Εξοχώτατε κ. Υπουργέ,
Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αρχιερείς
κ. Αρχηγέ ΓΕΕΘΑ
κύριοι Αξιωματικοί
Σεβαστοί Πατέρες
«Δια τούτο αναλάβετε την πανοπλίαν του Θεού... περιζωσάμενοι την οσφύν υμών... ενδυσάμενοι τον θώρακα της δικαιοσύνης... υποδησάμενοι τους πόδας εν ετοιμασία του ευαγγελίου ... και την περικεφαλαίαν του σωτηρίου δέξασθε, και την μάχαιραν του Πνεύματος, ο εστί ρήμα Θεού ...» ( Εφ. Κεφ.6 στ. 13,15, 16, 17)
Καθώς το πνεύμα μου και η σκέψη μου βρίσκεται μαζί σας στην ευλογημένη αυτή πρώτη σύναξη και Ημερίδα των Κληρικών που υπηρετείτε στο στρατό, και ενθυμούμαι τα πιο πάνω λόγια του Αποστόλου Παύλου θα ήθελα να σας χαιρετίσω με αυτά και να σημειώσω και μερικές ακόμα σκέψεις μου, γνωστές βέβαια σε όλους, αλλά πάντα επίκαιρες για το έργο της ειδικής ποιμαντικής διακονίας στις ένοπλες δυνάμεις. Η αλληγορική και μεταφορική παρομοίωση του προαναφερθέντος αποστολικού λόγου για τον αγώνα, αλλά και την αγωνία την ποιμαντική και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες καταξιώνεται το έργο της αποστολής και ιεραποστολής, προσιδιάζει σήμερα ιδιαίτερα, στο ιερό έργο το οποίο επιτελείτε.
Η βάση της όλης διακονίας μας είναι καταρχήν η αγιοπνευματική ύπαρξή μας και η τοποθέτηση των όποιων ποιμαντικών και λοιπών ενεργειών μας πάνω στις ορθές εκκλησιολογικές μας αρχές. Έμπειρος αγωνιστής του πνεύματος ο Απόστολος Παύλος και καλός γνώστης της πνευματικής πολεμικής τέχνης γνωρίζει τις μεθοδείες του Διαβόλου και την πάλη, αφού ο αγώνας μας «... ουκ εστί... προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου...» ( Εφ. Κεφ.6 στ. 12). Έτσι μας συμβουλεύει ποιμαντικά για την τακτική και τους τρόπους του συνεχούς αγώνος και για την αμυντική θωράκιση και την τελική νικηφόρα, πνευματικά, έκβασή του.
Η ιστορία της διακονίας των Χριστιανών Ιερέων στο στράτευμα είναι παλαιά και ανάγεται στα μαρτυρικά της Εκκλησίας χρόνια. Τότε που οι άγιοι ένδοξοι μάρτυρες και ιερομάρτυρες, άτυπα, αναπλήρωναν και με το δικό τους αίμα επικύρωναν την πίστη και την ομολογία τους εις Χριστόν. Από το Ρωμαϊκό και στη συνέχεια το Βυζαντινό στρατό πολλές οι μαρτυρίες για την ποιμαντική εργασία των ιερέων να ζωγρήσουν και σαγηνεύσουν από τα βάθη της αμαρτίας τις ψυχές των στρατευομένων για να τις οδηγήσουν σε μονές Χριστού σωτήριες διαμορφώνοντας, έτσι, τάγματα ενσυνειδήτων αγωνιζομένων πιστών στρατιωτών, οι οποίοι καταξίωναν με την αυτοθυσία και με τον αλτρουισμό τους, το άγιο φρόνημα και τις ηρωικές αποφάσεις τους, τις στρατιωτικές ενέργειες και προσπάθειες, δίνοντας καθημερινό μάθημα υποδειγμάτων θυσιαστικής αγάπης. Πρότυπο τους η μέχρι θυσίας και Σταυρού και θανάτου αγάπη του Κυρίου μας. Αυτό το θυσιαστικό και αγαπητικό πνεύμα ενσάρκωναν και στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς αγωνιστές Ιεράρχες, Ιερομάρτυρες της πίστεως και Εθνομάρτυρες του Γένους μας. Είναι νομίζω περιττό να θυμίσω την παρουσία των Κληρικών στον αγώνα του 1821, που μαρτυρείται από τις πάσης φύσεως ιστορικές και άλλες πηγές και χρονολογείται πρίν από την έναρξη του ένοπλου αγώνα.
Ήδη, στην πρώτη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, με το ψήφισμα της 9ης Απριλίου 1822 θεσμοθετείται, και επίσημα, θέση Ιερέα για κάθε χιλιαρχία του στρατού. Βάσει του κανονισμού ονομάζεται Αξιωματικός και εντάσσεται στο επιτελείο της μονάδας, ανάμεσα στον γραμματέα, τον γιατρό και τον φροντιστή. Αλλά και εκτός του τακτικού στρατού, στα στρατιωτικά σώματα των Ελλήνων Οπλαρχηγών, είχαν ενταχθεί εθελοντές στρατιωτικοί Ιερείς, που προσέφεραν, καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα, αμισθί, τις πολύτιμες υπηρεσίες τους. Έτσι, στο ιδιαίτερο σώμα του Θ. Κολοκοτρώνη υπηρετούσαν, σε μόνιμη βάση, οι Ιερείς Παπα-Ζαφειρόπουλος, Οικονόμος από Λάστα και Οικονόμος Βελισάριος, ενώ στρατιωτικοί ιερείς συνόδευαν και τα στρατεύματα του Γ. Καραϊσκάκη, του Μάρκου Μπότσαρη, του Παπαφλέσσα και το Ιόνιο στρατιωτικό σώμα.
Στρατιωτικοί ιερείς υπηρετούσαν, επίσης, και στις πολεμικές μοίρες του Ελληνικού Στόλου, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην επιτυχία των ναυτικών επιχειρήσεων. Στο στόλο του Αλέξανδρου Δημ. Κριεζή είχε διορισθεί ο Παπα-Σωφρόνιος Σκλιας, ο οποίος "μετά του Ναυάρχου Σπετσών Γ. Ανδρούτσου παρευρέθη εις απάσας τας ναυμαχίας, υπό ζήλου πατριωτικού εμπνεόμενος" και επίσης ο μετέπειτα Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας, Θεοφάνης Σιατιστεύς, ενώ στη μοίρα του Τομπάζη και του διαδόχου του Ανδρέα Μιαούλη υπηρετούσε, ως Ιερέας του στόλου, ο Αρχιμανδρίτης Θεόδωρος, ο οποίος δεχόταν τις θερμές ευχαριστίες του αρχιναυάρχου "δια τον αποστολικόν ζήλον, ον ανέπτυσσε κατά τας εκδρομάς".
Οι στρατιωτικοί ιερείς και σήμερα, μένοντας συνεπείς στον πνευματικό και αγιαστικό χαρακτήρα του θείου λειτουργήματός τους, δεν χρησιμοποιούν όπλα κατά των εχθρών. Η αποστολή τους είναι αμιγώς πνευματική. Ιερουργούν, εξομολογούν, κοινωνούν και παραμυθούν τούς αγωνιζόμενους στρατευμένους αδελφούς. Κυρίως, όμως, προκινδυνεύουν στην πρώτη γραμμή κάθε μορφής μετώπου, με το θυσιαστικό παράδειγμά τους, και με το αίμα τους, ακόμα, συνέβαλαν και συμβάλλουν αποφασιστικά στην ενίσχυση του ηθικού και πατριωτικού φρονήματος των στρατιωτών και στη νικηφόρα έκβαση κάθε μορφής πολεμικών επιχειρήσεων.
Ενθυμούμαστε αυτό που κάθε ημέρα συνέβαινε όταν, "κατά πρωΐαν και εσπέραν, οι ιερείς έψαλλαν την αγίαν παράκλησιν" και προσεύχονταν υπέρ ευοδώσεως του αγώνος πριν από τις μάχες "με ενθουσιαστικούς λόγους κατά πολύ ενεψύχωναν τον στρατόν, κηρύσσοντες τον υπέρ πίστεως και πατρίδος λόγον". Τελούσαν τη Θεία Λειτουργία και κοινωνούσαν τούς άνδρες του στρατεύματος.
200 χρόνια σχεδόν πλησιάζουν από τότε. Η Εκκλησία θεωρεί τίτλο τιμής για αυτήν, τη συμμετοχή των Κληρικών σε τέτοιου είδους εθνικές περιπέτειες και πνευματικές εξορμήσεις. Μέχρι σήμερα σεμνύνεται για τις θυσίες των αγωνιζομένων Κληρικών της και απορρίπτει τον χαρακτηρισμό της φιλοπατρίας και της ευσέβειας ως δήθεν «πολιτιστικό σκοταδισμό».
Αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί,
Είστε κομμάτι αναπόσπαστο της Εκκλησίας, «μή εμπλεκόμενοι» ως καλοί στρατιώτες Ιησού Χριστού, «ταις του βίου πραγματείαις». Χωρίς να εμπλέκεσθε σε εφημεριακά η άλλα καθήκοντα, είστε αφιερωμένοι από την Εκκλησία μας στην αναζήτηση και υποστήριξη των δοκιμαζομένων τέκνων της, είτε αυτά βρίσκονται εμπερίστατα στα πεδία των μαχών, είτε στα πεδία των ασκήσεων, στα στρατόπεδα και στην παραμεθόριο ακόμα και στις πέραν των συνόρων ειρηνευτικές αποστολές. Έχετε σημαντική και μοναδική αποστολή ως Στρατιωτικοί Ιερείς. Έχετε στα χέρια σας το πιο ευαίσθητο κομμάτι της κοινωνίας, τους νέους, οι οποίοι έχουν πολλά προβλήματα και ερωτήματα, ειδικά στη δύσκολη αυτή περίοδο της ζωής τους, μακριά από το οικογενειακό τους περιβάλλον, βιώνοντας τις δυσκολίες και τις απαιτήσεις της στρατιωτικής ζωής, και τόσα άλλα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα.
Αν θέλουμε ως Εκκλησία να κερδίσουμε τη νεολαία της πατρίδας μας –και το θέλουμε βεβαίως διακαώς–, θα έπρεπε την ώρα της ανάγκης τους, την ώρα που δέχονται και αποζητούν τη βοήθεια του Θεού και του Ιερέα, να έχουμε διαθέσιμους τους καλύτερους Κληρικούς μας. Πρέπει με το λόγο μας, αλλά και με το παράδειγμά μας, με την πίστη μας και την εμπιστοσύνη μας στο Θεό να εμπνέουμε την παρηγοριά και την ελπίδα, την εγκαρτέρηση και την υπομονή στους κόπους και στους μόχθους και στα προβλήματα των ανθρώπων που μας έχει εμπιστευθεί ο Θεός.
Εκλεκτή ομήγυρις,
Η Εκκλησία είναι Αυτή που και σήμερα σκύβει διακριτικά πάνω στις ανάγκες του λαού, πνευματικές και υλικές, και ως αληθινή Μητέρα τον προστατεύει και εισηγείται, ιδίως στη στρατευμένη νεολαία, την αξία και την χαρούμενη και αισιόδοξη πορεία αυτής της ζωής και την φιλότιμη προσπάθεια να αγωνίζεται κανείς για τα ιδανικά του Γένους, όπως αυτά διασώθηκαν και εκφράζονται μέσα από την ελληνορθόδοξη πολιτιστική και πολιτισμική μας παράδοση και την εκκλησιαστική μας πίστη. Θεωρώ υποχρέωσή μου να δοξολογήσω τον Πανάγιο Θεό και την Υπέρμαχο Στρατηγό του Γένους μας την Κυρία Θεοτόκο, που κατά πρόνοια και ευδοκία συγκέντρωσε όλους μας σε αυτή την πνευματική ευκαιρία. Ιδιαιτέρως επιτρέψτε μου, να επαινέσω όλους τους πολιτικούς και στρατιωτικούς σας ηγήτορες για την συμπαράσταση και διευκόλυνση του ποιμαντικού και εκκλησιαστικού, αλλά και κοινωνικού έργου σας, καθώς και την παρουσία τους σήμερα εδώ. Αξιοχρέως μνημονεύω και τιμώ τα Μέλη της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Ειδικών Ποιμαντικών Θεμάτων και Καταστάσεων, υπό την πεπνυμένη καθοδήγηση του Σεβασμ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου και λίαν αγαπητού αδελφού κ. Ιεροθέου, του και Προέδρου αυτής, οι οποίοι οργανώνουν αποτελεσματικά και διοργανώνουν με επιτυχία ανάλογες συνεδριακές ευκαιρίες, προάγοντας και αναδεικνύοντας και δια του τρόπου αυτού το έργο και την ποιμαντική διακονία της Εκκλησίας σήμερα. Εύχομαι ευόδωση των εργασιών και αυτής της Ημερίδας και λυσιτελή και καρποφόρα τα αποτελέσματα της κάτω από τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, που συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας.