Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Ομιλία του Μακαριωτάτου στην εκδήλωση της Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς 8 Δεκεμβρίου 2006

Ἐπιτρέψτε μου προκαταρκτικῶς νὰ ἐκφράσω τὴ χαρά μου διότι ἡ Ἑλληνικὴ Γλωσσικὴ Κληρονομία ἔχει ἤδη ἐπιτύχει νὰ φέρει τὴν προστασία τῆς ἑλληνικῆς «ἐπὶ τοῦ χάρτου», νὰ δημιουργήσει προβληματισμοὺς καὶ ἀνησυχίες γιὰ τὴν ἔκπτωση, ἀνησυχίες ποὺ εὐχόμεθα νὰ ὁδηγήσουν σὲ συνειδητοποίηση τῆς ἀξίας τῆς γλώσσας καὶ σὲ λήψη οὐσιαστικῶν μέτρων ὑπεράσπισης καὶ ἐνίσχυσής της. Εὐχόμεθα τὸ ἔργο σας νὰ δώσει «νέα ὤθηση ὥστε νὰ ὀρθωθεῖ ἡ γλώσσα μας στὴ θέση καὶ τὸ βάθρο ποὺ τῆς ἀξίζει καὶ νὰ διακοπεῖ ἡ χειμερινὴ κατολίσθησή της», ὡς ἐλέχθη σὲ προηγουμένη Ἡμερίδα σας (1).

Θὰ ἦταν ἴσως ἀναμενόμενο, μιλώντας μὲ θέμα «Ἐκκλησία καὶ γλώσσα στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας», νὰ ἀναφερθῶ στὸ Κρυφὸ Σχολειό, νὰ συνεχίσω δηλαδὴ μία συζήτηση μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀμφισβητοῦν τὴν ὕπαρξή του. Ἀλλὰ δὲν θὰ τὸ κάνω. Θεωρῶ ὅτι ἡ συζήτηση ἐπ’αὐτοῦ ἔχει ἀποσπάσει τὴν προσοχή μας ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Εἶναι πολλοὶ πλέον αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι ἡ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀρχίζει καὶ τελειώνει μὲ τὸ Κρυφὸ Σχολειό, καὶ ὁδηγοῦνται στὸ συμπέρασμα ὅτι ἀμφισβητοῦντες τὴν ὕπαρξη τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ ἀπορρίπτουν αὐτοδικαίως τὸ ρόλο τῆς Ἐκκλησίας στὴ διάσωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας.

Ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ δὲν εἶναι βέβαια καινούργια. Ἀλλὰ διαπιστώνω ὅτι ἡ κατεδάφιση τῆς γλώσσας καὶ τῆς ἱστορίας μας ἀποτελεῖ σήμερα προγραμματικὸ στόχο μιᾶς ἰδεολογίας, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ὑπεράσπιση τῆς γλώσσας εἶναι ἔργο ἐθνικιστῶν, καὶ ἄρα πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθεῖ μὲ σκληρὲς ἐπιθέσεις.

Εἰλικρινῶς, δὲν βρίσκω σκόπιμο νὰ ἀντιπαραταχθῶ μὲ αὐτὴ τὴν ἐρημία. Μόνο νὰ λυπηθῶ μπορῶ, ἔχοντας στὸ νοῦ μου τοὺς νέους ἀνθρώπους ποὺ ἀκολουθοῦν αὐτὴ τὴν ἰδεολογία. Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ ἀπορρίψουμε αὐτοὺς τοὺς νέους, βλέποντάς τους νὰ θέλουν νὰ σταθοῦν στὰ πόδια τους μειώνοντας τοὺς ἀγῶνες ἐκείνων ποὺ στερήθηκαν τὴν οἰκογένειά τους, τὴν προκοπή τους, τὴ ζωή τους καὶ τὴν ἡρεμία τους, γιὰ νὰ μποροῦμε σήμερα ἐμεῖς καὶ οἱ νέοι μας νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι καὶ νὰ μιλᾶμε ἑλληνικά. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ νιώθουμε καταφρόνια πρὸς ὅσους περιφρονοῦν τοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ ’21, καὶ μαζί τους τὸν ταπεινὸ παπᾶ, ποὺ διάβαζε τὰ παιδιὰ μὲ τὸ φῶς τοῦ κεριοῦ νὰ διώχνει τὸ σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς. Ἔχουμε εὐθύνη ὄχι μόνο πρὸς ὅσους συμμετέχουν δημιουργικὰ στὴ μεγάλη καὶ ζώπυρο παράδοσή μας, ἀλλὰ καὶ πρὸς ὅσους ἀρνοῦνται τὶς ἀξίες τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς γλώσσας, τῆς παράδοσης. Αὐτὴ ἡ εὐθύνη πρέπει νὰ μᾶς διακατέχει ὅταν ὑπερασπίζουμε τὴν πίστη, τὴ γλώσσα καὶ τὴν ὑπόσταση τοῦ ἔθνους.

Παρακολουθῶ μὲ ἔκπληξη καὶ ὀδύνη ὅτι ἀρνοῦνται τώρα πιὰ τὸ Κρυφὸ Σχολειό, μὲ τὸ ἀδιανόητο ἐπιχείρημα ὅτι δὲν ὑπῆρξε νόμος τῆς Ὀθωμανικῆς Ἀρχῆς ποὺ νὰ ἀπαγορεύει τὴ σύσταση καὶ λειτουργία σχολείων τῶν Ἑλλήνων. Σὰν νὰ μὴν ἔχουμε μάθει ἀκόμη ὅτι οἱ Ὀθωμανοὶ δὲν ἔστησαν κράτος θεμελιωμένο σὲ ὁποιεσδήποτε ἀξίες καὶ ἀρχές, ἀλλὰ μιὰν αὐτοκρατορία αὐθαιρεσίας, ὅπου κάθε πασᾶς καὶ κάθε μπέης εἶχε τὸ δικαίωμα ν’ ἀδειάζει πάνω στοὺς Γραικοὺς ὅλη τὴ βρῶμα καὶ τὴν κακότητα τῆς ψυχῆς του. Καὶ συνεπῶς, ἡ διδασκαλία ἦταν κρυφὴ ἀπὸ τὸν Τοῦρκο δυνάστη, ὄχι ὅμως ὁπωσδήποτε παράνομη. Δὲν ἦταν ὁ νόμος αὐτὸ ποὺ ἔκανε τὸ Σχολειὸ κρυφό, ἀλλὰ ἦταν ὁ φόβος τοῦ τυραννισμένου μπροστὰ στὴν αὐθαιρεσία καὶ τὴ μοχθηρία τοῦ τυράννου. Ματαίως, λοιπόν, ψάχνουμε γιὰ διατάγματα, ὡσὰν οἱ Ὀθωμανοὶ ἀγάδες νὰ ἦταν σύντροφοι τοῦ Ροβεσπιέρου, ὡσὰν νὰ ἔπαιρναν τὶς ἀποφάσεις τους ἔχοντας «Τὸ πνεῦμα τῶν νόμων» τοῦ Μοντεσκιὲ στὸν ὀντά τους. Ματαίως ψάχνουμε γιὰ ἀπαγόρευση τῶν σχολείων, ἐνῶ ὀφείλουμε νὰ θυμόμαστε πάντοτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐφάρμοζαν συστηματικῶς πολιτικὴ ἐξισλαμισμοῦ, κι ὅτι αὐτὴ ἡ πολιτικὴ δὲν μποροῦσε νὰ ὑλοποιηθεῖ ὅσο ὑπῆρχαν ἐκκλησιὲς καὶ σχολειά. Δὲν ἀπαγορεύθηκε μὲ νόμο οὔτε ἡ λειτουργία τῆς ἐκκλησιᾶς, ἀλλὰ ὁ Γραικὸς πήγαινε στὴν ἐκκλησιά του μὲ τὸν τρόμο νὰ τοῦ σφίγγει τὴν καρδιά.

Οἱ Τοῦρκοι ἐπαίρονται γιὰ δῆθεν ἀνεξιθρησκεία τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, καὶ σπεύδουν δικοί μας νὰ χειροκροτήσουν γοητευμένοι. Ὁ λαός μας ὅμως, δίνει ἀπάντηση στὶς γελοιότητες περὶ ἀνεξιθρησκείας μέσ’ ἀπὸ τὸ τραγούδι του:

Μωρὴ Δεροπολίτισσα, μωρὴ καϋμένη,
Αὐτοῦ ποὺ πᾶς στὴν ἐκκλησιά, ζηλεμένη [..]
Γιὰ μᾶς μετάνοια κάνε μιά:
Νὰ μὴ μᾶς πάρει ἡ Τουρκιά,
Μὴ μᾶς γράψουν στὴ γενιτσαριά,
Καὶ μᾶς πᾶν εἰς τὸν κισλά,
ὡσὰν τ΄ἀρνιὰ τὴν Πασχαλιά (2).

-- ὅπου κισλάς, βέβαια, εἶναι ὁ κισλὰρ ἀγάς, ὁ ἐπιφορτισμένος μὲ τὸ δημοκρατικὸ καθῆκον νὰ ἁρπάζει νέους γιὰ γενίτσαρους καὶ νέες γιὰ τὰ χαρέμια τῶν διεπομένων ἀπὸ ἐκσυγχρονιστικὲς ἀρχὲς Τούρκων. Ὁ φόβος πάντως τοῦ Γραικοῦ νὰ πάει στὴν ἐκκλησιά του εἶναι ὁλοφάνερος, καὶ τοῦτο ἀποτελεῖ ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση στοὺς «Ἑλληνομάστιγες» -- ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἐπαναλάβω ἐδῶ τὸν ὅρο ποὺ χρησιμοποιήθηκε στὴν Τουρκοκρατία γιὰ τοὺς λατινοφρονήσαντες Ἕλληνες.

Δὲν θὰ ἀντιπαραταχθῶ, λοιπόν, μὲ τοὺς κοντοτιέρους τῆς ἀποδόμησης. Ἂν θέλουν νὰ ἀκούσουν τὴν ἀπάντηση στὰ περὶ τουρκικῆς ἀνεξιθρησκείας καὶ περὶ ἐλευθέρων σχολείων, ἂς ἀκούσουν τὶς μαρτυρίες. Ἄς ψάξουν ὅμως τὶς μαρτυρίες τῶν σκλάβων, κι ὄχι τὶς διαβεβαιώσεις τῶν τυράννων.

Τὸ ζήτημα λοιπὸν δὲν εἶναι ἂν τὸ σχολειὸ ἦταν κρυφὸ ἢ φανερὸ στοὺς ἀγάδες, ποὺ δὲν ἐνέκριναν τίποτε χωρὶς ἀφόρητες καὶ ταπεινωτικὲς ἀνταποδόσεις. Τὸ ζήτημα εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία κράτησε μέσα στὸν νάρθηκα ἀκοίμητη λαμπάδα τὴ γλώσσα τὴν ἑλληνική. Καθὼς γράφει ὁ ἐπιφανὴς Λαρισαῖος λόγιος Ἀλέξανδρος Ἑλλάδιος τὸ 1714, «ἱερεῖς καὶ μοναχοί ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐκπαίδευον τὴν νεολαίαν παρὰ τοῖς ναοῖς, ἢ ἐν τοῖς οἴκοις των» (3). Ἐκεῖ, λοιπόν, στὴν ἐκκλησιὰ μάθαιναν τὰ πρῶτα τους γράμματα στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς τὰ ἑλληνόπουλα. Ἐκεῖ γίνονταν ἑλληνόπουλα, ἐκεῖ οἱ λέξεις Γραικός, Γραικία καὶ Ρωμιός, ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ τὰ Ἕλληνες καὶ Ἑλλάς (4). Αὐτό, βεβαίως, κακοκαρδίζει σήμερα ὅλους ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ ξασπρίσουν τὶς ψυχὲς καὶ τὰ ὁστά μας ἀπὸ κάθε τί ἐθνικό.

Στὰ πέτρινα ἐκεῖνα χρόνια, ὁ παπᾶς μάθαινε τὰ παιδιὰ γράμματα μὲ τὸ Ψαλτήρι καὶ τὸ Ὀκτωήχι. Τὸ Ψαλτήρι εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στὴν ψυχὴ τοῦ ὑπόδουλου Ἕλληνα, διότι «μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ψαλμοὺς εἶχαν ἀλληγορικὴ σημασία γιὰ τοὺς Ἕλληνες, λὲς καὶ ἦταν ἐπίτηδες γραμμένοι γι αὐτούς», ἐπισημαίνει μεγάλος μας ἱστορικός (5). Γι αὐτό, ἄλλωστε, μεταφράστηκε στὴ Δημοτικὴ κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας (6). Ἦταν ἔκφραση τῆς ψυχῆς τοῦ σκλαβωμένου τὸ Ψαλτήρι, καὶ ἡ ὑποτιμητικὴ ἀντιμετώπισή του προσβάλει τὸν πόνο καὶ τὴν ἀγωνία του.

Τὸ Ὀκτωήχι ἀντιμετωπίζεται καὶ αὐτὸ μὲ ὄχι μικρότερη περιφρόνηση ἀπὸ τοὺς Ἑλληνομάστιγες. Κι ὅμως, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικώτερα ἔργα τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας. Ὁ συγγραφέας του, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς λαμπρότερους ποιητὲς τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας (7). Ὁρισμένοι ἐρευνητὲς θεωροῦν ὅτι ὁ Ἰωάννης ἔγραψε μόνον ἕνα μέρος τοῦ βιβλίου, κι ὅτι τὸ Ὀκτωήχι εἶναι στὴν πραγματικότητα ποιητική ἀνθολογία. Καὶ ἔτσι νὰ ἔχουν τὰ πράγματα, τὸ Ὀκτωήχι δὲν εἶναι καθόλου ἄξιο περιφρόνησης, αλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο.Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός πάντως, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη ἑορτάσαμε μόλις πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν, «ἀνὴρ ἐλλογιμώτατος καὶ οὐδενὸς δεύτερος τῶν κατ’ αὐτὸν ἐπὶ παιδείᾳ λαμψάντων» (8), ὅπως ἀναφέρει ἡ περίφημη Σοῦδα, συγγραφέας ἐν ὅλω ἢ ἐν μερει τῆς Ὀκτωήχου, εἶναι βαθύτατος γνώστης τῆς ἀρχαίας ποίησης καὶ φιλοσοφίας. Στὸ Ὀκτωήχι περιλαμβάνονται ἀληθῶς ὑπέροχα ποιήματά του σὲ ἰαμβικὸ τρίμετρο, ἕνα μέτρο ποὺ ἀκούγεται στὴν ἑλληνικὴ γῆ ἤδη ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς ἀρχαίας τραγωδίας. Τὸ ἔργο του «Πηγὴ Γνώσεως», ἀρχίζει μὲ εἰσαγωγὴ στὴ φιλοσοφία γνωστὴ ὡς «Διαλεκτικά»,τοῦ ὁποίου πρῶτος κανὼν εἶναι ἡ περίφημη φράση «Οὐδὲν τῆς γνώσεώς ἐστι τιμιώτερον» (9). Παροτρύνει δὲ ἐνθέρμως τοὺς ἀναγνῶστες μαθητές: «Ζητήσωμεν͵ ἐρευνήσωμεν͵ ἀνακρίνωμεν͵ ἐρωτήσωμεν» (10).

Αὐτὰ ἀρκοῦν γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸ μέγεθος τοῦ Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ. Δὲν νομίζω ὅτι θἄταν σκόπιμο νὰ ἀναφερθῶ ἐδῶ στὰ κυριολεκτικῶς ἔξοχα θεολογικά του κείμενα. Θεωρῶ ὅμως ὅτι πρέπει νὰ σὲ μαστιγώνει ὑπερφύαλος ἀγραμματωσύνη γιὰ νὰ ἀντιπαρέρχεσαι ἀλαζονικῶς τὸ ἔργο ἑνὸς τόσον μεγάλου ποιητοῦ καὶ στοχαστοῦ, καὶ νὰ νομίζεις ὅτι μαθαίνοντας τὰ ἑλληνόπουλα ἀπὸ τὰ πρῶτα τους γράμματα τὸ ἔργο του, μάθαιναν ἄχρηστα καὶ εὐτελῆ «κολυβογράμματα».

Διδάσκοντας ἀπὸ τὸ Ὀκτωήχι καὶ τὸ Ψαλτήρι, ἡ Ἐκκλησία δίδασκε τὰ παιδιὰ μιὰ γλώσσα ποὺ δὲν μιλοῦσαν σπίτι τους, μὲ τὴν οἰκογένειά τους καὶ τοὺς γειτόνους τους. Δίδασκε μιὰ γλώσσα πάνω ἀπὸ τὶς διαλέκτους. Ἄν χρησιμοποιοῦσε κείμενα στὴ διάλεκτο κάθε περιοχῆς, σύντομα θὰ ἔσπαγε ἡ ραχοκοκκαλιὰ τοῦ ἔθνους, καὶ οἱ Κρῆτες δὲν θἄνιωθαν καμμιὰ συγγένεια μὲ τοὺς Μακεδόνες, κι οὔτε οἱ Ἡπειρῶτες μὲ τοὺς Ζακύνθιους. Ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν κρατοῦσε τὴν ἑνότητα τῆς γλώσσας, σύντομα οἱ Ἕλληνες θὰ ἀπομακρύνονταν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, καὶ ἡ γλώσσα θὰ γινόταν ὁ φορέας τῆς διάσπασής μας. «Κι ἀποὺ μέσα ἀπ' ὅνα λαβύριντο τέτοιο, τί διάολλο νὰ μπορέση νὰ περσουαδεριστὴ κανείς, ποὺ δὲν καταλαβαίνει πρῶτ' ἀπ' οὕλα τσὶ γλώσσες τους» (11), θὰ λέγαμε κι ἐμεῖς, ὡς ὁ ἀστυνόμος ἐκεῖνος στὴ θεατρικὴ «Βαβυλωνία».

Λένε πολλοὶ ὅτι μὲ τὴν ἐπιμονή της νὰ διδάσκει μία γλώσσα ὡς τὴν ἀληθινὴ ἑλληνική, ἡ Ἐκκλησία ἔθεσε τὶς βάσεις γιὰ τὴ δημιουργία γλωσσικοῦ προβλήματος. Ἀλλὰ δὲν βρίσκω λογικὸ αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα.Στὴν ἀρχαιότητα ἤδη, ὑπάρχει πρόβλημα. Οἱ διάλεκτοι λειτουργοῦσαν ὡς φορεῖς διάσπασης τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ ἦταν ἡ παιδεία αὐτὴ ποὺ κρατοῦσε τὴν ἑνότητά τους. Ἡ παιδεία τους ἦταν ὁ Ὅμηρος, δηλαδὴ ἕνας ποιητὴς μὲ κείμενο σὲ γλώσσα ποὺ δὲν χρησιμοποιοῦσε κανεὶς ἀρχαῖος στὸ σπίτι καὶ τὴν πόλη του, ποὺ ὅμως τοὺς δίδασκε τὴ θρησκεία τους καὶ τὶς ἀρετὲς τὶς ὁποῖες ἔπρεπε νἄχουν. Ἀκριβῶς αὐτὸ δὲν ἐπαναλήφθηκε στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας μὲ τὸ Ὀκτωήχι;

Ὅταν στοὺς Ἑλληνιστικοὺς χρόνους ἐπικρατοῦσε ἡ Κοινή, οἱ Ἕλληνες λόγιοι ἐπέμεναν στὸ ἀττικίζειν, σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴν καθημερινὴ γλώσσα. Εἴχαμε δηλαδὴ συνέχεια τοῦ φαινομένου τῆς λογίας γλώσσας. Ἤδη, στὶς ἀρχὲς τοῦ Βυζαντινοῦ κόσμου, οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στήριξαν τὴ λογία γλώσσα, ἀνθιστάμενοι στὶς πιέσεις τῆς καθημερινῆς λαϊκῆς γλώσσας, τῆς «δημοτικῆς λεκτικῆς», ὅπως τὴν ἔλεγαν. Ἀκόμη καὶ στὰ κηρύγματά τους, στὴν ἄμεση δηλαδὴ ἐπικοινωνία τους μὲ τὸ λαό, προσπαθοῦσαν νὰ στηρίξουν τὴ λογία γλώσσα. Οἱ Φράγκοι, ἀντίθετα, σὲ ὅποιο μέρος τῆς Ἑλλάδος ἐπεκράτησαν, ἐνίσχυσαν τὶς διαλέκτους, δίνοντας ἔτσι ὤθηση στὶς φυγόκεντρες δυνάμεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιτάχθηκε ἐπιμένοντας μὲ ἀγωνιστικὸ φρόνημα στὴ διδασκαλία τῆς λογίας γλώσσας. Ὁ μοναχὸς Παχώμιος Ρουσάνος, ὁ σημαντικώτερος λόγιος τοῦ 16ου αἰ., ἔδωσε ἕναν ἀγώνα γιὰ τὴ γλώσσα ποὺ θὰ πρέπει πάντοτε νὰ τιμᾶται.

Δὲν γεννήθηκε λοιπὸν στὴν Τουρκοκρατία τὸ γλωσσικὸ πρόβλημα, κι οὔτε βέβαια μαρτυρεῖ ὀπισθοδρομικὴ τάση τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἀντίθετο, ἀποδείχνει τὴ μέριμνά της γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ γένους καὶ τὴν πεποίθησή της ὅτι τὸ γένος θὰ ἐπιβιώσει μόνον μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ γλώσσα του.

Ὁ ἀγώνας ὅμως γιὰ νὰ μάθουν τὴ γλώσσα τους τὰ ἑλληνόπουλα, δὲν ἦταν εὔκολος. Τὰ μοναστήρια οἱ Τοῦρκοι τὰ παράδιναν συχνὰ στὶς ἀνεξίθρησκες φλόγες. Δὲν ὑπάρχει στὴν Ἑλλάδα οὔτε ἕνα παλιὸ μοναστήρι ποὺ νὰ μὴν τὸ ἔκαψαν οἱ Τοῦρκοι, καὶ πλέον τούτου, μετρῶνται στὰ δάχτυλα τὰ μοναστήρια ποὺ κάηκαν μόνο μιὰ φορά. Οἱ ἐκκλησιές, ὅσες ἐν πάσῃ περιπτώσει δὲν τὶς μόλυναν κάνοντάς τες τζαμιά, ἦταν καταδικασμένες ἀπὸ τὴν νεοθαυμαζομένη ἀνεξιθρησκεία στὴν ἐρήμωση, ἀφοῦ δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ ἀποκατάστασή τους ἂν κάτι χρειαζόταν ἐπισκευή. Ἡ διαταγὴ τοῦ σουλτάνου εἶναι σαφέστατη: «ἔστω γνωστὸν ὅτι […] ἡ ἀνέγερσις εἶς τινα πόλιν ἢ χωρίον νέων ἐκκλησιῶν ἢ μονῶν ἀνηκουσῶν εἰς τοὺς ἀπίστους ἀπαγορεύεται ἀπολύτως, καὶ ὅτι μόνον ἡ ἐπιδιόρθωσις καὶ ἐπισκευὴ τῶν ἤδη ὑπαρχουσῶν παλαιῶν ἐπιτρέπεται, καὶ αὔτη κατόπιν εἰδικῆς ἀδείας χορηγουμένης ὑπὸ τοῦ ὑψηλοῦ χαλιφάτου Μου» (12). Ὅσο μποροῦσαν, μοναχοὶ καὶ ἱερεῖς παρέβαιναν τὴ διαταγὴ τοῦ σουλτάνου, διαφορετικά, στοὺς τέσσερεις αἰῶνες σκλαβιᾶς δὲν θὰ εἶχεν ἀπομείνει λίθος ἐπὶ λίθου, ἔστω καὶ μόνον λόγω τοῦ χρόνου. Γιὰ νὰ παρακάμψουν τὴν ἀπαγόρευση, ὅμως, ἔπρεπε νὰ δωροδοκήσουν σειρὰ ἀξιωματούχων τῆς διαβοήτου αὐτοκρατορίας, καὶ πολλὲς φορὲς ἐξαναγκάζονταν νὰ καταφεύγουν σὲ τοκογλύφους (13).

Οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἱερεῖς ἦταν συχνὰ θύματα καταπιέσεων, βασανισμῶν, δολοφονιῶν καὶ ἐκτελέσεων ἀκόμη, ἔτσι ὥστε περιοχὲς ὁλόκληρες ἔμεναν χωρὶς παπᾶ. Γιὰ παράδειγμα: «Ἐν τοῖς μέρεσι τῆς Αἰτωλίας», γράφει σὲ ἐπιστολή του ὁ μοναχὸς Εὐγένιος Γιαννούλης τὸν 17ο αἰ., «καὶ ἐπὶ πᾶσι σχεδὸν τῆς πέριξ ἐκείνῃ κλίμασιν ἐξέλιπε πρὸ πολλῶν ἤδη χρόνων ἅπαν καλόν, μεθ’ ὃ ἡ τῶν πεζῶν γραμμάτων γνῶσις, ἡ τροφὴ τῶν λογικῶν ψυχῶν, ἡ δυναμένη σοφίζειν εἰς σωτηρίαν τὸν ἄνθρωπον, καὶ οὔτω συνέβη τοὺς ἐκεῖσε πάντας ἀναλφαβήτους γενέσθαι καὶ ἄγαν τρισβαρβάρους, […] σπάνιόν τι χρῆμα ὁ ἱερεὺς ἐκεῖ» (14). Σημειῶστε, παρακαλῶ, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ὁμιλεῖ γιὰ τὴ μόρφωση ὁ Εὐγένιος, ἀλλὰ καὶ τὸ δεδομένο ποὺ ἔχει: δὲν ὑπάρχει παπᾶς, ἄρα δὲν ὑπάρχουν γράμματα.

Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔνιωσε ποτὲ ὅτι ἐξάντλησε τὸ καθῆκον της μαθαίνοντας τὰ πρῶτα γράμματα στὰ παιδιά. Ἐνίσχυε κάθε πρωτοβουλία ὁμογενῶν γιὰ τὴν ἵδρυση ἀνωτέρων σχολῶν. «Ὁ ἔρως τῆς παιδείας ἀνάπτει ἐπὶ μᾶλλον καὶ διαδίδεται εἰς τὴν Ἑλλάδα […], τὰ σχολεῖα πολλαπλασιάζονται, οἱ σοφοὶ διδάσκαλοι πληθύνονται, βιβλιοθῆκαι συστήνονται καὶ οἱ πλούσιοι ἔμποροι, πατριωτικῷ κινούμενοι ζήλῳ, ἀνοίγουσι προθύμως τοὺς θησαυρούς των […] Τὸ ἱερατεῖον συντρέχει καὶ συμβουλεύει, καὶ ἡ κοινὴ Μήτηρ, ἡ Ἐκκλησία, εὐλογεῖ, ἐφορεύει καὶ διοικεῖ σοφῶς τῶν τέκνων της τὰ ἔργα» (15).

Φοβοῦμαι ὅτι θὰ τραβήξω τὴν ὁμιλία μου σὲ ἀνεπίτρεπτο μάκρος, ἐὰν ἐπιμείνω νὰ παραθέτω στοιχεῖα ποὺ βεβαιώνουν τὴν προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας στὴ γλώσσα μας κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. Θέλω ὅμως νὰ μὴν κλείσω τὴν ὁμιλία μου, χωρὶς νὰ κύψω τὸ γόνυ στὴ μνήμη δύο μεγάλων μορφῶν τῆς ἑλληνικῆς παιδείας: τοῦ μοναχοῦ Νεκταρίου Τέρπου καὶ τοῦ πατρο-Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.

Ἀπὸ τὸν Νεκτάριο Τέρπο, θέλω νὰ σᾶς θυμίσω μόνον ἕνα στοιχεῖο. Καθὼς διέτρεχε τὴν Ἥπειρο διδάσκοντας Ὀρθοδοξία καὶ γλώσσα, «ἦλθαν», γράφει, «καὶ μὲ ηὗραν εἰς τὸ σπῆτι τοῦ Παππᾶ, καὶ εἶχεν ὁ καθ’ἕνας ἀπὸ ἕνα κοντόξυλον ἀπὸ γλατζινά, καὶ κτυπῶντες ἐπάνω μου ἀνελεήμονα, δὲν ἐκοίταζεν ἕνας τὸν ἄλλον πῶς καὶ ποῦ νὰ βαροῦν, ἀλλὰ τοῦ κακοῦ μὲ ἔδερναν ὅπου ἔφθανε καθ’ ἕνας.[…] Τόσον συχνὰ μὲ ἔκρουξαν, ὥς τε καὶ τὰ ξύλα ἐξεφλουδίσθησαν μὲ τὸ νὰ τύχουν χλωρά. Εἰς ὅλα τὰ μέρη μὲ ἐβάρεσαν, ἀλλοῦ τὸ κορμί μου ἐκκοκίνησε, καὶ εἰς περισσότερους τόπους ἐμαύρισε, καὶ ὅτι ἔκαμαν ἡ βεντούζαις καὶ τὰ κέρατα, καὶ χάριτι Χριστοῦ ἱατρεύθηκα, ὅμως τὸ ζερβό μου μπράτζο ἔμεινε βλαμμένο, καὶ ποτὲ δὲν ἡμπορῶ νὰ ἀναπαυθῶ εἰς αὐτὸ τὸ μέρος.»(16).

Ὁ Πατρο-Κοσμᾶς, ἀναλώθηκε στὸν ἀγώνα του νὰ σώσει Ὀρθοδοξία καὶ γλώσσα. Καὶ δὲν τὰ ξεχώρισε ποτέ, διότι εἶδε τὴν πλήρη ἑνότητά τους ὡς τὸ ταυτοτικὸ στοιχεῖο τῆς ἑλληνικῆς συνείδησης. «Χωρὶς ὅπλα καὶ αἵματα, μὲ μόνο τὸν πειστικὸ λόγο του, ἐπέτυχε αὐτὸ τὸν ἄθλο κάτω ἀπὸ τὴ μύτη τοῦ Τούρκου», ἔγραφα ἐδῶ καὶ δυὸ περίπου δεκαετίες (17). Ἡ φωτιὰ τοῦ λόγου του φωτίζει τὰ θεμέλιά μας σήμερα: «Ὅποιος χριστιανός, ἄνδρας ἢ γυναίκα, ὑπόσχεται μέσα εἰς τὸ σπίτι του νὰ μὴν κουβεντιάζει ἀρβανίτικα, ἂς σηκωθῆ ἀπάνω νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, καὶ ἐγὼ νὰ πάρω ὅλα του τὰ ἁμαρτήματα εἰς τὸν λαιμόν μου ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἐγεννήθη ἕως τώρα, καὶ νὰ βάλω καὶ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρέσουνε.» (18)

Ἀλλὰ θὰ ἦταν ἀληθινὰ ἁμάρτημα, νὰ τιμήσουμε μόνον τοὺς δυὸ μεγάλους ἥλιους τοῦ ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ γλώσσα, καὶ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε στὸν ταπεινὸ κι ἀνώνυμο δάσκαλο παπᾶ, σὲ αὐτὸν ποὺ τὴν παρουσία του, κάποιοι δὲν μποροῦν νὰ τὴν ἀντιληφθοῦν. Ἂς ἀκούσουμε τὸ ἐγκώμιο ποὺ τοῦ πλέκει περιγράφοντας τὶς συνθῆκες διδασκαλίας ὁ Νικόλαος Δραγούμης: « Οὐχὶ μόνον κοπιῶντες ἀλλὰ καὶ κινδυνεύοντες ἐσπούδαζον οἱ πατέρες ἡμῶν γράμματα. […] Ἐπειδὴ τὰ σχολεῖα διήγειρον τὰς ὑποψίας αὐτῶν [τῶν Τούρκων] καὶ τὰ κατέτρεχον παντοιοτρόπως, καὶ διδάσκαλοι καὶ μαθηταὶ ἐσοφίζοντο παντοίους ἐπίσης τρόπους ν’ἀποφεύγωσι τὴν ὀργὴν τῶν [Τούρκων]. Καὶ ὁσάκις συνήρχοντο εἰς τὸ σχολεῖον, εἶς ἐξ αὐτῶν [τῶν μαθητῶν] ἱστάμενος πλησίον παραθύρου ὡς κατάσκοπος, ἔδιδεν πρὸς τοὺς ἄλλους τὴν εἴδησιν ἐὰν ἔβλεπεν Ὀθωμανὸν ἐρχόμενον μακρόθεν. Καὶ ἀμέσως ἐγένετο σιωπή! Διότι οὐαὶ καὶ εἰς τοὺς διδάσκοντας καὶ εἰς τοὺς διδασκομένους ἐὰν ὁ ἀγέρωχος διαβάτης ἤκουε θόρυβον ἢ φωνὰς μαρτυρούσας διδασκαλίαν! Ἀνέβαινεν ὅλως πνέων θυμόν, καὶ ἐξυλοκόπει καὶ ἐτραυμάτιζε καὶ μίαν μίαν ἀπέσπα τὰς τρίχας τοῦ διδασκάλου […] Ὡς ἂν ἔφερεν μεγαλόσταυρον εἰς τὸν λαιμὸν ἐκαυχᾶτο ὁ πατήρ μου ὅτι ἐδάρη ὑπὸ Ὀθωμανοῦ χάριν τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων.» (19). Ἂς εἶναι αὐτὴ ἡ μαρτυρία εἰς μνημόσυνον τοῦ ταπεινοῦ παπᾶ, ποὺ ὄχι μόνον στέριωνε συνειδήσεις ἑλληνοπαίδων κρυφά, ἀλλὰ καὶ μένει σὲ πολλοὺς ἀθέατος ἀκόμη…

Δὲν ἀγωνιοῦσαν, δὲν ἐνδιεφέρθησαν ποτέ, γιὰ ἀναγνώριση οἱ ἀξιοθαύμαστοι κληρικοί μας. Εὐλογημένες ὑπάρξεις, ἔκαναν τὸ ἔργο τους, ἔχτιζαν συνειδήσεις, κρατοῦσαν ὄρθιο τὸν κορμὸ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀκόμη κι ὅταν οἱ ἴδιοι γονάτιζαν κι ἔπεφταν ἀπὸ τὰ χτυπήματα καὶ τὰ βασανιστήρια.

Ἀλλὰ ἔχουμε εὐθύνη ἐμεῖς. Ἐμεῖς θὰ πρέπει νὰ τοὺς τιμοῦμε καὶ νὰ παροτρύνουμε τοὺς νέους μας νὰ τοὺς τιμοῦν ἐπίσης. Ἀπὸ τοῦ βήματος αὐτοῦ, λοιπόν, ἐπιτρέψτε μου νὰ εἰσηγηθῶ πρὸς τὴν Ἑλληνικὴ Γλωσσικὴ Κληρονομία νὰ ἀναλάβει πρωτοβουλία ὥστε σὲ συνεργασία μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν Πολιτεία, νὰ καθιερωθεῖ Ἡμέρα Τιμῆς τῶν Διδασκάλων τοῦ Γένους, κατὰ τὴν ὁποία θὰ βραβεύονται μὲ σοβαρὰ βραβεῖα καὶ διακρίσεις οἱ μαθητὲς τοῦ Λυκείου ποὺ εἴτε θὰ ὑποβάλλουν ἐργασίες γιὰ τὴν ἱστορία τῆς παιδείας, εἴτε μὲ ἄλλους τρόπους θὰ δείχνουν τὴν ἐκτίμηση ποὺ ὀφείλουν πρὸς τοὺς διδασκάλους τῆς Τουρκοκρατίας. Δὲν ἐννοῶ ἐδῶ μόνον τοὺς κληρικοὺς διδασκάλους. Θὰ πρέπει νὰ τιμῶνται ὅλοι οἱ διδάσκαλοι τοῦ Γένους, καὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τὴ μάχη τους μέσα στὸν νάρθηκα, ὅπως καὶ αὐτοὶ ποὺ ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἤ ἄλλων ἰδεῶν ἔδωσαν τὴ μάχη τους ἐρήμην ἢ καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ὄχι μόνον οἱ διδάσκαλοι τοῦ Γένους, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ δικαίως οἱ διαθέσαντες περιουσία των ὑπὲρ τῆς παιδείας τῶν ὑποδούλων Ἑλληνοπαίδων.Θέλω νὰ πῶ, ὄχι μόνον ὁ κορυφαῖος τῶν Γραμμάτων μας Κοραῆς, ἀλλὰ οἱ ἀδελφοὶ Ζωσιμᾶδες ἐπίσης –γιὰ νὰ φέρω ἕνα παράδειγμα −, ποὺ μεταξὺ πολλῶν καὶ σημαντικῶν ἄλλων, ἔδωσαν τὰ μέσα στὸν Κοραῆ νὰ ἐκδώσει τὴν περίφημη σειρὰ τῶν ἀρχαίων μας συγγραφέων.

Τὸ ζητούμενο δὲν εἶναι νὰ τιμηθεῖ διὰ τοῦ κλήρου της ἡ Ἐκκλησία. Τὸ ζητούμενο εἶναι νὰ τιμηθεῖ ἡ ἱστορικὴ μνήμη, καὶ δι αὐτῆς νὰ ἐνισχυθεῖ ἡ αὐτοσυνειδησία μας.

Τὴν προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλωστε, τὴν ὁμολογοῦν πρόσωπα ἀπὸ ὅλο τὸ φάσμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ στρατιὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ τίμησαν τὴν προσφορὰ τοῦ κλήρου εἶναι ἐξαιρετικὰ μεγάλη, ἀλλὰ ἐπιτρέψτε μου νὰ ἀναφέρω ἐδῶ λίγους, τιμῶντας δι’ αὐτῶν ὅλους.
Ἐξέχουσα φυσιογνωμία τῶν Γραμμάτων μας τὴν κρίσιμη ἐποχή τοῦ 18ου αἰῶνος, ὁ Κωνσταντῖνος Ἀσώπιος, γράφει στὸν «Λόγιο Ἑρμῆ» − τὸ ἔντυπο ποὺ στήριξε στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς τὰ ἑλληνικὰ γράμματα καὶ τὸν νεοελληνικὸ διαφωτισμό−, τοῦτα τὰ βαρυσήμαντα λόγια: «ἄλλο δὲν ἠμποροῦμεν νὰ πράξωμεν ἵνα πολιτισθῶμεν, ὅσον τὸ δυνατόν, παρὰ τὰ δύο ταῦτα νὰ ἐπιμεληθῶμεν, τὸν ἱερὸ ἄμβωνα καὶ πολὺ περισσότερο τὰ σχολεῖα.» (20)

Ὁ ἐκ τῶν ἡγετικῶν μορφῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ Δημ. Καταρτζῆς, παρατηρεῖ: «Ὁ λόγιος εἶναι κατὰ κανόνα δάσκαλος καὶ ὁ δάσκαλος εἶναι κατὰ κανόνα κληρικός.» (21) Ὁ προεξάρχων τοῦ Ἑλληνικοῦ Διαφωτισμοῦ Ἄνθιμος Γαζῆς, δηλώνει: «τῇ ἀληθείᾳ, τότε εὐδοκιμήσει τὸ γένος, ὅταν οἱ Ἱερεῖς φιλοσοφήσωσιν ἢ οἱ φιλόσοφοι ἱερατεύσωσιν.» (22) Καὶ θὰ προσθέσει ἕνας σύγχρονός μας ἐρευνητὴς τῆς ἱστορίας τῆς παιδείας: «Στὸ σύνολό τους σχεδόν, οἱ μεγάλοι Διδάσκαλοι τοῦ Γένους, ποὺ ἐπωμίσθηκαν τὸ φωτισμὸ τοῦ ἔθνους, ἦταν κληρικοί». (23)

Μιλώντας γιὰ τὸ ρόλο τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας στὴν Ἐθνοσυνέλευση τοῦ 1864, ὁ σοφὸς Νικόλαος Σαρίπολος, τόνισε μὲ ἔμφαση: «Ἐσώθημεν διὰ τῆς Ἐκκλησίας!»

Εὔχομαι ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Νικολάου Σαριπόλου νὰ μένει φῶς στὰ βήματα τοῦ γένους μας, καὶ νὰ πορεύεται καὶ ὁ σημερινὸς νέος, μαζί μὲ τὸν παπᾶ του, στὰ μονοπάτια τοῦ μέλλοντός του.

 



Σημειώσεις

1. Βύρων Πολύδωρας, Ὁμιλία σὲ Ἡμερίδα τῆς Ἑλληνικῆς Γλωσσικῆς Κληρονομίας γιὰ τὴ διαχρονικότητα τῆς γλώσσας, Δεκέμβριος 2005

2. Μενέλαος Ζῶτος, Τὸ δημοτικὸ τραγούδι τῆς Βορείου Ἡπείρου, Ἰωάννινα 1978

3. Στὸ ἔργο του Status praesens ecclesiae Graecae, ἤτοι περὶ τῆς καταστάσεως τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Παραθέτω μεταφρασμένο ἀπόσπασμα ἀπό: Μόσχου Κούκου, Ἡ προσφορὰ Θρακῶν ἐκπαιδευτικῶν στὰ γράμματα καὶ στὸ ἔθνος, Ἀλεξανδρούπολη 1996

4. Ἀθαν. Καραθανάση, Ἡ τρίσημη ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1971, 92 σελ.

5. Ἀποστ. Βακαλοπούλου, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Ι΄, Θεσσαλονίκη 2002, 174 σελ.

6. Στυλ. Μπαϊρακτάρη, Τὸ Ψαλτήριον εἰς τὴν ἁπλοελληνικὴν κατὰ τοὺς χρόνους τῆς τουρκοκρατίας, ἀνάτυπο ἀπὸ το περιοδικὸ ’Εφημέριος μὲ προσθῆκες, Ἀθῆναι 1971

7. Ἂν καὶ Σύρος τὴν καταγωγή, ἔγραψε ἑλληνικά.

8. Σοῦδα, Ι, 467

9. 002 1.2

10. 002 1.44

14. Κωνστ. Σάθας, Νεοελληνικὴ Φιλολογία. Βιογραφίαι τῶν ἐν τοῖς γράμμασι διαλαμψάντων Ἑλλήνων, Ἀθῆναι 1868, 329 σελ. [ἀνατύπωσις ἄ.ἔ., ἄ.τ.]

15. Λόγιος Ἑρμῆς, 1818, σελ. 463

16. Κωνστ. Γαρίτση, Ὁ Νεκτάριος Τέρπος καὶ τὸ ἔργο του, Θήρα 2002, 64-65 σελ.

17. Χριστοδούλου Παρασκευαίδη, Μητροπολίτου Δημητριάδος, «Ἔτσι ἤθελε τὴν παιδεία ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός», περιοδικὸ Στερεὰ Ἑλλάς, τεῦχ. 232, 21 σελ.

18. Ἰωάν. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς (καὶ βιογραφία), Ἀθήνα 1979, 207-208 σελ.

19. Νικ. Δραγούμη, «Ἀπόσπασμα ὑπομνημάτων ἀνεκδότων», Πανδώρα, τεῦχ. 5, 1854-55, 450-51 σελ.

20. Λόγιος Ἑρμῆς, Ἀπρίλιος 1817, 366 σελ.

21. Δημ. Καταρτζῆς, Δοκίμια, Ἀθήνα 1974, ξστ΄ σελ.

22. Λόγιος Ἑρμῆς, 1814-1815 , σ. 132

23. Ἀναστάσιος Γιαννακόπουλος, Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς ἐκπαίδευσης, τόμ. 6: Ἡ ἐκπαίδευση στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, Ἀθήνα 2001, 46 σελ.