MHNYMA
TOY MAKΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ. κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ
ΠΡΟΣ ΤΟ ΙΑ΄ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ
ΜΕ ΘΕΜΑ «ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΓΩΓΗ» (19.10.2009)
H OΡΘΟΔΟΞΗ EΚΚΛΗΣΙΑ ἔχει χαρακτηριστεῖ ἀπό πολλούς Ἕλληνες καί ξένους, Ὀρθοδόξους καί ἑτεροδόξους, ὡς λειτουργική Ἐκκλησία, γεγονός πού συνιστᾶ τήν οὐσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς της καί τήν ἔκφρασή της. Τά πάντα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχουν στόχο «τήν κοινωνία τῆς κτίσεως μετά τοῦ Θεοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι», ὥστε νά γίνει μιά «εὐλογημένη Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», Βασιλεία τῆς «χάριτος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί τῆς κοινωνίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», κατά πώς ὁρίζεται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο στήν Β’ Πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του (13,13).
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ μιά συνεχῆ καί ἀδιάλειπτη κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπου, πού κορυφώνεται καί συγκεφαλαιώνεται ὅλη ἡ δη-μιούργια μέ τόν Θεό. Αὐτός εἶναι ὁ κατεξοχήν προορισμός τῆς ἐπί γῆς ζωῆς κάθε ἀνθρώπου, πού ἔχει σάν βάση τή λειτουργική - εὐχαριστιακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ πιστός δέχεται τά πάντα, καί τήν προσωπική του ὕπαρξη καί τόν κό-σμο τῆς δημιουργίας, ὡς δωρεά τῆς χάριτος, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ καί αἰσθάνεται τότε τήν ἀνάγκη νά τά ἀναφέρει καί πάλι «μετ’ εὐχαριστίας» πρός Ἐκεῖνον ὡς λατρεία, γιά νά γίνει στή συνέχεια καί αύτή ἡ προσφορά χαρισματική ἀντιμετάδοση τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο μέ τή θεία χάρη γιά ζωή ἀληθινή, αἰώνια καί ἀθάνατη. Θεολογικότατα καί αὐτονόητα ὁ λειτουργός διακηρύσσει, ἐξ ὀνόματος τοῦ εὐχαριστιακοῦ σώματος τοῦ Χρι-στοῦ, κατά τήν πιό κορυφαία στιγμή τῆς θείας Λειτουργίας ὅτι «τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρωμεν κατά πάντα καί διά πάντα».
Ὁ εὐχαριστιακός αὐτός τρόπος τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τῆς ἀναφορᾶς τόσο τῆς δικῆς του ὕπαρξης ὅσο καί τοῦ κόσμου ὁλόκληρου πρός τόν Θεό, δι-ακόπηκε, παραμορφώθηκε καί διαστράφηκε σέ παραλειτουργία καί ὁ ἴδιος ὑπέπεσε στό νόμο τῆς φθορᾶς καί τῆς δουλείας. Αὐτονόητο εἶναι ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀληθινή ζωή καί αὐθεντική ἐν ἐλευθερίᾳ ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἔξω ἀπό τόν εὐχαριστιακό τρόπο λειτουργίας της. Μέ τήν ἁμαρτία του ὁ ἄνθρωπος περιέπεσε ἀπό τήν «κατά φύσιν» στήν «παρά φύσιν» κατά-σταση, μακριά ἀπό τήν ἐλεύθερη ἀγαπητική καί εὐχαριστιακή λειτουργία του πρός τόν φιλάνθρωπο Θεό, πού εἶχε ὡς συνέπεια τή δουλεία του στά δε-σμά τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καί ἐπιθυμιῶν, σέ μιά ζωή θανατερή, μέ τελική κατάληξη τόν πνευματικό καί αἰώνιο θάνατό του.
Ἄν καί αὐτός ἦταν ὁ κλῆρος τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν πτώση τοῦ γενάρχη τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ὁ Θεός δέν ἐγκατέλειψε τόν ἄνθρωπο. Μέ τή σάρ-κωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ πραγματοποίησε καί θεμελίωσε τή «δευ-τέρα κοινωνία του μέ τόν ἄνθρωπο», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο. Ξεπέρασε αὐτή ὄχι μόνο τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί ἐκείνη τήν πρώτη λειτουργία τῆς κτίσεως, καθώς ὁ ἀγαθός Θεός χάρισε διά τοῦ μυστη-ρίου τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς μετοχῆς τῶν πιστῶν στή λειτουργική της ζωή τήν ἀληθινή κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ἰδιαίτερα δέ μέ τή θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» λειτουργία τῆς θεοκλήτου συνάξεως καί συνόδου τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τό Ἅγιο Πνεῦμα «πᾶσαν πληροῖ τήν πνευματικήν καί ὑπερφυᾶ οἰκονομίαν τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου σαρκώσεως» (Ἰωάννου Δαμα-σκηνοῦ, PG 95, 408e).
Πρέπει ἰδιαίτερα νά τονισθεῖ ὅτι στή θεία Λειτουργία, ὅπως καί σέ κάθε λειτουργική πράξη, τάξη καί λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ τά πάντα. Διά τῆς ἐπικλήσεως καί ἐπιφοιτήσεώς του κάθε τι τό ὑλικό πνευματοποιεῖται, ὄχι μέ τήν ἔννοια τῆς ἐξαΰλωσης ἤ ἀποϋλοποίησης ἤ πνευματικοποίησης, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι ταῦτα πληροῦνται μέ τή θεία καί θεοποιό χάρη τοῦ Θεοῦ. «Ἡ τῆς Ἐκκλησίας διακόσμησης οὐχί σαφῶς καί ἀναντίρρητως διά τοῦ Πνεύματος ἐνεργεῖται;», διερωτᾶται ὁ Μέγας Βασίλει-ος, καί προσθέτει στή συνέχεια: «Αὕτη γάρ ἡ τάξις (ἐν Ἐκκλησίᾳ), κατά τήν διαίρεσιν τῶν ἐκ τοῦ Πνεύματος δωρεῶν διατέτακται» (Περί Ἁγίου Πνεύματος, 39, SChr. 17, 254).
Στόχος ἑπομένως τῆς λειτουργικῆς πράξεως καί ζωῆς δέν εἶναι τό νά κα-ταστεῖ ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ ἠθική ἤ διανοητικά ἀνώτερη ἤ καί ἰδανική, ἡ ὁποία θά ἐξαντλεῖται μόνο στίς ψυχικές, ἐνδοκοσμικές πραγματικότητες καί δραστηριότητες, γυμνή ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀντιθέτως μιά ζωή ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διά Πνεύματος Ἁγίου. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ πνευματική ζωή τῶν πιστῶν, ἐν τῷ Χριστῷ καί ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Ἐκκλησίας, συνίσταται στή συσταύρωσή τους μετά τοῦ Χριστοῦ καί στή συνανάστασή τους μετ΄ Αὐτοῦ (Ρωμ. 6,14), κατά τή χριστολογική διατύπωση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Λει-τουργίας ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο.
Ἀντίστοιχα, ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναϊτης ἐπισημαίνει καί συνιστᾶ τοῦτο: «Τάς μεθηλικιώσας πάσας τάς ἐν Χριστῷ φθάσαι πᾶς τις ὀφείλει ὁ βαπτισθείς ἐν Χριστῷ. Προείληφε γάρ τήν τούτων δύναμιν καί διά τῶν ἐντολῶν ταύτας εὑρεῖν καί μαθεῖν δύναται» (Φιλοκαλία, τ. Δ’, σ. 63).
Ἀναμφισβήτητα ἡ λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι θεμέλιο καί πηγή σταδιακῆς πνευματικῆς ὡριμότητος καί ἀληθινῆς ἀγωγῆς τῶν πιστῶν. Μέ τόν τρόπο αὐτό γίνεται καί ὁ λοιπός βίος καρπός καί προέκταση τῆς «ἑνιαίας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἐν τοῖς πιστοῖς καί τῶν πιστῶν ἐν τῷ Χριστῷ», κα-τά τή δόκιμη θεολογική ἔκφραση. Δημιουργεῖται αὐτονόητα τό λειτουργικό - ἀσκητικό ἦθος τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας σύμφωνα μέ τό ὁποῖο, καί ὅπως διατρανώνει ὁ ἅγιος Μεθόδιος Ὀλύμπου, «οἱονεί Χριστῶν γεγονότων τῶν πιστῶν κατά μετουσίαν τοῦ Πνεύματος» (Συμπόσιον, 8, 9. ΒΕΠΕΣ 18).
Συνεπῶς, τά καλά ἔργα καί τά ὅποια ἐλάχιστα κατορθώματα ἤ ἀρετές τῆς ψυχῆς χαρακτηρίζονται καί θεωροῦνται ὡς πνευματικοί καρποί, ἀληθινά ἀποτελέσματα τῆς ἐνέργειας καί τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά τῆς συμμετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν ἀληθινή ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ λατρεία τοῦ ζῶντος Θεοῦ.
Ἔχω τήν πεποίθηση, λοιπόν, ὅτι αὐτές οἱ ἀλήθειες τόσο σέ θεολογικό ὅσο καί σέ πρακτικό ἐπίπεδο θά ἀναδειχθοῦν σέ αὐτό τό Πανελλήνιο Συ-μπόσιο, πού ἔχει ὡς κεντρικό θέμα προβληματισμοῦ τή «ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΓΩ-ΓΗ». Καί μέ τίς σκέψεις αὐτές κηρύσσω τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συ-μποσίου, εὐχόμενος σ΄ ὅλους σας «πᾶν δώρημα τέλειον, ἄνωθεν καταβαῖνον ἀπό τοῦ πατρός τῶν φώτων» (Ἰακ. 1,17).