Σήμερα, ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει, καί ἡ ἰδια ἡ πόλη σας τιμᾶ, τή μνήμη τῶν πολιούχων της ἁγίων Νικάνδρου, ἐπισκόπου Μύρων καί Ἰωαννικίου ὁσίου τοῦ Μεγάλου, ἡ ἱστορική καί ἡρωική Ἀριδαία γιορτάζει τά Ἐλευθέριά της. Ἡ σημερινή μέρα μᾶς γεμίζει μέ πρόσθετη χαρά, καθώς ἀπό χθές δεχτήκαμε ὅλοι τήν εὐλογία ἀποτμήματος τῶν ἱερῶν καί χαριτόβρυτων λειψάνων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀπό τήν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, ἡ ἀπελευθέρωση τῆς ὁποίας προωδοποίησε καί τήν ἔλευση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στήν περιοχή τῆς Ἀλμωπίας.
Τό ἴδιο τό γεγονός τῆς ἀπελευθέρωσης, ὡς πραγματοποίησης τοῦ Ἐθνικοῦ ὀνείρου, τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου πόθου, εἶναι μοναδικό καί συνταρακτικό, καθώς ἐπαναδιεμόρφωσε τόν ὁρίζοντα τῶν Ἑλληνικῶν συνόρων ὕστερα ἀπό πέντε περίπου αἰῶνες Ὀθωμανικῆς κατοχῆς. Ἔκτοτε ἡ Ἀριδαία καί ἡ εὐρύτερη περιοχή τῆς Ἀλμωπίας ἐνσωματώθηκαν στήν ἑλληνική ἐπικράτεια καί ἀκολούθησαν τήν ἀπ’ αἰώνων κοινή πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅπως αὐτή εἶχε ἐκκινήσει ἀπό τῶν ἀρχαιοτάτων καί προϊστορικῶν ἀκόμα χρόνων.
Ἀπό τό λυκαυγές τῆς ἱστορίας καί σέ ὅλη τήν μακραίωνα διαδρομή της, ὡς κοιτίδα τῶν Μακεδόνων καί μέσα ἀπό τούς βυζαντινούς χρόνους, τίς αἱρέσεις καί τίς σλαβικές ἐπιδρομές, ὅπως καί κατά νεώτερες περιόδους δύσκολες, ἡ γενέτειρά σας ἀπετέλεσε ἱστορικό προπύργιο, ἑστία καί σταθμό γιά τήν Ἑλλάδα καί τήν Ὀρθοδοξία. Κατά τή διάρκεια τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγώνα ἡ γενναία ἀντίσταση τῶν γηγενῶν κατοίκων ἀπέτρεψε τά σχέδια ἀφελληνισμοῦ τοῦ πληθυσμοῦ τῆς περιοχῆς, ἀλλά καί τόν σοβαρό κίνδυνο νά βρεθεῖ ἡ ἐπαρχία τῆς Ἀλμωπίας ἐκτός τῆς ἑλληνικῆς της ἀποκατάστασης. Ἰδιαίτερη συμβολή σέ αὐτό εἶχε ἡ ἡρωική μορφή τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Νικάνδρου, κατά κόσμον Ἀναστασίου Παπαϊωάννου, τοῦ ὁποίου ἡ δράση μπορεῖ νά παραλληλισθεῖ μέ τούς ἀγῶνες τῶν φλογερῶν κληρικῶν τῆς Ἐπανάστασης τοῦ Γένους καί ὅλα ὅσα αὐτοί προσέφεραν μέ ἀφοσίωση, μαχητικότητα καί αὐτοθυσία γιά τήν ἐλευθερία.
Τά μεγάλα ἐπιτεύγματα τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ στή Μακεδονία κατά τή διάρκεια τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ Πολέμου μετά τή νίκη στό Σαραντάπορο καί τήν ἀπελευθέρωση τῶν Σερβίων, τῆς Κοζάνης καί τῆς Κατερίνης, ἔφεραν τήν πολυπόθητη ἐλευθερία πρῶτα στήν Ἔδεσσα, στίς 18 Ὀκτωβρίου 1912, κι ἔπειτα στά Γιαννιτσά, ὕστερα ἀπό διήμερη πολυαίμακτη μάχη, ἡ ὁποία στάθηκε καί ἡ ἀποφασιστική νίκη γιά τήν κατάληψη τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἀριδαίας θά ἀκολουθήσει λίγες μέρες μετά, μέ τήν ἔλευση ἑνός τάγματος τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ ὕστερα ἀπό τήν ἐπιμονή καί οὐσιαστικά ὑπό τίς ὁδηγίες καί τόν συντονισμό τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Νικάνδρου καί τῶν συμπατριωτῶν του, ἀν-δρῶν γενναίων, καί πάντων ἀπό κοινοῦ ἐλευθερωτῶν τῆς πατρῴας γῆς.
Θά ξαναγεννηθοῦν σέ ὅλους μας αἰσθήματα δοξολογίας καί εὐχαριστίας πρός τόν Θεό γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ δικαίου καί τῆς εἰρήνης καί τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τήν κατοχή καί τήν καταπίεση, ἀλλά συγχρόνως καί ἡ σκέψη μας θά στραφεῖ μέ εὐλάβεια σ’ αὐτήν τήν προηγηθεῖσα, τόσο δυσχερῆ ἐποχή, μέ ὅλες τίς προσπάθειες νά ἀπομακρυνθεῖ ἡ Ἀριδαία ἀπό τή φυσική της ἱστορική πορεία, καί τήν σταθερή ἀντίσταση τοῦ λαοῦ, μέ πολλές θυσίες, ἀλλά πάντοτε μέ ὑψηλό καί ἀδούλωτο φρόνημα.
Μέ θαυμασμό καί συγκίνηση θυμόμαστε τήν ἀγωνία καί τούς ἀγῶνες γιά τήν διακράτηση τῆς Ἑλληνορθοδόξου ταυτότητας, ἀλλά καί τήν πίστη καί ἀφοσίωση μέχρι θυσίας καί αἵματος.
Ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἀνόσιες προσπάθειες ἀπέβησαν εἰς μάτην, καί τοῦτο ὀφείλεται βεβαίως στήν πίστη καί ἀποφασιστικότητα τῶν κατοίκων καί τό θυσιαστικό φρόνημα τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τῶν διδασκάλων, τῶν ἀνθρώπων τῶν γραμμάτων, τῶν τεχνῶν καί τοῦ ἐμπορίου, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἀνδρῶν καί τῶν γυναικῶν, τῶν γερόντων καί τῶν μικρῶν παιδιῶν ἀκόμα, πού ὅπως σήμερα ἔτσι καί τότε δέχονταν μέ σύνεση καί ἁπλότητα τό θησαύρισμα ἤθους καί παιδείας τῶν παλαιοτέρων. Ὀφείλεται ἐπιπλέον καί στή στοργική μέριμνα καί πνευματική ἐνίσχυση τῆς Ἐκκλησίας μας, πού πάντοτε στάθηκε τροφός καί κιβωτός καί παραστάτις τοῦ Γένους μας.
Πέντε αἰῶνες εἶναι πάρα πολλοί γιά τήν Ἱστορία. Ἀλλά «τό νά δείχνεις ὑπομονή στήν ἀδυναμία ἀπέναντι σέ ἀπρόβλεπτες δυσκολίες εἶναι σημάδι μιᾶς μεγάλης δύναμης, μιᾶς βέβαιης ἀνωτερότητας» (π. Δημήτριος Στανιλοάε). Ἡ νίκη βρίσκεται στήν ἀποκορύφωση καί ἔρχεται ὡς ἐπιστέγασμα τῶν ἀγώνων. Εἶναι ἀκόμη πιό δυνατό πράγμα νά δεχτεῖς τήν ἀδυναμία τῶν ἄλλων ὑπομονετικά καί μέ ἀγαθή βούληση. Τό πανανθρώπινο μήνυμα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας μας δέν τίθεται λοιπόν σέ ἀντιδιαστολή μέ τούς ἀγῶνες γιά ἐλευθερία καί τά ἐθνικά δίκαια. Οἱ Ἕλληνες ἀγωνιστές ὑπῆρξαν ἄνθρωποι μέ βαθειά φιλοθεΐα καί χριστιανική πίστη, καί ὅπως λέγει ὁ Γιῶργος Σεφέρης, ἐκεῖνος ὁ ἀγώνας ἦταν «γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, καθισμένη στά γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, πού εἶχε στά μάτια της ψηφιδωτό τόν καημό τῆς Ρωμηοσύνης».
Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἀντίθετη στόν ρατσισμό, τόν σωβινισμό καί τόν πολεμοχαρῆ ἐθνικισμό· ἀποδέχεται ὅμως τόν πατριωτισμό καί τήν ἀνάγκη κάθε ἔθνους νά ζεῖ μέ εἰρήνη, ἐλευθερία καί ἐθνική ἀξιοπρέπεια. Στό Δευτερονόμιο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διαβάζουμε ὅτι «ὅτε διεμέριζεν ὁ Ὕψιστος ἔθνη, ὡς διέσπειρεν υἱούς Ἀδάμ, ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν κατά ἀριθμόν ἀγγέλων Θεοῦ», δηλαδή διδασκόμαστε ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους καί τῆς πατρίδος εἶναι ἐνταγμένη μέσα στό σχέδιο τῆς Θείας Προνοίας. Τό ἴδιο μᾶς βεβαιώνει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἀπό τόν Ἄρειο Πάγο τῶν Ἀθηνῶν διακηρύσσει ὅτι ὁ Θεός ὅρισε «τάς ὁροθεσίας», δηλαδή τά σύνορα τῆς κατοικίας τῶν ἐθνῶν. Ὅταν λοιπόν ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίζεται ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας καί τῆς πολιτιστικῆς ταυτότητος τοῦ ἔθνους μας δέν σημαίνει ὅτι ὑποτιμᾶ ἤ μισεῖ τά ἄλλα ἔθνη, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἀγάπη πρός τούς γονεῖς μας δέν σημαίνει ὅτι μισοῦμε τούς γονεῖς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἀντιθέτως ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τήν ἐθνική ἑτερότητα καί ἰδιαιτερότητα, κατά τίς ἑκάστοτε ἐπίγειες καί τοπικές ἱστορικές καί πολιτιστικές συναρτήσεις κάθε λαοῦ. Σέ ἄλλες δύ-σκολες γιά τόν λαό μας στιγμές ἡ Ἐκκλησία μας μάλιστα συνεδύασε τήν πατριωτική της δράση μέ τήν διακονία καί τήν κοινωνική προσφορά πρός κάθε συνάνθρωπο, ἀσχέτως φυλῆς ἤ θρησκείας, ὅπως δείχνει τό παράδειγμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ ὑπέρ τῶν Ἑβραίων συμπολιτῶν μας στην περίοδο τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καί τῆς Κατοχῆς.
Ὁ Ὅσιος Ἰωαννίκιος ὁ Μέγας ὑπῆρξε ἐπίσης στρατιώτης κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας τά βυζαντινά χρόνια, καί πολέμησε Σλάβους καί Βουλγάρους στίς τάξεις τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στρατοῦ. «Μετά ταῦτα» ὅμως, ὅπως λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, «τό βραβεῖον τῆς πίστεως ἥρπασε, καί πρόβατον γέγονεν ἀγαθότητος» (Εἰς ἐπιγραφὴν τοῦ νʹ ψαλμοῦ, PG 55, 568). «Ὅπου δέ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία», κατά τήν παύλεια ρήση, καθώς ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι «αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Ἰω. 5, 4), καί κατ’ ἐξοχήν ἀναπηγάζει ἀπό τό Κενό Μνημεῖο τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας. Τό ἀληθινά λοιπόν εὔδαιμον καί εὔψυχον καί ἐλεύθερον, κατά τόν Θουκυδίδη, μᾶς τό προσέφερε ὁ Ἐλευθερωτής Χριστός καί νικητής τοῦ θανάτου, ἀπό τῶν δεσμῶν τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί Ὑπέρμαχος Στρατηγός στάθηκε Προστάτιδα καί Σκέπη τῶν εὐσεβῶν καί φιλοχρίστων πάντοτε.
Γι’ αὐτό καί σήμερα συνεορτάζουμε καί συμπανηγυρίζουμε μαζί σας καί μέ τόν ἀγαπητό ἐν Χριστῷ ἀδελφό καί συλλειτουργό Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κ. Ἰωήλ τήν ἱερά ἐπέτειο τῆς ἀπελευθερώσεως — ἡμέρα ἱστορική, θεοβράβευτη, δεδοξασμένη. Εἴθε ὁ Πανάγιος Θεός, διά πρεσβειῶν τῶν πολιούχων Ἁγίου Νικάνδρου καί Ὁσίου Ἰωαννικίου τοῦ Μεγάλου, νά εὐλογεῖ, φωτίζει, ἁγιάζει, διακρατεῖ καί προστατεύει ἀπό πᾶσα ἐπιβουλή καί κάθε κίνδυνο τήν πόλη τῆς Ἀριδαίας, τήν Ἐκκλησία της, καί ὅλους τούς κατοικοῦντες στήν εὐλογημένη αὐτή περιοχή της Μακεδονίας μας.