Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Μαντινείας καί Κυνουρίας, ἀγαπητέ ἀδερφέ, κ.κ. Ἀλέξανδρε, κ. Δήμαρχε, εὐχαριστῶ πάρα πολύ γιά τά καλά σας λόγια καί τά ἐκ καρδίας δῶρα σας. Εἶμαι πολύ συγκινημένος, γιατί ἡ Τρίπολη δέν εἶναι ἄγνωστος χῶρος γιά μένα. Ὅπως ξέρετε ὅλοι σας, πολλές φορές τήν ἐπισκέφτηκα, ἀγαπῶ τήν Ἀρκαδία καί τήν Τρίπολη τόσο γιά τήν ἱστορία της καί τόν πολιτισμό της ὅσο καί γιά τούς ἀνθρώπους της πού ἀπό καιρό ἐγνώρισα, εἴτε μέσα στήν Τρίπολη εἴτε γύρω ἀπό τήν Τρίπολη, ἀλλά κυρίως διότι ὁ Ἐπίσκοπός σας εἶναι φίλος καρδιακός, συνδεδεμένος μαζί μου μέ μία στενή φιλία ἐδῶ καί 40 ὁλόκληρα χρόνια. Μία φιλία ἀδιατάρακτη, ἀσύννεφη, ὄμορφη, χωρίς νά ἔχει σκέψεις οἱ ὁποῖες ὑποκρύπτουν ὁποιοδήποτε συμφέρον καί μάλιστα σέ μία ἐποχή ὅπως ἡ δική μας, μία φιλία μέ τέτοιες συνθῆκες πού διαρκεῖ 40 χρόνια ἔχει πάρα πολλά νά πεῖ.
Συγκινήθηκα ἀκούγοντας τόν Σεβασμιώτατο Μαντινείας, μέ τή δυνατότητα τοῦ λόγου πού διαθέτει, νά περιγράφει τό Μαρτύριο τῶν δύο παλικαριῶν ὅπως εἶπε, τῶν δύο Μαρτύρων Ἁγίων της Ἐκκλησίας μας καί Πολιούχων τῆς Τριπόλεως.
Σέ μία ἐποχή πού οἱ φιλίες χάνονται, σέ μία ἐποχή πού ἡ καρδιά στενεύει καί ὅπως πολύ καλά ἔχει εἰπωθεῖ πώς «οἱ στέγες τῶν σπιτιῶν εἶναι τόσο κοντά ἡ μία μέ τήν ἄλλη, ἀλλά οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων εἶναι τόσο μακριά ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη», σέ μία ἐποχή πού οἱ ἀξίες ἀμφισβητοῦνται ἀπό πολλές πλευρές, τί εἶναι ἐκεῖνο πού δύο Μάρτυρες, δύο παλικάρια, προσέφεραν καί τί εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς συγκινεῖ ὥστε σήμερα χωρίς κανείς νά μᾶς ἀναγκάσει, χωρίς κανείς νά μᾶς πιέσει, ἤρθαμε ὅλοι ἐδῶ αὐθόρμητα καί κατακλύζουμε αὐτόν τόν χῶρο; Εἶναι ἀκριβῶς τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐκεῖνο πού δέν ἑρμηνεύεται ἀλλά μόνο κανείς τό νοιώθει ὅταν τό βιώνει, διότι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι θεωρία∙ εἶναι βίωμα, εἶναι ἐμπειρία. Δέν εἶναι ἀποδείξεις, δύο καί δύο κάνουν τέσσερα, ἀλλά εἶναι συγκίνηση, γέμισμα ἐσωτερικό.
Μάρτυς, Μάρτυρες, Μαρτυρία, ἀκούσθηκε καί θά ἀκούσουμε πολλές φορές. Τί σημαίνει Μάρτυς καί Μαρτυρία; «Μάρτυς» σημαίνει στήν κοινή γλώσσα, αὐτή πού ἀκοῦμε κάθε μέρα, ὁ ἄνθρωπος αὐτός πού ξέρει κάτι μυστικό, πού τό γνωρίζει καλά, πού εἶναι πεπεισμένος γι’ αὐτήν τήν ἀλήθεια καί τό λέει. Ἡ μία ἄποψις εἶναι αὐτή, ἀλλά ἔχει καί συνέχεια διότι δέν εἶναι κάτι θεωρητικό μόνο, μία θεωρία πού σταματάει σέ αὐτό τό σημεῖο. Εἶναι καί πράξις, αὐτό πού τό κάνει βίωμα καί τό λέει. Τό βλέπουμε ἀπό τίς θέσεις πού παίρνει, ὅτι δέν εἶναι θεωρητικές τοποθετήσεις γύρω ἀπό τήν ἀλήθεια, ἀλλά εἶναι τό βίωμα, ἡ πράξις ἡ ὁποία τόν κάνει νά μαρτυρεῖται, νά φανερώνεται πρός τά ἔξω. Ἐπίσης, ἡ ἔννοια «Μαρτύριο» πού εἶναι ἀπό τήν ἴδια ρίζα, εἶναι ἕνα παραπάνω σκαλοπάτι πού σημαίνει ἄθλημα, αἷμα, καί εἶναι συνυφασμένες αὐτές οἱ ἔννοιες. Τό γεγονός νά λέει κάποιος τήν ἀλήθεια θεωρητικά, ἀλλά καί νά τήν ὑποστηρίζει μέ τήν πράξη εἶναι συνυφασμένο μέ τό Μαρτύριο Αἵματος πού εἶναι ἡ κορυφή τοῦ μαρτυρίου, ἡ κορυφή τῆς ἔννοιας, τῆς λέξεως, τοῦ ρήματος «μαρτυρῶ».
Αὐτό εἶναι καί τό μήνυμα πού μποροῦν νά μᾶς δώσουν ἀπόψε οἱ δύο Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐποχή μας. Αὐτήν τήν ἐποχή τῆς συγχύσεως καλεῖται ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς νά εἶναι μάρτυς τῆς ἀλήθειας, ὅπου βρίσκεται∙ νά εἶναι μάρτυς πραγματικός ὄχι μόνο στά λόγια, ἀλλά καί στήν πράξη, στή ζωή του μάρτυς. Ἐπειδή, δόξα τῷ Θεῶ, δέν ἔχουμε μαρτύριο αἵματος σήμερα, ἔχουμε ἕνα ἄλλο μαρτύριο πού μπορεῖ νά μήν εἶναι τόσο ἐπώδυνο, ἀλλά εἶναι φοβερό, δηλαδή τό νά εἶναι κανείς μάρτυς, μέ τίς ἔννοιες πού εἴπαμε πιό μπροστά. Πρέπει νά ἔχει ὑπομονή, δυνατές ρίζες μέσα του, νά ἔχει ἰσχύ ἐσωτερική γιά νά μπορέσει νά ἀνταποκριθεῖ στήν πορεία αὐτῆς τῆς ζωῆς. Αὐτό εἶναι τό δίδαγμα πού μᾶς δίδεται σήμερα καί ἀπευθύνεται πρῶτα ἀπ’ ὅλα σέ αὐτόν πού μιλάει, ἔπειτα στούς Ἐπισκόπους, στούς Κληρικούς, στούς Ἄρχοντες καί στό Λαό, ὅτι ἡ κοινωνία μας σήμερα ἔχει αὐτήν τήν ἀνάγκη τῆς ἀληθοῦς μαρτυρίας, τῆς μαρτυρίας ὄχι τῶν λόγων, ἀλλά τῆς μαρτυρίας τῶν πράξεων καί τῆς ἐπιδείξεως ὑπομονῆς βάσει αὐτῶν τῶν ἀρχῶν.
Ὅμως, ὅπως καλά φάνηκε, δέν τό ἔκαναν γιά τόν ἑαυτό τούς οἱ δύο Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας δέν ζοῦνε γιά τόν ἑαυτό τους. Ζοῦνε γιά τήν Ἐκκλησία, ζοῦνε γιά τούς ἄλλους τούς ἀνθρώπους. Κανείς δέν σώζεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί κανείς δέν ἁγιάζει μέσα στήν Ἐκκλησία ἄν δέν περάσει ἀπό τόν ἄνθρωπο. Αὐτοί πού λένε ὅτι μποροῦν νά γίνουν Ἅγιοι χωρίς τούς ἀνθρώπους δέν λέγουν τήν ἀλήθεια. Ὁ Ἅγιος γίνεται καί περνάει μέσα ἀπό τή ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἔτσι λοιπόν, ἄν δοῦμε τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση, τήν ἐκκλησιαστική μας πορεία, μποροῦμε νά ποῦμε πώς ὑπάρχει καί ἡ ἔννοια τῆς «ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας». Καί αὐτή ἡ ἐκκλησιαστική μαρτυρία χρειάζεται ἀγαπητέ μου ἀδερφέ, Μητροπολῖτα Μαντινείας καί Κυνουρίας, καί Σεβασμιώτατοι συνεπίσκοποι, πού εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ γιά τήν πανήγυρη τῶν Πολιούχων μας, καί θά δώσει λόγο ἡ Ἐκκλησία γι’ αὐτό καί πρέπει αὐτή τήν εὐθύνη νά τήν προσέξουμε.
Μιλήσαμε γιά τούς Μάρτυρες καί τούς Νεομάρτυρες. Θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά σᾶς κουράσω μέ δύο εἰκόνες. Ἄν προσέξουμε μέσα στίς παλιές ἐκκλησίες, τῆς τουρκοκρατίας κυρίως, ἤ τίς βυζαντινές, θά δοῦμε τά μαρτυρολόγια, θά δοῦμε ἐξεικονισμένα στούς τοίχους τά Μαρτύρια τῶν Ἁγίων, πῶς ὁ Ἅγιος Γεώργιος μαρτύρησε, πῶς ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ἐκάηκε, πῶς οἱ ἄλλοι Ἅγιοι ὁ καθένας ξεχωριστά μαρτύρησε. Τά Μαρτύρια περιγράφονται φανερά. Ἄν κάνουμε σύγκριση τῶν τοιχογραφιῶν τῆς τουρκοκρατίας μέ τίς τοιχογραφίες τῆς ἀκμῆς τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας δέν βρίσκουμε τά ἴδια πράγματα. Ἐκεῖ εἶναι ἡ δόξα, ἡ ἐπιτυχία, ἡ εὐτυχία, τά χρώματα, τά θέματα. Ἐδῶ εἶναι ἡ σκλαβιά, τό μαρτύριο. Καί ἡ ἐκκλησιαστική συνείδηση λέγει σέ αὐτούς πού ἐκκλησιάζονται: «γιά κοίταξε γύρω, τί ὑπέστη ὁ κάθε μάρτυρας, πῶς ἦταν τό τέλος του, πῶς ἐτελειώθη μέ τό ξίφος;». Καί ἄλλοτε ὑπῆρξαν στήν Ἐκκλησία Μάρτυρες, ἀλλά στήν τουρκοκρατία αὐτό τό στοιχεῖο ὑπερτονίζεται ἐπειδή ἡ ἐκκλησιαστική συνείδηση θέλει αὐτό τό Λαό νά τόν τονώσει, νά τοῦ δώσει δύναμη, ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις γύρω ἀπό τίς ὁποῖες ζεῖ, γιά νά ξεπεράσει τίς δυσκολίες, γιά νά ἀναπνεύσει ἐλεύθερα, ὅπως καί ἔγινε. Σχολεῖα δέν ὑπάρχουν, τά Γράμματα εἶναι τά κολλυβογράμματα, τά παιδιά μαθαίνουν τά Γράμματα κοντά στούς παπάδες, στά μεγάλα μοναστήρια. Ὑπάρχει ἀδυναμία νά μορφωθεῖ ὁ Λαός. Τό μάθημα γίνεται στό νάρθηκα τῶν ἐκκλησιῶν. Γιά νά καταλάβετε, στή Μονή τῶν Φιλανθρωπινῶν, ἤ σέ ἄλλα μοναστήρια ὀνομαστά τῆς ἐποχῆς, ἀνάμεσα στούς Ἁγίους θά δεῖτε τόν Σωκράτη, τόν Πλούταρχο, τόν Ἀριστοτέλη. Καί διερωτᾶται κανείς, μά σέ μία ἐποχή πού αὐτοί πλέον ἀνήκουν στό παρελθόν καί δέν ἔχουν σχέση μέ τόν Χριστιανισμό, τί θέση ἔχουν μέσα στίς ἁγιογραφίες μέ τούς Ἁγίους της Ἐκκλησίας; Εἶναι ἡ οἰκονομία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τό ἄνοιγμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τό ἄνοιγμα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, νά μάθουν τά παιδιά τά ἑλληνικά γράμματα, νά μήν στερηθοῦν τήν ἱστορία τους, νά μάθουν ἀπό ποῦ ἔρχονται καί ποῦ πηγαίνουν, νά πάρει νόημα ἡ ζωή τους.
Αὐτή εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική μαρτυρία πού συνδέεται ἄμεσα μέ τό Μαρτύριο τῶν δύο Ὁσίων πού σήμερα ἑορτάζουμε. Ἄς φύγουμε λοιπόν ἀπόψε ὅλοι μας, ἐντιμότατοι Ἄρχοντες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί, μέ αὐτόν τόν προβληματισμό, ὅτι οἱ δύο Ὁσιομάρτυρες Παῦλος καί Δημήτριος ἦσαν ταπεινοί στήν καταγωγή, ἀνυπόληπτοι στό ἐπάγγελμα κατά τά δεδομένα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ ὅμως ἰσχυροί στό θέλημα καί στό χαρακτήρα. Αὐτό εἶναι πού μᾶς ἔφερε σήμερα ἐδῶ πέρα καί γι’ αὐτό ἤρθαμε νά τούς τιμήσουμε καί ἀπό τόν ἀσπασμό μας στά ἱερά τους Λείψανα νά πάρουμε δύναμη. Κυρίως, νά γίνει σέ ὅλους μας παράδειγμα αὐτή ἡ ἐκκλησιαστική μαρτυρία. Διότι, πρῶτα ὁ Μεγάλος Ἀπεσταλμένος καί Πρῶτος Ἀπόστολος πού ἦρθε στή γῆ, πού τόν στέλνει ὁ Θεός ὅπως ὁ ἴδιος μᾶς εἶπε, ὁ Κύριός μας, ἀνοίγει τούς οὐρανούς καί κατεβαίνει στή γῆ γιά νά δεῖ καί νά σώσει κοινωνία καί ἀνθρώπους. Οἱ Ἀπόστολοι πού τόν ἀκολουθοῦν συνεχίζουν αὐτόν τόν ἀγώνα καί σχηματίζεται καί γίνεται ἡ Ἐκκλησία ἀπό τά μέλη πού γνωρίζουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατί ἄκουσαν τό Εὐαγγέλιο, τό χαρούμενο μήνυμα, τό χαρούμενο μαντάτο. Δέν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία σήμερα, ἡ ἐκκλησιαστική μαρτυρία, μέ ὁποιοδήποτε λόγο, αὐτό τό μαντάτο, αὐτό τό Εὐαγγέλιο νά τό περικυκλώνει, νά τό περιχαρακώνει, νά τό νομίζει πώς εἶναι μόνο γιά μερικούς ἀνθρώπους. ΟΧΙ! Τό ἄνοιγμα τῆς Ἐκκλησίας πρός κάθε κατεύθυνση εἶναι τό μήνυμα τῶν Ὁσιομαρτύρων τῆς σημερινῆς ἡμέρας. Διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τό Θεό. Δέν ἔχουν ὅλοι πάντοτε τίς ἴδιες εὐκαιρίες. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως εἶναι ἡ μητέρα πού ἀγαπάει τά παιδιά της καί ἀνοίγεται πρός ὅλα καί ἄλλα ἀπό αὐτά ἔρχονται γρήγορα, γίνονται μέλη καί συγκινοῦνται ἀπό τό χαρούμενο μήνυμα, ἄλλα ἀπό αὐτά ἀποφεύγουν γιατί δέν εἴχανε εὐκαιρίες, ἀλλά καί κάποια ἀπό αὐτά περιμένουν. Ἡ ἐκκλησιαστική μαρτυρία πρέπει νά ἔχει ἀνοιχτές τίς ἀγκαλιές της πρός κάθε κατεύθυνση, σάν τόν πατέρα τοῦ νεαροῦ γιοῦ τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς πού ἔφυγε μακριά ἀπό τό σπίτι καί κατάλαβε πώς εἶχε κάνει σφάλμα. Καί ὁ πατέρας ἀπό τή στιγμή πού ἔφυγε ὁ γιός, ὁ ἀσύνετος, ὁ αὐθαίρετος καί ἀπεμακρύνθη, ἀπό τό μπαλκόνι τοῦ σπιτιοῦ του εἶχε ἀνοικτά τά χέρια καί ἔλεγε καί ρωτοῦσε: «μήν εἴδατε τό παιδί μου στήν ξενιτιά χαμένο;» Καί εἶπε στόν μεγαλύτερο γιό του ὅταν ἦρθε: «χαμένος ἦταν καί βρέθηκε, νεκρός ἦταν καί ἀνεστήθη». Αὐτό εἶναι τό μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, πού πρέπει νά ἀνοίγεται ὅλο καί περισσότερο πρός κάθε κατεύθυνση περιμένοντας, γιατί γι’ αὐτό θυσιάστηκαν καί ἔδωσαν τά πάντα οἱ Ὅσιοι Δημήτριος καί Παῦλος, τούς ὁποίους ἤρθαμε νά τούς τιμήσουμε καί νά τούς προσκυνήσουμε, ἀλλά καί νά τιμηθοῦμε. Διότι δέν ἤθελαν τίποτα γιά τόν ἑαυτό τους ἀλλά γιά τήν Ἐκκλησία, τήν ἐκκλησιαστική ζωή.
Σᾶς εὐχαριστῶ πάρα πολύ γιά τή χαρά καί τή συγκίνηση πού μοῦ δώσατε ἀπόψε.