Μέ πλήρη εὐαρέσκεια καί ἰδιαίτερη πατρική συγκίνηση χαιρετίζω τήν ἔναρξη τοῦ Β΄ Ἐπιστημονικοῦ Συμποσίου Νεοελληνικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης, τό ὁποῖο διοργανώνεται μέ τήν ἀξιέπαινη μέριμνα τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί τή συνεργασία Καθηγητῶν τοῦ Τμήματος Ἀρχιτεκτόνων-Μηχανικῶν τοῦ Πανεπιστημίου Πατρῶν καί ἄλλων Πανεπιστημιακῶν Τμημάτων. Τό γεγονός ὅτι τό Συμπόσιο συνοδεύεται ἀπό Ἔκθεση Σύγχρονης Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης, ἀλλά καί ἀπό τήν συμμετοχή τόσων διακεκριμένων καί ἐπιφανῶν Καθηγητῶν, ἐρευνητῶν, ἀρχιτεκτόνων καί καλλιτεχνῶν στίς τάξεις τῆς Τιμητικῆς, Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς καί τῶν ἐκλεκτῶν συνέδρων, ἐγγυᾶται τήν πλήρη εὐόδωση τῶν ἐργασιῶν του πρός ὄφελος, ἀνάδειξη καί ἀνάπτυξη τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης καί τῆς μελέτης της σήμερα. Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀντιστοίχως, ἐπιδεικνύει ἐπίσης ἰδιαίτερο καί ἐνεργό ἐνδιαφέρον πρός τόν ἴδιο σκοπό, κάτι πού καταδεικνύεται καί διά τῆς λειτουργίας τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης καί Μουσικῆς καί τῶν Εἰδικῶν Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν Χριστιανικῶν Μνημείων καί Ἀκαδημίας Ἐκκλησιαστικῶν Τεχνῶν.
Σχετικῶς πρός τά τελευταῖα, ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐπιθυμεῖ καί ἐπιδιώκει τήν συνεργασία τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων μέ τό Πολυτεχνεῖο, ὥστε νά δίδονται ἐργασίες γιά ἀποτυπώσεις παλαιῶν Ναῶν, τά σχέδια τῶν ὁποίων θά φανοῦν χρήσιμα γιά τήν Ἐκκλησία.
Σχεδόν ἀπό συστάσεώς της ἡ Ἐκκλησία οἰκειώθηκε καί διαχειρίστηκε τόν λόγο τῆς τέχνης σέ μιά ποικιλότροπη καί πολυεπίπεδη σημαντική, γιά νά ἐκφράσει τό κοινό βίωμα καί νά ὑπηρετήσει τήν λειτουργική, μυστηριακή ζωή καί λατρευτική πράξη τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Ἐπειδή ἀκριβῶς πηγάζει ἀπό, καί ἀπευθύνεται στόν ὅλον ἄνθρωπο, ἡ τέχνη ὑπῆρξε πάντοτε ἡ ὑψηλότερη καί πληρέστερη, ἡ ἀνώτερη καί ἀρτιώτερη ἔκφραση τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου, ὅπως ἐπίσης καί ἔκφραση ἑνός ὁλοκλήρου πολιτισμοῦ. Ὡς τέτοια, πολύ γρήγορα γίνεται ἀναπόσπαστο μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας καί τῶν ὑπολοίπων ἱερουργιῶν καί μέσῳ αὐτῆς συνεκφαίνονται, ὅπως καί ὑπεμφαίνουν, οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως. Ἡ καλλιτεχνική δημιουργικότητα, ἀντλώντας ἀπό τίς πλούσιες δωρεές τοῦ Πνεύματος, ἀνέδειξε μέγιστους ἐργάτες καί ἔργα τοῦ λόγου, τοῦ μέλους καί τῶν τεχνῶν καί ἡ παλαιοχριστιανική, βυζαντινή, μεταβυζαντινή καί νεώτερη ἐκκλησιαστική τέχνη, ἀρχιτεκτονική, μουσική καί ποίηση σφράγισαν τήν σύνολη σχεδόν δισχιλιετῆ ζωή καί δράση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί ὁλόκληρες ἀντίστοιχες περιόδους τῆς Ἱστορίας τῆς Τέχνης. Ἐπιπλέον, ἡ καταξίωση τοῦ μεγαλείου καί τῆς πνευματικότητας τῆς βυζαντινῆς τέχνης διεθνῶς στήν πάροδο τοῦ προηγούμενου αἰῶνα, μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν νεωτερικῶν καλλιτεχνικῶν ρευμάτων καί τήν πρόοδο τῶν βυζαντινῶν σπουδῶν, ἐκδηλώθηκε καί στήν Ἑλλάδα μέ τόν ἀναβαπτισμό στά πλούσια νάματα τῆς παράδοσης καί μέ τήν παρουσία ἐμπνευσμένων μορφῶν πραγ-ματοποιήθηκε ἀληθινά σπουδαῖο ἔργο στήν οἰκοδόμηση, ἱστόρηση καί διακόσμηση Ἱερῶν Ναῶν, ἀλλά καί τήν εὐρύτερη ἄνθηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς καλλιτεχνίας καί σέ ἄλλα μέσα.
Αὐτή ἀκριβῶς ἡ μακρά Ἱστορία καί Παράδοση ἔχρισε ἐμᾶς τούς συγχρόνους ὡς συνεχιστές μιᾶς βαρύτατης κληρονομιᾶς, τήν ὁποία καλούμαστε, διαφυλάσσοντας βεβαίως τίς βασικές θεολογικές καί αἰσθητικές της ἀρχές, νά πλουτίσουμε, κομίζοντας τήν ἰδιαίτερη ταυτότητα τῶν ἡμερῶν μας καί ἀφομοιώνοντας καινούργια στοιχεῖα, μέσα στά πλαίσια τῆς καθ’ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ἀλλά καί τῆς ἱστορικῆς σχετικότητας τοῦ αἰσθητικοῦ καί καλλιτεχνικοῦ κώδικα.
Σ’ αὐτό τό ζήτημα τῆς ἐναρμόνισης πρός τήν Παράδοση ὀφείλουμε νά τονίσουμε ὅτι οὐδέποτε αὐτή λειτούργησε ἀληθινά περιοριστικά καί ἀναχαιτιστικά τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐκτός ἴσως ἀπό περιπτώσεις κακοτεχνιῶν καί ψευδοτεχνίας.
Γιά παράδειγμα, ὁ καθιερωμένος εἰκονογραφικός τύπος τῆς ἐξεικόνισης τῆς Ἁγίας Τριάδας μέ τήν Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλά καί ἡ ἰδιαίτερη τεχνοτροπική παράδοση τῆς μεσαιωνικῆς ρωσικῆς τέχνης, δέν ἐμπόδισαν τόν Ἀντρέι Ρουμπλιέφ νά κάνει ἕνα ἀριστούργημα, εἰδικά ἀπό ἄποψης τεχνοτροπίας καί σύνθεσης. Οὔτε πάλι, σέ κάπως διαφορετικό ἐπίπεδο, ἡ δημιουργική ἀφομοίωση καί μετεξέλιξη, σέ μιά οὐσιαστικά ἄρρηκτη καί ὀργανική συνέχεια, τῆς ἑλληνιστικῆς ζωγραφικῆς στίς πρώιμες εἰκόνες του Σινᾶ, ἤ ἀργότερα στήν μακεδονική, κομνήνεια καί παλαιολόγεια ἀναγέννηση ἔχουνε κάποια σχέση μέ τό πῶς ἀντιλήφθηκε τόν κλασικισμό ἡ Δύση.
Ἡ Ἐκκλησία μεταχειρίστηκε ἀπ’ ἀρχῆς τήν τέχνη τῆς ποίησης καί τοῦ μέλους μέ λειτουργική καί θεολογική ἐνάργεια, ἀλλά καί τή γλώσσα τοῦ ζωγράφου, γιά νά πεῖ τήν ἴδια ἀλήθεια μέ τόν χρωστήρα, καί ἐπίσης αὐτή πού ἀποτυπώνει στό σχέδιο καί στά ὑλικά του ὁ ἀρχιτέκτονας, καθώς μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ καλλιτεχνική εἰκόνα γίνεται ἔκφραση καί διαρκής ἀναφορά στήν Δημιουργία καί τήν Ἐνσάρκωση, μέσῳ τῶν ὁποίων δικαιώνεται ἡ σύμπασα κτίση καί τό κάλλος τοῦ κόσμου. «Ἐκ γάρ μεγέθους καί καλλονῆς κτισμάτων ἀναλόγως ὁ γενεσιουργός αὐτῶν θεωρεῖται» (Σοφία Σολομῶντος 13, 5), «τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασιν νοούμενα καθορᾶται» (Ρωμ. α΄ 20). Τήν μοναδική αὐτή κατάφαση καί σημασία τοῦ εἰκονογραφικοῦ κάλλους μαρτυρεῖ ἡ ἴδια ἡ Ἀναστήλωση τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, πού μέ τήν πάροδο τῆς Εἰκονομαχίας προσέλαβε ἀκεραίως χαρακτήρα δόγματος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, καθώς διακήρυττε εἰκονολογικά τήν πραγματικότητα τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τῆς ὁποίας ἐπαναβιβάστηκε ἡ κατ᾿ ἐξοχήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος.
Ἐκεῖ ἐντοπίζει καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ὅτι συνίσταται ὁ πλοῦτος τῆς ἀνθρωπότητας, «τῇ τῆς γνώμης ἀξίᾳ, δι’ ἥν ἄνθρωπος Θεῷ παραπλήσιος, ... προνοίᾳ τά φυόμενα σώζων, ἐπιστήμῃ δεικνύς τά φαινόμενα, δεσπόζων τῆς τῶν ὄντων, ὡς ὁ κτίστης, καλλιτεχνίας» (Ὅτι πάντων ἡ κατὰ ψυχὴν ἀρετὴ προτιμοτέρα, PG 64, 473). Γιά τήν Ἐκκλησία μας ὁ Χριστός εἶναι ἐκεῖνος πού ἔπραξε τήν ἀποκατάσταση τοῦ ἀμαυρωθέντος ἀρχεγόνου κάλλους τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, καί τήν ὁποία ταυτόχρονα συντηρεῖ ἡ διαρκής ἀνακαινιστική καί σωτηριώδης ἐπενέργεια τοῦ Παρακλήτου, ὥστε ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι ταυτόχρονα ἀνά τούς αἰῶνες κιβωτός τῆς παράδοσης καί δημιουργός τέχνης.
Συγχαίροντας τούς Ἐλλογιμώτατους διοργανωτές καί πρόφρονες χορηγούς καί εὐχαριστώντας τό Βυζαντινό καί Χριστιανικό Μουσεῖο γιά τήν εὐγενική του φιλοξενία, ἀποτείνω τήν πατρική εὐλογία μου σέ ὅλους τούς ἐκλεκτούς συμμετέχοντες μέ τήν εὐχή νά «ὑπερπλεονάσῃ ἡ χάρις» τῆς συμβολῆς τοῦ δευτέρου αὐτοῦ Συμποσίου, πρός ἄνθηση καί καρποφορία ἐπ’ ἀγαθῷ τῶν ἐρευνώντων καί καλλιτεχνούντων στήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική τέχνη καί τήν μελέτη της.