Τό θέμα τοῦ παρόντος Συνεδρίου, ἑνός ἀκόμη σέ μία μακρά σειρά πού διοργανώνεται μέ ἐπιτυχία στή Βέροια ἀπό τήν τοπική Ἐκκλησία, στά πλαίσια τῶν ἐτησίων ἐκδηλώσεων πρός τιμήν τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, ἀποδεικνύει γιά μία ἀκόμη φορά περιτράνως δύο ἀλήθειες.
Πρῶτον, ὅτι ἡ Χριστιανική διδασκαλία καλύπτει δύο χιλιάδες χρόνια τώρα κάθε πτυχή τοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων, ὅπου γῆς, ἀφοῦ τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀναλλοίωτο, διατηρεῖ ἀπαρασάλευτη τήν ἀλήθεια καί ἀποτελεῖ τήν μόνη ἀκέραια καί ἀμετακίνητη ἀρχή, στήν ὁποία ἡ οἰκουμένη, ὅταν ἀνάγεται πρός αὐτήν, ἔχει τή δυνατότητα νά στηριχθεῖ, νά ἀκουμπήσει καί νά ἐλπίσει.
Δεύτερον, ὅτι ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία πάντοτε ἀγρυπνεῖ, ἀφουγκράζεται τήν φωνή τῶν καιρῶν, πού κάποτε γίνεται κραυγή ἀπογνώσεως, καί εὑρίσκεται στίς ἐπάλξεις τῆς καθημερινότητας, ἀγωνίζεται γιά νά καλύψει τίς πνευματικές καί κοινωνικές ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, χωρίς διακρίσεις, ἐπιλογές ἤ δισταγμούς.
Στίς ἡμέρες μας, καί μάλιστα διαρκῶς ἐντονότερα ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα, γίνεται ἀντιληπτή ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν συνάνθρωπο, ὅσο καί ἄν στήν ἐποχή τούτη τῆς κατ’ ἐξοχήν ἐπικοινωνίας αὐτό ἀκούγεται παράλογο. Τό ἄνοιγμα τῶν συνόρων στίς περισσότερες χῶρες τοῦ κόσμου, ἀντί νά μᾶς φέρει πιό κοντά, δημιούργησε φοβίες, ὑποψίες, συμπεριφορές πού κάποτε φθάνουν ὡς τήν ἐγκληματικότητα.
Φοβοῦμαι ὅτι ἀδυνάτισε ἡ ἀκοή τῆς ψυχῆς καί δέν ἔχει τή δύναμη νά ἐνωτιστεῖ καί νά κάνει κτῆμα της τό κοινωνικό κήρυγμα τῆς ἐθνικῆς καί διεθνοῦς συναδέλφωσης, τῆς διακήρυξης τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, αἴτημα κάθε ἐποχῆς, πού ἐκφράστηκε κατά τόν πιό φωτεινό, διαυγῆ, λαμπρό καί ἀξεπέραστο τρόπο, μέ τό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν «Πρός Γαλάτας» Ἐπιστολή του : «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ • πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (γ΄ 28).
Αὐτό τό κήρυγμα, τό περιεχόμενο τοῦ ὁποίου οὐσιαστικά εἶναι τό αἴτημα γιά τήν εὐημερία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, φαίνεται ὅτι δέν ἀγγίζει τίς ψυχές αὐτῶν τῶν ἰδίων, ὅλων μας. Τήν αἰτία τήν γνωρίζουμε. Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι κοσμοθεωρία. Δέν εἶναι φιλοσοφική ἔκφραση ἤ προσέγγιση. Εἶναι ἡ ὁδός γιά τήν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνας ἀπό τούς συντομότερους δρόμους πού ὁδηγοῦν στήν ἀναγέννηση εἶναι ἡ ἐντολή «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» καί ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἐπισημαίνει τήν ἀνυπαρξία τῶν ὁρίων αὐτῆς τῆς ἀγάπης, τήν ὁποία ἀναλύει πάλι ὁ Παῦλος κατά τρόπο ἀπαρομοίαστο καί ποιητικό.
Ὁ ἴδιος θεσπέσιος ρήτωρ, κήρυκας καί διδάσκαλος ὑποστηρίζει μέ θέρμη πώς : «Ἡ ἀγάπη στόν πλησίον ποτέ δέν κάνει κακό. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τοῦ νόμου, τό πληροῦν τόν νόμο. Ἡ πλήρωση εἶναι ἡ τήρηση τοῦ νόμου. Μπορεῖ ἀκόμα νά σημαίνει ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι αὐτή πού κρατᾶ τόν νόμο γεμάτο» (Ρωμ. 13,10). Μέ ἄλλα λόγια εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πού καλούμαστε νά κάνουμε πράξη αὐτή τήν προτροπή, ἔχοντας ἀγάπη καί ἡ ἀγάπη εἶναι τό ἀγαθό πού ἀπορρέει ἀπό τήν σχέση μας μέ τόν Δημιουργό. Ἐφόσον κατανοήσουμε ὅτι εἴμαστε ὅλοι παιδιά τοῦ ἴδιου Πατέρα, ὅλα τά ἐμπόδια γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ κοινοῦ αἰτήματος, τῆς ἰσότητας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς εὐημερίας τῶν λαῶν κρημνίζονται. Ὁ πλησίον δέν ἔχει χρῶμα, γένος, φυλή, φῦλο. Εἶναι ὁ ἀδελφός πού ἔχει τίς ἴδιες ἀνάγκες, τά ἴδια ὄνειρα, τίς ἴδιες ἐλπίδες μέ τόν καθένα μας. Χρειάζεται νά τείνουμε τό δικό μας χέρι πρός τόν πλησίον γιά νά συνεχιστεῖ ἡ ζωή. Τόν πλησίον δέν τόν διαλέγουμε, ἀφοῦ εἶναι ἀδελφός.
Οἱ ἐποχές ἀλλάζουν. Οἱ κοινωνικές ἀνισότητες, οἱ ἀδικίες, συνεχίζουν νά ἀλλάζουν μορφή καί νά ἐπιπολάζουν. Κανείς δέν ἔχει τό δικαίωμα νά κλείνει τά μάτια καί νά βαυκαλίζεται πώς ἔτσι δέν ὑπάρχει τό πρόβλημα.
Εὔχομαι οἱ ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου σας νά ἐμβαθύνουν στά προβλήματα καί πρό πάντων νά δώσουν λύσεις, ὥστε οἱ ἐπιταγές πού ἀπορρέουν ἀπό τίς ἀνάγκες πού δημιουργήθηκαν ἀπό τίς ἀνακατατάξεις στόν παγκόσμιο χάρτη, νά πραγματωθοῦν. Εἶναι ἀναφαίρετο τό δικαίωμα ὅσων ἔχασαν γιά ὁποιονδήποτε λόγο τήν ἀρχική, τή γενέθλια γῆ, νά βροῦν μία καινούρια πατρίδα νά στεριώσουν, νά μποροῦν νά ἐλπίζουν, ὥστε ἡ Χριστιανική Διδασκαλία νά μήν εἶναι ἀφηρημένη, ἀλλά νά συνιστᾶ μία οὐσιαστική σχέση μέ τόν Κύριο.