Ομιλία κατά την τελετή παρουσίασης του τιμητικού τόμου για τα 30 χρόνια Aρχιερατείας
Ιδού, λοιπόν, μπροστά σας ένας Επίσκοπος να βλέπει συγκινημένος τον καρπό της αγάπης σας, να θέλει ανταποκρινόμενος στα αισθήματά σας να σας μιλήσει για τις ιδιαίτερες στιγμές του, και να μη το βρίσκει εύκολο. Και δεν είναι εύκολο, επειδή μόλις φύγουμε από την ολόφωτη σιωπή την τόσο οικεία στην πίστη, ο λόγος δυσκολεύεται, κλυδωνίζεται.
Οι εσωτερικές και καθοριστικές ώρες μας δεν βγαίνουν εύκολα «έρκους οδόντων», κατά πως λέει ο Όμηρος. Όχι γιατί φοβόμαστε να ανοίξουμε την ψυχή μας εν πάση ειλικρινεία, αλλά γιατί πρέπει να περιγράψουμε σαν αρθρωμένο αυτό που εντός μας πολλές φορές δεν είναι παρά μόνον σπάσματα, γκρίζες ανησυχίες, κι ερωτήματα που μήτε να τα κοιτάξεις είναι εύκολο.
Αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω, πρωτίστως, την Επιτροπή των καθηγητών που είχε την πρωτοβουλία για την έκδοση του Τιμητικού αυτού Τόμου, με την ευκαιρία της συμπληρώσεως 30 χρόνων Αρχιερατικής μου διακονίας. Να ευχαριστήσω τον αληθώς Σεβασμιώτατο Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμο, και τον σοφό καθηγητή κ. Τρωιάνο. Ευχαριστώ τον Κύριο διότι μου έδωσε τη δυνατότητα να έχω συνεργασία με τις δύο αυτές εξόχως διακεκριμένες προσωπικότητες, αφού και μόνη η συζήτηση μαζί τους είναι πνευματικά γόνιμη και εποικοδομητική. Να ευχαριστήσω επίσης εσάς, που ήλθατε στην εκδήλωση αυτή συμμετέχοντας στην απόδοση τιμής προς το έργο μου.
Οφείλω να σας ομολογήσω ότι δεν επέτρεψα να τιμηθούν ούτε τα 10, ούτε τα 20 χρόνια της Αρχιερατικής διακονίας μου, μολονότι καλοί φίλοι και συνεργάτες το είχαν ζητήσει. Και αρνήθηκα τότε, διότι κρίνω πως τέτοιοι σταθμοί δεν αποτελούν λόγους εορτασμού για έναν Ιεράρχη, αλλά το εντελώς αντίθετο. Επειδή ο Ιεράρχης πορεύεται καλά, μόνον όσο και μόνον όποτε αναθυμάται με πόνο, πόσες δυνατότητες δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει, πόσες φορές στάθηκε λίγος, πόσες φορές υπέκυψε στις αδυναμίες του.
Δέχθηκα αυτή τη φορά την τιμή, αισθανόμενος ότι δεν αποδίδεται στη διακονία μου, και πολύ λιγότερο στο πρόσωπό μου. Νιώθω, και έτσι θα παρακαλούσα να νιώθουμε όλοι, ότι η τιμή αποδίδεται δι εμού στον ιερό κλήρο, σε όλους τους επί δεκαετίες αγωνιζόμενους Ιεράρχες, και πάνω απ όλα σε κάθε παπά, που αναλώνεται στη διακονία, που τρέχει για τους ενορίτες του πολύ πιο γρήγορα απ όσο για τα παιδιά του, πού γίνεται ο ίδιος κεράκι αναμμένο στην εκκλησιά, να φωτίζει κι όταν φύγουν οι πιστοί για τα σπίτια τους, να τρέμει ανάλαφρα προ του Κυρίου, παρακαλώντας Τον να ανακουφίζει το ποίμνιό Του από τη οδύνη, και να μετατρέπει την έρημο της μέριμνας σε παράδεισο προσφοράς.
Ας κρυφοκοιτάξουμε αυτόν τον παπά στην άδεια από κόσμο, όχι όμως κι από Θεό, εκκλησιά. Δεν μπορείς να είσαι μια τέτοια μορφή, δεν μπορείς να είσαι αληθινά αφοσιωμένος στη διακονία του Κυρίου, αν νιώθεις πως κάνεις «πάλι τα ίδια». Δεν μπορείς να βλέπεις τον κόσμο γύρω σου ως αμπελώνα του Κυρίου που σου τον έχει εμπιστευθεί, αν σου αφαιρεί τους ορίζοντες η συνήθεια. Δεν μπορείς να ανοίγεσαι στο ποίμνιο αν είσαι κλεισμένος μέσα στη φυλακή της ρουτίνας.
Ένας αληθινά αφοσιωμένος γέροντας, ένας παπάς απλός ‒ όπως λέμε, τόσο πρόχειρα και άκριτα, όσους δεν είναι φημισμένοι ‒, έλεγε κάποτε: «ένα μόνο πράγμα ζητώ από τον Θεό για τον εαυτό μου, να αντέχουν τα χέρια μου όταν κρατώ το άγιο ποτήριο, την ώρα που κοινωνώ.» Για να κάνεις όμως μια τέτοια προσευχή, πρέπει να βλέπεις με δέος τί κάνεις, κάθε φορά που ετοιμάζεις τα Άχραντα Μυστήρια.
Κι αλήθεια, πόσες φορές στα τόσα χρόνια ιερωσύνης το ‘χω νιώσει, ότι ο μεγάλος εχθρός, η μεγάλη νίκη του Πονηρού πάνω στον ιερωμένο δεν είναι να τον σπρώξει σε κάποιαν αμαρτία, σε μια κακή πράξη, αλλά θάταν να τον σπρώξει να πέσει στη συνήθεια, να μην τον αφήσει να νιώσει πως ακόμη μια φορά, μπροστά στην άγια Τράπεζα, είναι και πάλι μάρτυρας ενός θαύματος, και μάλιστα ταπεινός συνεργός. Ακόμη μια φορά, μπροστά στα μάτια του τα ανθρώπινα, το κρασί και το νερό και το φτωχό ψωμάκι, τα τυλίγει με το φέγγος της η αιωνιότητα.
Αλλά μόνος ο άνθρωπος, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της αιωνιότητας. Και θαύμα να τη λέει τη μετουσίωση, δεν θα μπορεί να το νιώθει, καθώς η αίσθησή μας φθείρεται μέσα στην επανάληψη. Είναι δώρο Κυρίου, ευλογία προς τον υπη-ρέτη Του ανεκτίμητη, να μη τον αφήσει να βυθισθεί στη συνήθεια, να μη τον αφήσει να νιώσει ποτέ «δουλειά» την ετοιμασία της θείας Ευχαριστίας.
Πόσες φορές, έχοντας να χειροτονήσω έναν νέο ιερέα ή και διάκονο, πόσες φορές δεν έχω αναρωτηθεί αν αυτός ο νέος θα μπορέσει να διδάσκεται από την θεία Ευχαριστία, να μαθαίνει λειτουργώντας ότι αυτός κουβαλάει μπροστά στην άγια Τράπεζα τον φθαρτό του κόσμο με την κόπωση και την επανάληψη, αλλά κ΄ η αιωνιότητα παρίσταται εκεί επίσης, νικώντας την φθαρτότητα με την αυθεντικότητα, νικώντας το πάλι με το άφθαρτο.
Το θαύμα της θείας Ευχαριστίας δεν μένει μόνο στην αγία Τράπεζα, αλλά θρέφει όλους μας, όλη την Εκκλησία. Θυμάμαι πόσες φορές, καθώς μεταλάβαινα κόσμο, έβλεπα εμπρός μου πρόσωπα χαρακωμένα από την τυράγνια της ζωής, ή πρόσωπα με μάτια πνιγμένα σε περισπάσεις, που έπαιρναν στα χέρια τους το μάκτρον, δηλαδή το μανδήλιο, κι ένιωθα ότι ίσως δεν έχουν προετοιμάσει την ψυχή τους όσο θα χρειάζονταν. Όποτε έχω αυτή την εντύπωση, θυμάμαι έναν γέροντα που ‘λεγε σε έναν παπά πνευματικοπαίδι του: «νάσαι έτοιμος εσύ, καθώς ανοίγει το στόμα του, παίρνοντας πάνω σου το βάρος, να καλύψεις εσύ τα όσα αδύναμα έχει η ψυχή που μεταλαβαίνει. Μή κρίνεις, μόνον άρπαζε την αμαρτία απ΄ την ψυχή των άλλων. Φορτώσου το φορτίο τους, κι άσε στο Θεό τη μέριμνα για το πως θ΄ αντέξεις.»
«Φορτώσου το φορτίο τους.» Τους βλέπεις εμπρός σου, στην εκκλησιά, στραμμένους προς το Ιερό, να προσεύχονται ή να παρακολουθούν σιωπηλοί. Προσεύχεσαι κι εσύ στον Κύριο να σου επιτρέψει να τους βοηθήσεις, ζητάς από την Παναγιά να σου δώσει τη δύναμη να τους οδηγήσεις όλους στην Πλατυτέρα των ουρανών αγκαλιά Της. Κι όσο βλέπεις τους πιστούς, είτε βρίσκεσαι στον Επισκοπικό θρόνο είτε βγαίνεις στην Ωραία Πύλη, ο νους σου τρέχει σε αυτούς που απουσιά-ζουν, σε αυτούς που αρνούνται να μπουν στην εκκλησιά ή που δεν το σκέπτονται καν. Τη Μεγάλη Εβδομάδα, όταν οι πιστοί αυξάνουν και η εκκλησιά δεν τους χωρά, εγώ αισθάνομαι εντονότερη την πίεση όσων απουσιάζουν.
Είναι πολλές οι φορές που αισθάνομαι ότι δεν έχει απομακρυνθεί ο κόσμος από την Εκκλησία, αλλά η Εκκλησία από τον κόσμο. Συχνά με συνέχει ο φόβος ότι δεν κρατάμε τις πύλες της ανοιχτές. Ο φόβος ότι μιλάμε για τους πιστούς και τον κόσμο, σαν να πρόκειται για δυό διαφορετικά και αντίπαλα στρατόπεδα. Ο φόβος ότι καταδικάζουμε μάλλον, παρά κατανοούμε τον κόσμο. Ο φόβος ότι μιλάμε στον κόσμο για να μας υπερασπίσουμε κι όχι για να τον προσεγγίσουμε. Ο φόβος ότι υπερασπίζοντας την ηθική, ποινικοποιούμε τη ζωή. Ο φόβος ότι συχνά, ακόμη και Ιεράρχες, επικαλούμεθα τον σεβασμό στην παράδοση για να δικαιολογήσουμε την απραξία και την ατολμία μας.
«Φορτώσου το φορτίο τους». Δεν είναι βέβαια αυτό μια προτροπή για συγκατάβαση, δεν είναι παρότρυνση για παράβλεψη του λάθους, της αμαρτίας. Κι ούτε τελειώνει με το να συγχωρείς, με το να μη καταδικάζεις κι απορρίπτεις.
«Φορτώσου το φορτίο τους», σημαίνει πάψε να μιλάς για τον άλλον και μίλα με τον άλλον, άφησε τις γενικότητες και γίνε άμεσος, αγάπησέ τον και πάψε να τον έχεις απέναντί σου, έμπα μέσα στη δική του ψυχή, παρακολούθησε ένα ένα τα βήματά του, κατάλαβε αυτό που ο ίδιος δεν έχει ακόμη καταλάβει, για να δεις τί βαραίνει τη συνείδησή του, μ΄ άλλα λόγια, δες τον κόσμο του με τα δικά του μάτια. Δες ο ίδιος πόσο άδειος από νόημα είναι ο κόσμος για τον νέο άνθρωπο, πόσο στεγνός από αίμα και περιοριστικός είναι. Δες ο ίδιος πόσο σκληρός και άδικος είναι ο κόσμος για τον ηλικιωμένο. Δες ο ίδιος ότι βλέπει να τελειώνει η ζωή του, και τα όνειρά του να έχουν σβήσει τόσο που ούτε τ΄ αποκαΐδια τους να τον ζεσταίνουν. Δες ο ίδιος ότι ούτε να επαναστατήσει μπορεί πια, και το μόνο πού του δίνεται είναι η μιζέρια. Δες ο ίδιος πόσο άδεια είναι τα μάτια του ανθρώπου στη σημερινή κατακομματιασμένη κοινωνία. Δες, κι έπειτα κοίταξε τον εαυτό σου, και πες του αν δικαιολογείται νάχεις αυτή την έπαρση και να του εκσφενδονίζεις τα κηρύγματά σου σαν γιατρικό του. Δες, κι αναρωτήσου μήπως όλα όσα του λές ηχούν σαν άδειος λόγος, σαν νόμισμα που πετάς μέσα σε μιαν άδεια στέρνα.
«Φορτώσου το φορτίο τους», σημαίνει νιώσε το πως δεν είναι τα λόγια, αλλά η αγάπη αυτή που πείθει. Όχι η αγάπη που είναι στα χείλη σου, αλλά αυτή που είναι στην καρδιά σου. Αυτή, γίνεται αντιληπτή και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι του. Η τρυφερότητά σου, αυτή μόνο μπορεί να μιλάει, και να ακούγεται.
Κι αφού τα νιώσεις αυτά, κάνε τα μέτρο και κρίνε μόνος σου, σε πόσους μίλησαν τα χείλη σου, και πόσες φορές άφησες την τρυφερότητά σου να μιλήσει.
Όταν χειροτονήθηκα με τη χάρη του Θεού Επίσκοπος, εδώ και 30 χρόνια, αισθάνθηκα, όπως είναι ευνόητο, μεγάλη συγκίνηση. Είχα πίστη στον Θεό, αλλά επίσης είχα μεγάλες προσδοκίες από τον εαυτό μου. Εγκαταστάθηκα στη Μητρόπολη Δημητριάδος με την πεποίθηση ότι τώρα θα κάνω πολύ περισσότερα από όσα μπορούσα ως ιε-ρέας να φανταστώ. Ωστόσο, δεν άργησα καθόλου να συνειδητοποιήσω ότι όσο βαρύτιμος και να φαίνεται ο σάκκος του Επισκόπου, δεν ντύνει, αλλά ξεγυμνώνει.
Δεν αναφέρομαι στην έκθεσή σου στα μάτια του κόσμου. Το βλέπεις, ασφαλώς, πολύ σύντομα και αυτό: ο κακόπιστος και ο αρνητής έχουν ανάγκη να σε διασύρουν, για να βρουν στη δική σου μείωση τη δική τους δικαιολόγηση.
Αλλά το προέχον δεν είναι ο κόσμος: είναι τα ίδια σου τα μάτια. Πόσες φορές δεν ένιωσα ότι κάθε μέρα που περνάει, αυξάνουν οι δυνάμεις που σε εμποδίζουν να βλέπεις τον κόσμο μέσα στο φως της Θείας Ευχαριστίας. Πόσες φορές δεν είδα τον εαυτό μου να δίνει σκληρό και ψυχικώς επώδυνο αγώνα, για να μην απομακρυνθώ από αυτό που πίστευα ότι πρέπει να είναι ο Επίσκοπος, από αυτό πού προσευχήθηκα να είμαι.
Ήμουν μοναχός, και ο Κύριος μου έκανε το δώρο να έχω πνευματικό μου πατέρα τον νυν άγιο Πειραιώς, Σεβασμιώτατο κ. Καλλίνικο. Εκείνος μου δίδαξε να αναλώνομαι στη διακονία του πλησίον. Όταν όμως έγινα Επίσκοπος, έπρεπε να βρίσκομαι συνεχώς στο πλευρό και του κλήρου και του ποιμνίου. Το έργο μου πια, έγινε ασυγκρίτως μεγαλύτερο. Πως θα μπορούσα να κρατήσω την ολοένα αυξανόμενη κούραση μακριά από την α-γανάκτηση και την επίκριση των συνεργατών σου, που είναι οι ουρές της κόπωσης; Πως θα μπορούσα να κρατήσω το έργο μου μακριά από του να μου γίνει υποχρέωση; Πολλές φορές, πολλά βράδια, ένιωσα ότι δεν διακονείς, ακόμη κι αν αναλώνεσαι, αλλά δεν αγαπάς αυτόν που υπηρετείς. Να λοιπόν που χρειάζεται να παλεύεις, για να μη σου γίνει η διακονία καθήκον, για να μην αφήνεις να σε ποτίζει μια κάποια άδηλη περιφρόνηση γι αυτόν που διακονείς, και που κρίνεις ότι θα μπορούσε να μη σε έχει ανάγκη.
Ο χώρος της διακονίας για τον Επίσκοπο δεν είναι μόνον όαση προσφοράς, αλλά και έρημος δοκιμασίας. Εκεί νιώθεις πως η ανακούφιση που φέρνεις στο πρόσωπο του βοηθουμένου, φωτίζει το δρόμο σου και δροσίζει την ψυχή σου. Εκεί όμως νιώθεις και το βάρος του σκότους να πέφτει πάνω σου. Όσο βαδίζεις, τόσο θέλεις να στηρίξεις και να προστατέψεις το ποίμνιο. Και βλέπεις τότε να πληθαίνουν γύρω σου τα στόματα τα όμοια με ανοιχτούς τάφους. Βλέπεις ότι αυτό που πάνω σου αμφισβητείται περισσότερο, είναι ο λόγος σου. Σε λοιδορεί και σε διασύρει ο αρχαίος όφις, όχι μόνο για να κάμψει εσένα, αλλά και για να κλείσει τ’αυτιά όσων σε ακούν. Να τους κερδίσει, και να τους πετάξει στα μαχαίρια της απιστίας ή της αμφιβολίας. Να ρίξει πάνω στο μαύρο ράσο σου το σταχτί φως της αποθάρρυνσης.
Άφησα για το τέλος την πιο μεγάλη αγωνία: να εργάζεσαι μέσα σε μια κατάσταση πραγμάτων που θέλει να εμφανίζεται ως η μόνη πραγματικότητα, χωρίς εσύ να δέχεσαι την αξίωσή της αυτή. Ένιωσα πολλές φορές, ότι πρέπει να δίνω τον αγώνα μου κι εδώ, πως αν αφεθώ στην απαίτηση να είμαι ρεαλιστής -όπως λέγεται όποιος δέχεται ότι έτσι είναι ο κόσμος, όπως τον βλέπει γύρω του-, θα έχω δολοφονήσει τον Επίσκοπο μέσα μου, και θα έχω βάλει στη θέση του έναν Διοικητή.
Η εμφανιζόμενη ως πραγματικότητα σε βεβαιώνει ότι γύρω σου υπάρχουν ένα σωρό ανίκανοι, και ελάχιστοι αληθινά κληρικοί. Σε βεβαιώνει ότι από αυτούς που ζητούν τη βοήθειά σου οι περισσότεροι είναι απατεωνίσκοι, κι ελάχιστοι οι έχοντες αληθινά ανάγκη. Σε βεβαιώνει ότι αντίθετα με αυτό το συρφετό γύρω σου, εσύ κάνεις άψογα τη δουλειά σου, και μάλλον κάνεις τη δουλειά σου καλύτερα από τον καθέναν. Σε βεβαιώνει ότι γύρω σου πληθαίνει η ανοησία και η φλυαρία, κι ευτυχώς εσύ λές το ουσιώδες και χρήσιμο.
Αυτή η δήθεν πραγματικότητα, είναι λίγο πολύ ακριβής, εάν βλέπεις τον κόσμο με το όποιο φως αυτός βγάζει. Είναι ίσως η πραγματικότητα που έχει εμπρός του ένας ικανός μάνατζερ, ένας πολιτικός ηγέτης. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι η πραγματικότητα του Επισκόπου.
Πολλές φορές, καθήμενος στο θρόνο, έβλεπα τον εαυτό μου με τα όσα τον βαραίνουν, έβλεπα γύρω μου τους κληρικούς, αλλά και το ποίμνιο, με τα προβλήματα και τα μειονεκτήματα που αναντίρρητα έχει, και ένιωθα ότι το γεγονός πως κάθομαι σε αυτόν τον θρόνο, διδάσκει πως η φαινομένη πραγματικότητα, η αυτοχαρακτηριζόμενη με έπαρση σκληρή πραγματικότητα, δεν ταυτίζεται με την αληθινή πραγματικότητα.
Ο Επίσκοπος δεν έχει δικαίωμα να βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του, αλλά μέσα από την οπτική γωνία που του δίνει το εγκόλπιό του. Αυτό θα πει ότι πρέπει να μη χάνει ποτέ την επαφή με το αληθινό. Να προσεύχεται κάθε στιγμή, να παρακαλεί τον Κύριο να τον βοηθήσει να βλέπει τον κόσμο με το αναστάσιμο φως κι όχι με το φως του παρόντος κόσμου. Να μην τον αφήσει ο Κύριος να νιώσει, ούτε στιγμή, ότι έχει αξίωμα, έχει καθήκοντα, εκπροσωπεί τον θεσμό της Εκκλησίας. Να ικετεύει τον Κύριο ζητώντας Του να τον έχει ικανό να διοικεί εν Χριστῷ και όχι εν θεσμῷ.
Ο Επίσκοπος δεν γίνεται Ποιμήν διατάσσοντας τους κληρικούς κι επιβάλλοντας την θέλησή του. Γίνεται όταν και όσο βλέπει το ποίμνιο και τον κλήρο όχι ως φορείς αδυναμίας, αλλά ως φορείς υψίστης δυνάμεως, που έχουν εκ της αγάπης του Κυρίου. Γίνεται Ποιμήν, όταν έχει την ευλογία να βλέπει πίσω και μέσα από την αδυναμία και την αμαρτία, την αξία, μάλιστα δε τη μοναδικότητα. Γίνεται Ποιμήν, όταν βλέπει καθαρά μέσα του και μπροστά του, ότι μία και μόνη είναι η αμαρτία: η αδυναμία μας να νιώσουμε την αγάπη του Θεού, η αδυναμία μας να ζήσουμε έτσι όπως η αγάπη Του μας επιτρέπει. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος το διατυπώνει αυτό με τη γνωστή σαφήνειά του: «Προδοσία μόνη ἡ τοῦ συνειδότος», λέει στην β΄ Εις Ευτρόπιον, ομιλία του.
Η προδοσία της αγάπης Του, το βασίλειο του θανάτου, είναι αυτό που θέλει να επιβληθεί ως η πραγματικότητα. Και είναι αυτό ακριβώς που η αποδοχή του, μετατρέπει τον Επίσκοπο σε παράγοντα του δημοσίου βίου. Γι αυτό, κλείνοντας, θέλω να σας παρακαλέσω να μη χειροκροτήσετε, παρά μόνο αν αναλαμβάνετε να προσεύχεσθε για τον κλήρο, να προσεύχεσθε για τον Επίσκοπο και για μένα ως ένα εξ αυτών, να προσεύχεσθε να μένουν μέσα στον κόσμο για να διακονούν, έχοντες όμως προ οφθαλμών και δείχνοντας πάντοτε τον αληθινό κόσμο.