Δεν έχω πρόθεση να σας μιλήσω εδώ για τον Απόστολο Παύλο. Ο τίτλος του τόμου που κρατάτε στα χέρια σας, λέει ήδη πάρα πολλά. Τα κείμενα που περιέχει ο ανά χείρας σας τόμος εξετάζουν συνοπτικά αλλά και εμπεριστατωμένα τη μοναδική συμβολή του Αποστόλου στη διάδοση του χριστιανισμού, τους αγώνες του να βγεί ο χριστιανισμός από τα όρια μιας ακόμη ιουδαϊκής σέκτας και να ανοιχθεί στον άνθρωπο, υπέρ του οποίου ενσαρκώθηκε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο Ιησούς Χριστός, ανεξάρτητα από φυλή, έθιμα και γλώσσα. Μιλούν επίσης για το έργο του στη διαμόρφωση της Εκκλησίας, όπως και για την ιδιαίτερη σχέση του με το ελληνικό πνεύμα.
Η Εκκλησία της Ελλάδος έκρινε σκόπιμο να τιμήσει με ειδικό αφιερωματικό τόμο τον Απόστολο. Την πρώτη, το έκαμε το 1951, επί του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος, με αφορμή τη συμπλήρωση 1900 χρόνων από την άφιξη του Αποστόλου στην Ελλάδα και την ίδρυση της Εκκλησίας των Αθηνών. Διοργανώθηκε τότε μέγα εξ απόψεως συμμετοχής και σημασίας διεθνές συνέδριο, τα πρακτικά του οποίου εξεδόθησαν σε ειδικό αφιερωματικό τόμο. Κατά την παρούσα περίοδο των εορτών για το Ιωβηλαίο, η Εκκλησία μας θεώρησε ευθύνη και υποχρέωσή της να τιμήσει τον άνθρωπο που όχι μόνον ίδρυσε στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος χριστιανικές Εκκλησίες, αλλά και τίμησε όσον κανείς το ελληνικό πνεύμα, αναδεικνύοντας την ελληνική γλώσσα σε αυθεντικό όργανο διδασκαλίας του Ευαγγελίου του Θεού του ζώντος.
Οφείλω όμως εδώ να εξηγήσω ότι η έκδοση του ανά χείρας τόμου δεν αποτελεί απλώς και μόνον οφειλομένη κατάθεση ευγνωμοσύνης προς τον Απόστολο των Εθνών. Είναι επίσης ανάληψη ευθύνης μας προς τον Παύλο ως Απόστολο των Γραμμάτων.
Όταν μιλάμε για το έργο της Εκκλησίας, έχουμε βέβαια κατά νουν το έργο της στη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτονόητο θεωρούμε επίσης και το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας. Και δεν έχουμε άδικο, διότι η αγάπη στον πλησίον και η προσφορά στον πάσχοντα είναι υψίστη θεολογία, και όχι μια φιλανθρωπική πράξη ενός οργανισμού με κοινωνική ευαισθησία.
Το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν είναι γνωστό στο βαθμό που θάπρεπε. Ετοιμάζουμε, και θα σας παρουσιάσουμε σύντομα, ειδική έκδοση που θα φανερώσει όχι βέβαια όλη τη διακονία του πλησίον αλλά τουλάχιστον το θεσμικά οργανωμένο μέρος του έργου. Θα δοθεί τότε η ευκαιρία να συζητηθούν πολλές πτυχές του, και κυρίως να δούμε όλοι μαζί τις προϋποθέσεις και τις δυνατότητές του.
Καθώς όμως είπα, σήμερα τιμούμε τον Παύλο και ως Απόστολο των Γραμμάτων. Αυτό σημαίνει ότι ο Παύλος όχι μόνον υπηρέτησε τον Κύριον φέρνοντας το μήνυμα Εκείνου στις καρδιές όλων των εθνών της ρωμαϊκής οικουμένης, αλλά και ότι προσέθεσε με τον λόγο του και τη γραφή του αληθώς υπέροχες σελίδες στην ελληνική γραμματεία. Από την άποψη αυτή, κορυφαία κείμενα είναι οι επιστολές του προς Ρωμαίους και η πρώτη προς Κορινθίους, ενώ η δευτέρα προς Κορινθίους έχει τον εξομολογητικό χαρακτήρα και το παράπονο ενός βαθυτάτου πνεύματος, που όμοιό του συναντούμε μόνον στην περίφημη Εβδόμη επιστολή του Πλάτωνος.
Στην εποχή μας αντιμετωπίζουμε και πάλι θέμα επιβίωσης της ιδιοπροσωπίας μας – όχι μόνον της δικής μας, αλλά όλων των λαών της Ευρώπης, και όχι μόνον αυτής. Βεβαίως, η Εκκλησία δεν στηρίζει την ανύψωση συνόρων και διαχωρισμών των ανθρώπων. Οι αγώνες για την πολιτική ένωση της Ευρώπης υπήρξαν σάρκα της. Αλλά η πολιτική ένωση πρέπει να γίνει με τρόπο που διασφαλίζει την ιδιοπροσωπία των μελών της. Η Ενωμένη Ευρώπη πρέπει να είναι και να παραμείνει ένωση λαών και όχι κατακάθι χαμένων λαών.
Ανάμεσα στα καθήκοντα της Εκκλησίας μας σήμερα είναι η διάσωση και καλλιέργεια της ιδιοπροσωπίας μας. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Επιτρέψτε μου όμως να υπενθυμίσω με λίγες γραμμές πως από της ιδρύσεώς της η Εκκλησία ήταν η σώτειρα του ελληνικού πνεύματος.
Μια μικρή συστάδα αφελών και ανεπαρκώς πληροφορημένων, νομίζουν πως τη ρωμαϊκή περίοδο το ελληνικό πνεύμα ήταν ακόμη αυτό που ήταν στους κλασικούς χρόνους. Αν ήξεραν καλά ελληνικά θα διάβαζαν τα κείμενα της ρωμαϊκής εποχής, και θα διεπίστωναν την επικίνδυνη πορεία του ελληνικού πνεύματος. Θα έβλεπαν πως η φιλοσοφία της εποχής δεν είχε καμιά σχέση με το μέγα πνεύμα της προσωκρατικής περιόδου. Θα έβλεπαν πως η ποίηση είχε ξεπέσει από τον Όμηρο και τους λυρικούς στην πορνογραφία. Θα έβλεπαν πως ένας Αισχύλος κι ένας Σοφοκλής δεν ακουγόταν πιά στα θέατρα, αλλά μόνον χυδαιολογίες και θηριομαχίες έβρισκαν θεατές. Η ελληνική θρησκεία, που δεν ήταν ποτέ δόγμα αλλά ευσέβεια, που δεν ήταν ποτέ υπόθεση του ατόμου αλλά υποχρέωσή του έναντι της πολιτείας, είχε πάντως χαθεί μέσα στον συγκρητισμό. Η Ελλάδα της εποχής που γεννήθηκε ο χριστιανισμός, ήταν σπαρμένη με ναούς θεών της Αιγύπτου και της Περσίας, με ιερά της Ίσιδος και του Μίθρα. Διαβάζοντας τους «μαγικούς παπύρους» της εποχής, βλέπει κανείς ότι οι Έλληνες μπέρδευαν πιά όλους τους θεούς, και οι ύμνοι τους δεν είχαν απολύτως τίποτε το ελληνικό, τίποτε που θα ανεχόταν ένας Πλάτων, ένας Αριστοτέλης, ένας Περικλής, ένας Σοφοκλής. Ένας - δυό αιώνες ακόμη, και το ελληνικό πνεύμα θα χανόταν μέσα στο πατητήρι λαών και πολιτισμών.
Το ότι ο χριστιανισμός πέρασε στα χέρια των «Ελληνιζόντων» - όπως αποδεικνύουν οι πρώτες εκλογές της χριστιανικής κοινότητος των Ιεροσολύμων, που έγιναν λίγο μετά την Ανάσταση του Κυρίου και πριν ακόμη ο Παύλος προσέλθει στον χριστιανισμό -, υπήρξε θεμελιακής σημασίας γεγονός. Ο χριστιανισμός γεννήθηκε μέσα στο λίκνο της ελληνικής γλώσσας, δεν υπήρξε μια θρησκεία που μεταφράστηκε στα ελληνικά, όπως ο μιθραϊσμός ή η αιγυπτιακή τερατοθεολογία.
Η πτώση του ρωμαϊκού κράτους θα παρέσυρε και τον Ελληνισμό, εάν η Εκκλησία των πρώτων αιώνων δεν κρατούσε σφιχτά στα χέρια της τα λάβαρά του. Δεν είναι τυχαία η υπεράσπιση της ελληνικής φιλοσοφίας, και μάλιστα η αναγνώρισή της ως δωρεά του Θεού προς τους Έλληνες, από τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα. Δεν είναι τυχαία η υπεράσπιση των προσωκρατικών από τον Ιουστίνο. Δεν είναι τυχαίο ότι μαθητές του αυτού φιλοσόφου ήσαν ο Πλωτίνος και ο Ωριγένης. Όπως δεν είναι τυχαίο ότι πνεύμα ελληνικότατο ήταν ο πνευματολόγος μέγας Γρηγόριος.
Οι εχθροί της Εκκλησίας δεν διστάζουν να υιοθετούν αβασάνιστα ξένους μύθους, και να ισχυρίζονται ότι οι χριστιανοί κατέστρεψαν τα αρχαία κείμενα και τα έσωσαν τάχα οι... Άραβες. Ας θυμίσω λοιπόν εδώ ότι η επιστημονική έρευνα έχει αποδείξει ότι ελάχιστα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας μεταφράσθηκαν στα λατινικά από τα αραβικά, ενώ ο μέγας όγκος μεταφράσεων κατά τον Μεσαίωνα έχει γίνει από χειρόγραφα Ορθοδόξων Ελλήνων.
Η Εκκλησία ήταν σε όλους τους αιώνες ο φωτοδότης, ο πυρσός του ελληνικού πνεύματος. Αλλά ενώ δεν έχουν καμιά δυσκολία να εξακριβώσουν και να υποστηρίξουν τη σημασία και την προσφορά της χριστιανικής Εκκλησίας οι Δυτικοί φιλόλογοι και στοχαστές, έχουν πάρα πολύ μεγάλη δυσκολία οι Έλληνες. Το φαινόμενο έχει την εξήγησή του: οι Έλληνες λόγιοι του 18ου και του 19ου αιώνα προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να αποκόψουν από την ιστορία του Ελληνισμού τη χριστιανική του περίοδο. Δεν ήσαν λίγοι οι τότε λόγιοι που έφθαναν στο σημείο να υποστηρίξουν ότι ο Ελληνισμός τελείωσε με την κατάκτησή του από τον «βάρβαρο Μακεδόνα Αλέξανδρο» – ένα επιχείρημα που θα γοήτευε τους βόρειους γείτονές μας, οι οποίοι προσπαθούν να κατασκευάσουν εθνική ταυτότητα.
Αλλά δεν επιτρέπεται να χαραμίσουμε την ιδιοπροσωπία του Ελληνισμού προσπαθώντας να ζεστάνουμε παγωμένα συμπλέγματα. Ο Ελληνισμός έχει μπεί σε μια διαδικασία που κινδυνεύει να αλλοτριωθεί αν δεν εργασθούμε μεθοδικά και με όλες μας τις δυνάμεις για την διατήρηση της αυτοσυνειδησίας του. Θα αναλάβουμε αυτόν τον αγώνα, βέβαιοι ότι δεν πρόκειται για αντιευρωπαϊκή κίνηση, αλλά ότι αντίθετα, θα συναντήσουμε πολλούς συμμάχους μέσα στην Ευρώπη.
Με την έκδοση του αφιερωματικού τόμου «Παύλος , ο Πρώτος μετά τον Ένα», η Εκκλησία της Ελλάδος κάνει ένα ακόμη σοβαρό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Εργαζόμεθα σκληρά, εργαζόμεθα όχι χωρίς περισπάσεις και μεθοδευμένες αντιξοότητες, για να διαμορφώσουμε μια καίρια παρέμβαση στην πολιτιστική πορεία του γένους μας. Ελπίζω ότι θα μπορέσουμε σύντομα να παρουσιάσουμε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση αυτή.
Η Εκκλησία δεν περιμένει να δικαιωθεί μέσα στην ιστορία. Αλλά ιδρύθηκε από τον Κύριο για να είναι παρούσα εδώ, μέσα στην ιστορία.