Ἀγαπητοὶ Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες,
Εἶναι γνωστὸν ὅτι κατὰ τὴν θεία λατρεία μας ἐκτὸς τῶν ψαλτῶν μελῶν ὑπάρχουν καὶ τὰ Ἀναγνώσματα εἴτε ἐκ τῆς Παλαιᾶς, εἴτε ἐκ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐκ τῆς Παλ. Διαθήκης εἶναι κυρίως οἱ Ψαλμοὶ καὶ οἱ Προφητεῖες, καθὼς καὶ κάποια ἀναγνώσματα ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ καὶ τὰ ὑπόλοιπα -πλήν τῶν Ψαλμῶν- βιβλία. Ἐκ δὲ τῆς Καινῆς Διαθήκης οἱ Πραξαπόστολοι καὶ τὰ Εὐαγγέλια. Καὶ τὰ μὲν Εὐαγγέλια ἀποδίδουν εἴτε ὁ Διάκονος, εἴτε ὁ Ἱερεύς, ἐνῶ τὰ λοιπὰ ὁ Ἀναγνώστης.
Ἡ χειροθεσία Ἀναγνώστου.
Ἡ δαψιλὴς χρήση στὴ θ. λατρεία ἀναγνωσμάτων ἐπέβαλε τὴν ὕπαρξη ἰδίας τάξεως κατωτέρων κληρικῶν, ποὺ ὀνομάζονται Ἀναγνῶστες. Αὐτοὶ ἀναγορεύονται στὸ ἀξίωμα αὐτὸ μὲ τὴν χειροθεσία ποὺ τελεῖται ἐκτὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, καὶ ἀποβλέπει στὴν παροχὴ τῆς εὐλογίας καὶ τῆς ἀδείας πρὸς ἀνάγνωσιν στὴν ἐκκλησία τῶν ἀναγνωσμάτων. Ὁ μέλλων νὰ χειροθετηθῇ εἰς Ἀναγνώστην ὀφείλει νὰ γνωρίζει τί ἔργον ἀναλαμβάνει καὶ πῶς πρέπει νὰ τὸ ἐπιτελέσει. Περὶ τούτου κάμνει λόγον ἡ εὐχή ποὺ ἀναπέμπει πρὸς τὸν Θεὸ ὁ Ἐπίσκοπος κατὰ τὴν χειροθεσίαν Ἀναγνώστου: «Δὸς αὐτῷ τῶν θείων Σου λογίων τὴν μελέτην καὶ τὴν ἀνάγνωσιν ποιεῖσθαι, διαφυλάττων αὐτὸν ἐν ἀμέμπτῳ πολιτείᾳ».
Κατ' ἀρχήν ἐκ τῆς εὐχῆς αὐτῆς συνάγεται ἕνα πρῶτο συμπέρασμα, ὅτι δηλ. εἶναι ἀντικανονική καὶ ἀντιεκκλησιαστικὴ ἡ συνήθεια ποὺ ἔχει καθιερωθῆ καὶ παρατηρεῖται στοὺς Ἱ.Ναούς μας, νὰ ἀνέρχονται δηλ. στὸ ἱεροψαλτικὸ Ἀναλόγιο διάφοροι ἄσχετοι ἄνθρωποι καὶ νὰ ἀναλαμβάνουν νὰ διαβάζουν αὐτοὶ τὰ ἀναγνώσματα, χωρὶς νὰ ἔχουν λάβει προηγουμένως χειροθεσία ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπόν τους. Δεύτερο συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ ἀνάγνωσις τῶν ἀναγνωσμάτων δὲν ἐξαρτᾶται μόνον ἀπὸ τὴν γραμματικὴ ἱκανότητα τοῦ Ἀναγνώστου, ἀλλὰ εἶναι καὶ ζήτημα τῆς θείας χάριτος, ἡ ὁποία ἱκανώνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μελετᾶ πρῶτα τὰ θεῖα λόγια καὶ στὴ συνέχεια νὰ τὰ ἀποδίδει γιὰ ὅλο τό λαὸ ποὺ ἐκκλησιάζεται. Ἡ κατανόηση τῶν θείων λογίων δὲν εἶναι τόσον ὑπόθεση μορφώσεως κατὰ κόσμον, ὅσο εἶναι ὑπόθεση τῆς θείας χάριτος. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔφθασαν στὴ θέωση καὶ στὸν ἁγιασμὸ μὲ πολὺ πνευματικὸ ἀγῶνα, τὸν ὁποῖον συνήθως περιγράφουν στὰ κείμενά των, καὶ ἀπέκτησαν ἀληθινὴ θεογνωσία χωρὶς νὰ διαθέτουν περγαμηνὲς κοσμικῶν γνώσεων καὶ πτυχία Πανεπιστημίου. Ἐνῶ καὶ τὰ ἄλλα ἱερὰ κείμενα ποὺ συνέταξαν «ὑπὸ θείου φερόμενοι Πνεύματος ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι» εἶναι καρπὸς τῆς θείας ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι' αὐτὸ λέμε ὅτι τὰ ἱερὰ κείμενα δὲν εἶναι ἁπλὰ ἠθικολογικὰ κείμενα, ποὺ μᾶς προτρέπουν νὰ γίνουμε ἁπλῶς καλοὶ καὶ χρήσιμοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ εἶναι «ἡ ἄνωθεν σοφία» ποὺ ἀπευθύνεται πρὸς ἐκείνους ποὺ διαθέτουν καθαρές αἰσθήσεις γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦν «τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας», τὰ ὁποῖα ὁ Θεός ἔχει ἀποκρύψει «ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν» καὶ ἔχει ἀποκαλύψει στὰ κατὰ κόσμον νήπια. Δέν νοεῖται, μὲ ἄλλα λόγια, νὰ ὑπάρχει ἀναγνώστης, ποὺ ἀναλαμβάνει νὰ ἀποδώσει τὰ ἀναγνώσματα χωρὶς προηγουμένως νὰ τὰ ἔχει ἐνστερνισθῆ κατὰ βάθος, μελετώντας τα «ἡμέρας καὶ νυκτός» ὡς θεῖα καὶ σωτήρια λόγια. Ὅπως καὶ δὲν νοεῖται πιστὸς ἐκκλησιαζόμενος ποὺ ζητεῖ νὰ κατανοήσει τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ χωρὶς νὰ διαθέτει τὰ πνευματικὰ ἐκεῖνα αἰσθητήρια ποὺ θὰ τὸν καταστήσουν ἱκανὸ νὰ προσδεχθῆ αὐτὴν τὴν σοφία. Γιὰ τοῦτο τὸ λόγο καὶ πρὶν ἀκούσουμε στὴν Ἐκκλησία τὸ κατ' ἐξοχὴν ἀνάγνωσμα, τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ περιέχει τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, ὁ ἱερεὺς ἀναπέμπει στὸ Θεό μιὰν εἰδικὴ εὐχή, μὲ τὴν ὁποία παρακαλεῖ τὸν Κύριο νὰ λάμψει μέσα στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν «τὸ τῆς Αὐτοῦ Θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς» καὶ νὰ διανοίξει τοὺς πνευματικούς των ὀφθαλμοὺς «εἰς τὴν τῶν Εὐαγγελικῶν Του Κηρυγμάτων κατανόησιν». Καὶ τρίτον ὁ Ἀναγνώστης ὀφείλει νὰ ζῆ βίον ἄμεμπτον, ὅπως αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους τοὺς κληρικούς, ἀνωτέρους καὶ κατωτέρους, ὥστε νὰ μὴ γίνεται πρόσκομμα στὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ὁ τυχὸν ἄστατος βίος των.
Κατὰ συνέπειαν πρέπει ὁ μέλλων νὰ ἀναλάβει τὸ καθῆκον νὰ διαβάζει τὰ ἀναγνώσματα στὴν ἐκκλησία νὰ εἶναι χειροθετημένος Ἀναγνώστης καὶ ἂν δὲν εἶναι νὰ μὴ τολμᾶ ὁ ἴδιος νὰ ἀσκεῖ αὐτὸ τὸ ἔργο, ἀλλ' οὔτε καὶ νὰ τοῦ προσφέρεται μιὰ τέτοια δυνατότης. Πρέπει ἐπίσης νὰ ζῆ βίον συνεπῆ καὶ σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπὶ πλέον νὸ διαθέτει μόρφωση, ὀρθοφωνία καὶ καλὴ ἄρθρωση. Ἡ γραμματολογικὴ μόρφωση τὸν καθιστᾶ ἱκανὸν νὰ ἀποδίδει σωστὰ τὰ σημεῖα στίξεως καὶ νὰ κατανοεῖ πρῶτος αὐτὸς τὴν ἔννοιαν τῶν ἀναγινωσκομένων, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ τὴν μεταδίδει καὶ στοὺς ἀκροατές του, ἐνῶ ἡ καλὴ ἄρθρωση τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀποδίδει τὶς λέξεις μὲ τὸν ὀρθὸ τρόπο, γιὰ νὰ γίνονται ἀντιληπτὲς ἀπὸ τοὺς ἀκροατὲς καὶ νὰ μὴ χάνεται ἡ συνέχεια τοῦ λόγου. Ἡ κακὴ ἄρθρωση εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἀλλοιώνονται τὰ φωνήεντα ἢ «τρώγονται» ὁλόκληρες συλλαβές, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ μπορεῖ ὁ ἐκκλησιαζόμενος νὰ παρακολουθήσει τὶς ἔννοιες. Ἂν μάλιστα λάβει κανεὶς ὑπ' ὄψιν του καὶ τὸ ὁπωσδήποτε ὑψηλὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα, στὸ ὁποῖο εἶναι γραμμένα τὰ ἱερά μας κείμενα, ἀντιλαμβάνεται τὴν δυσκολία ποὺ ἔχουν πολλοὶ πιστοὶ νὰ κατανοήσουν τὶς ἔννοιές των, ἰδίως ὅταν αὐτὸς ποὺ τὰ ἀποδίδει δὲν τοὺς διευκολύνει εἰς τοῦτο μὲ μία καλὴ καὶ κατ' ἔννοιαν ἀνάγνωση.
Ἐμμελὴς ἀνάγνωση.
Ἡ λέξη ἀνάγνωσμα σημαίνει κάτι ποὺ διαβάζεται καὶ ἑπομένως δὲν ψάλλεται. Θὰ μποροῦσε ἑπομένως κάποιος νὰ καταλήξει σὲ ἕνα πολὺ ἁπλὸ συμπέρασμα, ὅτι δηλαδὴ τὰ ἀναγνώσματα στὴν ἐκκλησία διαβάζονται, ὅπως διαβάζουμε φωναχτὰ μιὰν ἐφημερίδα ἢ ἕνα ὁποιοδήποτε κείμενο ἢ ἕνα ποίημα. Ἐν τούτοις θὰ πρέπει νὰ ποῦμε, ἐπικαλούμενοι τὴν μακραίωνη παράδοσή μας, ὅτι τὰ ἐκκλησιαστικὰ Παλαιοδιαθηκικὰ καὶ Καινοδιαθηκικὰ ἀναγνώσματα ἔχουν ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο ἀπόδοσης ποὺ δὲν εἶναι οὔτε κοσμικὸ διάβασμα, οὔτε πλῆρες ψάλσιμο. Ὁ τρόπος αὐτὸς λέγεται ἐμμελὴς ἀπαγγελία. Δηλαδὴ διάβασμα μέν, ἀλλὰ μὲ μιὰ ἁπλὴ καὶ λιτὴ μελωδικότητα. Τὸ εἶδος αὐτὸ τῆς ἐκφωνητικῆς ψαλμωδίας ὀνομάζεται λογαοιδικὸ μέλος, καὶ εἶναι ἀρχαιότατο. Τοῦτο σήμερα συμβαίνει κατὰ τὴν ἀπόδοση κυρίως τοῦ Ἀποστολικοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος. Χρειάζονται ὅμως καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ κάποιες διευκρινίσεις.
Ὁ λογαοιδικὸς τρόπος ἀπαγγελίας ἐφαρμόζεται στὰ ἐν χρήσει στὴ θ. λατρεία μας κυρίως ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα, ἐξαιρουμένων τῶν Ψαλμῶν, καθὼς καὶ σὲ ὡρισμένα ἄλλα ἱερὰ κείμενα ὅπως εἶναι οἱ Οἶκοι τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, τὸ «Ἄσπιλε...», τὸ «Καὶ δὸς ἡμῖν....» κ.ἄ. Ἑπομένως οἱ Προφητεῖες, οἱ Πραξαπόστολοι καὶ τὰ Εὐαγγέλια κατὰ βάσιν εἶναι αὐτὰ ποὺ ἀποδίδονται μὲ τὸ σύστημα τῆς ἐμμελοῦς ἀπαγγελίας. Καὶ ὡς πρὸς μὲν τὰ Ἀποστολικὰ καὶ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τοῦτο ἰσχύει. Δὲν τηρεῖται ὅμως ὁ τύπος τῆς λογαοιδικῆς ἀποδόσεως γιὰ τὶς Προφητεῖες ποὺ διαβάζονται συνήθως στὸν Ἑσπερινό. Καὶ τοῦτο εἶναι ἕνα σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ προσεχθῆ. Πρέπει δηλαδὴ νὰ ἐπανέλθει ἡ παλαιά μέθοδος ἀποδόσεως καὶ τῶν Προφητειῶν μὲ ἐμμελῆ ἀπαγγελία. Στὴν ἴδια βέβαια κατηγορία τῆς ἐμμελοῦς ἀπαγγελίας ὑπάγονται καὶ οἱ ἐκφωνητικὲς μελωδίες ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ διάκονοι καὶ οἱ ἱερεῖς γιὰ τὶς ἰδικές των δεήσεις καὶ ἐκφωνήσεις. Τὰ Εἰρηνικά, τὰ Πληρωτικά, οἱ Ἐκτενεῖς, οἱ ἄλλες ἐκφωνήσεις ἀνήκουν στὰ ἐκφώνως ἀποδιδόμενα ἀναγνώσματα.
Μερικοὶ Ἀναγνῶστες ἢ Ἱερεῖς, ἀποδίδοντες οἱ μὲν τὰ Ἀποστολικά, οἱ δὲ τὰ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα, παρασύρονται ἀπὸ τὸν οἶστρο τῆς μουσικῆς δεξιοτεχνίας των, καὶ μετατρέπουν τὴν ἐμμελῆ ἀνάγνωση σὲ σύνθετη, στρυφνὴ καὶ ἐξεζητημένη μελωδικὴ γραμμή, ποὺ συναγωνίζεται κατ' ἦχον τὰ ψαλλόμενα μέλη. Τοῦτο συμβαίνει ἀπὸ κενοδοξία, γιὰ ἐπίδειξη τέχνης καὶ ἀπόσπαση ἐπαίνων. Μόλις ὅμως καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ τονίσουμε ὅτι εἶναι ἀπαράδεκτη μιὰ τέτοια ἐπιδίωξη καὶ μάλιστα διαρκούσης τῆς θείας λατρείας, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀξιώνεται νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν Θεὸ καὶ αἰσθάνεται τὴν οὐτιδανότητά του.
Θεολογικὰ μάλιστα λέγεται ὅτι «τὸ θέμα τῆς ἐμμελοῦς ἢ μὴ ἀπαγγελίας τῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων κατὰ τὴ θεία λειτουργία δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἄσχετο μὲ τὴν ἐσχατολογικὴ ἢ μὴ προσέγγιση τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ ἀνάγνωση ἑνὸς κειμένου μὲ σκοπὸ διδακτικὸ καὶ ἠθικοπλαστικὸ διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσή του μὲ πνεῦμα δοξολογικό. Στὴ πρώτη περίπτωση οἱ λέξεις συλλαμβάνονται καὶ καταλαμβάνονται ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο λόγο. Στὴ δεύτερη περίπτωση οἱ λέξεις «πλατύνονται» γιὰ νὰ «περιλάβουν» καὶ «καταλάβουν» αὐτὲς τὸν ἀνθρώπινο λόγο. Εἶναι φανερό ὅτι τὸ δεύτερο αὐτὸ εἶδος ἀναγνώσεως προσκρούει εὐθέως στὸν ὀρθολογισμό, ὁ ὁποῖος ἀξιώνει τὴν «κατάληψη» τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο λόγο» (Περγάμου Ἰωάννης).
Κατὰ τὰ τελευταῖα 100 χρόνια ἄρχισε μιὰ κίνηση γιὰ κατάργηση τοῦ λογαοιδικοῦ τρόπου ἐκφορᾶς τῶν ἀναγνωσμάτων, μὲ τὴν πρόφαση ὅτι εἶναι τρόπος «ἐπίρρινος» καὶ κακόζηλος, ὡς γράφει ὁ Ἀλ. Παπαδιαμάντης. Γράφει μεταξὺ ἄλλων ὁ πολὺς κοσμοκαλόγερος: «Εὗρον δὲ καί τινας ἱερεῖς πεισθέντας εἰς τὰς εἰσηγήσεις τῶν ξενοφρόνων ἐκείνων κατήργησαν αὐθαιρέτως τὸν λογαοιδικὸν τρόπον καὶ ἀπαγγέλλουσι τὰς περικοπὰς τῶν θείων ρημάτων δι' ἁπλῆς ἀναγνώσεως. Εἰς τοὺς τοιούτους ἱερεῖς πρέπει ν' ἀπαγορευθῆ ἁρμοδίως ἡ καινοτομία αὕτη». Πρόκειται γιὰ ἀντιπαραδοσιακὴ παρέκκλιση, ὅπως ἐπίσης τέτοια παρέκκλιση εἶναι καὶ ἡ ἄλογη ἐπιφόρτιση τῆς ἐμμελοῦς ἀπαγγελίας μὲ ἄμετρους μελισματικοὺς ἐμπλουτισμούς, ποὺ ὀφείλονται -ὡς προελέχθη- στὴν κενόδοξη προβολὴ φωνητικῆς καὶ μουσικῆς δεξιοτεχνίας τοῦ Ἀναγνώστη.
Κάποιες ἐλαφρὲς παραλλαγὲς ἀπὸ τήν ἀρχικὴ ἁπλῆ μουσικὴ γραμμὴ θὰ μποροῦσαν νὰ γίνονται ἀνεκτὲς κατ' ἀραιὰ διαστήματα πρὸς ποικιλίαν τῆς φωνητικῆς μονοτονίας, ἀλλὰ χωρὶς νὰ μετατρέπουν τὴν ἐμμελῆ ἀνάγνωση σὲ ψάλσιμο. Τέτοιες παραλλαγὲς θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανεὶς ὅτι εἶναι εὔλογες στὶς περιπτώσεις ποὺ θέλει κανεὶς νὰ ἀποδώσει τὸ ἐρωτηματικό, ἢ μιὰν ἱκεσία, ἢ νὰ τονίσει ἀξιοχρέως μιὰ λέξη ἢ μιὰ φράση τοῦ κειμένου, πρὸς πληρέστερη κατανόησή της. Ἄλλες ὅμως περιπτώσεις θὰ πρέπει νὰ ἀποκλεισθοῦν.
Οἱ «χῦμα» ἀναγνώσεις ἀφοροῦν κυρίως στὸ Ψαλτήριο, μπορεῖ ὅμως νὰ ἀφοροῦν καὶ διάφορες εὐχὲς ἢ καὶ ὕμνους ἀκόμη ὅταν πρόκειται γιὰ ἀνεπίσημες Ἀκολουθίες ὡς λ.χ. Μικροὺς Ἑσπερινούς. Γενικὰ θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι γιὰ τὴν ἐκφωνητικὴ ἢ τὴν χῦμα ἀπόδοση τῶν ἀναγνωσμάτων ἔχουν δημιουργηθῆ δύο σχολές, ἡ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ποὺ ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ τὸν Ἰάκωβο Ναυπλιώτη, τὸν Κ. Ψάχο, τὸν Σίμωνα Καρρᾶ κ. ἄ., καί ἡ Ἀθηναϊκὴ μὲ ἐκπροσώπους της τὸν Σπ. Περιστέρη, καὶ τοὺς π. Γ. Βαλληνδρᾶ, Ε. Μπονώρη, Ἀθαν. Τσούμαρη κ. ἄ.
Τὸ Β' Πανελλήνιο Μουσικολογικὸ Συνέδριο, ποὺ συγκλήθηκε στὴν Ἀθήνα τόν Νοέμβριο τοῦ 2001, ἀπὸ τὸ Ἵδρυμα Βυζαντινῆς Μουσικολογίας τῆς Ἱ.Συνόδου, εἶχε ὡς θέμα του τὴν ἐκφωνητικὴ ἀπόδοση τῶν ἀναγνωσμάτων. Προμηθευθῆτε τὸν τόμο τῶν Πρακτικῶν του -εὐθὺς ὡς κυκλοφορηθοῦν- γιὰ νὰ ἐνημερωθῆτε πληρέστερα ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ.
Εἰδικὲς Τελετουργικὲς ὁδηγίες.
Ὁ Ἀναγνώστης προκειμένου νὰ ἀποδώσει τὸ ἀνάγνωσμά του πρέπει νὰ ἔχει περιβληθῆ τὸ ἱερό ράσο γιὰ λόγους λειτουργικῆς εὐπρέπειας, ἱεροπρέπειας, σεμνότητος καὶ παραδοσιακότητος. Δὲν εἶναι σωστό νὰ εἶναι κάποιος Ἀναγνώστης καὶ νὰ μὴ διαθέτει ράσο. Ἀρκετοί Ἀναγνῶστες φαίνεται ὡς νὰ ἐντρέπονται νὰ περιβληθοῦν μὲ ράσο. Τὸ ἴδιο δυστυχῶς ἰσχύει καὶ γιὰ ὡρισμένους Ἱεροψάλτες. Ὅλα αὐτὰ εἶναι φαινόμενα παρακμῆς ποὺ πρέπει νὰ ἐκλείψουν τὸ συντομότερο. Οἱ Ἱ. Ναοὶ πρέπει νὰ φροντίσουν νὰ ἐξασφαλίσουν εἰς τοὺς Ψάλτες καὶ Ἀναγνῶστες των καλὰ καὶ εὐπρεπῆ καθαρὰ ράσα ραμένα στὰ μέτρα των, ὥστε νὰ ἐκλείψει καὶ τὸ γελοῖο φαινόμενο κοντῶν ράσων ποὺ φοριοῦνται δίκην... φουστανέλλας. Τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ γιὰ τὰ ράσα τῶν Νεωκόρων.
Τὸ βιβλίον τοῦ Ἀποστόλου παραλαμβάνει ὁ Ἀναγνώστης ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ λειτουργοῦ ἱερέως ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη. Ἀσπάζεται τὴν χεῖρα τοῦ ἱερέως καὶ παραμένει στὸ κέντρον τοῦ Σολέα ἀπὸ ὅπου ἀποδίδει τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος, ὁ Ἀναγνώστης, δέχεται τὴν εὐλογίαν τοῦ ἱερέως διὰ τοῦ «Εἰρήνη σοι τῷ ἀναγινώσκοντι» ποιεῖ σχῆμα στρεφόμενος πρὸς αὐτόν, καὶ τοῦ παραδίδει τὸ βιβλίον ἀσπαζόμενος τὴν δεξιάν του, καὶ ἀποσύρεται στὸ Ἀναλόγιο. Θέμα ἔχει τεθῆ ὡς πρὸς τὸ σημεῖον τῆς παραλαβῆς ἢ μὴ τοῦ βιβλίου τοῦ Ἀποστόλου ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἱερέως, ἐπειδὴ τὸ βιβλίον αὐτὸ ἀνήκει στὸ Ἀναλόγιον, ὅπου εὑρίσκεται καὶ ὁ Ἀναγνώστης καὶ ὄχι στὸ Ἅγιον Βῆμα, ὅπου ὑπάρχουν τὰ βιβλία ποὺ ἀνήκουν στὸν ἱερὸ αὐτὸ χῶρο π.χ. τὸ Εὐαγγέλιον, τὸ Ἱερατικόν κλπ. Ὡστόσον πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἡ παραλαβὴ τοῦ βιβλίου τοῦ Ἀποστόλου ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἱερέως ἐνέχει ἕνα συμβολικὸ χαρακτῆρα, δηλοῖ δηλαδὴ τὴν πνευματικὴ σχέση καὶ ἐξάρτηση καὶ τοῦ Ἀναγνώστη ἀπὸ τὸν λειτουργὸ ἱερέα. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἡ μικρὰ αὐτὴ παρέκκλιση -ἂν ἔτσι χαρακτηρισθῆ- «οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον» καὶ δὲν ἐπηρεάζει σὲ τίποτε τὴ λειτουργικὴ τάξη, ἐνῷ συνιστᾶται ἐκθύμως ὡς συντελεστικὴ οὐσιώδους διδαχῆς.
Τὴν ἐμμελῆ ἀπαγγελίαν τοῦ Ἀποστόλου ὁ Ἀναγνώστης ἀποδίδει κατ' ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, δηλαδὴ μὲ τὸ πρόσωπον πρὸς τὸν λαό. Ἔτσι διευκολύνεται ἡ κατανόηση τοῦ κειμένου εὐκολότερα. Κατὰ τὴν ὥραν αὐτὴν ἐπικρατεῖ ἡσυχία, ὥστε ἀπερίσπαστος ὁ λαός νὰ ἀκροᾶται. Μὲ τὸ τέλος τοῦ ἀναγνώσματος καὶ μετὰ τὸ «Εἰρήνη σοι τῷ ἀναγινώσκοντι» ἀρχίζει ἡ μελωδικὴ ψαλμωδία τοῦ «Ἀλληλουαρίου» κατὰ τὸν ἦχον τῆς ἑβδομάδος. Κατὰ τὴν ὥραν αὐτὴ ὁ μὲν διάκονος θυμιᾶ, ὁ δὲ ἱερεὺς ἐν συνεχείᾳ παραδίδει τὸ Εὐαγγέλιον στὸν διάκονο -ἐὰν ὑπάρχει- ὁ ὁποῖος μεταβαίνει στὸν Ἄμβωνα καὶ ἀναμένει τὴν λήξη τοῦ «Ἀλληλουαρίου» γιὰ νὰ ἀρχίσει τὴν ἐμμελῆ ἀπαγγελίαν τοῦ Εὐαγγελίου. Μετὰ τὸ «Σοφία. Ὀρθοί...» καὶ τὸ «Εἰρήνη πᾶσι», ἀκολουθεῖ τὸ «Ἐκ τοῦ κατὰ... ἁγίου Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα». Ὁ ψάλτης «Δόξα Σοι Κύριε, δόξα Σοι» καὶ τὸ «Πρόσχωμεν», μετὰ τὸ ὁποῖον ἀμέσως ἀρχίζει ἡ ἀπόδοση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου.
Τὸ Εὐαγγέλιο ἀποδίδεται ἐμμελῶς μὲ σεμνότητα, χωρὶς ἐξεζητημένους λαρυγγισμοὺς καὶ μὲ τὸν ἀνάλογο πρὸς τὴν ἱερότητα σεβασμό. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἐπιβάλλεται νὰ λέγονται μὲ μεγάλη προσοχή, λιτότητα, ἱεροπρέπεια καὶ ἐκκλησιαστικότητα. Ἀπόβλητα εἶναι φαινόμενα αὐτοπροβολῆς καὶ ἀσεβείας. Τά θεῖα λόγια δὲν εἶναι λόγοι ἀνθρώπου, εἶναι λόγοι ζωῆς καὶ σωτηρίας.
Τελικὲς παρατηρήσεις.
Ἐκ τῶν ἀναπτυχθέντων συνάγεται ὅτι ἡ ἐμμελὴς ἀπαγγελία τῶν ἀναγνωσμάτων συμπεριλαμβάνει ἐκτὸς τῶν Ἀποστολικῶν καὶ Εὐαγγελικῶν κειμένων καὶ τὶς Προφητεῖες.
Οἱ ἐκφωνήσεις διακόνου καὶ ἱερέως ἐπίσης ἀποδίδονται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, χωρὶς ἐξεζητημένες μουσικὲς γραμμὲς καὶ λαρυγγισμοὺς ποὺ δὲν προσιδιάζουν στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς λατρείας.
Οἱ μέλλοντες νὰ ἀποδώσουν τὰ ἀναγνώσματα καλόν εἶναι, ἐφ' ὅσον δὲν διαθέτουν ἱκανὴν πεῖραν, νὰ προετοιμάζονται ἀπὸ τὸ σπίτι των, διαβάζοντας μὲ ἐπιμέλεια τὰ κείμενα ποὺ πρόκειται νὰ ἀποδώσουν, ὥστε νὰ ἀποφεύγονται, κατὰ τὸ δυνατόν, παρατονισμοί, παραβιάσεις τῶν κανόνων τῆς στίξεως καὶ γενικῶς ἀλλοιώσεις τῶν κειμένων, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἀσέβεια καὶ πρὸς τὰ ἱερὰ κείμενα καὶ πρὸς τὴν παράδοσή μας.
Τὴν ἀνάγκην προετοιμασίας ἐπιβάλλει καὶ ἡ παρατηρούμενη γλωσσικὴ καὶ γραμματολογικὴ ἔκπτωση τῶν νεωτέρων γενεῶν, ἡ ὁποία ἐπεκτείνεται μᾶλλον ἀντὶ νὰ περιορίζεται.
Ἐπειδὴ τὰ κείμενα ἰδίως τῶν Ἀποστόλων εἶναι δυσνόητα, ἡ ἀπόδοσή των πρέπει νὰ γίνεται ἀπὸ τοὺς Ἀναγνῶστες μὲ περισσὴ προσοχή, ὥστε ἡ ὀρθή ἀπόδοσή των νὰ διευκολύνει τοὺς ἀκροατὲς στὴν κατανόησή των. Εἰς τοῦτο συμβάλλει καὶ ἡ δημοσίευση τοῦ κειμένου στὴν «Φωνὴ τοῦ Κυρίου», ἀπὸ ὅπου μποροῦν, ὅσοι θέλουν, νὰ παρακολουθοῦν τὸ κείμενο. Θὰ ἦτο δὲ εὐχῆς ἔργον ἂν οἱ ἐνορίες μας ἀπεφάσιζαν νὰ ἐκτυπώνουν γιὰ κάθε Κυριακὴ τὰ κείμενα τῶν Ἀποστολικῶν καὶ τῶν Εὐαγγελικῶν ἀναγνωσμάτων μὲ τὴν ἐγκεκριμένη ἀπόδοσή των στὴν καθομιλούμενη γλῶσσα. Ἔτσι θὰ συνέβαλαν πολὺ στὴν λειτουργικὴ ἀνανέωση ποὺ ἐπιδιώκουμε.
Στό σημεῖο αὐτὸ ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς ἀναγγείλω ὅτι μὲ ἀπόφαση τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας ἐκτυπώνεται κατ' αὐτὰς τὸ «Ἐκλογάδιον» ποὺ θὰ περιέχει τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὰ Εὐαγγέλια ὅλων τῶν Κυριακῶν καὶ τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ μὲ τὴν ἑρμηνευτική των ἀπόδοση, πρὸς χρῆσιν ὑπὸ τῶν πιστῶν. Πρόκειται γιὰ σημαντικὸ βοήθημα ποὺ ἀξίζει νὰ συστήσετε στοὺς ἐνορίτες σας.