίδα της Μητρός Εκκλησίας στα σύγχρονα πιεστικά προβλήματα του ανθρώπου και του κόσμου. Η ομοφροσύνη των Ορθοδόξων Εκκλησιών σε σοβαρά ζητήματα πίστεως η κανονικής τάξεως έχει ήδη βεβαιωθή με τη σύγκληση και τις αποφάσεις των τεσσάρων Πανορθοδόξων Διασκέψεων της δεκαετίας του 1960 (Ρόδος, 1961, 1963, 1964, και Σαμπεζύ Γενεύης, 1968), όπως επίσης και με την πολύπλοκη διαδικασία προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας στις συνελεύσεις της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής (Σαμπεζύ, 1971, 1986, 1990, 1993, 2009, 2010) και των Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων (Σαμπεζύ, 1976, 1982, 1986, 2009). Εν τούτοις, δεν έχουν ακόμη εξαλειφθή εθνοφυλετικές προλήψεις του παρελθόντος η δικαιοδοσιακές συγχύσεις του παρόντος, οι οποίες προκαλούν ανεπιθύμητες εντάσεις στις διορθόδοξες σχέσεις και δυσχεραίνουν την ολοκλήρωση της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Βεβαίως, η αξιόπιστη μαρτυρία της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο προϋποθέτει την κατάλληλη θεολογική ανάπτυξη των προφανώς επωφελών για την Ορθόδοξη Εκκλησία διεκκλησιαστικών σχέσεων οι οποίες είναι αναγκαίες όχι μόνο για την υποστήριξη των εγκατεστημένων σε ετερόδοξα περιβάλλοντα ορθοδόξων κοινοτήτων της Διασποράς, αλλά και για την αναχαίτιση της αθεμίτου δράσεως των ετεροδόξων προπαγανδών στους ορθοδόξους λαούς της Ανατολής. Υπό το πνεύμα αυτό, η σύγχρονη αποστολή της ορθοδόξου θεολογίας δεν εξαντλείται μόνο στην ανανέωση της σχέσεώς της προς την Πατερική παράδοση, αλλ εκτείνεται και στην αξιοποίηση της παραδόσεως αυτής για την αυθεντικότερη ανταπόκρισή της στα σύγχρονα προβλήματα του ανθρώπου. Άλλωστε, οποιαδήποτε αποδύνδεση της ορθοδόξου θεολογίας από τις θεμελιώδεις αρχές της Πατερικής παραδόσεως συνεπάγεται την άμεση η έμμεση αποσύνδεσή της και από την αυθεντική θεολογική ερμηνεία της μυστηριακής εμπειρίας του εκκλησιαστικού σώματος, με αρνητικές συνέπειες τόσο στην αξιοπιστία των θεολογικών της προτάσεων, όσο και στην πνευματική ζωή των πιστών.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η Αγία Γραφή, η μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και η Πατερική παράδοση, όπως ανακεφαλαιώθηκαν στις δογματικές αποφάσεις των επτά Οικουμενικών συνόδων, διακήρυξαν την πίστη της Εκκλησίας σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα για τον Θεό, τον άνθρωπο και τον κόσμο με γνώμονα το όλο μυστήριο της εν Χριστώ θείας οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Η διακήρυξη αυτή έγινε υπό την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος και ερμηνεύθηκε με τη θεολογία των εγκρίτων Πατέρων της Εκκλησίας, γι αυτό και δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση, αφού βιώνεται συνεχώς στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Υπό την έννοια αυτή, η σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία οφείλει να συντονισθή προς τη διακήρυξη του αποστόλου Παύλου για την αποστολή των αποστόλων ως των αυθεντικών «μαρτύρων» του λυτρωτικού έργου του Χριστού: «Ούτως ημάς λογιζέσθω άνθρωπος, ως υπηρέτας Χριστού και οικονόμους μυστηρίων Θεού. Ο δε λοιπόν ζητείται εν τοις οικονόμοις, ίνα πιστός τις ευρεθή» (Α Κορ. 4, 1-2). Συνεπώς, αποστολή της θεολογίας σε κάθε εποχή, και ιδιαίτερα στη δική μας, είναι να διαφυλάξη αλώβητη την άρρηκτη σχέση του λόγου της θεολογίας με τον λόγο της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας, αφού η σχέση αυτή είναι έργο του αγίου Πνεύματος για να μορφωθή εν ημίν Χριστός, γι αυτό ο Μ. Αθανάσιος συνοψίζει σε μία σύντομη φράση το όλο περιεχόμενο της μυστηριακής εμπειρίας των πιστών, τονίζοντας ότι, με τη συμμετοχή μας στα ι. μυστήρια, «το Πνεύμα ποτιζόμενοι, τον Χριστόν πίνομεν» (Επιστολή Α' πρός Σεραπίωνα, PG 26, 576).