Μέ πολλή χαρά χαιρετίζω τήν Ὀργάνωση τῆς Ἡμερίδος Ἐκπροσώπων τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καί τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Πελοποννήσου, Στερεᾶς Ἑλλάδος, Νησιῶν Ἰονίου καί Αἰγαίου Πελάγους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί θά ἤθελα νά τοποθετηθῶ προσωπικά σχετικά μέ τό θέμα: «Φτώχεια καί Κοινωνικός Ἀποκλεισμός».
Καταλαβαίνετε ὅτι τό σχῆμα καί ἡ θέση μου στήν Ἐκκλησία, μέ καθοδηγοῦν ἀναγκαστικά στή διατύπωση τῆς θέσης τῆς Ἐκκλησίας μας στό θέμα αὐτό.
Πλοῦτος καί φτώχεια εἶναι καταστάσεις πού ἐμφανίζονται στόν κόσμο σέ χρόνια πολύ μεταγενέστερα ἀπό τη δημιουργία. Ὁ Θεός «ἐποίησεν ἐξ ἑνός αἷματος πᾶν γένος ἐπί τῆς γῆς». Δημιούργησε δηλ. ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό ἕνα ζεῦγος ἀνθρώπων, ὅλους ἴσους μεταξύ τους. Χωρίς καμιά διάκριση φυλῆς, φύλου ἤ περιουσίας. Ὅλοι, ἀφοῦ εἶχαν δημιουργηθεῖ ἐλεύθεροι καί προι-κισμένοι μέ διάφορα χαρίσματα ἀπό τό Θεό, εἶχαν τή δυνατότητα νά ἐργαστοῦν καί νά ἀποκτήσουν περιουσίες.
Στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ φτώχεια θεωρεῖται πολλές φορές ὅτι εἶναι καρπός τῆς φυγοπονίας, τῆς ὀκνηρίας δηλαδή, καί τῆς ἄτακτης ζωῆς. Κάποτε ὁ φτωχός μπορεῖ νά εἶναι καί θύμα τῆς ἀτυχίας ἤ τῆς ἐκμετάλλευσης ἄλλων. Γι’ αὐτό καί στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν ὑπάρχει προσευχή γιά ἀποφυγή τῆς φτώχειας: «Κύριε πλοῦτον καί πενίαν μή μοι δός».
Ὁ ἱερός Παροιμιαστής παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν προφυλάξει καί ἀπό τόν πλοῦτο καί ἀπό τήν φτώχεια. Μπορεῖ κι ἡ φτώχεια νά γίνει αἰτία ἁμαρτίας. Ὁ ἄνθρωπος νά μήν ἀντέξει καί νά βλαστημήσει τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἤ νά ὁδηγηθεῖ σέ ἄλλες ἀνεπιθύμητες καταστάσεις.
Γιά τόν Χριστιανισμό ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου δέν βρίσκεται στήν περιουσία του ἀλλά στήν ἠθική ὑπόστασή του, στίς ἀρετές του καί, κυρίως, στήν ἀθάνατη ψυχή του. «Οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινί ἡ ζωή αὐτοῦ ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ», λέει χαρακτηριστικά ὁ Ἀπ. Παῦλος. Ἀπέναντι στόν Θεό δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει καμιά διάκριση πού νά ἑδράζεται στόν πλοῦτο ἤ στήν ἔλλειψή του.
«Οὐκ ἕνι ἄρσεν καί θῆλυ, δοῦλος ἤ ἐλεύθερος… ἀλλά πάντες
εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» διακηρύσσει πάλι ὁ Ἀπ. Παῦλος. Οὔτε καί παρατηρεῖται ὁποιοδήποτε εἶδος κοινωνικοῦ ἤ ἄλλου ἀποκλεισμοῦ, λόγῳ φτώχειας, στήν Ἁγ. Γραφή.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός στά θαυμάσια τροπάρια πού μᾶς ἔγραψε γιά τήν ἀκολουθία τῆς κηδείας, λέει ὅτι ἡ ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων φαίνεται στό θάνατο. Ἐκεῖ δέν «παραμένει ὁ πλοῦτος», δέν «συνοδεύει ἡ δόξα». «Πλούσιος ἤ πένης», φτωχός δηλαδή, έχουν το ίδιο τέλος. Διερωτᾶται μάλιστα «Πού ἐστίν ὁ χρυσός καί ὁ ἄργυρος, πού ἐστί τῶν ἱκετῶν ἡ πλημμύρα καί ὁ θόρυβος;»
Μέ βάση τήν θεμελιώδη ἀρχή του, περί ἰσότητας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν περιουσία τους, ὁ Χριστιανισμός μπόρεσε καί ἐπέφερε ἀνατροπή τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν πού ἴσχυαν ὅταν πρωτοεισῆλθε στόν κόσμο. Κατάργησε τή δουλεία, - ἔστω κι ἄν οἱ λεγόμενες χριστιανικές κοινωνίες τήν ἐπανέφεραν ἀργότερα-, ἐγκαθίδρυσε στήν πράξη τήν ἰσότητα ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἔκανε προσιτές σέ ὅλους, στίς χριστιανικές χῶρες, τίς ἐκκλησιαστικές, κοινωνικές και πολιτικές θέσεις.
Ἡ διδασκαλία, ἑπομένως τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐπιτρέπει κανένα ἀποκλεισμό λόγῳ φτώχειας. Ἡ διδασκαλία αὐτή τονίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀξία ἁπλῶς καί μόνο γιατί εἶναι ἄνθρωπος. Ὁ ἅγιος Φώτιος ὁ Ὁμολογητής, ὁ μεγάλος Πατριάρχης τοῦ 9ου αἰῶνα, ἀπευθυνόμενος στόν τότε βασιλέα τῆς Βουλγαρίας Μιχαήλ τοῦ ὑπενθύμιζε αὐτή τή βασική χριστιανική ἀρχή: «Μέμνησο ὅτι τῆς αὐτῆς κοινωνοῦμεν φύσεως καί βασιλεῖς καί ἰδιῶται καί τόν αὐτόν ἔχομεν δημιουργόν καί κριτήν καί δεσπότην». Νά θυμᾶσαι ὅτι καί οἱ βασιλεῖς καί οἱ κοινοί θνητοί ἔχουμε τήν ἴδια κοινή ἀνθρώπινη φύση. Δέν εἶστε ἐσεῖς οἱ βασιλεῖς δημιουργημένοι ἀπό ἄλλο ὑλικό. Κι ἔχουμε, ἀκόμα, τόν ἴδιο δημιουργό καί κριτή καί κύριο.
Παρά τό ὅτι πλοῦτος καί φτώχεια δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τήν πραγματική, τήν ὀντολογική ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων καί παρά τό γεγονός ὅτι οἱ ἀνισότητες πού δημιουργοῦνται ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ὡς πρός τήν περιουσία, δυνατόν νά ὀφείλονται καί στήν καλή χρήση τῆς ἐλευθερίας καί τῶν δυνατοτήτων τους, ὁ Χριστιανισμός ζητᾶ καί σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις ἀνακατανομή τοῦ πλούτου, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νά ἔχουν ἴδιες δυνατότητες ἀνάπτυξης τοῦ «εἶναι» τους. Ὁ Ἀπ. Παῦλος ἀπευθυνόμενος στούς πλούσιους λέγει: «Τό ὑμῶν περίσσευμα εἰς τό ἐκείνων ὑστέρημα, ἵνα γένηται ἰσότης». Καί ὁ Μ. Βασίλειος σέ μιά ὁμιλία πού τήν ἐπιγράφει «εἰς τό καθελῶ μου τάς ἀποθήκας», ἀπευθυνόμενος στόν ἄφρονα πλούσιο του λέγει: «Τοῦ πεινῶντος ἐστίν ὁ ἄρτος ὅν κατέχεις ἐν ἀποθήκαις∙ τοῦ γυμνητεύοντος τό ἱμάτιον∙ τοσούτους ἀδικεῖς ὅσοις παρέχειν ἐδύνασο». Τά τρόφημα δηλ. πού ἔχεις καί ἀποθηκεύεις δέν εἶναι δικά σου∙ ἀνήκουν στούς πεινασμένους. Τό ἴδιο καί τά ἐνδύματα∙ ἀνήκουν στούς γυμνούς∙ καί νά ξέρεις ὅτι δέν ἀδικεῖς μόνον ἐκείνους ἀπό τούς ὁποίους ἁρπάζεις τά ὑπάρχοντα. ἀδικεῖς ὅσους μποροῦσες νά βοηθήσεις καί δέν τό κάνεις.
Παρόλο, λοιπόν, πού στήν πραγματικότητα πλοῦτος καί φτώχεια δέν διαφοροποιοῦν τούς ἀνθρώπους στόν Χριστιανισμό καί κανένας ἀποκλεισμός καί ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου δέν δικαιο-λογεῖται σ’ αὐτόν, ἐν τούτοις ἡ προτροπή εἶναι γιά ἰσότητα ἀγαθῶν. Κι ἀκριβῶς ἐπειδή ἀπέναντι στόν Θεό δέν ὑπάρχει διάκριση φτωχοῦ και πλουσίου, ὁ ἴδιος σεβασμός πρός τό ἀνθρώπινο πρόσωπο πρέπει νά ἐπιδεικνύεται πρός ὅλους.
Προβάλλοντας τήν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους καί διακηρύσσοντας στήν πράξη ὅτι δέν ὑπάρχει κανενός εἴδους ἀποκλεισμός καί γιά κανέναν ἄνθρωπο, ὁ Χριστιανισμός δίνει καί τή θεολογική του ἑρμηνεία. Ὁ κάθε ἄνθρωπος «ἠγοράσθη τιμῆς». Λυτρώθηκε μέ κάποιο ἀντίτιμο. Δέν ἐλυτρώθη «ἀργυρίῳ ἤ χρυσίῳ» ἀλλά «τιμίῳ αἷματι, ὡς ἀμνοῦ ἀσπίλου καί ἀμώμου Χριστοῦ». Δέν δόθηκαν γιά τήν ἐξαγορά του ἀπό τόν διάβολο χρήματα, ἀλλά χύθηκε τό ἴδιο τί αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Τί συμβαίνει ὅμως στήν πραγματικότητα; Οἱ Χριστιανικές κοινωνίες ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ἐφαρμόζουν ἤ, καλύτερα, ἐφαρμόζουν πλήρως τή διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ; Ἀσφαλῶς ὅλοι γνωρίζουμε πώς ἴση κατανομή ἀγαθῶν δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχουν πλούσιοι, ὑπάρχουν καί φτωχοί, ἀκόμα καί ἄνθρωποι πού στεροῦνται καί τά πιό ἀναγκαῖα στή ζωή.
Εἶναι φανερό πώς γιά τά πιό πάνω δέν φταίει ὁ Χριστιανισμός, οὔτε καί ἡ διδασκαλία του. Ἀντίθετα προβάλλει πιό ἐπιτακτική ἡ ἀνάγκη ἐπιστροφῆς στίς ἀρχές τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἰδιαίτερα στήν θεμελιώδη ἀρχή τῆς ἰσότητας πού εἶναι μέγιστη Χριστιανική ἀξία. Ἡ Ἐκκλησία δραστηριοποιεῖται σήμερα σέ πολλούς τομεῖς γιά νά καταργήσει ἀδικίες καί στρεβλώσεις καί νά ἐμπεδώσει τό μήνυμα τῆς ἰσότητας ὅλων. Ἔτσι θά καταργηθεῖ καί θά ἐκλείψει ὁ κοινωνικός ἀποκλεισμός.
Συγκεκριμένα: Δημιουργεῖ κέντρα νεότητας ὅπου ὅλοι οἱ νέοι, ἀνεξαρτήτως οἰκονομικῆς δυνατότητας, φύλου ἤ ἄλλων διαφορῶν, μποροῦν νά βροῦν ψυχαγωγία καί ἐπιμόρφωση. Χρηματοδοτεῖ γηροκομεῖα καί βρεφονηπιακούς σταθμούς, γιά παροχή υπηρεσιῶν στούς ἔχοντες ἀνάγκη. Δίνει ὑποτροφίες σέ ἄπορους νέους καί νέες γιά σπουδές. Παρέχει στέγη καί τροφή, μέ συσσίτια πού διοργανώνει, σέ άπορους, δικούς μας καί ξένους. Μέ τά φιλόπτωχα ταμεῖα πού ἔχει δημιουργήσει κάθε ἐνορία βρίσκεται στό πλευρό κάθε ἑνός πού ἔχει ἀνάγκη. Μέσῳ λοιπόν τῆς ἀλληλεγγύης πού προβάλλει ἡ Ἐκκλησία ὑλοποιεῖ τήν ἀρχή περί ισότητος ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί προσπαθεῖ νά ἐκμηδενίσει τήν ἀπόρριψη καί τόν κοινωνικό ἀποκλεισμό.
Τελειώνοντας θέλω νά συνοψίσω ὅτι: Γιά τόν Χριστιανισμό δέν ἔχει νόημα ὁ κοινωνικός ἀποκλεισμός λόγῳ φτώχειας. Τό θεωρητικό – θεολογικό ὑπόβαθρο ὑπάρχει καί ἡ Χριστιανική διδασκαλία εἶναι ξεκάθαρη. Ἀπαιτεῖται ἐπίπονη δουλειά γιά νά ἐφαρμόσουμε στήν πράξη ὅσα θεωρητικά ὑποστηρίζουμε.
Μέ αὐτές τίς Ἡμερίδες, λοιπόν ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σέ αὐτό ἀποβλέπει. Νά προτρέψει ὅλους νά κάνουμε βίωμα τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ σέ αὐτά τά καυτά θέματα καί προβλήματα πού μαστίζουν τήν Ερώπη καί τόν κόσμο ὅλο.
Σᾶς Εὐλογῶ ἑπομένως καί χαιρετίζω τήν ὅλη προσπάθεια πού καταβάλλει ὁ Πρόεδρος τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Παρακολουθήσεως τῶν Εὐρωπαϊκῶν Θεμάτων τῆς Ἐκκλησίας μας, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ. Δανιήλ καί τά μέλη Αὐτῆς, γιά τήν ἐνημέρωση τῶν Στελεχῶν τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπί τοῦ θέματος τῆς «Φτώχειας» καί τοῦ «Κοινωνικοῦ Ἀποκλεισμοῦ».
Θυμίζω τήν εὐτυχῆ συγκυρία τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ Ἔτους 2010 ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ὡς ἔτους τῶν ὡς ἄνω Κοινωνικῶν φαινομένων καί ἐπικροτῶ τήν συνεργασία μέ τήν Συνοδική Ἐπιτροπή Κοινωνικῆς Προνοίας καί Εὐποιϊας, τήν Μ.Κ.Ο. «Ἀγάπη» καί μέ τά Γραφεῖα τῶν Ἀντιπροσωπειῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς καί τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου στήν Ἑλλάδα.
Μέ αὐτά τά λόγια εὔχομαι ὅ,τι ἀγαθόν καί εὐάρεστον «τῷ Κυρίῳ ἐν οἷς πράττομεν».