Επιλέξτε τη γλώσσα σας

ΒΟΛΟΣ, 20-21 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2010

Μέ ἄκραν εὐαρέσκεια, ἀλλά καί μέ τήν προσήκουσα καί ἐπιβαλλομένη εὐθύνη, χαιρετίζω τό Πρῶτο Πανελλήνιο Συνέδριο Ποιμαντικῆς καί Διακονίας Φυλακῶν, τό ὁποῖο διοργανώνεται μέ τήν ἀξιέπαινη μέριμνα καί πρωτοβουλία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος σέ συνεργασία μέ τόν Σύλλογο Συμπαραστάσεως Κρατουμένων «Ὁ Ἐσταυρωμένος». Μολονότι ἡ δραστηριοποίηση τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν λαϊκῶν φορέων σέ εὐρεῖα κλίμακα καί μέ ἀνάλογες πρωτοβουλίες δέν ἔλειψε στό παρελθόν, ἡ προσπάθεια αὐτή ἔρχεται νά ἀναπληρώσει ἕνα μεγάλο κενό, ἐγκαινιάζοντας ἕναν θεσμό, ἡ δράση τοῦ ὁποίου εὐχόμαστε νά εὐοδωθεῖ σέ σταθερή βάση, πρός ἐνίσχυση, ἀνάδειξη, διεύρυνση καί βελτίωση τῆς προσφορᾶς τῆς Ἐκκλησίας μας στήν ὑποστήριξη τῶν δοκιμαζομένων ἀδελφῶν μας, ἀποφυλακισθέντων καί κρατουμένων, ὅσο καί πρός ὄφελος ὁλόκληρης τῆς κοινωνίας.
Ἡ διακονία στά σωφρονιστικά ἱδρύματα ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη πτυχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου καί θέμα βαρύνουσας σημασίας, γιά τό ὁποῖο προσαπαιτεῖται ἡ ὑποστήριξη καί συμμετοχή ὅλων μας. Αὐτό ἐγγυᾶται ἡ συμπαρουσία σήμερα τῶν ἐκπροσώπων τῶν ἁρμοδίων πολιτικῶν καί δικαστικῶν Ἀρχῶν, τῶν Διευθύνσεων τῶν φυλακῶν, τῶν κοινωνικῶν φορέων καί Μή Κυβερνητικῶν Ὀργανώσεων, μέ τήν πολύτιμη πολυετῆ τους πεῖρα. Προσβλέπουμε στήν συμπαράσταση καί συνεπικουρία στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, μέσῳ τῆς κοινῆς ἐξετάσεως, τοῦ συμπροβληματισμοῦ, τοῦ ἐποικοδομητικοῦ διαλόγου καί τῆς ἑνότητος στήν διαχείριση ζητημάτων ὅπως ἡ ἐνίσχυση καί συμπλήρωση τοῦ θεσμικοῦ πλαισίου, ἡ ἀνεπάρκεια τῶν ὀργανικῶν θέσεων γιά κληρικούς, οἱ δυσκολίες καί ἀπαιτήσεις μέσα στήν ἰδιομορφία τῶν συνθηκῶν τοῦ σωφρονιστικοῦ περιβάλλοντος. Ἰδιαίτερα σημαντικές πτυχές τοῦ θέματος εἶναι ἐπίσης ἡ εἰδική ὑποστήριξη καί ἐπιμόρφωση τῶν στελεχῶν τῆς Ἐκκλησίας πού διακονοῦν στίς φυλακές, ἡ ἰδιαίτερη ποιμαντική φροντίδα πού ἀπαιτεῖται γιά τούς νέους κρατουμένους καί ἡ ὕπαρξη στούς χώρους κράτησης αὐξημένου ἀριθμοῦ ἀλλοδαπῶν, ἑτεροδόξων καί ἀλλοθρήσκων, πρός τούς ὁποίους βεβαίως ἡ βοήθεια πρέπει νά παρέχεται μέ αὐξημένη εὐαισθησία καί σεβασμό στήν ἀκεραιότητα τῆς βουλητικῆς τους αὐτοδιαθέσεως καί θρησκευτικῆς πίστεως.
Ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνας τρόπος διαπιστώσεως ὑφισταμένων προβλημάτων, ἀλλά ἀγάπη καί διακονία. Γιά μᾶς κάθε ἄνθρωπος ἀδιακρίτως ἀποτελεῖ μοναδική καί ἀνεπανάληπτη προσωπικότητα κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, δηλαδή κοινωνία προσώπων καί πλήρωμα μελῶν ἐν ἀγάπῃ, κατά τό πρότυπο τῆς Τριαδικῆς σχέσεως. «Καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη» (Α΄ Κορ. ιβ’ 26).
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι καί πλεῖστοι τῶν Ἁγίων καί Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καί τῶν πρό Χριστοῦ δικαίων καί Προφητῶν δοκίμασαν τήν ἐμπειρία τῆς φυλακῆς. «Πόσας φυλακάς ἡγιάσατε, πόσα δεσμωτήρια ἐφωτίσατε; πόσας εἱρκτάς διδασκαλίαις ὑμῶν ἐνεπλήσατε; πόσας ἁλύσεις ἐλαμπρύνατε;», ἀναρρωτᾶται ρητορικῶς ὁ Ἱερός Χρυσόστομος (Εἰς τούς κορυφαίους τῶν ἀποστόλων Πέτρον καί Παῦλον, PG 59, 494). Ὁ Ἅγιος Μάμας μάλιστα γεννήθηκε στήν φυλακή. Πέντε ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου (Πρός Ἐφεσίους, Πρός Φιλιππησίους, Πρός Κολοσσαεῖς, Πρός Φιλήμονα καί ἡ Πρός Τιμόθεον β΄) ἐγράφησαν στήν αἰχμαλωσία. Μέ ἀπαράμιλλη σοφία καί ἐμβάθυνση στήν ἀνθρώπινη ψυχή ὁ Ντοστογέφσκι ἀποτυπώνει στό ἔργο του Ἀναμνήσεις ἀπό τό σπίτι τῶν πεθαμένων τήν προσωπική του ἐμπειρία, κάθειρξη, καταδίκη σέ θάνατο, ἐκτοπισμό καί κράτηση στά σιβηρικά στρατόπεδα.
Ὁπωσδήποτε ἡ φυλακή εἶναι μιά κατάσταση περιοριστική καί ὁριακή, ἡ ὁποία φέρνει τόν ἄνθρωπο ἀντιμέτωπο μέ τόν ἑαυτό του, τίς πράξεις του καί τίς ἐπιλογές του, ἀλλά συγχρόνως κοντά στό Θεό, καί σέ ἐσωτερική ἀναζήτηση πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ μία νέα ἐκκίνηση καί πορεία στή ζωή. Ἐναπόκειται στούς λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας, στό βαθμό πού τούς ἀναλογεῖ, νά καταργήσουν τό «μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ», νά ἀποκαταστήσουν τόν δεσμό τοῦ κρατουμένου μέ τήν κοινωνία καί νά τόν κατευθύνουν ὁμαλά στήν ἐπάνοδο. Πρῶτος ὁ Χριστός λύει αὐτούς τούς φραγμούς κάνοντας τούς φυλακισμένους κοινωνούς καί μέρος τοῦ Εὐαγγελίου του, ἀναφέροντας ὅτι ἡ ἀγάπη πρός Αὐτόν ἐνεργεῖται εἰδικά μέσα ἀπό τήν ὑλική καί πνευματική συμπαράσταση πρός τούς «ἐν φυλακῇ ὄντας». Βεβαίως, ὅπως πάλι ἀναφέρει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, καί καλῶν ἀπό δουλείας εἰς ἐλευθερίαν, «ἐν φυλακαῖς διέτριψεν, ἵνα τοὺς ἐν φυλακῇ καὶ σκότῳ καθημένους εἰς φῶς ἐξαγάγῃ» (Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Κορινθίους δευτέραν ἐπιστολήν, PG 61, 574). Ὑπάρχει λοιπόν καί μία εὐρύτερη ἔννοια τοῦ «ἐγκλεισμοῦ» στόν κλοιό τοῦ ἐγώ, τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου. Ὅταν λόγου χάριν ὁ Δαυίδ λέγει στούς Ψαλμούς «Ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τήν ψυχήν μου» (141, 8), δέν ἀναφέρεται οὔτε εὑρισκόταν σέ πραγματική φυλακή μέ τήν κοινή ἔννοια.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τέλος μᾶς καλεῖ ἀπό φυλακῆς κηρύσσων: «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἐγώ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ, ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε» (Ἐφεσ. 4, 1). Καί ἀλλοῦ: «Μνημονεύετέ μου τῶν δεσμῶν», φράση μέ τήν ὁποία κλείνει τήν Πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του. Ἐπαινώντας καί συγχαίροντας τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ κ. Ἰγνάτιο καί τόν Σύλλογο Συμπαραστάσεως Κρατουμένων «Ὁ Ἐσταυρωμένος» γιά τή συμβολή τους στήν ὑλοποίηση αὐτῆς τῆς συνάντησης, καί ἐπευλογώντας ἀπό μέσης καρδίας ὅλους τούς ἐκλεκτούς συμμετέχοντες, εὔχομαι οἱ ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου νά τύχουν πάσης ἐπιτυχίας, στή βάση τῆς ἀκεραιότητας καί τῆς καταξιώσεως τοῦ ἀνθρώπου πού ἡ Ἐκκλησία προέβαλε καί ὑπηρέτησε πάντοτε, ἐπ᾿ ἀγαθῷ τῆς ποιμαντικῆς καί διακονίας στά σωφρονιστικά ἱδρύματα καί τῶν κοπιώντων ὑπέρ αὐτῆς, καί πρός ὄφελος συνόλου τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.