Μέ ἰδιαίτερη χαρά καί συγκίνηση παρευρίσκομαι σήμερα στήν ἔναρξη τῆς Διημερίδας τῆς Ἑλληνικῆς Ὀνοματολογικῆς Ἑταιρείας ὑπό τήν αἰγίδα τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, μέ τή συμμετοχή τόσων ἐπιφανῶν ἐπιστημόνων καί διακεκριμένων ἐρευνητῶν, καί στή μνήμη τοῦ πατέρα τῆς Ἑλληνικῆς Γλωσσολογίας Γεωργίου Ν. Χατζιδάκι, ὁ ὁποῖος διετέλεσε Πρόεδρος τοῦ σεβαστοῦ αὐτοῦ Καθιδρύματος ἀλλά καί διηκόνησε εἰδικότερα τήν μελέτη τῆς ὀνοματολογίας ἀναδειχθείς ὡς ὁ σημαντικότερος γλωσσολόγος τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος. Θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω τούς ἀξιότιμους καί ἐλλογιμώτατους διοργανωτές γιά τήν εὐγενῆ πρόσκληση πού μοῦ ἀπηύθυναν καί τήν ἐξαίρετη τιμή πού μοῦ γίνεται μέ τήν παραχώρηση αὐτοῦ τοῦ βήματος.
Ὁπωσδήποτε ἡ ἀναδρομή τῆς ὀνοματολογίας στό παρελθόν μας πρέπει νά ἀρχίσει ἀπό τότε πού ὑπάρχει γλώσσα, ὅμως ἰδιαίτεροι σταθμοί στήν ἀρχαία ἑλληνική σκέψη καί γραμματεία ἀποτελοῦν τά «ἀγάλματα φωνήεντα» τοῦ Δημοκρίτου καί ὁ Κρατύλος τοῦ Πλάτωνος. Ὁ Δημόκριτος μ’ αὐτόν τόν ὅρο χαρακτηρίζει τά θεωνύμια, καί θεωρεῖ «τούς πρώτους θεμένους τοῖς πράγμασι τά ὀνόματα διά σοφίας ὑπερβολήν ὥσπερ τινάς ἀγαλματοποιούς ἀρίστους διά τῶν ὀνομάτων ὡς δι’ εἰκόνων ἐμφανίσαι αὐτῶν τάς δυνάμεις» (ἀπόσπασμα 142). Στόν Κρατύλο, τά ὀνόματα ἐντάσσονται στην πλατωνική θεωρία, καί ὑποστηρίζεται ἔτσι ἀπό τό Σωκράτη ὅτι ἀναφέρονται στήν οὐσία των πραγμάτων, ἐνῶ ὁ συνομιλητής του Ἑρμογένης θεωρεῖ ὅτι ἡ ὀρθότης, δηλαδή ἡ ἀπόδοση καί καταλληλότητα τοῦ ὀνόματος δέν εἶναι παρά συνθήκη καί ὁμολογία. Σέ αὐτές τίς ὀνοματολογικές ἀπόπειρες στά πλαίσια τῆς φιλοσοφίας πρέπει νά ἐνταχθεῖ καί τό πολύ ἀργότερο ἔργο τοῦ ψευδο-Διονυσίου Περί θείων ὀνομάτων, πού ὅμως ἀποτελεῖ καθαυτό περισσότερο θεολογικό καί φιλοσοφικό ἔργο παρά μελέτη περί θεωνυμίων.
Ἄν καί ἡ ἀρχή τῆς συμβατικῆς ὀνοματοθεσίας, στά πλαίσια βέβαια τῆς ἱστορικῆς σχετικότητας τοῦ γλωσσικοῦ κώδικα, εἶναι γνωστή ἀπό τήν ἀρχαιότητα καί διασώζεται λόγου χάριν στόν Σέξτο Ἐμπειρικό, ἀναμφίβολα ἡ μελέτη τῶν ὀνομάτων ἐνέχει πλέον τῆς γλωσσολογικῆς διερεύνησης καί μιά σημειολογική καί φιλοσοφική, ὅπως εἴδαμε βαρύτητα, καθώς τά ὀνόματα δέν ὑπόκεινται καί ἀπευθύνονται ἀσφαλῶς μόνο στήν νοητική ἐπισήμανση, ἀλλά σέ ἕνα καθολικό ὑπαρκτικό καί δυναμικό γεγονός πού πολυμερίζεται σέ περισσότερες ἀντιληπτικές ἱκανότητες. Ὑπό αὐτό τό πρίσμα καταρχήν τό συναντᾶμε καί στήν θεολογική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου τό ὄνομα διαδραματίζει μιά πρωταρχική καί κεφαλαιώδη λειτουργία στό πλαίσιο τῆς σχέσης τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο.
Στή Γένεση διαβάζουμε ὅτι, ὅταν ὁ Θεός ἔπλασε τά ζῶα, «ἤγαγεν αὐτά πρός τόν Ἀδάμ ἰδεῖν, τί καλέσει αὐτά» (Γεν. 2, 19-20). Ὁ Θεός ἐπίσης μετονομάζει τόν Ἀβραάμ καί τήν Σάρρα, καί θέτει τό ὄνομα τοῦ υἱοῦ τους Ἰσαάκ. Οἱ τρεῖς παῖδες Ἀνανίας, Ἀζαρίας καί Μισαήλ στούς Βαβυλωνίους καλοῦνται Σεδράχ, Μισάχ καί Ἀβδεναγώ. Ὁ Θεός ἀναγγέλει τό ὄνομα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ στόν πατέρα του Ζαχαρία, καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὀνομάζει τόν Πέτρο, ἐνῶ ὁ Σαῦλος γίνεται Παῦλος, σέ τόσα εὔγλωττα παραδείγματα πού μελετᾶ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος (Περὶ τῆς τοῦ Σαύλου προσηγορίας καὶ Παύλου / De mutatione nominum, PG 51, 123 κ.ἕ.). Αὐτές οἱ μετονομασίες στήν Γραφή εἶναι ἐνδεικτικές μιᾶς γλωσσικῆς σημαντικῆς δηλωτικῆς μιᾶς νέας σχέσεως μέ τόν Θεό καί ἐπιβιώνει στίς μέρες μας στούς καρέντες μοναχούς καί τούς συλλήπτορες τῆς ἱερωσύνης. Στήν Καινή Διαθήκη, ὁ Χριστός βεβαιώνει ὅτι «ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου» (Ἰω. 5, 43), καί «ἐφανέρωσά σου τό ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις» (Ἰω. 17, 6). Οἱ μαθητές «ποιοῦν δυνάμεις ἐν τῷ ὀνόματι» τοῦ Κυρίου (Μάρκ. 9, 38-39), καί τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό «ὑπέρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. 2, 9), «ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4, 12).
Μέ τή διεύρυνση τῶν ὁριζόντων τοῦ Ἑλληνιστικοῦ κόσμου καί στά πλαίσια πλέον τοῦ Βυζαντινοῦ Ἑλληνισμοῦ, εἶναι φανερό ὅτι ἰδιαίτερη σημασία ἀποκτᾶ ἡ χριστιανική ὀνοματολογία, ἀλλά καί ἔργα ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων μέ ξεχωριστό ἐνδιαφέρον γιά τήν τοπωνυμιολογία, ὅπως τό Ὀνομαστικόν τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας, πού πραγματεύεται ἀκριβῶς «κατά στοιχεῖον» «περί τῶν τοπικῶν ὀνομάτων τῶν ἐν τῇ θείᾳ γραφῇ», καί ἔργα τοῦ ἁγίου Ἱερωνύμου, ἐπαυξημένες μεταφράσεις τοῦ Ὀνομαστικοῦ καί τῆς Βίβλου τῆς τῶν ἑβραϊκών ὀνομάτων ἑρμηνείας. Σέ ὑστερότερη περίοδο, ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν τά συγγράμματα τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου Περί θεμάτων, Περί βασιλείου τάξεως, Περί πρέσβεων τεύχους Ῥωμαίων πρός ἐθνικούς, καί Πρός τόν ἴδιον υἱόν Ρωμανόν (De administrando imperio).
Μέ αὐτή τή συντομογραφική ἀναφορά σέ ὀνοματολογικά θέματα, καί ἀπονέμοντας τήν πατρική μου εὐλογία σέ ὅλα τά ἔντιμα μέλη τῆς Ἑλληνικῆς Ὀνοματολογικῆς Ἑταιρείας καί τούς ἐκλεκτούς συμμετέχοντες σ’ αὐτήν τήν Διημερίδα κηρύσσω τήν ἔναρξη αὐτῆς μέ τήν εὐχή νά «ὑπερπλεονάσῃ ἡ χάρις» τῆς πολύτιμης ἐπιστημονικῆς συμβολῆς της, καί οἱ ἐργασίες της νά τύχουν πάσης ἐπιτυχίας καί καρποφορίας ἐπ’ ἀγαθῷ τῶν ἐρευνώντων καί δίκην ἀρότρου βαθυνόντων καί γεωργούντων ἐπί τά ὀνόματα.