Ὁ κόσμος, κατά τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι «ἐκ τοῦ μή ὄντος» (Β’ Μακ. 7,28) δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πού συνδέεται μέ ἀκατάλυτους δεσμούς μαζί Του. Ἡ δημιουργία, ἡ ἄλογη κτίση, ἀποκτᾶ τήν ἀξία της μόνον ὡς ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ καί ἀναφέρεται στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, πού εἶναι ἡ εἰκόνα Του στόν κόσμο. Γιά τόν λόγο αὐτό, τό φυσικό περιβάλλον δέν μπορεῖ νά μελετηθεῖ ἔξω ἀπό τήν σχέση του μέ τόν ἄνθρωπο καί τόν Θεό.
Ἡ αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, τόν συνάνθρωπο καί τόν περιβάλλοντα κόσμο, καθώς καί ἡ ἔξαρση τοῦ ἀτομισμοῦ καί τοῦ προσωπικοῦ ὠφελιμισμοῦ, ὁδήγησαν στήν παράχρηση τῆς θείας δημιουργίας καί στό σύγχρονο οἰκολογικό ἀδιέξοδο.
Γιά τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός ἀναλαμβάνει εἰδική φροντίδα καί σχέδιο, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ἔχει πλασθεῖ κατά τήν δική Του εἰκόνα. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἔχει στη διάθεσή του ὅλες ἐκεῖνες τίς θεολογικές καί φιλοσοφικές παραμέτρους καί θεωρήσεις πού τόν προσομοιώνουν κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, γιά νά δημιουργήσει στόν ψυχικό καί πνευματικό του κόσμο ἐκείνη τήν ἐλεύθερη σκέψη πού θά δώσει τήν ἀπόλυτη ἐκτίμηση καί τόν σεβασμό πρός τό φυσικό περιβάλλον. Αὐτό ὑποδηλώνει τήν εὐθύνη πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὅσο ζεῖ μέσα σ’ αὐτό, μέ ὑψηλή ἐκτίμηση τῆς θέσεως καί τῆς ὠφελιμότητάς του, διότι τό φυσικό περιβάλλον χρησιμεύει σάν γέφυρα πρός τήν αἰωνιότητα.
Τό σημερινό ἀδιέξοδο σχετικά μέ τήν φύση καί ἡ διάρρηξη τοῦ δεσμοῦ αὐτοῦ ἦρθαν νά πιστοποιήσουν μέ τόν πιό φανερό καί ἁπτό τρόπο ὅτι ἡ φύση καί τά πράγματα πού περιβάλλουν τόν ἄνθρωπο εἶναι προέκταση τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ φθορά καί ἡ καταστροφή ἑνός πλάσματος ἔχει ἄμεσες προεκτάσεις στόν εὐρύτερο ρυθμό σχέσεων καί στήν συνολική λειτουργία τῆς φύσεως.
Ἡ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, μέ τήν ἐμπειρία καί τήν βίωση τοῦ εὐχαριστιακοῦ καί ἀντικαταναλωτικοῦ ἤθους, μπορεῖ νά προσφέρει στήν σημερινή κοινωνία χειραγωγία γιά διέξοδο ἀπό τήν οἰκολογική κρίση.