Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Ἐπέλεξα ὡς θέμα τῆς σημερινῆς μου ὁμιλίας «Ἕνα Βοιωτικό Μοναστήρι - Μάρτυρας μιᾶς Νεοελληνικῆς Νοοτροπίας». Πρόκειται γιά τό Μοναστήρι τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν τοῦ Δήμου Θίσβης Βοιωτίας. Χτίστηκε ἀνάμεσα σέ ἄλλα Μοναστήρια στή Νότια πλευρά τοῦ Ἑλικῶνα, πού καταλήγει στά δαντελωτά παράλια τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου (φωτ. 1,2,3)) κάτω ἀπό τόν κακοτράχηλο ὄγκο τῆς Παλιοβούνας καί κοντά στά τείχη τῆς ἀρχαίας Βοιωτικῆς πόλεως τῶν Κορσιαίων.

Στόχος μου σήμερα δέν εἶναι οὔτε ἡ ἀρχιτεκτονική οὔτε ἡ εἰκονογραφική οὔτε κἄν ἡ καθόλου ἀρχαιολογική μελέτη καί ἀνάπτυξη τοῦ ἀξιόλογου αὐτοῦ μνημείου, ἀλλά ἡ ἔκφραση τοῦ παραπόνου του, καθώς μένει μόνο σκέλεθρο στή μανία τῆς φύσεως, κτυπημένο ἀπό τήν φθορά τοῦ χρόνου, τίς ἱστορικές περιπέτειες, τήν ἀπληστία καί τήν ἄγνοια τῶν ἀνθρώπων καί περισσότερο ἀπό τήν σύγχρονη νοοτροπία τῆς ἐγωπάθειας τοῦ ἀτομισμοῦ καί τοῦ βολέματος τοῦ νεοέλληνα.

Μᾶς ὑποδέχεται τό μαρμάρινο θύρωμα τοῦ Μοναστηριοῦ, ἡ ὄψις τοῦ ὁποίου μαρτυρεῖ τήν ἐγκατάλειψή του (φωτ.4.) Ἀπό αὐτό περνᾶμε καί ἀντικρύζουμε, τήν δυτική πλευρά τοῦ καθολικοῦ μέ τό ταπεινό καμπαναριό του, τοῦ ναοῦ πού εἶναι ἀφιερωμένος στούς «Παμμέγιστους Ταξιάρχες». (φωτ. 5,6,7).

Ὅπως βλέπουμε (φωτ.8) τό περίγραμμα τοῦ Μοναστηριοῦ ἀκολούθησε τόν συνιθισμένο στά βυζαντινά χρόνια τύπο. Ἕνα τετράπλευρο οἰκοδομικό συγκρότημα μέ κτίριο πού καλύπτει τίς καθημερινές λειτουργικές ἀνάγκες:Κελλιά, Τράπεζα, Μαγειρεῖο, Ἀρχονταρίκι, Ξενῶνες Βορδοναρειό, Ἀποθῆκες καί τόσα ἄλλα. Ὅλα περιβάλλουν τόν Ναό, τό Καθολικόν, πού εἶναι τό κέντρον τῆς ὅλης μοναστηριακῆς ζωῆς. Ἐδῶ ὁ Ναός δέν βρίσκεται στό κέντρο τῆς αὐλῆς, ἀλλά λόγῳ τῆς μορφολογίας τοῦ ἐδάφους εἶναι σχεδόν προσκολλημένος στή βόρεια πτέρυγα.

Ἡ εἴσοδος στό Μοναστήρι γίνεται ἀπό τήν Δυτική πλευρά. Ἡ ἄλλοτε βοηθητική εἴσοδος ἀπό τήν Ἀνατολική (τό παραπόρτι) ἔχει καταστραφεῖ.

Ὁ ναός (φωτ.9 ) ἀποτελεῖται ἀπό τό ἱερό, τόν κυρίως ναό καί τόν νάρθηκα. Μεταγενέστερα κτίσθηκε καί προστατευτικός ἐξωνάρθηκας, τοῦ ὁποίου σήμερα σώζονται μόνο τά θεμέλια (10,11 φ.).

Στήν ἐσωτερική δυτική πλευρά τοῦ κυρίως Ναοῦ καί πάνω ἀπό τήν κεντρική εἴσοδο σώθηκε ἡ ἐπιγραφή πού μᾶς πληροφορεῖ ὅτι: (φωτ. 12, 13).

ΑΝΕΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΚΑΙ ΑΝΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΟΣ ΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ ΕΠ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΩΝ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΥ ΕΝ ΜΟΝΑΧΟΙΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΑΥΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΥΡ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΩΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΛΟΓΙΩΤΑΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΑΓΑΠΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΘΗΒΩΝ ΕΝ ΕΤΙ ΑΨΞS (1766) ΔΙΑΧΕΙΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΑΝΟΥ.....] ΠΑΤΕΡΩΝ ΠΑΠΑ ΚΥΡ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ... [ΙΡΟ] ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ [.......] ΚΥΡ [ΕΥ........] ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΕΥΗΜΕΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΥΤΗΣ ΜΟΝΗΣ κ΄ ΚΥΡ ΜΕΛΕΤΙΟΥ.....

Ἡ παράδοση θέλει τήν ἀνέγερση τοῦ μοναστηριοῦ στόν 12ον μ.χ. αἰῶνα . Φαίνεται ὅτι τοῦτο ἔχει δόση ἀληθείας, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τό μικρό μαρμαροθέτημο πού διασώθηκε στό δάπεδο τῆς πλευρᾶς τοῦ διακονικοῦ (φωτ. 14) .

Καταστράφηκε ὅμως ὁ ἀρχικός ναός καί στή θέση του καί μάλιστα πάνω στά θεμέλια του κτίσθηκε ὁ σημερινός, ὅπως ἀναφέρεται στήν ἐπιγραφή.

Τό ἔτος τῆς ἀνεγέρσεως καί ἁγιογραφήσεως τοῦ καθολικοῦ δηλ. τό 1766, τά μέσα περίπου τοῦ 18ου φαίνεται, ὅτι ἡ περιοχή πού εἶναι ἀποκεκομμένη ἀπό τήν ἄλλη Βοιωτία, λόγῳ τοῦ ὀρεινοῦ ὄγκου τοῦ Ἑλικῶνα παρουσιάζει μίαν ἄνθηση. Ἀνεγείρονται Μοναστήρια καί Μετόχια, ὅλα φροντισμένα:μέ ἁγιογραφίες, κειμήλια, εἰκόνες καί πλούσιες βιβλιοθῆκες μέ χειρόγραφα, κώδικες καί ἐκδόσεις Βενετίας.

Τοῦτο φαίνεται καλύτερα ἀπό τό σωσμένο τούρκικο χοτζέτι τοῦ ἔτους 1764(φωτ. 15, 16) πού καθορίζει μέ λεπτομέρεια τά ὅρια τῆς περιουσίας καί ἰδιόκτητης περιοχῆς τοῦ γειτονικοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ ὁσίου Σεραφείμ πού λέγεται Δομπός.

Ἀπέραντοι ἐλαιῶνες, πλούσια κτηνοτροφία, ἄλλες γεωργικές καλλιέργειες, ἐπικοινωνία μέ δικά τους πλωτά μέσα μέ τήν ἀπέναντι πελοποννησιακή γῆ, ἰδιωτικός ἀρσανᾶς (λιμάνι). Ὅλα αὐτά θά ἐξελιχθοῦν σέ ὑποδομή καί στήριξη τοῦ ἀγῶνα στή Ρούμελη κατά τοῦ Κατακτητῆ.

Ὁ ἀρχιτεκτονικός τύπος τοῦ ναοῦ (φωτ.17) εἶναι ἁπλός δικιόνιος σταυροειδής ἐγγεγραμμένος μέ τροῦλο. Ἐξωτερικά ὁ ναός δέν φανερώνει ἀπόλυτα τήν θολοδομή τοῦ ἐσωτερικοῦ. Ἡ κάλυψη τῶν δυτικῶν γωνιακῶν διαμερισμάτων γίνεται μέ ἀσπίδες ἐπί λοφίων (φουρνικά) ἐνῶ τῶν ἀνατολικῶν (παραβήματα ) μέ ἡμικυκλικούς θόλους.

Ὁ Ναός ἦταν κατάγραφος μέ καλήν τέχνην τοιχογραφίας, πού ἔχει ὅμως ὑποστεῖ φοβερή καταστροφή ἀπό τήν ὑγρασίαν καί τίς φωτιές πού ἄναβαν τούς χειμῶνες μέσα στόν ναό (18,19).

Καλύτερα διατηρήθηκαν ἐκεῖνες τοῦ Ἱεροῦ:

Στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ, τό ἀρχιτεκτονικό ἐκεῖνο κομμάτι, πού συνδέει τό δάπεδο τοῦ Ναοῦ μέ τόν τροῦλλο, τήν γῆ μέ τόν οὐρανό, ἐξεικονίσθηκε ἡ μεσίτρια, ἡ Πλατυτέρα. Ὑπάρχει τό συμπίλημα ΜΡ-ΘΥ καί ἡ ἐπιγραφή ἡ Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν. (φωτ.20).

Φοράει τό χαρακτηριστικό μαφόριον, κρατᾶ στό στῆθος της τό μικρό Ἰησοῦ καί ἁπλώνει τήν ἀγκάλην πρός τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Τήν περιβάλλουν δύο σιβίζοντες ἄγγελοι (φωτ.πλ. 21). Πιό κάτω σέ ζώνη παριστάνεται ἡ Θεία μετάληψις. (φωτ. 22). Χαμηλότερα κυκλώνουν τό θυσιαστήριο Ἱεράρχες μέ πολυσταύρια φελώνια καί κρατῶντας εἰλητάρια μέ λειτουργικές εὐχές. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (φωτ. 23), ὁ Ἱερός Χρυσόστομος μέ εἰλητάριο πού γράφει «καί ποίησον τόν ἄρτον τοῦτον......(φωτ. 24.), ὁ Ἅγιος Βασίλειος μέ τό κείμενον «Οὐδείς ἄξιος τῶν συνδεδεμένων.......(φωτ.25). καί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος μέ τή γραφή «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας Ἀχράντου .......(φωτ. 26) ».
Ἐπίσης στό Διακονικόν σώζονται πολύ καλά οἱ τοιχογραφίες.
α) Τοῦ Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν καί πιό κάτω ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τό μονόγραμμα ΙC. ΧR. ὡς ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑΣ ΑΡΧΙΕΡΕΥΣ. (ΦΩΤ. 27).
Ἐκ τῶν διακόνων διακρίνονται μέ τήν διακονικήν στολήν του ὁ Πρόχoρος (φωτ. 28), ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος (φωτ. 29), ὁ Παρμενᾶς (φωτ. 30), ὁ Νικάνωρ (φωτ. 31).

Στήν ἐπιφάνεια τοῦ ἱεροῦ διασώθηκαν οἱ Μορφές τῶν ἁγίων:
Ἐπιφανίου (φωτ.32). Μητροφάνους : Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου.
Ἱεροθέου (φωτ. 33) Γρηγορίου Νύσσης: Ἀνθίμου
Γερμανοῦ (φωτ.34) Πρόκλου Σιλβέστρου
Νικηφόρου (φωτ.35) Κυρίλλου
Ἰακώβου (φωτ.36)
Ταρασίου, Γρηγορίου Παλαμᾶ
Πολυκάρπου, Βλασίου
Μεθοδίου, Κλήμη

Στήν κόγχη τῆς προθέσεως διεσώθη ἡ παράστασις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου μέ τήν ἐπιγραφήν «πρόσχωμεν τά προηγιασμένα ἅγια τοῖς ἁγίοις….» καί τοῦ Ἁγ. Ἀμβροσίου μέ τό εἰλητήριον «Κατά τήν δωρεάν τοῦ Χριστοῦ σου μεθ’ οὗ εὐλογητός εἶ….»

Ὁ Κυρίως Ναός ἔχει ὑποστεῖ, ὅπως ἤδη ἐλέχθη τίς περισσότερες καταστροφές: (φωτ. 37,38).

σώζονται οἱ μορφές τῶν ἁγίων:
Ἰωάννου τῆς Κλίμακος (φωτ. 39)
Ἀνδρέου Κρήτης (φωτ. 40)
Ἁγ. Σπυρίδωνος (φωτ. 41)

Στό Νάρθηκα, πάνω ἀπό τήν Κεντρική Εἴσοδο δεσπόζει μία ἐντυπωσιακή παράσταση τῆς Θεοτόκου μέ τήν ἐπιγραφήν:

«τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σέ ἀνατίθημι
Μῆτερ τοῦ θεοῦ φύλαξον ἡμᾶς ὑπό τήν σκέπην σου» (φωτ. 42)

Στίς ἐξωτερικές ἐπιφάνειες τοῦ ναοῦ φαίνεται ἡ ἐγκατάλειψις καί ἡ λεηλασία.
Στήν εἰκόνα βλέπουμε τό παλαιοχριστιανικό ἀνάγλυφο (φωτ. 43) πού ἐκλάπη ἀπό τήν θέση του ὅπως βλέπετε (φωτ. 44).
Ἀκόμη οἱ διακοσμημένες ἐπιφάνειες μέ τά σκυφία, τά ρόδια πινάκια, δείχνουν τίς ἄδειες θέσεις ὅπως τίς ἄφησαν βέβηλα χέρια (φωτ. 45,46,47).
Βλέπετε ἀκόμη μερικές εἰκόνες τῶν κατεστραμένων χώρων (φωτ. 48,49,50,51,52,53).
Στόν ξεσηκωμό του Γένους κατά τοῦ Τούρκου κατακτητή οἱ νεώτεροι πατέρες τῆς Μονῆς μαζί μέ ἄλλους τῶν γειτονικῶν μοναστηριῶν ἀκολούθησαν τούς ὁπλαρχηγούς καί μετά τήν ἀπελευθέρωση καί ἀνασυγκρότηση τοῦ Κράτους ἐπέστρεψαν ἐλάχιστοι.

Ἡ ἔλευσις τοῦ νεαροῦ Βασιλέως Ὄθωνος καί κυρίως ἡ Ἀντιβασιλεία αὐτοῦ, ἔφεραν μαζί τους καί τό δῆθεν «ἀνανεωμένο πνεῦμα τῆς Δύσεως». Τό ἀπό 25 Σεπ. (7 Ὀκτ.) 1833 διάταγμα σήμανε τήν καταστροφήν ὄχι τόσο τήν οἰκονομικήν ὅσο τήν πολιτισμικήν τῶν Μοναστηριῶν καί τῆς χώρας μας.

ΟΘΩΝ κτλ.
«Α΄. Ὅλα τά ἐγκαταλελειμμένα ἤδη καί ἕρημα μοναστήρια καί μοναστηριακά κτήματα θέλουν εἰσοδεύεσθαι ἀπό τοῦ νῦν διά τῶν γενικῶν Ἐφόρων εἰς λογαριασμόν τοῦ δημοσίου καί πρός τήν σκοπουμένην βελτίωσιν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς Παιδείας.
«Β΄. Ὑπό τήν αὐτήν κατηγορίαν ὑπάγονται καί τά ἐν τῷ ὑπό γράμμα Β. καταλόγῳ τῆς Συνόδου σημειούμενα μοναστήρια, ἐν οἷς ὀλίγοι τινές μονάζουν ἀκόμη καί νῦν, ὄχι πλέον τῶν 6 μοναχῶν, ἀφοῦ οὗτοι μετατεθῶσιν εἰς ἄλλα μοναστήρια.
«Γ΄. Πρός τοῦτο θέλουν προσκληθῇ οἱ Νομάρχαι νά ἀναφέρωσιν εἰς ποῖον τῶν διατηρουμένων μοναστηρίων ἐπιθυμοῦν νά μετατεθοῦν οἱ μοναχοί οὗτοι, καί κατά τήν ἀναφοράν τούτων ἡ Γραμματεία συνεννοηθεῖσα μετά τῆς Συνόδου, θέλει ἐνεργήσει, ὅσον ἔνεστι τάχιον καί καταλληλότερον, τήν ποθουμένην ἑνός ἑκάστου μετάθεσιν.
«Δ΄. Ὅλων τούτων τῶν μοναστηριακῶν (κτημάτων) καί τῶν αὐτοῖς προσανηκόντων δικαιωμάτων καί κινητῶν θέλουν ἐκτεθῇ καί διευθυνθῇ εἰς τήν Γραμματείαν ἀκριβεῖς περιγραφικοί κατάλογοι μετά περιληπτικῶν ἀναφορῶν περί τῆς ἐπωφελεστέρας χρήσεώς των, ἀλλ’ ἄνευ τινός ἀναβολῆς
πρέπει νά διαταχθῇ ἡ ἀπόπειρα τῆς ἐπί ὡρισμένῳ χρόνῳ μισθώσεως περί τήν διαρρήδην ἐπιφύλαξιν τοῦ δικαιώματος τῆς ἀνωτάτης ἐγκρίσεως, πρός ἐπιτυχίαν τῆς ὁποίας πρέπει νά τεθῶσιν ὑπ’ ὄψιν αἱ ἀπό τάς ὑπαλλήλους Ἀρχάς γενόμεναι διαπραγματεύσεις.
«Ε΄. Αἱ περί τῆς μισθώσεως αὐτῆς συνθέσεις θέλουν ἀφεθῆ κατ’ ἀνάγκην εἰς τάς ἐξωτερικάς ἀρχάς (τούς Νομάρχας), ἐπειδή οὔτε τό ποσόν καί ποιόν τῶν πραγμάτων τούτων, οὔτε αἱ τοπικαί σχέσεις εἶν’ ἀκριβῶς γνωστά, οὐδ’ ἐκ τῶν προκειμένων πρακτικῶν δυνατόν νά ἐξακριβωθοῦν˙ ἀλλ’ ἐν τούτοις δέν πρέπει νά παραμεληθῇ ἡ διά σχετικῶν ἀξιοχρέων ἐγγυήσεων ἐκ μέρους τῶν μισθωτῶν ἐξασφάλισις τοῦ δημοσίου, καθόσον οἱ μισθωταί οὗτοι δέν εἶναι ἱκανῶς γνωστοί, μ’ ὅλα τά δικανικά χαρακτηριστικά ἐφωδιασμένα, ὑποκείμενα.
«ΣΤ΄. Ὡς πρός τήν μίσθωσιν τῶν μοναστηρίων (ὑπό ἀρ. 2), ἐν οἷς μονάζουσι κατά τό παρόν ὀλίγοι τινές ἀκόμη μοναχοί, θέλουν προτιμηθῇ αὐτοί οὗτοι ὡς μισθωταί, καί ἀφεθῆ ὡς τοιοῦτοι εἰς τήν κάρπωσιν τῶν μοναστηριακῶν, ἐάν τυχόν δέν προκρίνουν, ὡς ἀνωτέρω ἐρρέθη, νά μεταβῶσιν εἰς ἄλλα διατηρητέα μοναστήρια.
«Ζ’. Τά πρός τό παρόν καί μέχρις οὗ διατάξωμεν ἄλλο τι, διατηρητέα μοναστήρια θ’ ἀποδίδουν ἀπό τό καθαρόν προϊόν τῶν κτημάτων των τό δεκατημόριον πρός τόν ἀνωτέρω (ἄρθ. Α΄.) εἰρημένον σκοπόν, ὡς φόρον.
«Η΄. Ὅλων τούτων τῶν προϊόντων (φόρων) ἡ εἴσπραξις θέλει ἀφεθῇ καταλλήλως εἰς τούς Νομάρχες, δι’ ὧν θέλουν ἀποστέλλεσθαι εἰς ταμεῖον τῆς Ἐπικρατείας, τό ὁποῖον θέλει κρατεῖ ἰδιαίτερον περί τούτων λογαριασμόν.
«Θ΄. Ἡ διαχείρισις τῶν πρός βελτίωσιν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῶν σχολείων προσδιωρισμένων τούτων εἰσοδημάτων ἀνήκει ἀποκληστεικῶς εἰς τήν ἡμετέραν ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς Παιδείας Γραμματείαν.

Ἐν Ἀθήναις τήν 25 Σεπτεμβρίου (7 Ὀκτωβρίου) 1833.
«Ἐν ὀνόματι τοῦ Βασιλέως.
Ἡ Ἀντιβασιλεία ΑΡΜΑΝΣΠΕΡΓ, ΜΑΟΥΡΕΡ, ΕΙΔΕΚ».

Ἡ ἀπό 12ης Ὀκτωβρίου 1833 Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας, «πρός τούς κατά τήν ἐπικράτειαν Σεβ. Μητροπολίτας καί Ἐπισκόπους» εἰς ὑλοποίησιν τοῦ μνημονευθέντος βασιλικοῦ διατάγματος διαλαμβάνει τά ἑξῆς:
α. . . . τά μοναστήρια παραλαμβάνονται παρά τῆς Κυβερνήσεως εἰς λογαριασμόν τοῦ συνιστωμένου ἐκκλησιαστικοῦ ταμείου, ἐξ οὗ θέλουσι μισθοδοτεῖσθαι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς ἐπικρατείας καί ἄλλοι κληρικοί, καθώς καί οἱ διδάσκαλοι τῶν σχολείων καί θέλει συνιστᾶσθαι καί διατηρεῖσθαι πᾶν ὅ,τι ἀνάγεται εἰς τήν ἐκκλησίαν καί τήν παιδείαν θεοφιλές καί θεάρεστον. Πρός τοῦτον τό πρῶτον καί κύριο αὐτῶν σκοπόν θέλουσι χρησιμεύσει καί εἰς τό ἑξῆς∙ τά ἐξ αὐτῶν εἰσοδήματα, συντελοῦντα εἰς τήν διατήρησιν τοῦ κλήρου, εἰς τήν εὐκοσμίαν τῶν Ναῶν καί εἰς τήν δημόσιαν ἐκπαίδευσιν. Ὅθεν διετάχθησαν ἤδη οἱ κατά τόπους Νομάρχαι νά παραλάβωσιν τά ὑπό τάς δύο ταύτας τάξεις ὑπαγόμενα μοναστήρια.»
Κατά ταῦτα προσεκλήθησαν ἤδη ὑπό τῆς Κυβερνήσεως οἱ Νομάρχαι εἰς τό νά φροντίσωσιν ἐκ συμφώνου μετά τῶν γενικῶν ἐφόρων:
Νά ἐκτεθῶσιν εἰς δημοπρασίαν τά κτήματα.
Στά «Σωζόμενα» τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου καί στήν περιγραφή του διασώζεται τό ἔργο τῶν Νομαρχῶν καί τῶν ἐφόρων:
«Ὁ τοίνυν κατά χώραν Νομάρχης ἤ Ἔπαρχος . . . ἐπήρχετο καθ' ἕκαστον (μοναστήριον) ἐκτελέσων τό διατεταγμένον∙ συνεπήγετο δέ καί σφριγώντων ὑπηρετῶν ἀκολουθίαν πολλήν (ἀνθρώπων ἀγροίκων καί μηδόλως εἰδότων διαστέλλειν μεταξύ βεβήλου καί ἱεροῦ).
Καί τήν ἀναίρεσιν καί καταγραφήν τῶν τοῦ μοναστηρίου πραγμάτων ἐποιεῖτο τοιουτοτρόπως:
Πρῶτον μέν εἰσήει κατ' εὐθείαν εἰς τόν ναόν∙ οἱ δέ περί αὐτόν οἱ μέν τινες εἰσπίπτοντες, ἄλλοθεν ἄλλοι, ἀνέδην εἰς τά ἄδυτα τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου, συνήρπαζον ἀπό τῆς προθέσεως καί τῆς ἁγίας Τραπέζης τά τε ζωοδόχα Δισκοπότηρα καί τά Εὐαγγέλια καί τό Ἀρτοφόριον. Καί τἄλλα τά ἱερά σκεύη καί κειμήλια συναφήρπαζον, οἷον σταυρούς, περιζώνια, καί στολάς ἱερατικάς καί πάντα τά ἐντός τοῦ θείου Βήματος, λωποδητοῦντες, καί αὐτάς τάς ἁγίας Τραπέζας τάς ἐνδυτάς. Οἱ δέ ἑτέρωθεν ἠσχολοῦντο περί τάς ἁγίας εἰκόνας, ἁπάσας ἀποσπῶντες ἀπό τε τῶν ἱερῶν κιγκλίδων (τοῦ τέμπλου) καί ὅπου ἦσαν ἀλλαχοῦ καί συστοιβάζοντες ὡς βεβήλους σανίδας ἀλλεπαλλήλους∙ καί τάς κρεμαμένας δέ τάς, εἴτε ἀργυρᾶς εἴτε ὀρειχαλκίνας κανδήλας ἐλάμβανον καθαιροῦντες∙ συνῆγον δέ καί αὐτάς τάς βίβλους τῶν προσευχῶν∙ καί ταῦτα πάντα συμφοροῦντες ἀθρόα συνεσώρευον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ ἤ καί τοῦ νάρθηκος.
Ἔπειτα πάλιν λαμβάνοντες ἕνα καθ' ἕν ἀνεδείκνυον, αἴροντες εἰς ὕψος, καί ὁ Ἔπαρχος ἀποβλέπων κατέγραφεν∙ αὐτοί δέ πάλιν ἀπέρριπτον ἕκαστον τῶν καταγραφομένων εἰς ἄλλον σωρόν, ὡς ἔτυχον ἐκτινάσσοντες∙ καί ἦν ἰδεῖν ὧδε μέν τό Ποτήριον τῆς Ζωῆς καί τό Ἀρτοφόριον κυλιόμενον ἐπί τοῦ ἐδάφους, ἐκεῖ δέ τό Ἱερόν Δισκάριον σφενδονιζόμενον καί τόν Ἀστερίσκον, ἀλλαχοῦ δέ τήν ἁγίαν Λόγχην καί τήν Λαβίδα καί τό Μυροδόχον σκεῦος, καί τά Ἱερά Καλύματα συρόμενα κατά γῆς καί καταπατούμενα . . .
Ἐκεῖθεν κατέγραφεν οὗτος καί τά μελίσσια καί τά βοσκήματα καί τά ὑποζύγια καί πάντα τά κτήματα τά ἐκτός τοῦ Μοναστηρίου . . .
Μετά ταῦτα μετέβαινεν εἰς τό μαγειρεῖον καί εἰς τό τραπεζεῖον, συναθροίζοντες πάντα τά σκεύη καί μικρά καί μεγάλα∙ συνεκόμιζαν δέ καί τά πρός ζωάρκειαν εἴ τι εὕρισκον τεταμιευμένον.
Καί οὕτως ἅπαντα συλήσαντες καί τά φορτία συγκομίσαντες εἰς τήν αὐλήν, εἷς μέ ἐξ αὐτῶν παρεκάθητο τηρῶν, ἄλλος δέ τις ἔκλειε τάς θύρας τοῦ ναοῦ, τάς δέ κλεῖς ἐλάμβανε ὁ Ἔπαρχος . . .
Οἱ δέ μοναχοί μακρόθεν ἀφεστηκότες, οἱ μέν παρά τάς θύρας τοῦ σεσυλημένου ναοῦ, ὁ δέ τις ἀλλαχοῦ τοῦ μοναστηρίου ἐθρήνουν, ἐκόπτοντο, ἐθεοκλύτουν εἰς μάτην ὁλοφυρόμενοι καί βοῶντες . . .»
Εἰς ἄλλο δέ μοναστήριον, συναγομένων τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐπειδή τῆς Θεοτόκου πολλά καί πολύτιμα κοσμήματα περιεῖχεν, ἐποφθαλμήσας ὁ ἔπαρχος, καταβαλών εὐθύς τήν εἰκόνα καί καταπατήσας ὑπό τούς πόδας ὑπτίαν, ἐξήλωσε δι' ἠλάγρας πανταχόθεν τά ἀργυρώματα, εἰς σάκκαν συμφορήσας ἀδίαν, ἥτις (σάκκα) ὕστερον οὐχ εὑρέθη» (σελ. 272).
Τήν τύχη αὐτή τῆς λεηλασίας εἶχε καί ἡ Μονή Ταξιαρχῶν, ἡ ὁποία κτυπημένη καί ἀπό τήν περιφρονητική συμπεριφορά τοῦ πνεύματος τοῦ 19ου αἰῶνος, θά δεχθῆ τό τελευταῖο κτύπημα μέ τήν ἀπαλλοτρίωση ὅλων τῶν κτημάτων της μέ τήν ὑπ' ἀριθ. 2/τῆς 19ης Μαρτίου τοῦ 1927 ἀπόφαση τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀπαλλοτριώσεων Λιβαδειᾶς.
Κατά τό κείμενον τῆς ἀπαλλοτριωτικῆς ἀποφάσεως ὁλόκληρον τό κτῆμα ἀποτελεῖται ἀπό 19.641 στρ. καί 125 μέτρα σύμφωνα μέ τό ἐπίσημο σχεδιάγραμμα τοῦ Ὑπουργείου Γεωργίας: Ἀγροί, ἐλαιῶνες, ἀμπέλια, βοσκότοπους, οἱ ὁποῖοι διανεμήθησαν εἰς 191 οἰκογένειες τῶν Χωστίων τοῦ σημερινοῦ Προδρόμου. Μεταξύ τῶν διανεμηθέντων κτημάτων συμπεριλαμβάνεται καί ὁ μεγάλος ἐλαιώνας στόν κόλπο τοῦ σημερινοῦ «Σαράντη», ὁ ὁποῖος ἐλαιώνας μοιράσθηκε ὡς οἰκόπεδα καί σήμερα εὐτυχῶς ἔγινε ἕνα ὡραῖο θέρετρο μέ καταπληκτικές κατοικίες.

Τό τίμημα καί ἀποζημίωσις τῆς Μονῆς ὁρίσθηκε εἰς 431.825 δρχ. ἐκ τῶν ὁποίων ἔπρεπε ὁ μέν Συνεταιρισμός Ἀγροτῶν Χωστίων νά καταβάλῃ 304.818 δρχ. καί τό Δημόσιο 127.825 δρχ. Τά χρήματα αὐτά οὐδέποτε κατεβλήθησαν. Στή Μονή ἀπό τήν τεράστια αὐτή ἔκταση ἔμειναν μόνο 1.200 μέτρα, δηλαδή αὐτό τό κτίριο καί περιβάλλον τῆς ἔκτασης, ὅση καλύπτουν τά σταλλάγματα τῶν κεραμιδιῶν.

Χαρακτηριστικό δεῖγμα τῆς ἀπερισκεψίας ἀλλά καί τῆς ἀπληστίας εἶναι ἡ διανομή τοῦ Ἐλαιῶνος, ὅπου τό σημερινό θέρετρο, ὅπου ἀπό τήν τεράστια ἔκταση τῆς Μονῆς ἔμεινε γι' αὐτήν μιά στενή λωρίδα, ἡ αἰγιαλίτιδα ζώνη, πού καί αὐτή στή συνέχεια ἔγινε ἕνας ὄμορφος καί ἐξυπηρετικός ἀσφαλτωμένος δρόμος. 54 =ἄποψις 55 = τοπογραφικό (φωτ.........)
Νά δοῦμε τά συμπεράσματα:
- Ἐδῶ, βλέπουμε τά ὄμορφα σπίτια τοῦ θερέτρου.
- Ἐδῶ, τά ἐρείπια τοῦ Μοναστηριοῦ.
Τί θά μποροῦσε νά γίνει;
Ἀσφαλῶς θά ἔπρεπε νά ἐνισχυθοῦν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς, θά ἔπρεπε ὅμως νά ληφθῆ πρόνοια καί γιά τήν ἐπιβίωση καί τήν ἀνάδειξη τῆς Μονῆς ὡς κέντρο ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς παραδόσεως, ὡς μαρτυρία πολιτισμικῆς διαδρομῆς. Οἱ πρόγονοί μας πολλές φορές ἔκαναν λόγο γιά τήν ἀξία τοῦ ΜΕΤΡΟΥ στή ζωή μας. Καί ἐτόνισαν ὅτι ὅταν τό ΜΕΤΡΟ περιφρονεῖται ἀκολουθεῖ ἡ ΥΒΡΙΣ.

Δέν ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι ἔκανα σήμερα ἐνώπιόν σας μιά ἐπιστημονική ἀρχαιολογική ἀνάπτυξη, πιστεύω ὅμως ὅτι σᾶς ἔκανα κοινωνούς τοῦ παραπόνου ἑνός ἱστορικοῦ Μνημείου τῆς Βοιωτικῆς γῆς μέ τήν προτροπή ὄχι ἄλλους βανδαλισμούς καί προσπάθεια ἔστω καί τώρα γιά ἐπανόρθωση τῶν λαθῶν μας.