Από τον Ι. Ναό Παναγίας Κοσμοσώτηρας, Φέρες
TO ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ της ημέρας αναφέρεται σε μια γυναίκα, τη Χαναναία. Την ακούσατε να φωνάζει τον Κύριο, να τον έχει πάρει από πίσω παρακαλώντας τον κι Εκείνος να μην της απαντά. Οι μαθητές του απορούν γιατί δεν τη βοηθά ή γιατί δεν τη διώχνει, παρά την αφήνει να ικετεύει. Κι Εκείνος εξηγεί τη σιωπή του: ήλθα μόνο για το Ισραήλ, όχι για τους ξένους, όχι για αλλοεθνείς, όπως είναι η γυναίκα αυτή, η Χαναναία. Όμως, η γυναίκα επέμενε, τον πλησίασε και τον προσκύνησε ζητώντας βοήθεια. Ο Κύριος, διδάσκοντας και τους μαθητές και εκείνην κι όλους εμάς έκτοτε, απαντά προσβάλοντάς την: «Δεν είναι σωστό να παίρνεις το ψωμί των παιδιών σου και να το πετάς στα σκυλιά». Παρομοιάζει έτσι την ευλογία του Θεού με την πιό βασική ανάγκη του ανθρώπου, το ψωμί. Η γυναίκα δεν υποχωρεί και επιμένει: « Ναί Κύριε, όμως τα σκυλιά τρών’ από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των αφεντικών τους». Τότε, ο Ιησούς της είπε, «Μεγάλη η πίστη σου, γυναίκα? να γίνει λοιπόν αυτό που θέλεις».
Ας σταθούμε λίγο στο περιστατικό. Ο Κύριος είχε βγεί από την Ιουδαία, και πήγαινε στη Σιδώνα, στο σημερινό Λίβανο. Εκεί ήταν η χώρα των Χαναανιτών, έθνους που ζούσε στην περιοχή πριν ακόμη έλθουν οι Ισραηλίτες με τον Μωυσή από την Αίγυπτο. Ήσαν ειδωλολάτρες, οι δε γυναίκες των ασκούσαν τη μαγεία.
Επήγε ο ίδιος ο Ιησούς στα μέρη της, αλλά έπρεπε η ίδια η Χαναναία να τον θελήσει, να τον αναζητήσει, να τον φωνάξει από τα βάθη της ψυχής της. Η Χαναναία καταλαβαίνει την ύπαρξή του κοντά της, και αρχίζει να τον φωνάζει. Δεν φωνάζει κάποιον γητευτή, κάποιον μάγο θαυματοποιό: Τον επικαλείται με τη συγκεκριμένη ιδιότητά του, τρόπον τινά με το όνομά του: «υιός Δαυίδ», ο Κύριος. Και όσο τον επικαλείται τόσο τον πλησιάζει, όσο τον ζητά τόσο τον βρίσκει. Ο Κύριος στην αρχή δεν της μιλά, οδηγώντας σε σκληρή δοκιμασία την αντοχή της πίστης της. Την αφήνει να τον ακολουθεί χωρίς καμιάν απόκριση, κι έπειτα της μιλά προσβάλοντάς την. Δεν πρόκειται, βέβαια, εδώ για φυλετική διάκριση, αλλά για προσβολή και απόρριψη της ειδωλολατρείας και της μαγείας. Και βλέπουμε πως η πίστη της Χαναναίας δεν κλονίζεται καθόλου από την προσβολή, παρά ζητά έλεος, ζητά τη θαυματουργική παρέμβασή Του στη ζωή τη δική της και της κόρης της.
Οι φωνές της Χαναναίας, τι άλλο είναι από προσευχές προς τον Κύριο; Το τρέξιμό της οπίσω του, τί άλλο είναι από στροφή της ζωής της προς τον λόγο Του; Η ταπείνωσή της, η παραδοχή της ότι ναι, είναι ένα ανάξιο σκυλί που ζητά μόνο λίγα ψίχουλα ευλογίας, αυτά που περισσεύουν από το τραπέζι των πιστών, τι άλλο είναι από μετάνοια κι εξομολόγηση; Και η τελική απάντηση του Κυρίου, τι άλλο είναι από άνοιγμα της αγκαλιάς Του, από συγκατάθεση του Θεού στην αταλάντευτη πίστη του ανθρώπου;
ΤΟ Ευαγγέλιο της ημέρας δεν αφηγείται απλώς και μόνο ένα θαύμα του Κυρίου. Παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο πλησιάζουμε τον Κύριο, τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο βγαίνουμε από τις παγίδες των ειδώλων του κόσμου τούτου και ριχνόμαστε κλαίγοντας στην αγκαλιά του Πατέρα μας. Παρουσιάζει το πως εργάζεται ο Θεός για να μας ανοίξει το δρόμο επιστροφής σ΄ Αυτόν, χωρίς να καταργεί την ελευθερία μας. Παρουσιάζει το πρόσωπο του Σωτήρα μας. Παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο ανοίγουμε την ψυχή μας στη θαυματουργό χάρη Του. Με άλλα λόγια, παρουσιάζει αυτή την ίδια την εορτή της σωτηρίας μας, παρουσιάζει την Εκκλησία.
Εκκλησία είναι ο μυστικός χώρος όπου συναντώμεθα όλοι. Εδώ ο Κύριος, εδώ οι Άγγελοι, εδώ οι Άγιοι και οι πιστοί. Εδώ επίσης, εδώ μαζί μας, μας τραβά κοντά της γεμάτη αγάπη, η Δέσποινα του οίκου τούτου, η Θεοτόκος.
Για να ανοίξει ο Θεός την αγκαλιά Του στη Χαναναία γυναίκα και σε όλους εμάς, εργάσθηκε πολύ η Κυρία Θεοτόκος. Η Μαρία δεν ήταν απλώς και μόνον μια ευσεβής κοπέλα, η οποία συμμετέχει στη σωτηρία μας μ’ ένα παθητικό τρόπο, δεχόμενη το θέλημα του Θεού έτσι όπως της το είπε ο Άγγελος. Δεν είναι το χώμα που το πήρε στα χέρια Του ο Δημιουργός κι έπλασε τον άνθρωπο χωρίς να κάνει τίποτε αυτό το ίδιο. Η Μαρία συμμετείχε στο σχέδιο του Θεού, εργάσθηκε για να προσφέρει στον Θεό όλα τα στοιχεία που χρειαζόταν το φιλάνθρωπο σχέδιό Του να σαρκωθεί και να μας λυτρώσει.
Ποιά είναι τα στοιχεία αυτά, μας εξηγεί ο Αγιος Πατήρ της Εκκλησίας μας, Νικόλαος ο Καβάσιλας: « Βίος πανάμωμος, ζωή πάναγνος, άρνησις κακίας απάσης, άσκησις αρετής απάσης, ψυχή καθαρωτέρα φωτός, σώμα δια πάντων πνευματικόν...» Όπως ψάλλουμε στον Όρθρο της παραμονής του Ευαγγελισμού, «Ηράσθη του κάλλους σου Χριστός, Πανάμωμε, και την μήτραν σου κατώκησεν, όπως παθών εξ αμορφίας, το γένος των ανθρώπων λυτρώσηται...»
Αποδεχόμενη την ενεργό συμμετοχή της στο φιλάνθρωπο σχέδιο του Θεού, η Μαρία λέγει η ιδία, εν πνεύματι προφητικώ: «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί». Και πράγματι, τον ίδιο κι όλας χρόνο, εμακάρισε την Θεοτόκο πρώτη η Ελισάβετ, αναφωνώντας πλήρης πνεύματος αγίου: « Ευλοφημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου? και μακαρία η πιστεύσασα, οτι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου».
Δεν είναι δυνατόν να δούμε χριστιανικό ναό χωρίς την εικόνα της Δεσποίνης μας Θεοτόκου να μας υποδέχεται και να μας εισάγει στο Μυστήριον της σωτηρίας μας. Δεν είναι δυνατόν να προσευχηθούμε, δεν είναι δυνατόν να σκεφθούμε την Εκκλησία, χωρίς να αναφερθούμε σ’ Εκείνην που η χάρις του Θεού και η δική της τελεία συνεργεία στο θέλημά Του, την κατέστησε Παναγία Μητέρα του Θεού και Μητέρα της Εκκλησίας.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει την Κυρία Θεοτόκο φιλοτιμία της ανθρωπίνης φύσεως, πύλη της ημετέρας ζωής, πρόξενο της σωτηρίας μας. Έχουν γραφτεί λαμπρές σελίδες που εξηγούν τη θέση της Θεοτόκου ως Μητέρας του Χριστού και Μητέρας της Εκκλησίας. Έχουν γραφτεί απείρως λαμπρότερα, θεόπνευστα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας που εξηγούν το έργο της Μαρίας και υμνούν το σεπτό πρόσωπό της.
Αλλά γνωρίζουμε επίσης ότι κάθε χριστιανός έχει μέσα στη καρδιά του την εικόνα Της. Εκεί, μέσα στο κρυμμένο βάθος της ψυχής του, ο απλός κι ανώνυμος άνθρωπος που διαφεύγει από δίχτυ της ιστορίας όχι όμως από το βλέμμα του Θεού, έχει πάντοτε αναμένο ένα καντήλι στην Παναγιά. Κι όσο πυκνώνει το νέφος της αγωνίας, όσο θεριεύουν τα βάσανά μας, σ’ Εκείνης την αγκαλιά σπεύδουμε να κρυφτούμε, ν’ αφήσουμε τα δάκρυά μας να τρέχουν στην ποδιά Της. Σ’ Εκείνην, την Μυστηριακή Μητέρα μας καταφεύγουμε, περιμένοντας να νιώσουμε το χέρι Της να μας σκουπίζει τα δάκρυα, να μας δίνει δύναμη, να γαληνεύει την τρικυμισμένη μας ψυχή.
Σ’ Εκείνην καταφεύγει και το Γένος των Ελλήνων, όποτε νιώσει την απειλή του αφανισμού του, και αφήνεται στην χάρη Της, την Υπέρμαχο. Τέτοια ώρα, αγωνίας μεγάλης για το Γένος και τον Αυτοκράτορα, ανηγέρθη και ο ιερός αυτός ναός.
Σ’ Εκείνην καταφεύγω και εγώ σήμερα, παρακαλώντας Την να πρεσβεύει υπέρ της ψυχής του κτήτορος, και υπέρ του Γένους μας. Και την παρακαλώ να μας δίνει τη χάρη να την νιώθουμε πάντοτε, να την νιώθουμε όλοι Παναγιά και Δέσποινά μας, αληθώς και σταθερώς Κοσμοσώτηρα, ρόδον το αμάραντον.