Ἐρχόμαστε καί αὐτή τήν χρονιά νά θυμηθοῦμε τό Περιβάλλον σέ μία ἡμέρα πού τελικά καθιερώθηκε, ἄς μου ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφραση, συμβατικά. Διότι οἱ ἑορτές καί οἱ ἐπέτειοι σημαίνουν ἤ ἐξυπονοοῦν ὅτι συνειδητοποιοῦμε τό περιεχόμενο πού εἰδικά δόθηκε στήν ἡμέρα πού τιμοῦμε καί ἀνανεώνουμε τίς σκέψεις καί τίς ἀποφάσεις μας πού συνδέονται μέ αὐτήν. Στήν προκειμένη περίπτωση ἀναφερόμαστε στό οἰκολογικό πρόβλημα, τίς παραμέτρους καί τόν ἀποφασιστικό τρόπο ἀντιμετώπισής του.
Ὀφείλουμε νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἡ 5η Ἰουνίου θεσπίσθηκε ὡς Παγκόσμιος Ἡμέρα Περιβάλλοντος προκειμένου νά εὐαισθητοποιηθοῦν οἱ λαοί στήν προστασία καί τήν διατήρησή του ὡς πηγή ἀπόληψης ἀγαθῶν.
Ἡ Μητέρα Ἐκκλησία ἔχει θεσπίσει τήν 1η Σεπτεμβρίου, ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, ὡς ἡμέρα ὑμνολογίας, δοξολογίας τοῦ Κτίστη καί προστασίας τῆς κτίσεώς του. Δηλαδή ὄχι μέ μοναδικό κριτήριο τό συμφέρον, ἀλλά καί μέ παραδοχή καί σεβασμό πρός κάθε ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ: «Θαυμαστός εἶ ὁ Θεός καί θαυμαστά τά ἔργα σου».
Στούς καιρούς μας, ὅμως, ἀναδεικνύεται ὁ παραλογισμός καί ἡ ὑπεροψία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, πού θεοποίησε τόν ἑαυτό του μένοντας μακριά ἀπό τόν Θεό καί μέ τυπικές ἐκδηλώσεις ἔρχεται ἀκριβῶς νά ὑπογραμμίσει τό ἔλλειμμα τῆς συνείδησης καί τήν οὐσιαστική ἀδιαφορία του πρός μία ἀπό τίς σημαντικότερες ὑποχρεώσεις μας πρός τόν Δημιουργό. Τήν προστασία τῆς Δημιουργίας. Ἡ τραγική ἀντίφαση εἶναι ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος καταστρέφει τήν Κτίση, προκαλώντας καταστροφές πού ἀπειλοῦν τόν ἴδιο.
«Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κέντρο τῆς σκοπιμότητας τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καί ἡ ἱστορία του προσδιορίζει τήν ἱστορία καί τή μοῖρα τοῦ κόσμου αὐτοῦ», διδάσκει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Στή Γένεση ἐξ ἄλλου διαβάζομε, ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν ἐντολή να ἐργάζεται στόν παράδεισο, πού ἦταν ὁ κόσμος, καί νά τόν φυλάσσει, νά τόν φροντίζει, δηλαδή καί νά τόν προστατεύει (Γέν. β΄ 15). Μέ ἄλλα λόγια, τοποθετώντας τον μέσα στόν ὑλικό κόσμο τόν κατέστησε οἰκονόμο καί διαχειριστή τοῦ κόσμου, τῆς φύσης.
Τοῦτο βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπέβη καί κύριος, κυρίαρχος τῆς φύσης, διότι μοναδικός Κύριος τῶν πάντων εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Μέ τήν ἐντολή τοῦ «φυλάσσειν» ὁ ἄνθρωπος κλήθηκε νά διαφυλάξει τό περιβάλλον κι ὄχι νά τό μεταβάλει καί νά τό καταστρέψει. Ἀλλά τό οἰκολογικό πρόβλημα δέν συνιστᾶ γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρόβλημα καταστροφῆς τῆς Φύσης μόνον, ἀλλά καταστροφῆς κατά κύριο λόγο τοῦ χώρου ὅπου ἀποκαλύπτεται ἀδιάκοπα ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Ἄλλωστε ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄρρηκτα δεμένος μέ τή φύση, ἀφοῦ ἀπό αὐτήν προέρχονται ὅλα ὅσα τοῦ εἶναι ἀπαραίτητα γιά νά ἐπιβιώσει.
Ὅπως προσφυῶς ἔχει εἰπωθεῖ, ἡ Ὀρθοδοξία διδάσκει τήν ἀποφυγή τοῦ πλεονασμοῦ, διότι «ἡ ζωή μας δέ στηρίζεται στήν περίσσεια». «Εἴτε τρῶμε, εἴτε πίνουμε, ὅλα τά κάνουμε εἰς δόξαν Θεοῦ» καί «ὁ ἄνθρωπος δέ θά ζήσει μόνο μέ τήν ὑλική τροφή». Στήν Ἁγία Ἁγία Γραφή ἡ ἐντολή τοῦ «φυλάσσειν» προβάλλει τήν ἀρχή τῆς προστασίας τῶν φυσικῶν πόρων, τήν ὁποία καί ἐμμέσως προτείνει μέ τό θεσμό τῆς νηστείας.
Ἡ οἰκολογική κρίση µπορούµε νά πούµε ὅτι καθρεπτίζει τήν ἐσωτερική κρίση τοῦ ἀνθρώπου, πού τά κάνει ὅλα γιά νά τελειωθεῖ ὡς πρόσωπο, ἀλλά µαταιοπονεῖ. Ἡ ἀγωνία του καί τό ἄγχος του δέν εἶναι συµπτωµατικά, ἀλλά ὀφείλονται στήν ἐσφαλµένη ἀντίληψη γιά τήν ἀλήθεια τοῦ προσώπου. Ὁ ἄνθρωπος τελειοῦται μέ τήν κατά χάρη ὁµοίωσή του µέ τό Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι Ἀγάπη. Στό ὑπόβαθρο τῆς οἰκολογικῆς κρίσης κρύπτεται ἡ ἐπιθυµία τοῦ ἀνθρώπου νά τελειωθεῖ χωρίς νά ὑπολογίζει τό θέληµα τοῦ Θεοῦ καί χωρίς νά ἐπωµίζεται τήν προσωπική εὐθύνη του γιά τίς πράξεις του.
Γιά τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανό, ἡ λύση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος ἐξαρτᾶται ἀπό τή ριζική ἀλλαγή τῶν σχέσεών του μέ τόν κόσμο, μέ τούς συνανθρώπους του καί κυρίως μέ τόν Θεό. Καθαρά καί ἀποφασιστικά. Ἡ μετάνοια καί ἡ ἐπιστροφή μας στήν ἁπλή καί ταπεινή ζωή εἶναι ἡ μόνη οὐσιαστική διέξοδος. Εἶναι ἡ μόνη δυνατή σωτηρία τοῦ πλανήτη καί εἶναι πιό ἐπιτακτική ἀπό ποτέ. Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται.