Μέ ἰδιαίτερη χαρά χαιρετίζω τό ΙΑ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο πού διοργανώνει ἀπό κοινοῦ τό Τμήμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καί τό Φραγκισκανικό Ἰνστιτοῦτο Πνευματικότητας τοῦ Ποντιφικικοῦ Πανεπιστημίου «Antonianum» τῆς Ρώμης, στό πλαίσιο τῆς ἐπιστημονικῆς καί τεκμηριωμένης προσέγγισης τῶν ἐκδηλώσεων τῆς πνευματικότητας στήν Παράδοση τῆς Ἀνατολικῆς καί τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας.
Τό θέμα τοῦ παρόντος Συμποσίου, «Ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος στή Δυτική καί Ἀνατολική Παράδοση», ἔχει ἰδιαίτερη καί κρίσιμη σημασία γιά τή θεολογική διερεύνηση τῶν διαφορετικῶν παραδόσεων τῆς Ἀνατολικῆς καί τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐργασίες καί τά συμπεράσματα τοῦ Συμποσίου αὐτοῦ εἶναι δυνατό νά ἀποβοῦν ἐπωφελῆ καί γιά τόν θεολογικό διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν.
Ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος, Ἐπίσκοπος Ἰππῶνος, εἶναι κοινός Ἅγιος καί ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀδιαλείπτως. Τό λαμπρό παράδειγμα τῆς μετάνοιας καί μεταστροφῆς του στήν χριστιανική πίστη, ὁ ἐντυπωσιακός ὄγκος τῶν συγγραφῶν του, ἡ ἀντίληψή του γιά τήν «Πολιτεία τοῦ Θεοῦ» ὡς πρώτη ὁλοκληρωμένη πρόταση γιά τήν κατανόηση τῆς ἱστορίας στή Δύση, ἡ σχεδόν νεωτερική στροφή του πρός τήν ἐσωτερικότητα καί τά ἀβυσσαλέα βάθη τοῦ ἀνθρώπινου ὑποκειμένου, οἱ θεολογικές του θέσεις γιά τήν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ καί τόν ἀπόλυτο προορισμό, ἡ μεγάλη του ἐπίδραση ὄχι μόνο στήν κατοπινή σχολαστική Θεολογία τοῦ Μεσαίωνα, ἀλλά παραδόξως καί στίς θεωρητικές ἐπιστήμες τῶν Νέων Χρόνων, ἑρμηνεύουν τήν τεράστια ἀπήχηση τῆς προσωπικότητας καί τοῦ ἔργου στό δυτικό χριστιανικό κόσμο. Πράγματι ὁ λατινικός μεσαιωνικός πολιτισμός τῆς χριστιανοσύνης ὀφείλει ἐν πολλοῖς τή διαμόρφωσή του στόν ἱερό Αὐγουστῖνο.
Ὡστόσο, τό ἔργο του σηματοδοτεῖ, ἤδη ἀπό τόν 5ο αἰώνα, τήν προϊοῦσα ἀποξένωση μεταξύ τῆς λατινόφωνης Δύσης καί τῆς ἑλληνόφωνης Ἀνατολῆς. Ἡ ἀποξένωση αὐτή ἀφοροῦσε στήν γλῶσσα, στήν Θεολογική νοοτροπία καί σταδιακά στόν ἴδιο τόν πολιτισμό. Ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος δέν γνώρισε τήν πλούσια θεολογική σκέψη τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τοῦ 4ου αἰώνα, ὅπως δέν γνώριζε καί τήν ἑλληνική γλῶσσα. Ἀπό τόν 5ο αἰώνα ἕως τόν 9ο αἰώνα ἡ λατινική Δύση δέν ἔχει καμία ἐπαφή ἀπευθείας μέ τήν ἑλληνική σκέψη. Ἡ ἀποξένωση αὐτή ἑρμηνεύει καί τό γεγονός ὅτι οἱ μεταφράσεις ἔργων τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου στήν Ἑλληνική εἶναι πενιχρές, μολονότι στήν ὕστερη περίοδο τοῦ Βυζαντίου παρατηρείται σημαντικό ἐνδιαφέρον στούς κύκλους τῶν Βυζαντινῶν λογίων καί θεολόγων.
Συνεπῶς, ἡ ἔρευνα καί ἡ μελέτη τῆς θέσης καί τοῦ ἔργου τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου στή Δυτική καί τήν Ἀνατολική παράδοση παρουσιάζεται ἐξόχως σημαντική γιά τήν ἴδια τή σχέση μεταξύ τῆς Ὀρθόδοξης καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Εὔχομαι στήν Ὀργανωτική Ἐπιτροπή καί στούς Συνέδρους τοῦ ΙΑ΄ Διαχριστιανικοῦ Συμποσίου καλή ἐπιτυχία στίς ἐργασίες του.