«Ἔπαινον τῆς ἀρετῆς» χαρακτηρίζει ὁ οὐρανοφάντωρ Ἐπίσκοπος τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας Βασίλειος ὁ Μέγας τήν ὁμηρική ποίηση στήν ἐξαίρετη πραγματεία του «πρός τούς νέους ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Καί δίκαια, γιατί τά ἔπη τοῦ Ὁμήρου, τά πρῶτα γραπτά μνημεῖα Εὐρωπαϊκῆς ποιήσεως εἶναι μεστά τῶν ὑψηλῶν καί πανανθρωπίνων ἀξιῶν τῆς θεοσέβειας, τῆς φιλοπατρίας, τῆς οἰκογενειακῆς τιμῆς, τοῦ σεβασμοῦ πρός τούς γονεῖς κ.ἄ., οἱ ὁποῖες ὑπαρξιακά πληροῦν τόν ἄνθρωπο, κατά τήν ἐπίγεια πορεία τῆς ζωῆς του.
Γι’ αὐτό εὔστοχα ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ὁ Κατάφλωρος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, τόν ὁποῖον ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνεκήρυξε ὡς Προστάτη τῆς «ΟΜΗΡΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ» καί ἐν γένει τῶν Ὁμηρικῶν Σπουδῶν, ἐπεσήμανε ὅτι: «ὅπως ὑπάρχουν κάπου κάποια ἀξιοθέατα σάν τά πολυθρύλητα ἑφτά, πού λένε, θαύματα τοῦ κόσμου, ἄν ἀριθμήσει κανείς καί μερικά ἔργα πού ἀξίζει νά τά ἀκούσεις, ἀνάμεσα τους πρώτη θέση θά πάρει ἡ ὁμηρική ποίηση. Πιστεύω πώς δέν ὑπάρχει ἀρχαῖος σοφός, πού δέν ἔχει μεταλάβει ἀπ’ αὐτήν καί προπάντος ὅσοι ἄντλησαν ἀπό τήν θύραθεν σοφία. Ὅλα τά ποτάμια, ὅλες οἱ πηγές, ὅλα τά πηγάδια ξεκινοῦν βέβαια ἀπό τόν Ὠκεανό, κατά τήν παλιά ἀντίληψη. Ἔτσι καί ἀπό τόν Ὅμηρον, ἄν ὄχι στό σύνολο του, πάντως πολύ πνευματικό νερό ἔτρεξε στά κανάλια τῶν σοφῶν.
Λοιπόν κανένας δέν θά μποροῦσε νά ὑποστηρίξει ὅτι ἔστω καί ἕνας προσπέρασε τόν ξενώνα τοῦ Ὁμήρου χωρίς νά φιλοξενηθεῖ, εἴτε τούς οὐρανούς μελετάει, εἴτε τή φύση, εἴτε τά ἀνθρώπινα ἤθη, εἴτε ἁπλῶς ἀσχολεῖται μέ ἀρχαῖα κείμενα. Ὅλοι κατελυσαν σ’ αὐτόν, ἄλλοι καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς τους τρεφόμενοι ἀπό τό κοινό τραπέζι του καί ἄλλοι γιά νά καλύψουν μιά ἀνάγκη προσωρινή προσφέροντας μέ τή συνδρομή του κάτι χρήσιμο στά γράμματα».
Στήν κατεύθυνση αὐτή κινεῖται μέ ἰδιαίτερη ἐπιτυχία καί ἡ προσπάθεια τῆς «ΟΜΗΡΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ», ἡ ὁποία ἀποβλέπει στήν προώθηση τῆς μελέτης καί διδασκαλίας τῶν κλασικῶν ἀνθρωπιστικῶν γραμμάτων στόν Εὐρωπαϊκό χῶρο, σέ ἐποχές πού τά καυσαέρια ἑνός τεχνολογικοῦ πολιτισμοῦ παρακμῆς μολύνουν τόν ἀέρα τῆς σκέψης μας καί τά νέφη τῆς ὑλόφρονης κοινωνίας καλύπτουν τίς ἀκτίνες τῶν ἀρετῶν τοῦ ἀνθρώπου.
Γι’ αὐτό συγχαίρουμε τήν Ἐλλογιμωτάτη κ. Μαρία - Ἐλευθερία Γιατράκου γιά τήν ἀπό ἐτῶν φιλόπονη καί ἀκάματη ἐργασία της, πού τήν καθιστᾶ στά πνευματικά πράγματα τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Εὐρώπης «τιμιωτέραν λίθων πολυτελῶν» καί εὐχόμεθα ὁ Παράκλητος νά ἐπιδαψιλεύσει τόν φωτισμό Του στίς ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου.