Επιλέξτε τη γλώσσα σας

(Χίος, Ἰούλιος 2011)

Μεγάλη εἶναι ἡ χαρά καί καλλίστη ἡ εὐκαιρία πού μᾶς δίνεται, στή συμπλήρωση τῆς δεκαπενταετίας τῆς ἐπιστημονικῆς προσφορᾶς τῆς Ὁμηρικῆς Ἀκαδημίας, νά συνεισφέρουμε κι ἐμεῖς μέ αὐτόν τόν χαιρετισμό στά ἀγαθά τῆς ἐπιστήμης καί κάθε φιλομαθοῦς ἐρεύνης ἐπί τοῦ ἔργου τοῦ Ὁμήρου, πού ἡ Ἐκκλησία διέσωσε ὡς τίμιο θησαυρό καί σέμνωμα τῆς ποιήσεως σέ πανανθρώπινο ὁρίζοντα.

Ἡ καλλιέργεια καί προαγωγή τῶν κλασικῶν γραμμάτων, μέ θεμέλιο τήν σπουδή τοῦ Ὁμήρου, ἔχει βαθειές καί ἰσχυρότατες ρίζες στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅλοι οἱ μεγάλοι διδάσκαλοι καί Πατέρες τῆς Πίστεως ἐνετρύφησαν στό διδασκαλεῖο τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν καί περιέβαλαν μέ ὕψιστη τιμή τόν «κορυφαῖο τῶν ποιητῶν» ὡς «παιδαγωγόν εἰς Χριστόν», ἐκτιμώντας τήν πολυειδῆ ἀξία καί τόν ἀδαπάνητο πλοῦτο τῶν ἔργων του. Ἡ μοναδική αὐτή καταξίωση στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, ὄχι μόνο τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, ἀλλά καί κάθε λαμπρῆς καί πηγαίας πτυχῆς τῆς θύραθεν καλλιτεχνικῆς δημιουργικότητας, ἀνέδειξε τήν Ἐκκλησία μας σέ σωστική καί ἀνακαινιστική κιβωτό τῆς κοσμικῆς κλασικῆς παιδείας, γραμματείας καί καλλιτεχνικῆς παραδόσεως ἀνά τούς αἰῶνες.

Μολονότι οἱ Χριστιανοί, κατά τούς πρώτους χρόνους τῆς συναντήσεως μέ τόν Ἑλληνισμό, ἀντιμετώπισαν μέ κριτικό πνεῦμα τήν ἀρχαία παιδεία, τό ἔργο τῶν ἐμπνευσμένων πρώιμων Ἀπολογητῶν καί Πατέρων κατέδειξε τήν μεγάλη σημασία τῶν ἀρχαίων ἑλλήνων συγγραφέων γιά τήν Ἐκκλησία καί ἐνετόπισε ἐπιμελῶς στό σῶμα τῆς ἀρχαίας γραμματείας σπερματικά στοιχεῖα τῶν ἀληθειῶν τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Γιά παράδειγμα, ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς ἀναφέρει ὅτι ὁ Ὅμηρος, «ἐπί τῆς ἡφαιστοτεύκτου ἀσπίδος» τοῦ Ἀχιλλέα, περιγράφει τόν κόσμο σέ συμφωνία μέ τήν Γένεση. «Τό πιό παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ Ὅμηρος φαίνεται νά γνωρίζει τό θεῖον, παρ’ ὅτι εἰσάγει ἀνθρωποπαθεῖς τούς θεούς» καί «διά τῶν ποιημάτων [...] τήν ἔννοιαν ἐπί τόν Θεόν ἀναφέρει» (Κλήμης Ἀλεξ., Στρωματεῖς, καί Εὐσέβιος Καισαρείας, Εὐαγγελική προπαρασκευή, ἀντιστοίχως). Γιά τόν Κλήμεντα, ἡ σοφία τῶν Ἑλλήνων «χρησίμη πρός θεοσέβειαν γίνεται», καί παιδαγωγεῖ, προπαρασκευάζει καί προοδοποιεῖ «τόν ὑπό Χριστοῦ τελειούμενον». Ὅπως γράφει στό ἀξιολογώτατο ἔργο του Στρωματεῖς, «μία μέν οὖν ἡ τῆς ἀληθείας ὁδός, ἀλλ’ εἰς αὐτήν καθάπερ εἰς ἀέναον ποταμόν ἐκρέουσι τὰ ῥεῖθρα ἄλλα ἄλλοθεν». Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος θά φτάσει μάλιστα στό σημεῖο (Ἀπολογία Α’, 46, 3) νά ὑποστηρίξει ὅτι οἱ «μετά λόγου βιώσαντες» σοφοί στίς τάξεις τῶν Ἑλλήνων καί τῶν βαρβάρων, ἄν καί θεωρήθηκαν ἄθεοι, εἶναι κι ἐκεῖνοι Χριστιανοί.

Ἐνδεικτικό εἶναι καί τό γεγονός ὅτι οἱ δύο μεγάλοι Ἅγιοι Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἰσάδελφοι φίλοι, Βασίλειος ὁ Μέγας καί Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἐξεγέρθηκαν κατά τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὅταν ἀπαγόρευσε στούς Χριστιανούς νά διδάσκουν τά ἑλληνικά γράμματα. Ἡ πραγματεία τοῦ Βασιλείου «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», στήν ὁποία χαρακτηρίζει «ἀρετῆς ἔπαινον» τήν ποίηση τοῦ Ὁμήρου, ἀποτελεῖ οὐσιαστικά τήν ἀπάντηση στήν ἐκπαιδευτική νομοθεσία τοῦ Ἰουλιανοῦ, χαράσσοντας συγχρόνως τό παιδευτικό πρόγραμμα τῆς Ἐκκλησίας. Μέ ἀνάλογο ζῆλο, ὁ Γρηγόριος, στόν ἴδιο τόν ἐπιτάφιο λόγο πρός τόν ἐπιστήθιο φίλο του, θά ὑποστηρίξει τήν ἀξία τῆς θύραθεν παιδείας καί τήν θέση της στήν χριστιανική ἀγωγή, ἀλλά καί θά καλλιεργήσει προσωπικά τά διδάγματα τοῦ Ὁμήρου καί τῶν ἀρχαίων κλασικῶν στό ὀγκῶδες καί ἐπιβλητικό λαμπρό ποιητικό του ἔργο, τό ὁποῖο διακρίνεται γιά τήν ἐνάργεια καί τήν εὐαισθησία του.
Τή σημασία πού ἀπέδιδαν σ’ αὐτές τίς θέσεις οἱ Χριστιανοί τῶν βυζαντινῶν χρόνων ἀποδεικνύουν τόσο ἡ εὐρύτατη διάδοση τοῦ συγκεκριμένου λόγου τοῦ Βασιλείου, ὅσο καί ἡ πλουσιότατη χειρόγραφη παράδοση τῆς Ἰλιάδας, τοῦ πλέον διαδεδομένου ἔργου μετά τά ἱερά κείμενα. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ὁ Ὅμηρος παρέμεινε κατά τούς βυζαντινούς χρόνους ἡ βάση τῆς παιδείας τῶν Ἑλλήνων, ὅπως μαρτυροῦν οἱ ἱστορικές πηγές καί προκύπτει ἀπό τά πολυάριθμα σωζόμενα κοινά καί εἰκονογραφημένα χειρόγραφα.

Ὁ «κλεινός» κατά τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο, σοφώτατος καί πρεσβύτατος τῶν ποιητῶν, ὑπῆρξε ἐξαιρετικά οἰκεῖος στίς τάξεις τῶν λογίων τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας καί ἡ μελέτη, ἡ ἀντιγραφή καί ὁ σχολιασμός τῶν ὁμηρικῶν κειμένων ἀνθοφόρησαν καθ’ ὅλη τήν μακραίωνα ἱστορία τοῦ Βυζαντίου. «Τί γάρ τῆς Ὁμήρου ποιήσεως ἥδιον; Τί δέ τῆς εὐεπείας ἐκείνης γλυκύτερον;», σημειώνει εὔγλωττα ὁ ἐπίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος. Τό δακτυλικό ἑξάμετρο θά διακονήσουν μέ δεξιοτεχνία ὁ Ἰωάννης Γαζαῖος καί ὁ Παῦλος Σιλεντιάριος, διακεκριμένοι ποιητές τῶν χρόνων τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Ἡ αὐτοκράτειρα Εὐδοκία, σύζυγος τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Β’, τοῦ ἐπονομαζόμενου καί «καλλιγράφου», διέπρεψε ὡς ποιήτρια ὁμηροκέντρων μέ χριστιανικά θέματα καί, ὄχι τυχαῖα, συνδέεται μέ τήν ἵδρυση τοῦ λεγόμενου «Πανδιδακτηρίου», τοῦ περιφήμου πανεπιστημίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τήν κορύφωση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων τοῦ πνευματικοῦ βίου θά συναντήσουμε στόν Προστάτη Ἅγιο τῶν Ὁμηρικῶν Σπουδῶν, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Εὐστάθιο τόν Κατάφλωρο, τόν ἐπιφανέστερο διδάσκαλο τοῦ Βυζαντίου, ὁ ὁποῖος ἔζησε τόν 12ο αἰῶνα καί συνέβαλε στήν μελέτη ὄχι μόνον τοῦ Ὁμήρου ἀλλά καί τοῦ Πινδάρου. Οἱ Παρεκβολές του στήν Ἰλιάδα καί τήν Ὀδύσσεια συγκεντρώνουν πλῆθος πολύτιμων φιλολογικῶν καί πραγματολογικῶν πληροφοριῶν, μέ ἐκτενῆ προλεγόμενα, ὅπου ὁ λόγιος ἱεράρχης ἐκθέτει τίς ἐμβριθεῖς σκέψεις του γιά τήν σημασία τῆς ὁμηρικῆς ποιήσεως. Τήν ἴδια περίοδο, ἡ πολυδιαβασμένη πριγκίπισσα Ἄννα Κομνηνή, ἡ ὁποία χειρίζεται μέ εὐχέρεια ὁμηρικά χωρία, «τό ἑλληνίζειν ἐς ἄκρον ἐσπουδακυῖα», ὅπως δηλώνει ἡ ἴδια στόν πρόλογο τῆς Ἀλεξιάδος, μᾶς φέρνει στόν νοῦ τήν πορεία ἀπό τόν ὁμηρικό ἄνακτα στόν φιλόσοφο βασιλέα, πάτρωνα τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν.

Ἡ ἀναδρομή στούς αἰῶνες μᾶς διδάσκει ὅτι τό ἰδεῶδες τῆς ὁμηρικῆς ἡρωικῆς ἀριστείας λειτούργησε ὡς πρόδρομος τοῦ φιλοσοφικοῦ ἤθους καί, ἀπώτατα, ὡς σκιαγραφία τῆς διά Χριστόν ἀρετῆς καί ἀγωνιστικότητας. Μέ αὐτές τίς σκέψεις, συγχαίρουμε τήν ἀκάματη Ἐλλογιμωτάτη κ. Μαρία-Ἐλευθερία Γιατράκου, πάλλουσα ψυχή τῆς Ὁμηρικῆς Ἀκαδημίας, καθώς καί τούς ἀγαπητούς διοργανωτές καί ἐκλεκτούς συνέδρους γιά τήν γενναία τους συμβολή στήν ἀνάδειξη τῶν ὁμηρικῶν καί κλασικῶν γραμμάτων καί εὐχόμαστε ἐγκάρδια καλή ἐπιτυχία, μέ πλούσιο τόν φωτισμό καί δαψιλῆ τήν εὐλογία τῆς Χάριτος τοῦ Κυρίου μας, πρός εὐδοκίμηση καί καρποφορία στήν σπουδή περί τῆς δελφύος τῆς καθ’ ἡμᾶς παιδείας, τοῦ παλλαδίου τῆς γλώσσας μας καί ἀπαυγῆς τῆς παγκοσμίου ποιήσεως.

Μετά Πατρικῶν Εὐχῶν καί Ἀγάπης,
† Ο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος
Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ