Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι καί Θεοφιλέστατοι

ἅ­γιοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς,

Πα­νι­ε­ρώ­τα­τε ἅ­γι­ε Κα­θη­γού­με­νε,

Ἐλ­λο­γι­μώ­τα­τοι  Κο­σμή­το­ρες,

Πρό­ε­δροι, Κα­θη­γη­τές καί Καθηγήτριες

τῶν Θε­ο­λο­γι­κῶν Σχο­λῶν τῶν Πα­νε­πι­στη­μίων Ἀ­θη­νῶν καί Θεσ­σα­λο­νί­κης,

ὡς καί τῆς Ἀ­νω­τά­της Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς

Ἀ­κα­δη­μίας Ἀ­θη­νῶν,

Ἀγαπητοί Πατέρες καί Ἀδελφοί,

Ἀ­γα­πη­τοί Σύ­νε­δροι,

          Μέ αἰ­σθή­μα­τα εὐ­χα­ρι­στί­ας καί εὐ­γνω­μο­σύ­νης πρός τόν Δο­μή­το­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κύ­ρι­ο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό ἀ­ξι­ω­νό­με­θα καί ἐ­φέ­τος νά συ­νε­ορ­τά­σου­με, ἡ Ἱ­ε­ρά Σύν­ο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος καί οἱ Θε­ο­λο­γι­κές Σχο­λές Ἀ­θη­νῶν καί Θεσ­σα­λο­νί­κης, τήν μνή­μη τοῦ ἐν Ἁ­γί­οις Πα­τρός ἡ­μῶν Φω­τί­ου τοῦ Με­γά­λου, Πα­τρι­άρ­χου Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως καί Προ­στά­του τῆς Ἱ­ε­ρᾶς ἡ­μῶν Συ­νό­δου.

          Ὁ ἑ­ορ­τα­σμός αὐ­τός ἄρ­χι­σε, ὅ­πως πάν­τα, μέ τήν τέ­λε­ση τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας στό Κα­θο­λι­κό τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Πεν­τέ­λης˙ στό ἱ­στο­ρι­κό αὐ­τό Μο­να­στή­ρι τῆς Ἱ­ε­ρᾶς μας Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς, στό ὁ­ποῖ­ο, ἀ­πό τόν 16ο αἰ­ώ­να πού ἱ­δρύ­θη­κε ὑ­πό τοῦ Ἁ­γί­ου Τι­μο­θέ­ου Ἐ­πι­σκό­που Εὐ­ρί­που ἕ­ως καί σή­με­ρα, ὑ­μνεῖ­ται καί δο­ξά­ζε­ται τό παν­τευ­λό­γη­το Ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ, γε­ραί­ρε­ται ἡ Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κος καί δι­α­κο­νεῖ­ται ποι­μαν­τι­κῶς ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ. Καί ὁ     ἑ­ορ­τα­σμός συ­νε­χί­ζε­ται μέ τήν πα­ροῦ­σα ἐ­πι­στη­μο­νι­κή Σύ­σκε­ψη στό πάν­το­τε φι­λό­ξε­νο Δι­ορ­θό­δο­ξο Κέν­τρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Τό θέ­μα τῆς Συ­σκέ­ψε­ως, κα­θώς γνω­ρί­ζε­τε, εἶ­ναι τό ἑ­ξῆς: «Δει­κνύ­ναι, ἀλ­λά καί λέ­γειν: Σκέ­ψεις γι­ά τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα μι­ᾶς στο­χα­στι­κῆς μαρ­τυ­ρί­ας τῆς θε­αν­δρι­κό­τη­τας μέ ἀ­φορ­μή τήν εἰ­κο­νο­φι­λί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Φω­τί­ου».

          Εἰ­ση­γη­τής τοῦ θέ­μα­τος ἔ­χει ὁ­ρι­σθεῖ ὁ Ἐλ­λο­γι­μώ­τα­τος κ. Χα­ρά­λαμ­πος Βέν­της, Ἀ­να­πλη­ρω­τής Κα­θη­γη­τής τοῦ Τμή­μα­τος Κοι­νω­νι­κῆς Θε­ο­λο­γί­ας καί Θρη­σκει­ο­λο­γί­ας τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Ἐ­θνι­κοῦ καί Κα­πο­δι­στρι­α­κοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν, τόν ὁ­ποῖ­ο καί ἀ­πό τῆς θέ­σε­ως αὐ­τῆς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με θερ­μῶς.

          Ὁ Ἱ­ε­ρώ­τα­τος Φώ­τι­ος κυ­ρι­ο­λε­κτι­κῶς κυ­ρι­άρ­χη­σε στήν πνευ­μα­τι­κή ἀ­να­γέν­νη­ση τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου κα­τά τόν 9ο αἰ­ώ­να, καί μά­λι­στα με­τά τά δει­νά πού εἶ­χαν ἐ­πι­σω­ρεύ­σει οἱ εἰ­κο­νο­μα­χι­κές ἔ­ρι­δες.

          Εἶ­ναι ἐν­τυ­πω­σι­α­κό τό γε­γο­νός ὅ­τι στήν ἀ­κτι­νο­βό­λο προ­σω­πι­κό­τη­τά του συ­νυ­πάρ­χουν σέ πλή­ρη ἁρ­μο­νία ἡ βα­θει­ά Ὀρ­θό­δο­ξη εὐ­σέ­βει­α καί πί­στη μέ τήν ἐκ­πλη­κτι­κή του κα­τάρ­τι­ση καί γνώ­ση˙ ἡ ἐ­να­σχό­λη­ση μέ τά γράμ­μα­τα καί τήν πο­λι­τι­κή σέ συ­ναρ­μο­γή μέ τήν θαυ­μα­στή ἐ­πί­δο­σή του στήν θε­ο­λο­γι­κή συγ­γρα­φή καί τήν ὑ­μνο­γρα­φί­α˙ ἡ ἀ­γά­πη του πρός τόν μο­να­χι­κό βί­ο καί τήν προ­σευ­χή μέ τήν ἀ­κα­τα­πό­νη­τη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα σέ ὅ­λους σχε­δόν τούς το­μεῖς τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς καί κοι­νω­νι­κῆς δι­α­κο­νί­ας˙ ἡ εὐ­ρύ­τη­τα τοῦ πνεύ­μα­τός του μέ τόν σε­βα­σμό στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή πα­ρά­δο­ση καί τήν   ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή δι­δα­σκα­λί­α.

          Τά ὡς ἄ­νω χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά κα­θι­στοῦ­σαν τόν Ἅ­γι­ο Φώ­τι­ο ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα, ἄν­θρω­πο χα­ρι­σμα­τι­κό, γνή­σι­ο ποι­μέ­να καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό δι­δά­σκα­λο, δι­ά­δο­χο τῶν Ἀ­πο­στό­λων καί τῶν πρό αὐ­τοῦ Ἁ­γί­ων Ἱ­ε­ραρ­χῶν ὄ­χι μό­νον ὡς πρός τό ἐ­πι­σκο­πι­κό ἀ­ξί­ω­μα, ἀλ­λά, κυ­ρί­ως, ὡς μέ­το­χο τῶν «τρό­πων» τους, τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ τους, δη­λα­δή, ἤ­θους, τῆς ἀ­κραιφ­νοῦς πί­στε­ως, τῆς θυ­σι­α­στι­κῆς ἀ­γά­πης καί τοῦ μαρ­τυ­ρι­κοῦ βί­ου τους.

          Ἡ εὐ­σέ­βει­α, τήν ὁ­ποί­α κλη­ρο­νό­μη­σε ἀ­πό τούς γο­νεῖς του, ἡ πί­στη στό μυ­στή­ρι­ο τῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Λό­γου τοῦ Θε­οῦ καί ἡ ἀ­κλό­νη­τη πε­ποί­θη­ση ὅ­τι, ἐφʹ      ὅ­σον ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ ἔ­γι­νε καί Υἱ­ός ἀν­θρώ­που, δύ­να­ται νά  ἱ­στο­ρη­θεῖ, νά πε­ρι­γρα­φεῖ «ἐν εἰ­κο­νί­σμα­σιν», ἐκ­φρά­ζουν ἀ­να­φαν­δόν τήν προ­σή­λω­σή του στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί στό εἰ­κο­νο­φι­λι­κό πνεῦ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἄλ­λω­στε, ὁ πα­τέ­ρας του Ἅ­γι­ος Σέρ­γι­ος ὑ­πέ­στη μαρ­τύ­ρι­α,     ἐ­ξο­ρί­σθη­κε κα­τά τήν δεύ­τε­ρη πε­ρί­ο­δο τῆς Εἰ­κο­νο­μα­χίας ὡς εἰ­κο­νό­φι­λος καί ἀ­πε­βί­ω­σε στήν ἐ­ξο­ρί­α ὡς Ὁ­μο­λο­γη­τής.

          Πε­ραί­νον­τες τίς σύν­το­μες αὐ­τές σκέ­ψεις πε­ρί τοῦ Ἁ­γί­ου Φω­τί­ου, εὐ­χό­με­θα ἐν­θέρ­μως ἐ­πω­φε­λῆ καί κα­τά πάν­τα καρ­πο­φό­ρο τήν ση­με­ρι­νή μας Σύ­σκε­ψη, ἡ ὁ­ποί­α εὐ­ελ­πι­σθοῦ­με ὅ­τι θά συμ­βά­λει στήν πε­ραι­τέ­ρω κα­τα­νό­η­ση τῆς μορ­φῆς καί τῆς με­γί­στης προ­σφο­ρᾶς τοῦ    Ἁ­γί­ου Φω­τί­ου στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τήν Θε­ο­λο­γί­α, τήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, τό ἱ­στο­ρι­κό γί­γνε­σθαι, τόν ἄν­θρω­πο.

          Εἴ­θε δι­ά τῶν πρε­σβει­ῶν του νά φω­τί­ζε­ται καί ἡ δι­κή μας συ­νεί­δη­ση, νά ἐν­δυ­να­μώ­νε­ται ἡ πί­στη μας, νά ζων­τα­νεύ­ει ἡ ἐλ­πί­δα μας καί νά θερ­μαί­νε­ται ἡ ἀ­γά­πη μας πρός τόν Θε­ό καί τόν συ­νάν­θρω­πο.