Θέματα, εἰσαγωγικά, φιλολογικά,
ἑρμηνευτικά καί θεολογικά τοῦ Εὐαγγελίου του»
Σέρραι, 17 - 19 Σεπτεμβρίου 2010
«Βλέπε μοι ἕνα ἄνθρωπον ἐν Ἐφέσῳ καθεζόμενον, καί τόν κόσμον ὅλον θεολογίαν διδάξαντα»· «Ὁ ἁλιεύς ὁ ῥίψας τήν σαγήνην καί λαβών τό εὐαγγέλιον, ὁ ἀφείς τόν κάλαμον καί μεταχειρισάμενος τόν λόγον, ὁ Μωϋσέως ὑψηλότερα δόγματα τήν οἰκουμένην διδάξας, ὁ ἰχθύων ἀφωνότερος καί ῥητόρων φιλοσόφων ἀπορράψας στόματα». Ἔτσι προσφωνεῖ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος τόν ἀγαπημένο τοῦ Χριστοῦ μαθητή, τόν μέγαν καί κατἐξοχήν Θεολόγο.
Ὁ μακάριος ἀπόστολος, ὁ μικρότερος Ἰωάννης, αὐτός ὁ ὁποῖος τόν πατέρα του Ζεβεδαῖο ἐπί τό πλοῖον κατέλιπε καί ἔκλινε ἐπί τό στῆθος τό δεσποτικόν, τόν κυριακό κόλπο ἀπ’ ὅπου τήν θεολογία ἁλίευσε, βρίσκεται πλέον, πλήρης ἡμερῶν, περί τήν τελευταία δεκαετία τοῦ 1ου αἰῶνος στήν Ἔφεσο, ἐν μέσῳ μιᾶς χριστιανικῆς κοινότητος τήν ὁποία ὁ ἴδιος ἔχει στηρίξει καί κρατύνει παντοιοτρόπως.
Μέσα σ’ αὐτό καί πρός αὐτό τό περιβάλλον θά γραφεῖ τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, δηλαδή ἕνα περιβάλλον ἑλληνικό, καί στήν ἑλληνική, πράγμα τό ὁποῖο ἔχει βαρύνουσα σημασία, διότι μόνο μέσῳ αὐτῆς θά μποροῦσαν νά ἀποδοθοῦν τά ὑψηλά θεολογικά νοήματα καί οἱ ἔννοιες πού μεταχειρίζεται, καί τίς ὁποῖες ὑποβάλλει σέ μία δημιουργική τροπή πέραν τῶν ἑλληνικῶν καί ἰουδαϊκῶν καταβολῶν τους ‒ μία διαδικασία πού εἶχε ἤδη ἀρχίσει ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο, κατά τήν ἐπαφή τῶν πρώτων χριστιανῶν μέ τήν ἑλληνική σκέψη.
Ὁ δέ Ἰωάννης, «ὡς ἐπί τά ὑψηλά καί τόν ἄνω βυθόν ἐπιβάς», κατορθώνει στό προοίμιο τῆς εὐαγγελικῆς συγγραφῆς του νά ἀναδειχθεῖ μεγαλοφωνότατος ἐν τῇ μεγαλοφυεστέρᾳ τῶν Εὐαγγελίων φωνῇ, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Στό κείμενό του συγκεφαλαιώνονται ἡ θεολογία, χριστολογία καί σωτηριολογία τῆς πίστεώς μας, ἐνῶ δίνονται ἐμμέσως οἱ ἀπαντήσεις πρός τούς γνωστικούς καί ἄλλες αἱρετικές ὁμάδες, ρεύματα καί τάσεις τοῦ ἰουδαϊκοῦ, ὅσο καί γενικότερα ἑλληνιστικοῦ χώρου. Ὁ ἱερός εὐαγγελιστής χωρίς νά ἐκφράζει τίποτα ἀπό τόν πεπτωκότα θρησκευτικό κόσμο τῆς ἐποχῆς του, προσδιορίζει τόν σκοπό συγγραφῆς τοῦ Εὐαγγελίου του, δηλώνοντας ὁ ἴδιος «Ταῦτα δέ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἰωάν. 20, 31).
Ὁ Ἰωάννης, αὐτή ἡ θεόλεκτος βροντή, καί κήρυκας τῆς θεογνωσίας, δέν φιλοσοφεῖ ὅπως οἱ Ἕλληνες ἀλλά καταθέτει τήν ἐμπειρία του, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τήν δοθεῖσαν σ’ αὐτόν ἄνωθεν δωρεά καί τήν χορηγίαν τοῦ Πνεύματος, καί ἔχοντας ὑπ’ ὄψη τά ἤδη κατηρτισμένα ἕτερα εὐαγγέλια καί ἄλλες πηγές, συγγράφει σε ὕφος, ἀλλά καί ὕψος, πλέον προσωπικό, παραλείποντας πολλά ἀπό τά θέματα πού πραγματεύονται τά Συνοπτικά, καί εἰσάγοντας ἄλλα, ὅπως ὁ Καλός Ποιμήν ἤ ἡ ἄμπελος, καί προσθέτοντας ἀκόμη ἀφηγηματικά ἐπεισόδια πλήρως θεολογικῶς σημαίνοντα, ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας του καί ἀντλώντας ἀπό τήν ἀνέκλειπτο πηγή τοῦ Λόγου.
Ἀνήκοντας στήν ἐκλεκτή χορεία τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ὁ ἴδιος ὑπῆρξε μάρτυρας ὄχι μόνο τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Θεανθρώπου, ἀλλά ταυτοχρόνως τῆς Ἀναστάσεως, κοινωνός καί ἐκφραστής τῆς θεωτικῆς ἐμπειρίας τοῦ Παναγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μάρτυρας καί ἐκφραστής τῆς φανέρωσης μέσα στήν ἱστορία τῆς δόξας τοῦ Θεανθρώπου, τῆς ἀποκάλυψης τῆς ἀπέραντης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, ἐκφραστής τῆς σωστικῆς κοινωνίας καί ἀγαπητικῆς πρόσληψης τοῦ ἀνθρώπου στόν χῶρο τῆς Δόξας καί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὅπως καί γιά τούς συνοπτικούς εὐαγγελιστές, μέσῳ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου «ὁ Θεός δι' αὐτοῦ φθέγγεται». Γι' αὐτό λοιπόν τόν λόγο ἡ Πατερική Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σέ ἀντίθεση μέ ἑτερόδοξες τοποθετήσεις, χωρίς νά παραγνωρίζει τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τοῦ τετάρτου Εὐαγγελίου, μεταξύ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου καί τῶν Συνοπτικῶν Εὐαγγελίων, δέν διαπιστώνει ἀντιφάσεις, δέν διαπιστώνει διαφορετική θεολογία, ἀλλά μία ἀκόμη μαρτυρία, μία ἀκόμη ζωντανή καταγραφή τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἤδη ἀπό τήν ἐποχή του μέ τήν ὀξύνοια, τήν σοφία καί τόν ἄνωθεν φωτισμό πού τόν διέκριναν, ἀφοῦ κάνει νηφάλιες ἀναφορές σέ θέματα, τά ὁποῖα πολλούς αἰῶνες ἀργότερα μετ' ἐμφάσεως θά συζητεῖ ἡ σύγχρονη βιβλική ἔρευνα, ὑπογραμμίζει ὅτι ὡς πρός τό θεολογικό περιεχόμενο καί τόν τελικό σκοπό οἱ συνοπτικοί εὐαγγελιστές καί ὁ ἠγαπημένος μαθητής τοῦ Κυρίου συμπίπτουν, καθώς «ἕν γάρ ἦν Πνεῦμα τό κινοῦν τάς ἁπάντων ψυχάς».
Εἶναι γνωστόν στήν βιβλική ἔρευνα ὅτι τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο ξεχωρίζει σέ σχέση μέ τούς συνοπτικούς Εὐαγγελιστές ὡς πρός τήν μορφή, τήν γλώσσα, τό ὕφος, τά χρονικά καί γεωγραφικά του πλαίσια. Ἡ βιβλική ἔρευνα συζητεῖ γύρω ἀπ' αὐτά τά ζητήματα περισσότερο ἀπό ἕνα καί πλέον αἰώνα. Δέν εἶναι μάλιστα τυχαῖο τό γεγονός ὅτι οἱ ἑρμηνευτικές μέθοδοι πού ἀναπτύχθηκαν ἀπό τήν ἑτερόδοξη βιβλική ἔρευνα, ὅπως π.χ. ἡ θρησκειοϊστορική θεώρηση, ἡ ἱστορία τῆς συντάξεως, ἡ ἱστορία τῶν μορφῶν, ἡ δομιστική, ἔγιναν ἀφορμή νά συζητεῖται ἡ προβληματική γύρω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελιστοῦ καί τίς ἰδιομορφίες τῆς ἰωάννειας γραμματείας κάθε φορά μέ τήν ἴδια ἔνταση. Ὄχι λίγες φορές διατυπώθηκαν ἀντικρουόμενες θέσεις, σέ σημεῖο μάλιστα πού ἀρκετές ἐξ αὐτῶν νά ἀποτελοῦν ἀκραῖες ἤ ἐξεζητημένες τοποθετήσεις πού δύσκολα μποροῦν νά γίνουν ἀποδεκτές.
Ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία, ὡς ἐκκλησιαστικό μέγεθος καί διακονία, διαλεγομένη κριτικῶς μέ τήν ἑτερόδοξη βιβλική ἔρευνα, ὁρμωμένη ὅμως ἀπό διαφορετικές θεολογικές ἑρμηνευτικές ἀρχές, ἀξιοποιεῖ γονίμως κάθε τί τό ὁποῖον δέν ἀντιβαίνει στίς δικές της θεολογικές ἀφετηριακές προϋποθέσεις. Ἔχει τήν δική της, ὄχι εὐκαταφρόνητη, ἐπιστημονική συνεισφορά στό ζήτημα αὐτό.
Ἔτσι, καί μέσῳ τῆς διαθεματικῆς προσεγγίσεως, τό παρόν συνέδριο ἀποτελεῖ μία ὑπεύθυνη καί γόνιμη ἐπιστημονική θεολογική συμβολή στήν μελέτη τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελιστοῦ καί Ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί τῶν ἱερῶν κειμένων του πού συμπεριλήφθηκαν στόν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Συγχαίροντας τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σερρῶν καί Νιγρίτης κ. Θεολόγο γιά τήν ἀξιέπαινη αὐτή πρωτοβουλία του, καθώς καί τήν Ἑλληνική Ἑταιρεία Βιβλικῶν Σπουδῶν, δηλαδή τόν ἐπιστημονικό φορέα τῶν ἐν Ἑλλάδι Ὀρθοδόξων Βιβλικῶν Θεολόγων, εὔχομαι οἱ ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου νά τύχουν πάσης ἐπιτυχίας ἐπ’ ἀγαθῷ τῶν ἐρευνώντων καί «δίκην ἀρότρου βαθυνόντων καί γεωργούντων ἐπί τάς γραφάς».