Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας κ. Παντελεῆμον,
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀδελφοί,
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγηταί,
Ἀγαπητοί Πατέρες καί ἐκλεκτοί Σύνεδροι,
Μετά πολλῆς τῆς ἐν Κυρίῳ χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως εὑρίσκομαι στήν εὐχάριστη θέση νά ἀπευθύνω πρός ὅλους ἐσᾶς ἐγκάρδιες πατρικές εὐχές καί συγχαρητηρίους προσρήσεις, γιά τήν συμμετοχή σας στίς ἐκδηλώσεις τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας πρός τιμήν τοῦ ἱδρυτοῦ της, Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου.
Οἱ ἐν λόγῳ ἐκδηλώσεις, οἱ ὁποῖες λαμβάνουν χώρα στήν φιλόξενη καί συνεκλεκτήν (Α΄ Πέτρ. 5, 13) κατά Βέροιαν Ἐκκλησία, περιλαμβάνουν τήν διεξαγωγή Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου καί κορυφώνονται μέ τήν ἐπιτέλεση, στό ἐν Βεροίᾳ Βῆμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καί τῆς Θείας Λειτουργίας, διά τῆς ὁποίας κατ’ ἐξοχήν ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐπιστημονική Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία φέρει τήν εὐθύνη τῆς διοργανώσεως τοῦ Συνεδρίου, ἀπεφάσισε νά μελετηθεῖ γιά ἐφέτος τό καθοριστικῆς σημασίας θέμα, ὑπό τόν τίτλο: «Εὐαγγέλιο καί ἦθος κατά τόν Ἀπόστολον Παῦλον».
Γιά τόν μέγα Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν εἶναι ἀδιανόητος ὁ διαχωρισμός τῆς εὐαγγελικῆς Ἀποκαλύψεως καί τοῦ εὐαγγελικοῦ Κηρύγματος ἀπό τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ἄλλωστε ἀπορρέει ἐξ αὐτοῦ τοῦ Εὐαγγελίου καί τό ὁποῖο εἶναι ἦθος Ἰησοῦ Χριστοῦ, μετεχόμενο ὑπό τῶν πιστῶν.
«Ἀδελφοί», γράφει ὁ Ἀπόστολος στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή του, «Γνωρίζω ὑμῖν τό εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον· οὐδέ γάρ ἐγώ παρά ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλά δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 1, 11 - 12).
Ὁ Παῦλος διαβεβαιώνει τούς Γαλάτες γιά τήν ἀλήθεια καί τήν ἄνωθεν προέλευση τοῦ εὐαγγελικοῦ, περί τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, Λόγου του, τόν ὁποῖο, ἔργῳ καί λόγῳ, μέ τό ἦθος καί τό κήρυγμά του, τούς ἀποκάλυψε. Μέσῳ τοῦ Λόγου αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά ἀνταποκριθεῖ στήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ καί νά μετάσχει, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, στήν ζωή τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου. Διά τῆς μετοχῆς αὐτῆς ἐπιτυγχάνεται ἡ κατά χάριν σωτηρία του, ἡ λύτρωσή του ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν φθορά καί τόν θάνατο, τό «ἀεί εὖ εἶναι» ἐν τῷ Χριστῷ καί διά τοῦ Χριστοῦ· γεγονός τό ὁποῖο συντελεῖται ἀπό τό παρόν, τήν ἱστορία καί τόν χρόνο, καί ἐπεκτείνεται στήν ἀτελεύτητο αἰωνιότητα, στό Ἀεί τῆς ἀϊδιότητος τοῦ Θεοῦ.
Ἑπομένως τό Εὐαγγέλιο, γιά ὅσους τό ἀποδέχονται, εἶναι, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος στούς Ἐφεσίους, ἕνωση μέ τόν Χριστό, σφραγίς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀρραβών τῆς κληρονομίας γιά τήν μελλοντική ἀπολύτρωση τοῦ ἀνθρώπου (Ἐφεσ. 1, 13 - 14).
Στήν ἴδια ἐπιστολή ἀναφέρεται μέ συγκλονιστικό τρόπο καί στό ἦθος τῶν πιστῶν: «Γίνεσθε οὖν μιμηταί τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα ἀγαπητά, καί περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ».
Ὁ Ἀπόστολος ζητεῖ ἀπό τούς πιστούς νά ἀναδεικνύονται μιμητές τοῦ Θεοῦ, ὄχι κατά τήν ἐξωτερική συμπεριφορά, ἀλλά κατά τήν ἐσωτερική διάθεση. Ζητεῖ νά ἐμπνέονται ἀπό τόν Χριστό καί νά συμπεριφέρονται πρός πάντας μέ εἰλικρινῆ ἀγάπη καί φιλανθρωπία. Ἀκριβῶς ὅπως καί ὁ Χριστός μᾶς ἀγάπησε καί παρέδωκε τόν ἑαυτό του «ὑπέρ ἡμῶν» ὡς προσφορά καί εὐωδιάζουσα θυσία στόν Θεό (Ἐφεσ. 5, 1-3). Λόγος καί ἦθος συνδέονται ἀρρήκτως. Ὁ Λόγος φωτίζει τήν συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου καί τό ἦθος τόν ἀπελευθερώνει ἀπό τήν δουλεία στήν ἰδιοτέλεια καί στήν φθορά.
Ὡς ἐκ τούτου ὁ Παῦλος προτρέπει τούς Ἐφεσίους «προλαμβάνοντας», τρόπον τινα, τόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο, νά ἀποκτήσουν «Ὁμοήθειαν Θεοῦ», ἦθος παρόμοιο μέ αὐτό τοῦ Θεοῦ, στόν ὁποῖο δέν ὑπάρχει ἔλλειψη ἀγάπης, ἀδικία, κακία, ἀκαθαρσία, πλεονεξία καί ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπάδει πρός τήν «καινή» ἐν Χριστῷ ζωή, τήν ὁποία ἐπαγγέλεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ.
Ἑπομένως τό χριστιανικό ἦθος ἐκπηγάζει ἀπό τίς ζωήρρυτες πηγές τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καί ὁ πιστός τό βιώνει ἀναλόγως τοῦ βαθμοῦ τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης του πρός τόν Θεό, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ.
Ἦθος ὅμοιο μέ αὐτό τοῦ Θεοῦ σημαίνει μετοχή στήν ἄκρα ταπείνωση, τήν ἄπειρη ἀγάπη, τήν ἀκτινοβόλο ἀλήθεια καί σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἦθος ὅμοιο μέ αὐτό τοῦ Θεοῦ σημαίνει μετοχή στήν ἁγιότητα, στήν χάρη, στήν συγγνώμη, τήν ὁποία διά τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεώς του παρέχει ὁ Χριστός «ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
Ἀγαπητοί, δέν ἐπιθυμῶ, καί μάλιστα στό πλαίσιο ἑνός χαιρετισμοῦ, νά ἐπεκταθῶ περισσότερο στό προκείμενο θέμα. Εἶμαι βέβαιος ὅτι οἱ ἐπί τούτῳ ὁρισθέντες διακεκριμένοι Εἰσηγητές θά τό ἀναλύσουν δεόντως καί κατ’ ἄριστον τρόπο.
Ὅμως, ὡς Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπιθυμῶ νά ἐκφράσω τά πλέον θερμά καί εἰλικρινῆ μου συγχαρητήρια καί τόν ἔπαινο τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν πεφιλημένο ἐν Χριστῷ ἀδελφό καί ἀκαταπόνητο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας κ. Παντελεήμονα, ὁ ὁποῖος, μεταξύ τῶν ἐκπληκτικῶν ποιμαντικῶν δραστηριοτήτων του, καθιέρωσε, ἀπό πολλῶν ἐτῶν, τό παρόν Συνέδριο πρός τιμήν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Δῴη αὐτῷ Κύριος κατά τήν ἀγαθήν καρδίαν του καί πᾶσαν τήν βουλήν του πληρώσαι.
Ὡσαύτως συγχαίρω ἐγκαρδίως τούς ἐκλεκτούς συνεργάτες του καί τούς ἐλλογιμωτάτους Εἰσηγητές τοῦ Συνεδρίου.
Τέλος, πρός ὅλους σας εὔχομαι ὠφέλιμη καί γόνιμη τήν διεξαγωγή τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου, πλούσιον ἀμητόν καί ἔμπνευση ἀπό τό ἀποστολικό ἦθος καί τήν εὐαγγελική Διδαχή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού συνιστᾶ Ὁμοήθειαν Θεοῦ.
Ἡ χάρις καί τό ἄπειρον ἔλεος τοῦ ἐν Τριάδι προσκυνουμένου Θεοῦ, εἴησαν, διά τῶν πρεσβειῶν τοῦ σκεύους τῆς ἐκλογῆς, Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου, μετά πάντων Ὑμῶν. Γένοιτο.