«Ἀσθενεῖ τις ἐν ἡμῖν, προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας καί προσευξάσθωσαν ἐπ’αὐτῶν (ἐξομολογούμενοι τάς ἁμαρτίας)». (Ἰακ. 5, 14-16)
Ἡ πρώτη καί εἰλικρινής ἐπίγνωση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ συνείδηση πού ἀποκτᾶ ὅτι στή ζωή αὐτή συχνά οἱ ἐναλλαγές ὁριακά καθορίζο-νται ἀπό πόνους καί θλίψεις, ἀπό ἄλγος καί ὀδύνη. Τοῦτο δέν ἐγγίζει μόνο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά καί τήν ψυχή καί τόν ὁδηγεῖ ἀναγκαστικά στήν ἀντιμετώπιση βασικῶν ὑπαρξιακῶν ἐρωτημάτων. Τόν ὁδηγεῖ νά κινεῖται ἀνάμεσα στήν ἀπελπισία καί τήν ἐλπίδα, στήν ἀνυπομονησία τῆς λύτρωσης καί τήν αἰσιοδοξία τῆς ὑπομονετικῆς προσ¬δοκίας.
Ἐκεῖνο ὅμως πού προκαλεῖ τίς περισσότερες φορές ἔκφραση ἀγωνίας εἶναι τότε πού παρουσιάζονται ἔντονες καί ποικίλες ἐπώδυνες καταστάσεις στή ζωή, πού τόν κάνουν νά διερωτᾶται καί νά στοχάζεται μέ ἀπορία, ὅπως καί ὁ ποιητής, «ἄν εἶναι ἀνθρώπινος ὁ πό-νος, οἱ ἄνθρωποι δέν ἔγιναν μόνο γιά νά πονοῦν»
.
Ἰδιαίτερη ὅμως σημασία ἔχει καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀντιδρᾶ ὁ ἄνθρωπος σέ ὅλες αὐτές τίς προκλήσεις, γιατί εἴτε διολισθαίνει σέ πα-ράλογες συμπεριφορές καί ἀπονενοημένα διαβήματα εἴτε βρίσκει κα-ταφυγή στήν ὑπέρλογη τοῦ Θεοῦ παρουσία καί ἐνέργεια.
Προσδοκᾶ, ἐλπίζει καί ἀναμένει τή σωτηρία ἀπό τόν «μόνον δυνά-μενον σώζειν» καί παίρνει αἰσιοδοξία ἀπό τόν ἀναστημένο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τή μόνη ἐλπίδα τοῦ κόσμου.
Εἶναι φυσικό τότε, καθώς θεολογεῖ, νά κατανοεῖ ὅτι ἡ ἀσθένεια, ἡ ἀρρώστια καί τό ἀδύναμο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔχει μόνο συμπτωματικό χαρακτήρα. Δέν παρουσιάζει δηλαδή ἁπλά αὐτό ἤ ἐκεῖνο τό κλινικό σύμπτωμα ἀρρώστιας, ἀλλά εἶναι σέ γενικές γραμ-μές ὁ ἄνθρωπος ἀσθενής καί ἀνίσχυρος στή ζωή, καί τοῦτο, γιατί διέ-κοψε τήν ὀντολογική σχέση του μέ τό σθένος τῆς ὑπαρκτικῆς του δυ-νατότητας, μέ τή δύναμη ὄχι τῆς βιολογικῆς ἐπιβιώσεώς του ἀλλά μέ τήν πηγή τῆς ζωηφόρου θεϊκῆς παρεμβολῆς. Τό κακό, κατά συνέπεια, δέν εἶναι κάποιο ἰδίωμα οὐσίας, δέν ὑπάρχει κατά φύσιν, δέν εἶναι ἐνυπόστατο. Εἶναι ποιότητα, «συμβεβηκός, ἤτοι ἐκ τοῦ κατά φύσιν εἰς τό παρά φύσιν ἑκούσιος προτροπή, ὅπερ ἐστίν ἁμαρτία», κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό (PG 94, 1196). «Θάνατος ἐστί κυρίως ὁ τοῦ Θεοῦ χωρισμός, κέντρον δέ θανάτου ἡ ἁμαρτία», κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή (Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σελ. 27).
Ἀπ’ αὐτή τήν ἀνθρωπολογική ἀλήθεια ξεκινοῦν ὅλα τοῦ κόσμου τά δεινά, ἀπ’αὐτή τήν αἰτία ἀναφύονται καί προέρχονται τά ἁμαρτωλά κάκιστα τοῦ κόσμου καί ‘κεῖ βρίσκεται τῶν ἀσθενικῶν μας καταστά-σεων τό αἴτιο.
Εἶναι παρήγορο ὅμως καί εὐτυχές τό γεγονός τῆς ἀποκατάστασης τῶν σχέσεων ἐπικοινωνίας καί ὀντολογικῆς κοινωνίας μέ τόν ζωοδότη Θεάνθρωπο Χριστό, ἔτσι ὅπως ἐκεῖνος ὅρισε καί χαρισματικά δώρισε ὡς δυνατότητα στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του. Μέσα στήν Ἐκκλησία μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά καταθέσει στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ τήν ἁμαρτωλότητά του μέ ταπείνωση καί ἐπίγνωση καί νά ἀναγνωρίσει τήν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων του καί τήν αἰτία γιά ὅσα τραγικά τοῦ συμβαίνουν στή ζωή του. Ἐπιπλέον μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις γιά ἐνδυνάμωσή του καί ἐπανένταξή του στό ἀφθαρτίζον σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ὁ κάθε πιστός εἶναι καί γίνεται μέλος ἡγιασμένον.
Αὐτή ἡ διάθεση τοῦ ἀνθρώπου νά μή στηρίζεται στίς δικές του δυ-νάμεις ἀλλά ἀποκαμωμένος ἀπό τή ζωή καί τά θλιβερά συμβάντα της νά καταφεύγει στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ τήν πρώτη καί λυτρωτική δυνατότητα τροπῆς τῶν ἀρνητικῶν καταστάσεων. Ἡ ἁμαρτία ὡς σφάλμα τῆς πνευματικῆς του ὑπάρξεως διορθώνεται καί ἐξαλείφεται μέ τή χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐπίγνωση τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας. Πιστεύουμε ὅτι, ὅπως ὁ Χριστός χάρισε τότε τή ζωή σέ αὐτούς πού βρίσκονταν στά μνήματα καί εἶχε νικήσει τήν ἀρρώστια καί τόν θάνατο, τό ἴδιο θά πράξει καί πάλι φιλανθρώπως στόν μετανοοῦντα καί ἐκεῖνον πού ἐπιθυμεῖ καί πάλιν τόν «ἐκκλησιασμόν», δηλαδή τήν ἐπιστροφή του ἀπό τόν χῶρο τῆς ἀσωτίας στό σπίτι τῆς σωτήριας ἀγάπης καί τῆς πατρικῆς θαλπωρῆς. «Ὅταν γάρ μισήσῃ μέν ἡ ψυχή τό ἁμαρτάνειν», λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «οἰκειώσῃ δέ αὐτήν κατά δύναμιν τῇ τῆς ἀρετῆς πολιτείᾳ, καί δέξηται μεταποιηθεῖσα τῷ βίῳ τήν τοῦ Πνεύματος εἰς ἑαυτήν χάριν, καινή γέγονε ὅλη καί ἀνεκτίσθη» (PG 46,296).
Εἶναι γιά τόν πιστό βεβαιωμένη ἡ θεϊκή ὑπόσχεση καί ρήση ὅτι «ἐν τῷ ὀνοματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι· ...κἄν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μή αὐτούς βλάψῃ· ἐπί ἀῤῥώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι καί καλῶς ἕξουσιν» (Μάρκ. 16,28). Μέ τή δύναμη τῆς ἐπίκλησης τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ πού πιστεύται καί ἀναγνωρίζεται ὡς λόγος ζῶν καί «τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον» (Ἑβρ. 4,12) καί τή βεβαιότητα τῆς ἐκ νεκρῶν ἐγέρσεώς Του ἀνιστάμεθα καί ἐμεῖς καί πορευόμαστε ἐν καινότητι ζωῆς καί Ἐκεῖνος παραμένει μαζί μας πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς μας.
Ὁ πιστός ἀποδέχεται τήν ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ στά μονοπάτια τῆς χάριτός Του, πού εἶναι τά ἁγιαστικά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἀπολαμβάνει τίς μεγάλες δωρεές, πού πηγάζουν ἀπό αὐτά. Ὅλοι μας γνωρίζουμε καί ἔχουμε ἐμπειρία γιά τίς ἀποκαλυπτικές ἀλήθειες καί μεγάλες δωρεές τοῦ Θεοῦ, μιᾶς καί ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώ-θηκε γιά ‘μᾶς καί δέν εἶναι πλέον ἄυλος, δηλαδή ἐξαϋλωμένος ὁ Θεός τῆς πίστεώς μας, ἀλλά «ἠγάπησε τόν κόσμον» (Ἰωάν. 3,16) καί ἐξαγίασε τήν ὕλη. Μέ τρόπο ἀκατάληπτο χρησιμοποιεῖ τά στοιχεῖα τῆς ὕλης γιά νά μᾶς μεταγγίσει τό αἷμα Του, νά μᾶς μεταδώσει τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά διοχετεύσει τίς ἰαματικές Του δυνάμεις καί μέ κάθε πρόσφορο τρόπο μέσα ἀπό τή μυστηριακή καί λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας νά κάνει σέ ἐμᾶς αἰσθητή τήν παρουσία Του, ὅσο ἡ πρόνοια καί ἡ ἀγάπη Του μᾶς ἀφήνει νά ζήσουμε πάνω στή γῆ. Χαρα-κτηριστική ἀπόδειξη εἶναι τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου. Τό λάδι, μαζί μέ τίς δυνάμεις πού ἔχει ἐναποθέσει μέσα Του ὁ δημιουργός, αὐτό τό λάδι μέ τίς προσευχές καί τῶν πιστῶν καί τῶν Ἱερέων, πού γίνονται μέ πί-στη, ἁγιάζεται, «ὥστε γενέσθαι τοῖς χριομένοις ἐξ αὐτοῦ εἰς θεραπείαν καί ἀπαλλαγήν παντός πάθους, νόσου σωματικῆς, μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, καί παντός κακοῦ» (Μικρόν Εὐχολογιον, «Εὐχή τοῦ Ἐλαίου», Ἀποστολική Διακονία, Ε΄ἐκδ, 1972, σελ. 154).
Τόν παρακαλοῦμε ἐν τέλει ἐμεῖς πού εἴμαστε συντρίμμια τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων νά στείλει τήν ἰατρική Του χάρη καί νά μᾶς προσφέρει ὑγεία ψυχῆς τε καί σώματος.
Ἀδελφοί μου σύνεδροι,
Ἡ ἐπανάκτηση τῆς ὑγείας δέν εἶναι μόνο ἀτομική ὑπόθεση τοῦ κα-θενός. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας γίνεται γιά νά ἐπανέλθουμε ὑγιεῖς στήν Ἁγία Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί νά προκόπτουμε «ἐν ἔργοις καλοῖς καί λόγοις ἀγαθοῖς» (βλ. Β΄ Θεσ. 2,17), γιά νά δοξάζεται τό ἅγιο ὄνομά Του, χάρη στήν ἐπίκληση τοῦ ὁποίου «πᾶν δώρημα τέλειον» καταπέμπεται «ἄνωθεν ἀπό τοῦ πατρός τῶν φώτων» (Ἰακ. 1,16).
Εὔχομαι ὁλόψυχα ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Κύριος νά εὐλογήσει καί αὐτό τό Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο, νά φανερώσει σέ ὅλους μας χαρίσματα ἰαμάτων καί νά μᾶς δωρήσει «τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν» εἰρήνη (Φιλ. 4,7) καί χαρά σέ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς μας, ὥστε νά συμβαίνει σ’ ὅλους μας τό τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου: «Τίς δέ Χριστιανῶν ἀληθής κατάπαυσις ἑτέρα, ἤ τῶν τῆς ἁμαρτίας παθῶν ἡ ἀπολύτρωσις καί ἡ πληρεστάτη καί ἐνεργής τοῦ Ἁγίου Πνεύμα-τος ἐν τῇ καθαρᾷ καρδίᾳ ἐνοίκησις;» (Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄, σελ. 182).