Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν (Ἰωάν. 1, 42).
Σεβασμιώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Ἐντιμότατοι ἄρχοντες,
Ἀγαπητοί μου λοιποί ἀδελφοί,
Μέ τήν παραχώρηση καί τήν ἄδεια τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου σας κ. Χρυσοστόμου προΐσταμαι τῆς Θείας Λειτουργίας καί αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκην νά σᾶς ὁμιλήσω δι’ ὀλίγων.
Συναχθήκαμε σήμερα στήν Εὐχαριστία, στόν περικαλλῆ Ναό τοῦ πολιούχου σας, στήν πόλη τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέα, τήν Πάτρα, καί μόλις πρό ὀλίγου ἀκούσαμε στό Εὐαγγέλιο τήν εὐφρόσυνη ἀγγελία τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀνδρέα «Εὑρήκαμε τόν Μεσσία, εὑρήκαμε τόν Διδάσκαλο».
Ἀλλά ποιός εἶναι ὁ Μεσσίας;
Ὁ Μεσσίας, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἡ ἐνανθρώπισή του ἀνήκει σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες στό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τῆς δημιουργίας, ἀπό τήν τάση της πρός τό μηδέν, ἀπό τό ὁποῖο καί προῆλθε ἡ κτίση.
Δυστυχῶς, ὅμως, οἱ πρωτόπλαστοι ἀρνήθηκαν αὐτή τήν κλήση τοῦ Θεοῦ καί ἀποφάσισαν νά ξεπεράσουν μόνοι τους αὐτή τήν ἀτέλειά τους. Ἀκολούθησαν τήν προτροπή τοῦ πονηροῦ, πού ἤδη εἶχε ἀποστατήσει ἀπό τόν Θεό. Ἀναζήτησαν τήν σωτηρία μέσα τους, στόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους. Αὐτοθεοποιοῦνται.
Αὐτό εἶναι ἡ πρώτη κρίση στήν ἀνθρωπότητα πού γενικεύεται. Ὁ Ἀδάμ κατηγορεῖ τήν Εὔα καί ἡ Εὔα τόν Ἀδάμ καί ὁ καθένας τους τόν ὄφι.
Ἔκτοτε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους καί μέ τό περιβάλλον βρίσκονται σέ μιά διαρκῆ ἀντιπαράθεση καί ἀντιδικία.
Ἡ πρώτη ἀδελφοκτονία σύντομα θά εἶναι γεγονός.
Ἡ ἀνάγκη γιά κυριαρχία τοῦ ἑνός ἐπάνω στόν ἄλλο ἀπό τότε εἶναι τό κοινό ἄθλημα ὅλων μας.
Μέ αὐτό τό σεισμικό γεγονός τῆς πτώσεως συνδέθηκε ἄμεσα ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ «ὅτι ἕνας ἀπόγονος τῆς γυναικός μόνης θά συντρίψῃ τήν κεφαλήν τοῦ πονηροῦ». Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ θά σημάνει καί τή δυνατότητα τῆς θεραπείας αὐτῆς τῆς κρίσης στή σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου.
Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας ἀναγνωρίζει τόν ἀναμενόμενο Μεσσία. Τόν Μεσσία πού ἔρχεται νά λυτρώσει τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν φθορά, τόν θάνατο, τήν ἀρρώστια, τόν πόνο, τήν ἐπιθετικότητα. Δεινά, πού ἡ ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου, τά ἔκανε πραγματικότητα, καί μέ χαρά τρέχει νά ἀνακοινώσει αὐτήν τήν «εὕρεση» στόν ἀδελφό του Σίμωνα. Αὐτός, μέ λίγα λόγια, εἶναι γιά τήν Ἐκκλησία, ὁ Μεσσίας.
Ὁ ἐρχομός τοῦ Μεσσία συνδέθηκε, λοιπόν, μέ τήν πτώση, τήν σημαντικότερη κρίση στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλά καί μέ τήν ὑπέρβασή της. Ἡ ζωή στόν παράδεισο εἶναι ἡ πρώτη προτύπωση τῆς Ἐκκλησίας καί ἑπομένως συνδέθηκε αὐτή μέ αὐτή τήν κρίση. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ἀπό κρίσεις καί δέν τίς φοβᾶται.
Ἡ κρίση εἶναι μία ἔννοια πολυσήμαντη καί πολυδιάστατη. Εἶναι ἕνα γεγονός πού συμπυκνώνει ἀπό τή μιά τήν ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου νά θεοποιηθεῖ, νά γίνει πανίσχυρος, πολίτης τῆς Βαβέλ, καί ἀπό τήν ἄλλη κρύβει καί τήν ἐλπίδα τῆς μετανοίας.
Ἡ κρίση ἀποκαλύπτει τήν ἀποτυχία τῆς αὐτονόμησής μας, ἀλλά ταυτόχρονα εἶναι καί μιά ὤθηση νά ξεκαθαρίζουν τά πράγματα. Ὄχι ἁπλῶς μία ὤθηση, ἀλλά μιά ὤθηση νά ἐπανέλθει ἤ ὀρθότερα νά ἀποκατασταθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί οἱ λειτουργίες του στήν ἐσχατολογική τους προοπτική.
Γιά τήν Ἐκκλησία, ἡ κάθε κρίση δέν φέρει στήν ἐπιφάνεια μόνο τήν παρακμή μας, δέν εἶναι μόνο ἕνα ἀποτυχημένο τέλος, ἀλλά συγχρόνως κρύβει καί γεννᾶ τήν ἐλπίδα.
Ἡ κρίση ἔρχεται, συμβαίνει, ὅταν ὑπερβαίνουμε τό μέτρο, τά ὅρια. Ὅσο ἐπώδυνη καί ἄν εἶναι, ἄλλο τόσο εἶναι καί μία δυνατότητα πού μπορεῖ νά γίνει μεταμορφωτική καί ἀπελευθερωτική. Ἡ κρίση εἶναι ἕνας τρόπος νά ἐξέλθουμε ἀπό τό ναρκισσιστικό μας περίβλημα καί τήν αὐτιστική μας αὐτάρκεια, εἶναι ἕνας τρόπος νά ραγίσει ὁ συχνά γρανιτένιος καθωσπρεπισμός μας. Μέσα ἀπό μιά κρίση ἐνδέχεται νά ταπεινωθοῦμε. Διότι ἡ κάθε κρίση εἶναι στό βάθος ἡ σταύρωση καί ἡ ταφή, ἔστω καί ἀκούσια, τῶν ἐγωιστικῶν μας τάσεων καί φαντασιώσεων. Μόνο διά τοῦ σταυροῦ θά φθάσουμε στήν ἀνάσταση.
Συνεπῶς, ἡ ἐγκύστωση στό ναρκισσιστικό κέλυφος φέρει τήν κρίση, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη, τό ὅτι τά πράγματα ἔρχονται σέ κρίση εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιά τόν ἄνθρωπο νά ταρακουνηθεῖ καί «νά ἔλθει εἰς ἑαυτόν».
Ἡ Ἐκκλησία ἀναζητᾶ τό νόημα τῆς ἑκάστοτε κρίσεως. Ἡ ἐμπειρία της, τήν κάνει νά πιστεύει ὅτι πίσω ἀπό κάθε κρίση, τήν προπατορική καί ὅλες ὅσες ἀκολούθησαν καί ἀκολουθοῦν, κατά βάθος κρύβεται ἡ πάλη τοῦ σκότους κατά τοῦ φωτός, τοῦ ψεύδους κατά τῆς ἀλήθειας, τοῦ ἐπουσιώδους κατά τοῦ οὐσιώδους, τοῦ συμπτώματος ἐναντίον τῆς αἰτίας, τοῦ παροδικοῦ κατά τοῦ αἰώνιου, τοῦ παρελθόντος ἐναντίον τοῦ μέλλοντος, τῆς συντήρησης ἐναντίον τῆς προόδου, τῆς ἀπομόνωσης ἐναντίον τῆς κοινωνίας, τοῦ παρόντος κατά τοῦ ἐσχάτου.
Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ θά πυροδοτήσει ἀκόμα περισσότερο αὐτή τήν πάλη πού θά κορυφωθεῖ τίς ἔσχατες ἡμέρες. Ὁ ἐρχομός προκαλεῖ κρίση στίς δαιμονικές δυνάμεις, τά ἔργα τῶν ὁποίων ἦλθε νά λύσει ὁ Χριστός. «Ἔφτασε ἡ ὥρα πού ὁ κόσμος αὐτός θά κριθεῖ ˙ ἔφτασε ἡ ὥρα πού ὁ ἄρχοντας αὐτοῦ τοῦ κόσμου θά διωχτεῖ ἔξω ἀπό τόν κόσμο» (Ἰωάν. 12, 31). Ἡ ἴδια ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κρίση.
Ὁ Ἴδιος τό ἐπιβεβαιώνει: «Ἦρθα γιά νά φέρω σέ κρίση τόν κόσμο, ἔτσι ὥστε αὐτοί πού δέ βλέπουν νά βροῦν τό φῶς τους, κι ἐκείνοι πού βλέπουν ν’ ἀποδειχτοῦν τυφλοί» (Ματ. 9, 39).
Ὁ Μεσσίας, λοιπόν, μέ τήν παρουσία του προκαλεῖ κρίση καί ταυτόχρονα εἶναι ὁ Δρόμος ἐξόδου ἀπό τήν κάθε Κρίση. Ὁ Μεσσίας γκρεμίζει τά εἴδωλά μας καί μᾶς δείχνει ἕνα ἄλλο τρόπο ὑπάρξεως πού δέν βασίζεται στόν ἑαυτό μας, ἀλλά στήν σχέση.
Ὁ Μεσσίας εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς σχέσης. Διαρκῶς μᾶς μιλάει γιά τόν Πατέρα Του. Ἀναφέρεται ἀδιάλειπτα στόν πατέρα του καί τό ἴδιο ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς, νά ἀναφερόμαστε σέ αὐτόν.
Σεβασμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες,
Ἀγαπητοί πατέρες καί ἀδελφοί,
Καί σήμερα, βρισκόμαστε ἐνώπιον μιᾶς παγκοσμίου οἰκονομικῆς κρίσεως, ἀλλά συγκεκριμένα καί ἡ χώρα μας βρίσκεται ἐνώπιον μιᾶς κρίσεως πού ἀγγίζει μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς κοινωνίας γενικώτερα. Μιᾶς κρίσης πού μῆνες τώρα μᾶς ἀπασχολεῖ. Καί τό μεγάλο ἐρώτημα ἔχει νά κάνει μέ τό πῶς θά ἑρμηνεύσουμε αὐτή τήν κρίση. Ὑπάρχουν δύο βασικοί δρόμοι: ὁ κοσμικός τρόπος καί ὁ ἐκκλησιαστικός. Ὁ κοσμικός τρόπος ἑστιάζεται στό γεγονός, στό σύμπτωμα καί ἐρευνᾶ ὅσα συνέβησαν καί ἑτοιμάζεται νά ἀποδώσει τίς εὐθύνες ὅπου ὑπάρχουν. Αὐτό χρειάζεται, ἀλλά δέν ἐπαρκεῖ.
Ὁ Ἐκκλησιαστικός τρόπος πηγαίνει πάρα πέρα γιά νά ἑρμηνεύσει αὐτά τά φαινόμενα. Ἀναζητᾶ τίς αἰτίες τῶν φαινομένων. Ἡ ἑστίαση στά συμπτώματα δέν λύνει μακροπρόθεσμα κανένα πρόβλημα, οὔτε θά διαλευκάνει ἐξ ὁλοκλήρου κανένα σκάνδαλο. Ὅσες ἐπιτροπές καί ἄν συστήσουμε, ὅσες καταδικαστικές ἀποφάσεις καί ἄν λάβουμε ὁ ἠθικός αὐτουργός δέν πρόκειται νά συνετισθεῖ. Καμία ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας ἤ τῆς Πολιτείας δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει μιά γιά πάντα παρόμοια φαινόμενα.
Ποιός γονιός δέν ἔχει βρεθεῖ στήν τραγική θέση νά προειδοποιεῖ τό παιδί του γιά μιά ἐνδεχόμενη καταστροφική ἀπόφασή του καί ἐν τούτοις τό παιδί νά λέει ὄχι ἐγώ θά κάνω αὐτό πού θέλω καί θά τό ἐπαναλάβω;
Ὅσες δηλώσεις καί ἄν κάνουμε, ὅσα καυστικά δελτία τύπου καί ἄν ἐκδώσουμε τό πρόβλημα θά παραμένει.
Ἡ παροῦσα κρίση, ὅπως καί κάθε κρίση, ἀγγίζει ὅλους μας. Ἔχουμε ὅλοι εὐθύνη. Ὑπάρχει πέρα ἀπό τήν προσωπική εὐθύνη καί ἡ συλλογική. Εἴμαστε ὅλοι μας περισσότερο ἤ λιγότερο ἠθικοί αὐτουργοί. Καί ἡ κρίση αὐτή ἔχει καί ὄνομα καί ἱστορία. Καί γιά μέν τήν Ἐκκλησία, ὅπως σᾶς ἐξηγήσαμε, οἱ ρίζες της χάνονται στήν προπατορική πτώση. Γιά δέ τήν πολιτεία, ἄν τό περιορίσω στά Ἑλλαδικά, ἡ κρίση αὐτή χαρακτηρίζει τόν Νεοέλληνα, τουλάχιστον, ἀπό τήν Ἀνεξαρτησία μας. Ἡ Νεοελληνική μας ταυτότητα ἔχει στηριχθεῖ πάνω στό «φαίνεσθαι» καί ὄχι στό «εἶναι». Κυρίαρχο στοιχεῖο τοῦ σύγχρονου δυτικοῦ τρόπου ζωῆς πού ἄκριτα μιμηθήκαμε.
Ξεχνᾶμε, ὅμως, ὅτι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι περνᾶμε πολλές ὥρες τήν ζωή μας μπροστά σ’ ἕνα καθρέπτη ἤ ἀπασχολούμαστε μέχρι ὑστερίας μέ τό πῶς φαινόμαστε στά μάτια τῶν ἄλλων ἤ μέ τό ποιά γνώμη ἔχουν οἱ ἄλλοι γιά ἐμᾶς. Δέν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ οὐσία, ἀλλά ἡ ἐπιφάνεια. Ὅταν ὁ πολιτισμός τοποθετεῖ τήν εὐδαιμονία ὡς προτεραιότητα ζωῆς, ὅταν τά παιδιά μας τά μεγαλώνουμε κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς τελειότητας, ὅταν ὁ πολιτισμός εἶναι πολιτισμός ἐπιδόσεων καί ὅσο τό δυνατόν τῶν περισσοτέρων ἐμπειριῶν, τότε τό μέτρο ἔχει χαθεῖ καί ὅλοι μας ρέπουμε σέ αὐτό πού ὅλοι μας λυσσαλέα κατηγοροῦμε, λές καί εἶναι τό μοναδικό φαινόμενο διαφθορᾶς.
Ἡ δυσκολία μας, βρίσκεται στό γεγονός νά κατανοήσουμε καί νά ἑρμηνεύσουμε τά σκάνδαλα, ὡς συμπτώματα μιᾶς εὐρύτερης νόσου πού γιά τήν Ἐκκλησία ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀποσύνδεσή μας ἀπό τόν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποσυνδεθεῖ ἀπό τό Θεό θά γίνει καί ἄπληστος ˙ μέ αὐτή τήν ἔννοια ἡ κρίση αὐτή ἀκουμπᾶ ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση. Εἶναι ἀφελές νά πιστεύουμε ὅτι τό κακό καί ἡ διαφθορά θά ξορκιστοῦν μέ τό νά τιμωρήσουμε μόνο συγκεκριμένους παραβάτες. Αὐτό δέν ἀπαλλάσσει κανένα μας ἀπό τήν προσωπική του εὐθύνη, καί ἀκόμη τό κακό δέν περιορίζεται ἔτσι. Τά ὅρια ἀνάμεσα στήν συλλογική καί προσωπική εὐθύνη εἶναι συχνά δυσδιάκριτα. Ἡ διαφθορά καί ὁ πλουτισμός δέν ἀφορᾶ τήν διαπλοκή στά ἀνώτερα κλιμάκια, ἀλλά ἀκόμη ὅταν ζητᾶμε μιά «ἐξυπηρέτηση», εἰς βάρος τοῦ ἄλλου ἤ ὅταν ἐπιθυμοῦμε νά μήν περάσουμε ἀπό τά γρανάζια πού περνοῦν ὅλοι, δέν γινόμαστε μέρος τῆς διαφθορᾶς; Ὅταν καθημερινά ὅλοι μας ἀδικοῦμε τόν διπλανόν μας ἤ παραβλέπουμε τήν ἀνάγκη του αὐτό εἶναι ἐπιτρεπτό;
Ἡ διαπλοκή, δηλαδή ἡ ἁμαρτία, παίζεται στό ἐπίπεδο τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, στό γήπεδο τῆς κτιστότητας, καί ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία δέν ὑποτάσσεται. Τό μόνο πού μποροῦμε νά κάνουμε εἶναι νά τροποποιήσουμε τήν λειτουργία της. Νά τῆς προσφέρουμε ἄλλο προσανατολισμό. Ἀντί νά στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἄλλου νά δεῖ τόν ἄλλον συμμαχικά.
Ἔτσι λοιπόν, χωρίς νά παρα-θεωρεῖται ἡ προσωπική εὐθύνη, πρέπει νά ἀναρωτιόμαστε καί γιά τήν συλλογική εὐθύνη. Ὅταν ἕνας μοναχός ἀστοχεῖ, ἀστοχεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀστοχοῦμε ὅλοι. Ὅταν ἕνας πολιτικός ἀποτυγχάνει ἀποτυγχάνουν καί οἱ πολῖτες, ἀποτυγχάνει στήν συγκεκριμένη περίπτωση καί στιγμή σύνολο τό πολιτικό μας σύστημα.
Ὅσες ἀποδοκιμασίες ἄν ἐπινοήσουν οἱ κοσμικές διαδικασίες, ὅσα ἐπιτίμια καί ἄν ἐπιβάλλει ἡ Ἐκκλησία, αὐτά τά φαινόμενα θά ἐπαναλαμβάνονται. Τίποτα δέν μπορεῖ νά ἀνακόψει τήν τάση μας γιά διαπλοκή, ἔτσι θά πηγαίνει μέχρι τά ἔσχατα, μέ πιθανούς ἐμπλεκόμενους ὅλους ἐμᾶς, πού μέ προχειρότητα κατηγοροῦμε.
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας μέ τούς δικούς του πλησιάζουν τόν Ἰησοῦν καί τόν ἐρωτοῦν. Κύριε ποῦ μένεις; Καί ἔμειναν μαζί του τήν πρώτη φορά ὅλη τήν ἡμέρα καί ἀργότερα «ἀφέντες τά δίχτυα καί τά πλοῖα καί τόν πατέρα ἠκολούθησαν αὐτόν».
Ἄλλαξαν προσανατολισμό.
Ὅ Ἅγιος Ἀνδρέας ζημώνεται μέ τήν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεταμορφώνεται, ὑφίσταται τήν καλήν ἀλλοίωση, γίνεται ἐκκλησιαστικός ἐργάτης. Ποτίζει μέ τό μαρτυρικό του αἷμα τό χῶμα τῆς εὐλογημένης πόλης τῶν Πατρῶν.
Γι' αὐτό αὐτός ὁ ἁγιος τῆς Ἐκκλησίας στή σημερινή σύγχυση τῆς κοινωνίας μας φωνάζει στόν καθένα μας καί σ' ὅλους μας καί μᾶς προτρέπει: «ἐμεῖς βρήκαμε τόν Μεσσία, τόν διδάσκαλο Ἰησοῦ Χριστό».
Βρεῖτε τον καί σεῖς. Θά σᾶς ἀλλάξει τόν προσανατολισμό καί θά σᾶς διδάξει τόν τρόπο πῶς ἀποφεύγονται οἱ κρίσεις καί πῶς ὑπερβαίνονται.