(Ἑρμούπολη, 6 Δεκεμβρίου 2013)
Εἶναι ἰδιαίτερη καί ἡ χαρά καί ἡ συγκίνηση πού δοκιμάζω εὑρισκόμενος ἀνάμεσά σας καί θά ἤθελα νά σᾶς εὐχαριστήσω γιά τήν πρόσκληση πού μοῦ ἀπευθύνατε. Εὐχαριστῶ τόν ἀγαπητό ἐν Χριστῷ ἀδελφό, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σύρου κ. Δωρόθεο καί τόν Ἀξιότιμο κ. Δήμαρχο Σύρου-Ἑρμουπόλεως κ. Δεκαβάλλα. Ἀξίζουν ἐπίσης συγχαρητήρια σέ ὅσους συνετέλεσαν σέ αὐτή τήν προσπάθεια: στήν ἀρχαιολόγο κ. Ρώτα γιά τήν εὐγενῆ πρωτοβουλία καί τή συμβολή της στήν πραγματοποίηση αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων, στή διευθύντρια τοῦ Γενικοῦ Λυκείου Σύρου κ. Δράκου, στούς καθηγητές, στούς ἀγαπητούς μαθητές καί τίς μαθήτριες.
Ἀποτελεῖ πραγματικό τόλμημα νά προσπαθήσω νά ἀναφερθῶ στήν προσωπικότητα τοῦ Νεοφύτου Βάμβα. Ὑπῆρξε μία ἀπό τίς πιό σημαντικές μορφές τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ: λόγιος κληρικός, ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων, διδάσκαλος τοῦ Γένους, πρωτοποριακός συγγραφέας, μεταφραστής τῶν ἱερῶν βιβλίων, πανεπιστημιακός καθηγητής, θεμελιωτής τῆς παιδείας. Μέ τήν τελευταία αὐτή ἰδιότητα τόν γνωρίσατε καί σεῖς, ὡς πρῶτο διευθυντή καί ὀργανωτή τοῦ Γυμνασίου Σύρου, ἑνός προτύπου ἱδρύματος γιά τά ἐκπαιδευτικά δεδομένα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπου ἡ δημόσια παιδεία μας βρισκόταν ἀκόμη στά σπάργανα.
Γνωρίζουμε ὅτι ἐπιφανεῖς Ἕλληνες συγκαταλέγονται στούς ἀποφοίτους του: Ἀνδρέας Συγγρός, Ἐλευθέριος Βενιζέλος, Κωνσταντῖνος Βολανάκης, Γιαννούλης Χαλεπᾶς, Δημήτριος Βικέλας, Ἀριστομένης Προβελέγγιος. Γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι τό ἱστορικό κτίριο ἀνηγέρθη χάρη στίς γενναῖες εἰσφορές τῶν Ἑρμουπολιτῶν καί ὄχι μέ κρατική δαπάνη. Αὐτό τό τελευταῖο λέει πολλά καί γιά τή σημερινή κατάσταση τῆς χώρας μας ἀλλά καί γιά τή δημιουργική ὁρμή πού ἐνέπνεε τούς Ἕλληνες καί πού συναντᾶμε στίς πόλεις-κέντρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ καθ’ ὅλη τήν περίοδο πρίν καί μετά τήν Ἐπανάσταση.
Γιά νά φτάσουμε στήν ἡμέρα τῆς Ἐπαναστάσεως καί νά ἀνακτήσουμε τήν ἐλευθερία μας περάσαμε πολλές ἐλλείψεις, κινδύνους καί τραγωδίες βαριές καί βαθύτατες. Βρισκόμαστε καί σήμερα σέ μία δύσκολη περίοδο, ὅπου καλούμαστε πρωτίστως νά εἴμαστε ἑνωμένοι, νά κάνουμε ὑπομονή, νά ἀντλήσουμε δύναμη καί νά ἀγωνιστοῦμε ἀπό κοινοῦ. Αὐτό τόνισε καί ὁ ἴδιος ὁ ἀείμνηστος Βάμβας, ἀπαντώντας στήν πρόσκληση τῶν «ἐφόρων ἐκπαιδευτικῶν καταστημάτων» Σύρου νά ἀναλάβει τή διεύθυνση καί τήν ἐπιστασία τοῦ Ἑλληνικοῦ Σχολείου τῆς κοινότητος Ἑρμουπόλεως, τό 1833: «Εἰς τήν ἔντιμον ταύτην πρόσκλησιν, Κύριοι, δέν σύρει τόσον τήν προσοχήν μου τό μέγεθος τῆς τιμῆς, ὅσον τό τοῦ ἀγῶνος». Οἱ πατέρες μας, οἱ πρόγονοί μας, ἀγράμματοι καί γραμματισμένοι, πέτυχαν νά ἐλευθερώσουν τήν Ἑλλάδα γιατί κατάλαβαν μέ τή σοφία τους ὅτι ὁ ἀγώνας ἔχει δύο ὄψεις: τόν ἀγώνα γιά τήν ἐλευθερία ἀπό τούς ξένους ζυγούς, τήν ἐλευθερία δηλαδή μέ ὅρους σωματικούς, ἐθνικούς, πολιτικούς, ἀλλά καί τήν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος. Πρόκειται δηλαδή γιά ἕναν ἀγώνα διπλό, κι ἐάν αὐτό δέν τό συνειδητοποιήσει κανείς καί δέν ἀγωνιστεῖ καί πρός τίς δύο αὐτές κατευθύνσεις, ματαιοπονεῖ.
Ὅπως εἶχε πεῖ ὁ ἱστορικός καί καθηγητής Νίκος Σβορῶνος, «Δέν θεωρῶ ἀντίσταση ἁπλῶς καί μόνο νά πάρεις τά ὅπλα νά ἀνέβεις στά βουνά• αὐτό εἶναι σχετικά εὔκολο πράγμα. Τό πρόβλημα εἶναι νά μείνεις αὐτό πού εἶσαι, καί αὐτό βέβαια συνδυάζεται μέ τήν πολιτισμική συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ. Μέ τό γεγονός ὅτι ὅταν κατακτήθηκε ὁ ἑλληνικός λαός, εἶχε ἐθνική ἑνότητα καί συνείδηση τῆς ἑνότητας αὐτῆς».
Ὁ βίος τοῦ Νεοφύτου Βάμβα μᾶς μεταφέρει στήν ἐποχή τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ. Ἡ συμβολή λογίων κληρικῶν σέ αὐτή τήν ἀναγέννηση τῶν γραμμάτων καί τῶν ἰδεῶν ὑπῆρξε, ὅπως γνωρίζουμε, σημαντική καί πρωταγωνιστική. Τά ὀνόματα εἶναι πάρα πολλά γιά νά τά ἀπαριθμήσουμε. Εἷς ἐξ αὐτῶν, ὁ Ἄνθιμος Γαζῆς, γράφει στόν Λόγιο Ἑρμῆ τοῦ 1814-1815, σχετικά μέ τήν εἴδηση ὅτι ἱερές μονές στήν Ἀθήνα ἵδρυσαν «φιλοσοφικόν σχολεῖον», προσθέτοντας: «Εἴθε νά ἐμιμοῦντο τό καλόν τοῦτο παράδειγμα καί ὅλοι οἱ ἡμέτεροι ἐκκλησιαστικοί! Καί τῇ ἀληθείᾳ, τότε εὐδοκιμήσει τό γένος, ὅταν οἱ ἱερεῖς φιλοσοφήσωσιν ἤ οἱ φιλόσοφοι ἱερατεύσωσιν».
Ὁ Νεόφυτος Βάμβας ὑπῆρξε ἀκριβῶς ἕνας ἀπό αὐτούς.
Ὡστόσο, ἡ βάση τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ δέν ἦταν τόσο ἐπιστημονική καί φιλοσοφική, ὅπως σημειώνει ὁ ἱστορικός καί λαογράφος, καθηγητής Μιχάλης Μερακλῆς, «ὅσο ρομαντική καί δυνάμει ἐπαναστατική». «Ὁ ἑλληνικός Διαφωτισμός», συνεχίζει, «ἔπλασε μέ τά ὑλικά της Εὐρώπης κάτι ἄλλο, δικό του. Γι’ αὐτό καί δέν ἀποθεολογικοποιήθηκε, συνυπῆρξε μέ τή θεολογία τήν ὁποία χρειαζόταν». Ἕνας ἄλλος δάσκαλος τοῦ Γένους, ὁ Κωνσταντῖνος Ἀσώπιος, γράφει στήν Τεργέστη, τό 1817: «Εἰς τήν σημερινήν ἡμῶν κατάστασιν ἄλλο δέν ἐμποροῦμεν νά πράξωμεν ἵνα πολιτισθῶμεν ὅσον τό δυνατόν, παρά τά δύο ταῦτα νά ἐπιμεληθῶμεν, τόν ἱερόν ἄμβωνα καί πολύ περισσότερον τά σχολεῖα».
Ἐπιτρέψτε μου ἐδῶ νά πῶ ὅτι ὑπάρχουν δύο εἴδη σοφίας, χωρίς νά ἀντίκειται τό ἕνα στό ἄλλο: ἡ σοφία πού ἀποκτοῦμε στά σχολεῖα καί στά πανεπιστημιακά ἱδρύματα, καί ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ. Οὔτε ἡ μία, ὅμως, οὔτε ἡ ἄλλη μποροῦν νά ἐνεργήσουν ἀπό μόνες τους γιά νά νά δημιουργήσουν κάτι ὁλοκληρωμένο. Στό σημεῖο καί στό βαθμό πού συναντῶνται ἡ σοφία τῆς ἐπιστήμης, ἡ σοφία τῶν ἐγγραμμάτων, μέ τήν ἄνωθεν σοφία, δημιουργεῖται ὁ ἀληθινά χαρισματικός ἄνθρωπος. Αὐτή ἦταν ἡ διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού τήν ἐξέφρασαν καί μέσα ἀπό τή ζωή τους. Τό ἔχει διατυπώσει καί ὁ Σεφέρης μέ ἄλλα λόγια, στό δοκίμιό του γιά τόν Μακρυγιάννη, πού ὅπως ξέρουμε ἦταν ἀγράμματος ἀλλά ἔγραψε ἐκπληκτικά πράγματα: «Πρέπει νά μήν ξεχνοῦμε πώς ὑπάρχει μία καλή παιδεία –ἐκείνη πού ἐλευθερώνει καί βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά ὁλοκληρωθεῖ σύμφωνα μέ τόν ἑαυτό του, καί μία κακή παιδεία –ἐκείνη πού διαστρέφει καί ἀποστεγνώνει». Σήμερα, ἀκριβῶς, βιώνουμε τό ἑξῆς παράδοξο: ἐνῶ ἀνθεῖ ἡ ἐκπαίδευση ἐν ἀφθονίᾳ σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, ὑπάρχει ἀπερίγραπτη ἠθική καί πνευματική φτώχεια, πού μάλιστα ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους σέ ἐξαθλίωση, χωρίς νά ἀνακουφίζει τήν ψυχή τους. Σήμερα, συμβαίνει νά ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό φωτισμένους δασκάλους καί παιδεία περισσότερο ἀπό ποτέ.
Ἄς πάρουμε ὅμως τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή. Ὁ Νεόφυτος Βάμβας γεννήθηκε στή Χίο τό 1776. Τό ὄνομά του κατά κόσμον ἦταν Νικόλαος. Ἀποτελεῖ, λοιπόν, ἀγαθή συγκυρία τό γεγονός ὅτι αὐτή ἡ τιμητική ἐκδήλωση πού τοῦ ἀπευθύνουμε λαμβάνει χώρα τήν ἡμέρα τῆς ἱερᾶς μνήμης τοῦ πολιούχου τῆς Ἑρμουπόλεως, ἁγίου Νικολάου.
Ὁ ἴδιος γράφει: «Εὐχαριστῶ τῷ Θεῳ πρώτιστα μέν, ὅτι ἐγεννήθην Χριστιανός• δεύτερον, ὅτι ἐκ γονέων πενήτων μέν, πλουσίων ὅμως εἰς εὐσέβειαν καί ἀρετήν, καί τρίτον ὅτι ἕλλην τό γένος, καίτοι ὑπό τυραννίαν βάρβαρον καί ἀντίχριστον• ἀπό παιδικῆς ἡλικίας ἐπόθουν τήν προκοπήν καί ὁσάκις ἔβλεπον ἄνθρωπον πεπαιδευμένον, διεγείρετο ἐν τῇ καρδίᾳ μου τιμή καί σέβας πρός αὐτόν, ὡς θεῖόν τι ὄν».
Οἱ πνευματικές του ἱκανότητες ὑπῆρξαν ἀντιστρόφως ἀνάλογες τῶν οἰκονομικῶν του δυνατοτήτων. Ὁ Νεόφυτος ἀπό νεαρή ἡλικία ἐκδήλωσε ἀξιοσημείωτη φιλομάθεια. Ἐκτός ἀπό τή φιλολογία, τόν ἐνδιέφεραν ἰδιαίτερα ἡ φιλοσοφία καί οἱ θετικές ἐπιστῆμες. Ἀρχικά φοίτησε στή σχολή τῆς γενέτειράς του κι ἔπειτα συνέχισε τίς σπουδές του στή σχολή τῆς Σίφνου καί στήν Πάτμο. Τό 1791 χειροτονήθηκε διάκονος. Κατόπιν ἔφτασε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου χρημάτισε δάσκαλος σέ οἰκογένειες ἐπιφανῶν Φαναριωτῶν, καί μετέπειτα στό Βουκουρέστι. Ἐπιστρέφει στήν Πόλη, ὅπου συμμετέχει στή σύνταξη τῆς «Κιβωτοῦ», τοῦ μεγάλου λεξικοῦ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἄν καί ὁ Νεόφυτος εἶχε ἀποκτήσει φήμη λογίου, ἡ οἰκονομική του κατάσταση ἦταν δεινή. Ἔστω ὅμως καί μέ ὅ,τι τοῦ ἀπέφερε ἡ χαμηλά ἀμειβόμενη ἐργασία του, κατόρθωσε νά φύγει τό 1808 μέ προορισμό τό Παρίσι.
Στό Παρίσι ἐργάζεται ὡς δάσκαλος τῆς ἑλληνικῆς. Ἡ παρουσία του προκάλεσε αἴσθηση στούς Ἕλληνες τῆς παροικίας, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ συμπατριώτης του Ἀδαμάντιος Κοραῆς. Τούς δύο ἄνδρες θά ἑνώσει βαθιά καί πολυετής φιλία, καί θα συνεργαστοῦν σέ πολλά. Ὁ Κοραῆς, ὁ ὁποῖος ἦταν μεγαλύτερός του κατά τρεῖς περίπου δεκαετίες, στάθηκε γιά τόν Νεόφυτο μία ἐπιστηρικτική, πατρική παρουσία κι ἕνας σημαντικός δάσκαλος. Ὁ Βάμβας συνεργάζεται μαζί του στίς ἐκδόσεις καί στίς φιλολογικές ἐργασίες του, καί ὁ Κοραῆς τοῦ συμπαρίσταται οἰκονομικά. Στή γαλλική πρωτεύουσα ἀσχολεῖται ἐπίσης μέ τή σπουδή τῆς φιλοσοφίας καί τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, παρακολουθώντας τά μαθήματα τοῦ σπουδαίου καθηγητῆ τῆς χημείας Θενάρδου. Τότε συγγράφει καί ἐκδίδει τή Ρητορική του (1813), τῆς ὁποίας ἡ ἀξία ἐπαινέθηκε ἀπό ὅλους γιά τό «εὔληπτον, τό περιληπτικόν καί τό εὐμέθοδον τῆς συντάξεως». Ὁ Βάμβας, ἄν καί δέν ἀσπάστηκε στό ἔπακρο τίς γλωσσικές ἰδέες τοῦ Κοραῆ, ἐξέφρασε παρ’ ὅλα αὐτά προοδευτικές ἀντιλήψεις γιά τόν καιρό του. Γι’ αὐτό καί στή συνέχεια ἀνέλαβε καί ὑποστήριξε ἔνθερμα τή μετάφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς στή νεοελληνική.
Ὕστερα ἀπό ἑπτά χρόνια στό Παρίσι, ἐπιστρέφει στήν πατρίδα τοῦ τό 1815, μέ προτροπή τοῦ Κοραῆ καί μέ τή θερμή σύσταση τοῦ ἰδίου στίς σχετικές ἐκκλήσεις τῶν κατοίκων πρός ἀνεύρεση ἀξίου διευθυντῆ γιά τή Σχολή τῆς Χίου. Ὁ Νεόφυτος ἀναλαμβάνει τή διεύθυνσή της καί μέ τή συνδρομή εὐπόρων συμπατριωτῶν του οἰκοδομεῖ δημόσια βιβλιοθήκη, τήν ὁποία καί ἐμπλουτίζει μέ ἔργα ἀρχαίων καί νεωτέρων συγγράφεων, δημιουργεῖ τυπογραφεῖο γιά τήν ἔκδοση τῶν ἀναγκαίων βιβλίων γιά τούς μαθητές, προμηθεύεται ἐπιστημονικά ὄργανα ἀπαραίτητα γιά τή διδασκαλία καί καθιερώνει σύστημα ὑποτροφιῶν.
Πρέπει νά ποῦμε πώς τήν ἐποχή ἐκείνη δέν ὑπῆρχαν ἐπίσημα διδακτικά προγράμματα. Ὀργανώνει λοιπόν τό πρόγραμμα μαθημάτων καί τό διδακτικό προσωπικό. Τά μαθήματα εἶχαν ὡς βάση τή διδασκαλία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί φιλολογίας. Περιλάμβαναν ὅμως καί μαθηματικά, ξένες γλῶσσες καί τέλος φιλοσοφία καί φυσικές ἐπιστῆμες, μαθήματα τά ὁποῖα ἀνέλαβε νά διδάξει προσωπικά. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι συνέστησε ἐπίσης ἕδρα ναυτικῆς ἐπιστήμης. Στό μεταξύ, συνέχισε τό συγγραφικό του ἔργο. Στά 1818 ἐκδίδονται τά Στοιχεῖα τῆς φιλοσοφικῆς ἠθικῆς καί τό 1821 ἡ Γραμματική του.
Ὁ Νεόφυτος παρέμεινε στή Χίο χωρίς εὐτυχῶς νά ζήσει τήν καταστροφή τοῦ νησιοῦ ἀπό τούς Ὀθωμανούς. Μέ τή μεσολάβηση τοῦ προξένου τῆς Ρωσίας, ἀναχώρησε μέ ὑδραίικο πλοῖο μαζί μέ Ὑδραίους πού φοιτοῦσαν στή Σχολή. Ἡ μετάβασή του στήν Ὕδρα ἐγκαινιάζει οὐσιαστικά τήν περίοδο τῆς ἐνεργοῦ ἀγωνιστικῆς του δράσης.
Στήν Ὕδρα οἱ πρόκριτοι καί οἱ ἀδελφοί Κουντουριῶτες τόν ὑποδέχτηκαν μέ μεγάλη θέρμη. Τά πολιτικά πράγματα ὡστόσο ἦταν μετέωρα καί οἱ τοπικοί ἡγέτες ἀμφιταλαντεύονταν γιά τό ἄν ἔπρεπε νά ὑψώσουν τελικά τή σημαία τῆς ἐπανάστασης. Ὁ Βάμβας τούς συμβούλευσε ὅτι ἀφοῦ ἡ Ὕδρα διέθετε τόσο πλοῦτο καί ναυτική δύναμη μεταξύ τῶν Ἑλλήνων, «συμφέρει ἀνυπερθέτως νά ὑψώσῃ τήν σημαίαν ἐν ὀνόματι Θεοῦ», ὅποια κι ἄν μέλλει νά εἶναι «ἡ ἔκβασις τοῦ ἀγῶνος». Ὁ Λάζαρος Κουντουριώτης τοῦ ἀπεκρίθη ὅτι αἰτία τῆς ἀναβολῆς ἦταν οἱ διχόνοιες καί τόν παρακάλεσε νά ὁμιλήσει ὑπέρ ὁμονοίας τήν ἑπομένη, πού ἦταν Κυριακή του Θωμᾶ. Ὁ ἴδιος γράφει: «Ἐνῷ δ’ ἐγώ, μείνας μόνος, ἐσκεπτόμην περί τῆς ὁμιλίας, ἐπανελθών ἐκεῖνος ἀπό τῆς συνεδριάσεως ἥτις ἐγίνετο ἐν τῇ Μονῇ, "Βάμβα", εἶπεν, "αὔριον ὑψώνεται ἡ σημαία κατά τάς εὐχάς σου, καί ἔστω ὁ λόγος καί περί ἐλευθερίας". Ἀκούσας ταῦτα κατησπαζόμην αὐτόν δακρύων καί εὐχόμενος. Ἡ νύξ ἐκείνη ἦτον εἰς ἐμέ δάκρυα καί στοχασμοί».
Σύμφωνα μέ τά λόγια του Βάμβα, ἡ Ἐπανάσταση δέν κηρύχθηκε μέ ἐπευφημίες καί ἐπιδεικτικές ἐκδηλώσεις. Ὅταν ξημέρωσε ἡ Κυριακή τοῦ Θωμᾶ τοῦ 1821, ἤχησαν οἱ καμπάνες καί ὅλος ὁ λαός τῆς Ὕδρας κατέβηκε στό λιμάνι τῆς πόλης. Ὅλη ἡ παράλιος πλατεῖα, τά καταστρώματα καί τά κατάρτια τῶν πλοίων, ἡ ὀροφή τῆς Μονῆς, ἦταν γεμάτα κόσμο. Τότε ἀνέβηκε στό βῆμα ὁ Βάμβας καί «ἐν μέσῳ βαθυτάτης σιωπῆς», ὁμίλησε περί τῶν δεινῶν της μακροχρόνιας τυραννίας καί περί τοῦ δικαίου τοῦ ἀγῶνος ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος. Κατέβηκε ἀπό τό βῆμα «ἐν μέσῳ σοβαρᾶς σιωπῆς τοῦ ἡρωικοῦ ἐκείνου λαοῦ». Μέσα σέ τρεῖς ἡμέρες ἑτοιμάστηκαν καί ἐξοπλίστηκαν τριάντα ἀπό τά καλύτερα πλοῖα τους καί ἀπέπλευσαν γιά νά ἑνωθοῦν μέ ἐκεῖνα τῶν Σπετσιωτῶν.
Στήν Ὕδρα ὁ Νεόφυτος ἐντυπωσιάστηκε ἀπό τήν προσωπικότητα τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντη καί ἀποφάσισε νά τόν ἀκολουθήσει ὡς γραμματέας του στά μέτωπα τῶν μαχῶν. Ἐκεῖ ἐμψύχωνε μέ τούς λόγους του στά στρατόπεδα τούς πολεμιστές, «προτρέπων τούς πάντας εἰς αὐταπάρνησιν καί ὁμόνοιαν». Διασώζεται ἕνα περιστατικό κατά τό ὁποῖο, ἐνῶ βρισκόταν νά ἀγορεύει τότε πρός τό πλῆθος, «προέτρεπεν ἕνα ἕκαστον νά ἐκπληρώνῃ τό χρέος του»· κάποιοι ὅμως ραδιοῦργοι παραμόρφωσαν τήν τελευταία αὐτή φράση του στό νά «πληρώσῃ ἕκαστος τά χρέη του». Τοῦτο ἦταν ἑπόμενο νά ἐρεθίσει τό ἀγαθό πλῆθος σέ ἀποδοκιμασία, τήν ὁποία ἐκεῖνος ὑπέμεινε «μετ’ εὐαγγελικῆς πραότητος».
Ἀπογοητευμένος ἀπό τίς ἐμφύλιες διενέξεις καί συντετριμμένος ἀπό τό γεγονός τῆς καταστροφῆς τῆς πατρίδας του, ἀποφάσισε νά ἀφοσιωθεῖ στό ἐκπαιδευτικό καί συγγραφικό του ἔργο, μέ τό ὁποῖο ἦταν περισσότερο ἐξοικειωμένος. Ἄφησε τήν Πελοπόννησο τό 1822 καί λόγῳ τρικυμίας βρέθηκε στή Μῆλο μαζί μέ συγγενεῖς του πού εἶχαν ἔρθει νά τόν βροῦν μετά τή σφαγή τῆς Χίου.
Τά ἑπόμενα χρόνια ἐγκαταστάθηκε στά Ἑπτάνησα, πού τότε ἦταν ὑπό ἀγγλική ἁρμοστεία. Ἀρχικά στήν Κεφαλλονιά, ὅπου παρέμεινε γιά πέντε χρόνια, διδάσκοντας στή σχολή καί κηρύττοντας στούς ναούς. Τό 1828 μετέβη στήν Κέρκυρα, γιά νά ἀναλάβει καθηγητής στήν Ἰόνιο Ἀκαδημία.
Τό 1833 ἀποδέχεται τήν πρόσκληση τῶν Συριανῶν νά ἀναλάβει τή διεύθυνση τοῦ ὑπό ἵδρυσιν ἐκπαιδευτικοῦ ἱδρύματος, τό ὁποῖο ἔμελλε νά ἀποτελέσει σταθμό στήν ἱστορία τοῦ νησιοῦ καί τῆς παιδείας μας. Καί μόνο ἡ ὀνομασία «Γυμνάσιον», πού φανερώνει τήν κλασική της καταγωγή, ὑπῆρξε στήν ἐποχή της πρωτότυπη. Ὀργάνωσε τό δημόσιο Γυμνάσιο μέ πρότυπο τή σχολή τῆς Χίου, ἀλλά μέ σύστημα ἑξαετοῦς φοιτήσεως.
Πραγματοποίησε πληθώρα ὁμιλιῶν, δίδαξε φιλοσοφία καί φιλολογία, ἐξέδωσε τό βιβλίο του «Ἐσωτερικαί ἐνάργειαι τῆς ἐμπνεύσεως τῶν θείων γραφῶν» καί συνέχισε τή μετάφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού εἶχε ἐμπνευστεῖ κατά τή διάρκεια τῆς παραμονῆς του στό Παρίσι. Ἡ μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ξεκίνησε στήν Κέρκυρα καί ὁλοκληρώθηκε στή Σύρο. Ἡ ἀπόδοση ἀπό τό ἑβραϊκό κείμενο καί ὄχι τό καθιερωμένο τῶν Ἑβδομήκοντα, ἡ ἐπιλογή νά μεταφραστεῖ σέ ἁπλή γλώσσα καί ἡ συνεργασία του μέ τήν ἀγγλική Βιβλική Ἑταιρεία, προκάλεσαν ἀντιδράσεις ἀπό ἄλλους κληρικούς λογίους, ὅπως ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμου. Προχώρησε στή μετάφραση καί τῆς Καινῆς. Ὁ ἴδιος ὑποστήριζε πώς «ὅστις ἐμποδίζει τήν μετάφρασιν τῶν γραφῶν κλείει τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων».
Ὁ Νεόφυτος ἄφησε τή Σύρο τό 1836 γιά νά ἐγκατασταθεῖ στόν Πειραιᾶ. Ἐκεῖ σκοπός του ἦταν ἡ ὑποστήριξη τῶν συμπατριωτῶν του στή συγκρότηση τοῦ συνοικισμοῦ τους καί στή δημιουργία σχολείου. Μέ τή σύσταση τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἀπό τόν Ὄθωνα, ἀνέλαβε Τακτικός Καθηγητής τῆς Φιλοσοφίας. Στή θέση αὐτή παρέμεινε μέχρι τό 1854, συμμετέχοντας ἐνεργά στήν ἀκαδημαϊκή ζωή. Δίδαξε φιλοσοφία καί ρητορική, πραγματοποίησε πολλές ὁμιλίες, δημοσίευσε στόν τύπο, διετέλεσε Κοσμήτωρ τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς καί συνέχισε τήν ἔκδοση τῶν βιβλίων του. Ἀπεβίωσε στίς ἀρχές τοῦ 1855, ἀφήνοντας πίσω του πλούσιο συγγραφικό, μεταφραστικό, ἐπιστημονικό καί ρητορικό ἔργο• κυρίως ὅμως ἕνα πρότυπο μαθητείας, προσωπικῆς πορείας καί ἀρετῆς πρός ὅλους.
Ἄς ἀπαριθμήσουμε ἐπιγραμματικά ὁρισμένους μόνο τίτλους ἀπό τό συγγραφικό του ἔργο:
– Ρητορική (Ἐν Παρισίοις, 1813)
– Στοιχεῖα τῆς φιλοσοφικῆς ἠθικῆς, συνταχθέντα διά τήν φιλομαθῆ νεότητα (Ἑνετίῃσιν, 1818)
– Γραμματική τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης συνταχθεῖσα εἰς τήν κοινήν γλῶσσαν (Ἐν Χίῳ, 1821)
– Συντακτικόν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης (Ἐν Κερκύρᾳ, 1828)
– Καινή Διαθήκη, μεταφρασθεῖσα ὑπό Ν. Βάμβα (Ἀθῆναι, 1833)
– Γενικόν σχέδιον τοῦ ἐν Ἑρμουπόλει ἑλληνικοῦ γυμνασίου (Ἐν Ἑρμουπόλει, 1834)
– Ἐσωτερικαί ἐνάργειαι τῆς ἐμπνεύσεως τῶν Γραφῶν: Θεωρία ὠφελιμωτάτη εἰς πάντα ἄνθρωπον, ἐκ τοῦ ἀγγλικοῦ μεταφρασθεῖσα (Ἐν Ἑρμουπόλει, 1834)
– Γραμματική τῆς ἀρχαίας καί τῆς σημερινῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, συνταχθεῖσα διά τούς ἀρχαρίους (Ἐν Ἑρμουπόλει, 1835)
– Ἡ Καινή Διαθήκη τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά μετάφρασιν ἐκ τοῦ ἀρχετύπου εἰς τήν κοινήν ἑλληνικήν (1836, 1838)
– Στοιχεῖα φιλοσοφίας (Ἐν Ἀθήναις, 1838)
– Ἐγχειρίδιον τῆς τοῦ ἱεροῦ ἄμβωνος ρητορικῆς (Ἀθήνῃσι 1851)
– Φυσική Θεολογία καί χριστιανική ἠθική.
Ἐπίσης, πολυάριθμες ὁμιλίες, μεταξύ τῶν ὁποίων:
– Ὁμιλία εἰς τήν καθίδρυσιν τοῦ νέου ἑλληνικοῦ γυμνασίου τῆς Ἑρμουπόλεως τήν 18ην Νοεμβρίου 1834·
– Ὁμιλία εἰς τήν α΄ ἐτήσιον ἐξέτασιν τοῦ ἐν Ἑρμουπόλει Ἑλληνικοῦ γυμνασίου, τήν 25ην Αὐγούστου 1834·
– Αὐτοσχέδιος ὁμιλία γενομένη ἐν Ἑρμουπόλει εἰς τήν ἔναρξιν τοῦ σχολείου τῶν εὐγενῶν κορασίων·
– Ὁμιλία εἰς τήν ἐγκαθίδρυσιν τῶν διδασκάλων τοῦ γυμνασίου τῆς Ἑρμουπόλεως (1835).
Χαρακτηριστικά τῶν συγγραμμάτων τοῦ Βάμβα ἦταν ἡ σαφήνεια καί ἡ εὐφράδεια. Στόχο εἶχε νά καρπωθεῖ ἐξ αὐτῶν ὁ ἀναγνώστης ὅσο τό δυνατόν περισσότερα. Διαβάζουμε στό βιβλίο «Βίοι Παράλληλοι τῶν ἐπί τῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος διαπρεψάντων ἀνδρῶν» (1869) ὅτι «ὁ Βάμβας δέν ἦτο ἐκ τῶν σοφῶν ἐκείνων, οἵτινες πωλοῦσιν ἀκριβῶς τήν σοφίαν των διά τῆς στρυφνότητος ἤ μάλιστα καί τῆς ἐσκεμμένης ἀποχῆς ἀπό πάσης δημοσιεύσεως, καί περιορίζονται μόνον εἰς τό νά διδάσκωσιν ἀπό τῆς ἕδρας, καί ὡς ἐπί τό πλεῖστον μόνον διά λόγων. Ὁ Βάμβας ἠγάπα νά καθίσταται πανταχοῦ καί πάντοτε ὠφέλιμος, καί οὐδεμίαν παρέλιπε πρός τοῦτο εὐκαιρίαν, οὐδενός ἐφείδετο μέσου. Διετέλεσε μέχρι τῆς τελευτῆς τοῦ βίου του ἀείποτε ἐργαζόμενος καί ὠφελῶν, εἴτε ὡς Τακτικός Καθηγητής, εἴτε ὡς Πρύτανις τοῦ Πανεπιστημίου, εἴτε ὡς Κοσμήτωρ τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς, εἴτε ὡς ρήτωρ ἀπό τοῦ ἄμβωνος τῆς ἐκκλησίας. Ἐν πάσῃ ὑπηρεσίᾳ, ἐν πάσῃ περιστάσει, κατείχετο πάντοτε ὑπό τῆς ἐπιθυμίας τοῦ νά κατασταθῇ χρήσιμος».
Γιά τόν Βάμβα καί τό φιλολογικό του ἔργο, ὁ σύγχρονός του λόγιος Κωνσταντῖνος Κούμας, ἀπό τούς πρωτεργάτες τοῦ νεοελληνικοῦ διαφωτισμοῦ, γράφει: «Ὁ ἀνήρ οὗτος, στολισμένος μέ γνώσεις ἐπιστημονικάς καί φιλολογικάς, πρίν μεταβῇ εἰς τήν πατρίδα του, ἐξέδωκεν εἰς Παρισίους τῷ 1813 ρητορική, ἥτις διά τήν σαφήνειαν καί τήν μέθοδον, διά τήν εὐφράδειαν καί τήν καθαρότητα, διά τά ἐξαίρετα παραδείγματα ἐκ τῶν ἀρίστων συγγραφέων Ἑλλήνων, Ρωμαίων καί Γάλλων, ἐμπορεῖ νά συναριθμηθῇ μετά τῶν κλασικῶν βιβλίων τοῦ γένους».
Χάρις στίς ἀρετές της, ἡ Γραμματική του γνώρισε μεγάλη διάδοση, ἀκόμη καί στόν παροικιακό Ἑλληνισμό καί στά ἑλληνικά σχολεῖα τῆς ὀθωμανικῆς ἐπικράτειας, ὅπου δέν ὑπῆρχε βεβαίως στό πρόγραμμα, ἀλλά ἡ χρήση της γινόταν μέ ἐλεύθερη ἐπιλογή τῶν διδασκάλων. Ὁ Κούμας σημειώνει: «Ἀγαπῶ εἰλικρινῶς τόν καλόν καί σοφόν Βάμβαν, ὄχι ὅμως ὑπό ἀγάπης, ἀλλ’ ὑπό ἀληθείας λέγω, ὅτι ἡ Γραμματική του περιέχει θησαυρόν γνώσεων νεοφανῶν διά τήν Ἑλλάδα».
Βλέπουμε ἀπό ὅλα αὐτά ὅτι ὁ Βάμβας δέν κράτησε γιά τόν ἑαυτό του τίς ἀρετές καί τά πλούσια χαρίσματα μέ τά ὁποῖα τόν προίκισε ὁ Θεός. Τίς γνώσεις του, πού ἀπέκτησε καί καλλιέργησε μέ πολλούς κόπους καί θυσίες, τίς μετέδωσε στούς ἀνθρώπους καί στούς μαθητές του, καί τίς ἀξιοποίησε γιά τό κοινό συμφέρον. Στήν παιδεία, στήν πολιτική, στήν Ἐκκλησία καί στήν ἐπιστήμη, δέν ἐνεργοῦμε μεμονωμένα καί ἀποσπασματικά, ὁ καθένας γιά τόν ἑαυτό του. Τό λειτούργημά μας συνίσταται στό νά δίνουμε συνειδητά καί κατανοητά στούς ἄλλους τήν εὐκαιρία νά ὠφεληθοῦν καί νά ἀντιληφθοῦν τά θέματα μέ τά ὁποῖα καταπιανόμαστε. Δέν ἀρκεῖ νά τά γνωρίζουν καί νά τά ἐπεξεργάζονται μόνο ὁρισμένοι εἰδικοί. Ὅταν οἱ γνώσεις περιορίζονται σέ ἕνα μικρό ὅμιλο ἀνθρώπων, νεκρώνεται ἡ σοφία τοῦ λαοῦ καί ὁδηγούμαστε σέ πνευματική φτώχεια. Εἴπαμε καί πρίν ὅτι τά φῶτα τῆς γνώσεως καί τά ἀγαθά τῆς παιδείας ἀπό μόνα τους δέν ἀρκοῦν, ἄν δέν καλλιεργηθοῦν σωστά· χρειάζεται νά συναντηθοῦν καί μέ τή σοφία τοῦ Θεοῦ. Μέσα ἀπό αὐτή τήν ἐμπειρία, ἐκεῖ ὅπου ἀμφότερα συναντῶνται, ἐμφανίζεται τό χάρισμα καί δημιουργεῖται ὁ ἀληθινά χαρισματικός ἄνθρωπος.
Τοῦτο τό διδασκόμαστε βεβαίως στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεία λατρεία καί ἡ ἱερουργία τῶν μυστηρίων δέν διαχωρίζονται ἀπό τή ζωή μας μέσα στόν κόσμο. Ἡ Λειτουργία δέν σταματᾶ μέσα στήν Ἐκκλησία· ἐπεκτείνεται καί ἐκτός αὐτῆς. Στήν Θεία Εὐχαριστία συμβαίνει νά συμμετέχουμε καί νά λαμβάνουμε ὅλοι ἀπό κοινοῦ, ὅπως στήν παραβολή τῶν ταλάντων, ὅπου ὁ Κύριος μᾶς φανέρωσε ὅτι τά χαρίσματα πού ἔδωσε στόν καθένα, τά ἔδωσε γιά νά τά αὐξήσουμε, χωρίς ὅμως νά τά κρατήσουμε γιά τόν ἑαυτό μας. Χρέος μας, συνεπῶς, εἶναι νά καλλιεργήσουμε τά χαρίσματά μας μέ τήν προοπτική νά κοινωνηθοῦν: αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως. Ὁ καθένας διαθέτει τό δικό του ξεχωριστό τάλαντο, ἀλλά ἄν τό κρατήσει γιά δικό του μόνο ὄφελος, πρός δική του ἱκανοποίηση, πέφτει σέ αἵρεση. Ὅποιος ἔχει τή δύναμη νά ὑπηρετήσει τούς ἀνθρώπους, μέ ὁποιοδήποτε μέσο, καί δέν τό πράττει, εἶναι σέ αἵρεση. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός κι ἐκεῖ ἔγκειται ἡ ἀξία καί ἡ οὐσία τῆς διακονίας μας ὡς ἱερέων, ἐπιστημόνων καί διδασκάλων. Κι ἐδῶ, αὐτή τή στιγμή ἔχουμε συναντηθεῖ καί σᾶς διατυπώνω τίς μακροσκελεῖς καί ἀτελεῖς σκέψεις μου, ἀλλά τό ζήτημα δέν εἶναι νά μείνουμε ἐκεῖ, εἶναι νά διδαχθοῦμε, νά φωτιστοῦμε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον, νά συμπληρώσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί νά προχωρήσουμε σέ κάτι ἀπό κοινοῦ.
Ζοῦμε σέ ἕνα κόσμο χωρίς ἐπικοινωνία καί τό ἀποτέλεσμα εἶναι νά διατυπώνονται πολλές θεωρίες καί λύσεις, ἀλλά τά προβλήματα νά μή λύνονται. Φαίνεται σάν νά ζοῦμε σέ σκλαβιά, ὅπως καί τότε, κι ἐκεῖνο πού κρατιέται ἀνέπαφο εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ πίστη μας καί τό δέσιμο τοῦ ἑνός μέ τόν ἄλλον. Αὐτές οἱ ἀρχές καί οἱ ἀξίες, ὅμως, δέν εἶναι στατικές οὔτε πωλοῦνται καί ἀγοράζονται. Δέν μπορεῖ νά πάει κανείς κάπου καί νά πεῖ, θέλω δέκα κιλά ἀξίες καί γνώσεις καί πρότυπα. Αὐτά κατακτῶνται μέ θυσίες καί ἀγώνα προσωπικό.
Ὁ Νεόφυτος Βάμβας ἀφιερώθηκε σέ ἱερούς καί θαυμαστούς σκοπούς, πρός τούς ὁποίους δέν ἦταν, οὔτε ποτέ εἶναι, εὔκολος ὁ δρόμος. Ὅσοι ἀκολουθοῦν τήν ὁδό τῆς διακονίας καί τῆς θυσίας, ἐπιλέγουν συνειδητά τή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό. Χαίρουν, βεβαίως, μετά χαιρόντων, ἀλλά πολύ συχνότερα κλαῖνε μετά κλαιόντων. Γίνονται Κυρηναῖοι κάθε ἀνθρώπου πού σηκώνει τόν μικρό ἤ τόν μεγάλο σταυρό του. Αὐτός πού εἶναι κοντά στόν Χριστό καί συναισθάνεται τήν ζωή του ὡς διακονία καί ὑπηρεσία πρός τούς ἄλλους, γνωρίζει βεβαίως πώς ἡ πορεία εἶναι δύσκολη, ἀλλά γεμάτη εὐεργετήματα. Μέ τόν τρόπο αὐτόν, ξαναγεννιέται, ξεκινάει ἀπό τήν ἀρχή, ἀποκτᾶ καί μεταδίδει τήν πραγματική σοφία.
Τέτοιους κληρικούς, δασκάλους καί ἐπιστήμονες, αὐτοῦ τοῦ ἤθους, χρειαζόμαστε καί στίς μέρες μας καί σέ ὅλους τούς καιρούς. Πρέπει νά προβάλουμε καί νά καλλιεργήσουμε αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια. Καί βλέπουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει τή δύναμη νά ἀναγεννᾶ τήν ἱστορία καί τούς ἀνθρώπους, ἐάν ἐκφράζεται μέσα ἀπό φωτισμένες μορφές. Κι ἄν εἶναι δύσκολο νά σταθοῦμε στό ὕψος τους, ἄς στραφοῦμε τουλάχιστον μέ πνεῦμα μαθητείας πρός αὐτές.
Οἱ πατέρες μας στά χρόνια τῆς Ἐπανάστασης πάσχισαν μέ μεγάλες δυσκολίες, ἐλλείψεις, κινδύνους καί θυσίες, νά ἐμπεδώσουν τήν παιδεία στόν τόπο αὐτόν. Ὁπωσδήποτε, οἱ σημερινές δυσκολίες, ὅσο κι ἄν εἶναι μεγάλες, δέν εἶναι ὡστόσο ἴδιες μέ ἐκείνων τῶν χρόνων. Ἐπιπλέον, δέν ἀγωνιζόμαστε πάνω σέ ἐρείπια· ἔχουμε τίς σωστές βάσεις καί δυνατότητες γιά νά προχωρήσουμε καί νά ὑπερβοῦμε κάθε δίνη τῆς ἱστορίας. Αὐτός ὁ τόπος, γιά ὅσους μελετοῦν τήν ἱστορία, ὅσους ἐμβαθύνουν καί ἀναζητοῦν τήν εὐρύτερη εἰκόνα, ὅσους ἀγωνίστηκαν καί συνεχίζουν νά ἀγωνίζονται, δέν στάθηκε ἁπλά καί μόνο μέ τά ὅπλα, τ’ ἄρματα, τίς «μπομπάρδες», τά γρόσια καί τά τάλαρα. Στάθηκε, ρίζωσε καί νίκησε, ὅταν τά γράμματα καί ἡ ψυχική περιουσία τοῦ λαοῦ μας, συνυφασμένα μέ τήν πίστη του, ἔγιναν κοινό κτῆμα, ἀνέδειξαν χαρισματικούς ἀνθρώπους καί τόν ἀνέστησαν μέσα ἀπό τόν γκρεμό.
Αὐτή τήν ἐποχή τῆς συγχύσεως, καλεῖται ὁ καθένας μας νά γίνει μάρτυρας αὐτῆς τῆς ἀλήθειας. Ἐπειδή, δόξα τῷ Θεῷ, δέν ἔχουμε νά διαβοῦμε θυσίες αἵματος σήμερα, βιώνουμε ὅμως ἄλλα μαρτύρια, πού μπορεῖ νά μήν εἶναι τόσο ἐπώδυνα, ἀλλά ἀποτελοῦν ἐξίσου ἀθλήματα τῆς ψυχῆς. Πρέπει νά ὁπλιστοῦμε μέ αὐτές τίς ἀλήθειες, νά διασώσουμε αὐτή τήν πολύτιμη ζύμη καί νά ἀποκτήσουμε ρίζες γερές μέσα μας. Ἡ ἰσχύς μας ἀπορρέει ἀπό ἐνάρετους καί φωτισμένους ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων πού πρωτοστάτησαν στήν ἀναγέννηση τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ὁ Νεόφυτος Βάμβας, πού εἶχε θέσει στόν νοῦ του τό σχολεῖο κοντά στήν Ἐκκλησία καί πού στήν ψυχή του τά δύο αὐτά συμπορεύονταν.
Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τήν προσοχή σας καί εὔχομαι, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καλή δύναμη στό ἔργο σας. Ὁ σπουδαῖος αὐτός λόγιος κληρικός ἄς σταθεῖ ὁδηγός σας καί δάσκαλος ὅλων μας.
Ὁ Θεός μαζί σας.