Ευχαριστώ από καρδιάς όλους όσοι θελήσατε να είστε σήμερα εδώ μαζί μου και το Διοικητικό σας Συμβούλιο για την ευγενική του πρόσκληση.
Θα προσπαθήσω να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις που εγείρει και η ιστορία της Εταιρείας σας και το επάγγελμά σας, αποτολμώντας να σας μιλήσω συμμεριζόμενος μαζί σας κάποιους από τους προβληματισμούς μου. Αναφέρομαι σε προβληματισμούς, κι όχι σε βεβαιότητες, επειδή αισθάνομαι ως άνθρωπος που όσο προχωρά τόσο βλέπει ότι αυτό που θέλει να κάνει γίνεται διαρκώς και μικρότερο σε σχέση με αυτό που θα πρέπει να γίνει.
Πριν απ’ όλα, πρέπει να σας εξηγήσω ότι ο ιερέας αισθάνεται αδύναμος, κυριολεκτικά α-μήχανος – που σημαίνει χωρίς μήχον, χωρίς μέσα και δυνάμεις. Έχει να επιτελέσει ένα έργο το οποίο τον υπερβαίνει: να λειτουργήσει έτσι ώστε άνθρωπος αυτός, να φέρει τους ανθρώπους σε κοινωνία με τον Θεό. Είναι αδιανόητο να υποθέσει πως υπάρχει τρόπος, πως υπάρχει μήχος, που θα τον βοηθήσει να επιτύχει. Για να είσαι ιερέας, θα πρέπει να μάθεις να εγκαταλείπεσαι, να αφήνεσαι στα χέρια της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο. Διότι μόνον αυτή η αγάπη έχει τη δύναμη να νικάει τον θάνατο που φέρνουμε όλοι μέσα μας, να νικάει την ανημποριά μας, να μας λυτρώνει από την υποδούλωση στη φθορά της ζωής.
Κι ενώ λοιπόν νιώθει αμήχανος, ο ιερέας βγαίνει και ομιλεί από άμβωνος. Άμβων σημαίνει εξέχον σημείο, ορατό από όλους και από μακριά – το φρύδι του βουνού, είναι παράδειγμα άμβωνος. Ο ιερέας γνωρίζει πως δεν μπορείς να ανεβαίνεις επί άμβωνος και να μην είσαι ορατός από όλους, συζητούμενος από όλους. Αλλά το πρώτο που θα δει ο άλλος, πριν ακόμη σε ακούσει, είναι αυτή ακριβώς η ανημπόρια σου να μιλήσεις γι’ αυτό που θέλεις. Ποιος είσαι εσύ που θα μας πεις τι θέλει ο Θεός; Αυτό είναι το ερώτημα που ακούει εντός του ο ιερέας ανεβαίνοντας στον άμβωνα. Και σας βεβαιώνω πως δεν μπορεί να μένεις ιερέας, αν δεν είσαι σε θέση να παραδέχεσαι πως το τίποτα είσαι, και πως μόνη σου δεν θάλεγα δύναμη αλλά ελπίδα, είναι αυτή η επίγνωση.
Και ιδού τώρα ο Επίσκοπος: ένας ιερέας που η ίδια του η πίστη τον βάζει στη θέση του Ιησού Χριστού, άρα ένας άνθρωπος που αισθάνεται όχι μόνον αμήχανος, αλλά ότι προσβάλλει πλέον αυτό το οποίον πιστεύει. Και που μ’ όλα ταύτα, πρέπει να κατευθύνει, πνευματικά και διοικητικά, την Εκκλησία – τον λαό του Κυρίου.
Με αυτούς τους όρους, με αυτές τις προϋποθέσεις ήλθα σήμερα κοντά σας, να συμμεριστώ μαζί σας ένα μέρος από τις αγωνίες μου.
Ως ιερωμένος, πρέπει να ομιλώ από άμβωνος, που σημαίνει να είμαι εκτεθειμένος, είτε βρίσκομαι μέσα σε ναό είτε σε κάποιο άνετο ενδιαίτημα όπως το σημερινό. Είναι άφρων όποιος νομίζει ότι μπορεί από άμβωνος να ομιλεί ως υπερόπτης διδάσκαλος. Τίποτε δεν είναι τόσο γρήγορα αντιληπτό όταν ομιλείς από άμβωνος, όσο η γύμνια της υπεροψίας σου. Και λυπούμαι διότι ανήκω σε μία γενεά που εκπαιδεύθηκε έτσι ώστε να εκλαμβάνει τον στόμφο ως δραματικότητα, την κενολογία ως ρητορική. Θέλω να πιστεύω ότι η επόμενη γενεά θα το ξεπεράσει αυτό, και θα μπορέσει να μιλήσει χωρίς θεατρικότητες, αλλά με την απλότητα και ενάργεια που έχει το φως.
Ως ιερωμένος, πρέπει να ομιλώ από άμβωνος, όχι υμνώντας την αξία της πίστεως αφηρημένα και αόριστα, όχι για να δεχθείτε πως και η Εκκλησία έχει έναν σοβαρό ρόλο στην κοινωνία μας, όχι για να σας πείσω ότι έχω το δικαίωμα να παρεμβαίνω στα θέματα που απασχολούν τον λαό κι ότι οι παρεμβάσεις μου κάνουν καλό εν τέλει, όχι για να σας πείσω να γίνετε απλώς καλοί άνθρωποι.
Πρέπει να ομιλώ ζητώντας ριζική αλλαγή προσανατολισμού της ζωής, ζητώντας από τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει πως όσο και να «φτιάχνει τη ζωή του» τα δεσμά του φτιάχνει, ζητώντας του να αφήσει το πρόσωπό του στα χέρια της αγάπης του Θεού που αυτή και μόνο θα του δώσει την όρασή του. Πρέπει να ομιλώ ζητώντας να νιώσουμε, κι εσείς κι εγώ μαζί, τα Χριστούγεννα όχι σαν διακοπές αλλά σαν την διακοπή της φθοράς και του θανάτου, σαν τη μοναδική Γέννηση που οδηγεί στη λαμπρήν Ανάσταση.
Αλλά δεν έχει νόημα να ομιλώ έχοντας κλεισμένα τ’ αυτιά μου. Πρέπει ό,τι έχω να πω να είναι μέρος της διακονίας μου, μέρος της ευθύνης μου για τις χαρές και τους πόνους, για τα όνειρα και τις απογοητεύσεις, για τις προσδοκίες και τους κινδύνους όλων μας, της Εκκλησίας, του λαού του Θεού που είναι η Εκκλησία.
Ο Θεός δεν μιλάει δείχνοντάς μας την απάθεια των αγγέλων. Ο Θεός μιλάει δείχνοντάς μας τα πάθη του ανθρώπου. Ακούστε την επί του όρους ομιλία, με την οποία άρχισε την αποστολή του. Δεν διατυπώνεται εκεί συμβουλή απόστασής μας από τον άνθρωπο προκειμένου να πλησιάσουμε τον Θεό, αλλά προειδοποίηση ότι η απόσταση από τον άνθρωπο συνιστά αδιαφορία για τον πόνο του άλλου, και ως εκ τούτου περιφρόνηση του Θεού.
Η επί του όρους ομιλία μας διδάσκει ότι δεν μπορείς να μιλάς, παρά μόνον σκυμμένος. Αν δεν είσαι σκυμμένος όλος επάνω στο πρόβλημα του άλλου, ο λόγος σου είναι κούφιος, είναι «χαλκός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον».
Το ερώτημα όμως είναι: πως μπορείς να σκύψεις πάνω στον άλλον χωρίς να σε βαραίνει, χωρίς να σε εμποδίζει η στολή σου; Πως μπορείς να τον ακούσεις παρακάμπτοντας την ιστορία σου, τους τρόπους σου, τις απόψεις σου για τούτο κι εκείνο; Η ίδια η επιδίωξη να τον ακούσεις επειδή αυτό απαιτείται να κάνεις, δεν είναι ένα στοιχείο ανασταλτικό;
Είναι ερωτήματα που ισχύουν για κάθε άνθρωπο. Και θα έπρεπε να οδηγούν τον καθέναν από μας σε επίγνωση της αδυναμίας του. Γνωρίζουμε ότι μιλάμε εξωτερικεύοντας εμάς τους ίδιους, και ακούμε ερμηνεύοντας με βάση τα κριτήριά μας. Το ίδιο το γεγονός του επικοινωνείν συμβαίνει –όσο και όπως συμβαίνει-, μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα θορυβώδη, που διαλύει κάθε προσοχή, κάθε αυτοσυγκέντρωση. Πως θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τα εμπόδια που φέρνει η φύση μας;
Οι κληρικοί έχουμε ακόμη πιο οδυνηρές εμπειρίες. Βλέπουμε την αναντιστοιχία λόγων και έργων: ακόμη και οι στολές μας, που φέρουν επάνω τους μια πυκνή συμβολική και μια ζωντανή παράδοση, πολλές φορές εμποδίζουν τον άλλον να σου μιλήσει. Βλέπουμε συχνά ότι η μέριμνα για ισχυροποίηση της Εκκλησίας βουλώνει πολλών τα αυτιά και δεν τους αφήνει να σκεφθούν ότι έργο της Εκκλησίας είναι να αναλώνεται, γιατί μόνον τότε ισχυροποιείται. Βλέπουμε ότι υπάρχουν πράξεις και επιλογές των ανθρώπων που απαιτούν προσέγγιση την οποία δεν μπορούμε να έχουμε χωρίς να έλθουμε σε σύγκρουση με παραδεδομένες ηθικές συμπεριφορές. Κάτι απλό θα σας θυμίσω: όταν κάποτε είπα ότι δεν μας ενδιαφέρει πώς είναι ντυμένος ο νέος, διότι έχει τη θέση του στην εκκλησιά, υπήρξε σφοδρή αντίδραση από ορισμένους κύκλους. Αν όμως το σχισμένο μπλουτζήν ή το σκουλαρίκι στο αυτί, είναι ικανά να μας οδηγήσουν σε αποβολή του νέου από την εκκλησιά, πως είναι δυνατόν να ακούσουμε το πρόβλημά του; Πως μπορείς να ακούσεις πράγματι, όταν τα ταμπού καθορίζουν τι σου επιτρέπεται να ακούσεις;
Βρισκόμαστε λοιπόν και πάλι μπροστά σε μια ριζική αδυναμία του ανθρώπου: δεν είναι μόνον αδύναμος να έλθει σε κοινωνία με τον Θεό, αλλά είναι επίσης αδύναμος να επικοινωνήσει με τον διπλανό του, με τον συνάνθρωπό του. Μας έδωσε λοιπόν ο Θεός μιαν εντολή, που δεν έχουμε τη δύναμη να την κάνουμε πράξη;
Η λύση του προβλήματος βρίσκεται πάλι στην αποδοχή της αδυναμίας, πάλι στην εγκατάλειψη. Για τον πιστό, είναι φανερό πως η αδυναμία πραγματικής επικοινωνίας οφείλεται στο ότι ο κάθε άνθρωπος προσπαθεί «να σταθεί στα πόδια του», προσπαθεί να υψώσει το ανάστημά του, θύμα της αυταπάτης ότι είναι στο χέρι του να επιτύχει. Ο πιστός όμως καταλαβαίνει πως μόνον με την αγάπη του Θεού μπορεί να υπερβούμε την αδυναμία μας. Και κατά συνέπειαν, όταν ο λόγος μας δεν έχει αγάπη γι αυτόν που μας ακούει, κι όταν τ’ αυτιά μας δεν έχουν αγάπη όταν ακούμε, δεν θα υπάρξει ποτέ αληθινή επικοινωνία.
Ίσως βοηθούσε, αν το έθετα με άλλα λόγια: η επικοινωνία είναι δυνατή μόνον εφ όσον είναι προϊόν σεβασμού προς τον άλλον και ενδιαφέροντος γι αυτόν. Κι άρα το μήνυμα δεν βρίσκεται μόνον στο τι λέμε αλλά επίσης στο πως και στο γιατί μιλάμε. Κυρίαρχο στοιχείο του μηνύματος λοιπόν είναι ο τρόπος του, που δεν είναι άλλος από τη διάθεσή μας έναντι του άλλου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εγγράφεται η επικοινωνιακή πολιτική της Εκκλησίας. Χρειαζόμαστε μια επικοινωνία που δεν θα είναι τεχνικές απόσπασης της προσοχής του κοινού, αλλά προσπάθεια να νιώσουμε όλοι τούτο ακριβώς: κοινό, κοινότητα. Χρειαζόμαστε μια πολιτική που δεν θα είναι μεθοδεύσεις, αλλά άσκηση προσοχής στο τι ο πλησίον μας λέγει. Αυτές είναι βασικές προϋποθέσεις για να πάψει πιά το κήρυγμα να είναι αυτάρεσκος μονόλογος και να γίνει αυτό που πρέπει να είναι: έκφραση της αφοσίωσής μας, της αφιέρωσής μας προς τον πλησίον.
Για να υλοποιηθεί μια τέτοια επικοινωνιακή πολιτική, χρειάζεται όχι μόνον χρόνος, αλλά και πίεση του λαού. Πρέπει να γίνει μια μεγάλη στροφή προς την ουσία του χριστιανισμού, κι αυτό δεν είναι ο κλήρος που θα το αποφασίσει, δεν είναι οι Επίσκοποι που θα το επιβάλλουν. Αυτό είναι έργο που θα αναλάβει και στηρίξει ο κλήρος μαζί με τον λαό. Αν αυτό δεν το επιτύχουμε, τότε θα καταλήξουμε απλώς να σκανδαλίσουμε το λαό, και η τιμωρία μας θα είναι άμεση.
Γι αυτό ακριβώς, πρέπει να δεχόμαστε την κριτική ως ευλογία, οσοδήποτε σκληρή και να είναι. Να μην είναι άδικος, να μην είναι κατηγορία, να μην είναι αβασάνιστος, αλλά να είναι κριτική σκληρή. Και τέτοια, φρονώ, είναι κυρίως η κριτική της νεολαίας. Παρατηρώ ότι η νεολαία ασκεί κριτική απαιτώντας γνησιότητα και ουσία. Είναι έργο της επικοινωνιακής πολιτικής να κρατήσει αυτά τα αιτήματα ζωντανά.
Θα πρέπει κλήρος και λαός να συνειδητοποιήσουμε ότι ο μόνος διδάσκαλος ηθικής συνείδησης είναι η υπέρβαση της ηθικής από την αγάπη, κι ότι μια ηθική χωρίς αγάπη δεν είναι σωσίβιο, είναι βαρύδι. Είναι στο χέρι μας να έχουμε ηθική συμπεριφορά. Είναι στο χέρι μας να είμαστε καλοί άνθρωποι που νοιάζονται τους πάσχοντες. Δεν χρειάζεται καν να είσαι χριστιανός για να είσαι ηθικός και καλός άνθρωπος. Ο χριστιανός κάνει αυτό που δεν είναι στο χέρι του να κάνει, ο χριστιανός αφοσιώνεται, αγαπά τον πλησίον του, έχοντας συναίσθηση πως δεν είναι στο χέρι του να αγαπήσει, δεν είναι στο χέρι του να αφοσιωθεί πράγματι.
Κλήρος και λαός να συναισθανθούμε ότι ο αδελφός μας είναι γκρεμισμένος κάτω, βαριά τραυματισμένος, και δεν είναι δικό μας έργο να του εξηγούμε ότι κακώς έκανε και πήρε αυτό το δρόμο, αλλά έργο μας είναι να δέσουμε τις πληγές του, να του καθαρίσουμε το πρόσωπο, και με την αγάπη μας να φέρουμε στο χώρο του φως αναστάσεως Κυρίου.
Όλοι μιλάμε για την ανυπέρβλητη αξία της Ορθοδοξίας - και δεν έχουμε άδικο. Όλοι μιλάμε για την μοναδική αξία της παράδοσης - και δεν έχουμε άδικο. Έχουμε όμως άδικο, εαν νομίζουμε πως το ζητούμενο είναι αυτές οι διακηρύξεις.
Έχουμε εκκλησιαστικά έντυπα, ραδιόφωνο, μονάδα ιντερνετ. Το πόσο επιτυχημένα είναι αυτά, κρίνεται από το πόσο προωθούν την επικοινωνιακή πολιτική που θέλησα να σας αναπτύξω. Από το πόσο απομακρύνονται από την άχρηστη αυταρέσκεια και την αυτοκατάφαση για το πόσο σημαντική είναι η Ορθοδοξία, με το ερώτημα πότε η πίστη θα γίνει μίμησις Εκείνου, πότε την καλή πράξη θα τη διαδεχθεί η αγάπη.