11-12 Ἀπριλίου 2011
Ἡ ἀποδοχή τοῦ ἄλλου, καί εἰδικά τοῦ ξένου καί τοῦ μετανάστη στίς καρδιές μας, ὡς καταξίωση τῆς θρησκευτικῆς καί πολιτιστικῆς ἑτερότητας καί, ἀκόμα περισσότερο, ὡς ἀγάπη πρός τόν πλησίον, δέν ἀποτελοῦν ἁπλῶς αἰτήματα τῶν σημερινῶν μετανεωτερικῶν κοινωνικῶν καί πολιτισμικῶν συνθηκῶν, ἀλλά βρίσκονται στόν πυρήνα τῆς θεολογικῆς μας παράδοσης.
Ἡ ἐξάλειψη τῶν διακρίσεων καί ἡ ἐμπέδωση τῆς ἑνότητας ὅλων τῶν ἀνθρώπων πέρα ἀπό δυσμενεῖς διαιρετικούς φραγμούς πραγματώθηκαν διαχρονικά μέσα στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας, τόσο στήν χώρα μας ὅσο καί στόν εὐρύτερο μεσογειακό χῶρο, ὅπου χριστιανικές καί ἰσλαμικές κοινότητες ἔζησαν σέ μακραίωνα ἁρμονική συνύπαρξη.
Τό πρόσωπο ἐκφράζεται καί λειτουργεῖ μέ ἐλευθερία, φαντασία, ἀγάπη καί πρωτοβουλίες. Τό ἄτομο ἀντίθετα ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τόν ἑαυτό του καί τό ἴδιον ὄφελος. Σέ θεολογικό πεδίο, Ὀρθοδοξία σημαίνει τελικά τήν ἀληθῆ κατάφαση στή σχέση κοινωνίας καί ἄρα θεμελιώνεται στήν προσωπική ἑτερότητα, ἐνῶ ἡ αἵρεση ἐμμένει στή στεγνή μονομέρεια, τόν ἄκαμπτο μονισμό τῆς πραγματικότητας, τήν ἀράγιστη, μονοδιάστατη λογική καί ἐγωκεντρική πλάνη. Ἡ Ὀρθόδοξη θεώρηση τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου δέν ἀφήνει περιθώρια γιά μιάν ἀναγκαστική ὁμοιομορφία μέ ἀπαρέγκλιτους κανόνες καί κατηγορικές κατευθύνσεις. Ἀντιθέτως, ἀναδεικνύει την προσωπική ἑτερότητα καί τήν δημιουργική ἀλληλεξάρτηση.
Τό Εὐαγγέλιο συνιστᾶ ὁμοίως ἱστορικό προϊόν καί ζωντανή μαρτυρία σχέσεων πολιτιστικῆς καί θρησκευτικῆς πολυμορφίας, πέραν ἀπό τήν ἀποκλειστικότητα ἑνός περιούσιου λαοῦ. Ὁ Χριστός διαβεβαιώνει ὅτι «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν» (Ἰω. 14, 2) καί ὅτι «καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης» (Ἰω. 10, 16). Μάλιστα τό Ἰσλάμ εἶναι ἡ μόνη θρησκεία πέραν τῆς χριστιανικῆς, ὅπου ὁ Χριστός εἶναι παρών καί τά ἴχνη Του ἐντοπίζονται στό ἱερό Κοράνιο.
Οἱ ἀξίες βεβαίως αὐτές χρειάζεται νά ἐπαναβεβαιωθοῦν στήν πράξη, ὡς μία ἐποικοδομητική ἀπάντηση στίς σύγχρονες συνθῆκες. Ἡ διαπολιτισμική καί διαθρησκευτική διάσταση τῆς ἑτερότητας μπορεῖ νά ἑστιασθεῖ κριτικά στόν εἰλικρινῆ καί δημιουργικό διάλογο γιά τήν ἀντιμετώπιση κοινῶν προβλημάτων, ὅπως ἡ φτώχεια, ἡ θρησκευτική βία, ὁ φανατισμός καί ἡ διαφύλαξη τῆς εἰρήνης, μέ προαγωγή τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς καί ἀλληλεγγύης, πάντοτε μέ ἔμπρακτη ἀγάπη, ἐπικοινωνία καί ὁμοφροσύνη πρός τίς ἰσλαμικές καί ἄλλες κοινότητες.
Μέ αὐτές τίς σκέψεις, εὐχαριστώντας καί συγχαίροντας τόν Ἐξοχώτατο κ. Πρέσβυ καί τήν Πρεσβεία τῆς Ἰνδονησίας γιά τήν πολύτιμη συμβολή τους καί τήν εὐγενῆ φιλοξενία, χαιρετίζουμε μέ πολλές προσδοκίες, καθώς καί μέ τίς εὐχές μας γιά πλήρη ἐπιτυχία, αὐτήν τήν Ἐκδήλωση. Ἡ Ἐκκλησία μας πιστεύει ἀκράδαντα πώς ἕνας τέτοιος διάλογος μπορεῖ νά ἐγγυηθεῖ μία πληρέστερη πραγματοποίηση τῶν δυνατοτήτων τῆς ζωῆς, στή βάση τῆς ἀκεραιότητας καί καταξιώσεως τοῦ ἀνθρώπου πού τόσο Αὐτή ὅσο καί διάφοροι πολιτισμοί προέβαλαν καί ὑπηρέτησαν μέσα στήν ἱστορία.
† Ο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος
Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ